Μεγάλωσα στη
Λευκάδα, μια μικρή επαρχιακή πόλη, όπου τα στενά σοκάκια της πλημμύριζαν φωνές
παιδιών που έπαιζαν και έτρεχαν προστατευμένα απο την ομοιογένεια της κοινωνίας
αλλά και την απλοχεριά των μεγάλων ανθρώπων.
Μεγάλωσα
χτίζοντας ένα κόσμο δικό μου, καταδικό μου που τον περιφρουρούσαν η μοναδική
οικογένειά μου και οι παιδικοί φίλοι μου, κυρίως τα παιδιά της γειτονιάς. Τα
κρυφτά, τα κυνηγητά, τα ξυλάκια, ο χάρακας, το σκοινάκι κι αργότερα οι ρακέτες
ήταν τα παιχνίδια που συνέθεταν την καθημερινότητά μας, μια καθημερινότητα
απαλλαγμένη απο σκοτούρες και κάθε λογής αγωνίες. Η ισότητα ανάμεσά στα παιδιά ήταν
το κύριο χαρακτηριστικό της μεσαίας μας τάξης, που ήταν τακτοποιημένη σε σπίτια
καθαρά και ιδιόκτητα με μητέρες κυρίως νοικοκυρές. Ελάχιστες γυναίκες στη
Λευκάδα εργάζονταν εκτός σπιτιού εκείνα τα υπέροχα χρόνια των αψεγάδιαστων οριζόντων.
Στο μυαλό μου τριγυρνάνε
οι μέρες εκείνες που ήταν πασπαλισμένες με αθωότητα αλλά και με κάθε λογής κολατσιά,
που καθόρισαν το πλαίσιο της ανάπτυξής μας σε εποχές όταν δεν είχαν
κυκλοφορήσει ακόμη τα ξενόφερτα πατατάκια ή τα γαριδάκια των διαφόρων γέυσεων,
με κόκκινο πιπέρι, με γεύση πίτσας και άλλα εξωτικά εφευρήματα.
Τα αγαπημένα
κολατσιά μας είχαν βάση το ψωμί. Ναι το ψωμί ήταν το κύριο συστατικό του
χορτάσματος της πείνας μας μετά απο τα τρεχαλητά και τα παιχνίδια. Το ψωμί, που
είχε λείψει απο τη γενιά των γονιών μας λόγω της ανέχειας του Β Παγκοσμίου
Πολέμου κυκλοφορούσε πάντα άφθονο, φρέσκο και χορταστικό σε κάθε σπιτικό.
Το καλοκαίρι μετά
το μπάνιο στη θάλασσα μια φέτα με λάδι απο τους ελαιώνες της Λευκάδας και
φρέσκια ντομάτα λυωμένη στην επιφάνεια, με λίγο χοντρό αλάτι απο τις Αλυκές,
ήταν το αγαπημένο προδόρπιο του μεσημεριανού. Θυμάμαι τη φρέσκια μυρωδιά της
ολόγλυκης ντομάτας με τους δεκάδες κόκκους της να τρυπάει στα ρουθούνια μου και
να μας κατακλύζει με την αληθινότητά της. Θυμάμαι την πρώτη μπουκιά που δεν
προλάβαινα να τη μασήσω καθώς εύρισκε τρόπο να γλυστρήσει στον γεμάτο προσμονή
ουρανίσκο. Η γειτονιά πλημμύριζε κόκκινο, καθώς οι παιδικές φατσούλες ορμούσαν
στις ολόφρεσκιες φέτες του ψωμιού με τη ντομάτα.
Το απόγευμα μετά
τη μεσημεριανή σιέστα κι ενώ ο ήλιος είχε αρχίσει να αναχωρεί, βγαίναμε σαν
τρελόπαιδα πάλι στο σοκάκι. Κι ενώ βρισκόμασταν μέσα στην παραφορά του
παιχνιδιού, ξαφνικά σα συνεννοημένα όλα σταματούσαμε και τρέχαμε μέσα στα
σπίτια σαν κουρδισμένα ζητώντας απο τις μαμάδες «ψωμί, λάδι και ζάχαρη». Εδώ η μαμά άλειφε μια
φέτα ψωμιού με λάδι και σκορπούσε πάνω της χοντρή λευκή ζάχαρη, προσφέροντας
μια επιδορπιακή ανάσχεση της πείνας μας.Οι χοντροί διάφανοι κρύσταλλοι της
ζάχαρης που ερχόταν απο τα ζαχαροκάλαμα της Αφρικής προκαλούσαν πραγματική
ηδονή στην παιδική μας σχεδόν παρθένα γεύση.
Απο τις
ωραιότερες στιγμές των προδορπίων ήταν το ψωμί λάδι και ρίγανη. Ε! Ναι η μαμά άπλωνε
το λάδι ώσπου να το βυθιστεί σε κάθε μόριο του ψωμιού κι απο πάνω σκορπούσε
χοντρό αλάτι απο τις Αλυκές. Κι ύστερα το πασπάλιζε με ρίγανη, αυτή τη μαγική
ρίγανη που προερχόταν απο τους λόφους του νησιού ή απο επο εκείνους αντίπερα
της Αιτωλοακαρνανίας...Και μοσχοβολούσε ολάκερη η γειτονιά απο αυτό το άρωμα
που παρέπεμπε στο χωριό του πατέρα.
Τις ωραιότερες
φέτες ψωμιού τις είχε πάντα ο Λάκης, ο Λάκης της κυρά-Λόπης. Γιατί η μητέρα του
, η σεβαστικότερη νοικοκυρά της γειτονιάς, δεν αγόραζε έτοιμο ψωμί αλλά το
ζύμωνε η ίδια και το έψηνε στον ιδιόκτητο φούρνο του χωριού . Και έφερνε τα
καρβέλια κάθε εβδομάδα αναδεικνύοντας την αυθεντικότητα του αληθινού ψωμιού και
της απόλυτης νοικοκυροσύνης, που δεν συμβιβαζόταν με τα έτοιμα λευκά ψωμιά των
φούρνων.
Τα καλοκαίρια της
χαράς, του παιγνιδιού, της ξεγνοισιάς, τα καλοκαίρια στη Λευκάδα σημαδεύτηκαν
με τις πασαλειμμένες φέτες του ψωμιού. Κι ύστερα όλα έσβησαν, ξεχάστηκαν ,
χάθηκαν μέσα στη λήθη των συσκευασμένων προϊόντων που αγοράζαμε απ΄το
περίπτερο...