Τον γνώρισα απο τις πρώτες
μέρες της διαμονής μου στο Μόντρεαλ. Με τα γαλανά μάτια να με κοιτούν κατάματα,
το πλούσιο μούσι να στολίζει το πρόσωπο, ο Δημήτρης Γαλάνης αντιπροσώπευε
πειστικά την Αρκαδική του καταγωγή , για την οποία μιλούσε με τρομερή
υπερηφάνεια.
Τότε μόλις είχε εγκαταλείψει
το ρόλο του ιμπρεσάριου κι έψαχνε να επαναπροσιορίσει την επαγγελματική του
ταυτότητα. Εφερνε μουσικές παραστάσεις
στο Μόντρεαλ αλλά ήθελε να ξεκόψει από αυτή την αγωνία. Τότε έκανε το μεγάλο
άλμα να φτιάξει το «Μύθος» στο υπόγειο της Παρκ Αβενιου αναβιώνοντας την εποχή
των μπουάτ αλλά και τα Παρκαβενέικα.
Ο Δημήτρης Γαλάνης μέσα
από το Μύθο ανέδειξε την ελληνική ζωντανή μουσική σκηνή του Μόντρεαλ, που
γέννησε τραγουδιστές και τραγουδοποιούς. Είχε την διορατικότητα, το μεράκι, το
πάθος να ζωντανεύει τα τραγούδια της Ελλάδας μέσα απο μπάντες και μουσικούς
τους οποίους ο ίδιος έπλαθε καμαρώνοντας για το έργο του.
Ο Δημήτρης Γαλάνης ή
Τζίμμης όπως είναι γνωστός σε όλους μας παράλληλα ανέδειξε την ελληνική κουζίνα
σε μια Πάρκ Αβενιου που είχε αρχίσει να ψυχορραγεί από την εγκατάλειψη των Ελλήνων.
Μαζί με το Μίλος συμπλήρωσαν την άψογη ελληνική παρουσίαση της μεσογειακής
κουζίνας και ήταν πολλοί που λάτρεψαν και λατρεύουν την αυθεντική μεσογειακή
διατροφή μέσα απο τις εκδηλώσεις του Γαλάνη. Ο Γαλάνης δεν έμεινε στα
κεκτημένα, εξαπλωνόταν σε γευσιγνωσίες και οινογνωσία ελληνικών κρασιών
προκειμένου να προωθήσει κάθε τι ελληνικό.
Ο Δημήτρης Γαλάνης, παρότι
δεν είχε τελειώσει πανεπιστήμια στην Ελλάδα, ήταν γνώστης του ελληνικού πολτιισμού
στις λεπτομέρειές του, ήταν μύστης των αρχαίων μυστηρίων, ανιχνευτής της
φιλοσοφίας, αγωνιώδης αναζητητής της πλατωνικής αλήθειας. Ηταν ένας Ελληνας της
κλασσικής αρχαιότητας που μεταφυτεύθηκε στο Μόντρεαλ για να διαδώσει τον
πολιτισμό μας με πάθος και συνέπεια στους πέριξ.
Ηταν ο ενσαρκωτής του
ελληνικού πνεύματος, ο οραματιστής μιας καλύτερης Ελλάδας, ο «Μύθος» που έδινε
σάρκα και οστά σε κάθε τι ελληνικό. Ηταν η επιτομή του ‘Ελληνα με την ευρεία
σημασία του όρου. Ηταν εκείνος που κράτησε την ελληνική ψυχή στα Παρκαβενέικα.
Τα τελευταία χρόνια επισκεπτόταν
την πατρώα γή κι έφερνε μαζί του στις κουβέντες μας τους ψίθυρους του ανέμου,
τα χρώματα των λουλουδιών, τα αρώματα της ελληνικής φύσης. Κι όλο μιλούσε με
νοσταλγία για την πατρίδα, κι όλο δραπέτευε του Νόστιμου Ηματος.
Θα τον θυμάμαι να μου παίζει
μουσικές για να χορέψω ένα «μάγκικο ζεμπέικικο», θα τον αναπολώ να μου
ψυθυρίζει τις ιδέες του για τις οποίες πολλές φορές διαφωνούσαμε δημιουργικά.
Θα τον αναζητώ στο Μύθο τα Σαββατόβραδα στα τραγούδια που αγαπήσαμε και τα ενσωματώσαμε
στις ζωές μας.
Θα τον κατατάξω στους μέγιστους Ελληνες διότι με το
Μύθο του πέρασε στις νέες ελληνικές γενιές την ελληνική ποιοτική μουσική,
έπλασε νέα μουσικά ταλέντα, ανέδειξε τη ντόπια ελληνική μουσική σκηνή.
Καλό Ταξίδι εκεί που πας.
Να τους πάς λίγη Ελλάδα από τα Παρκαβενέικα,αγαπημένε Τζίμμη της καρδιάς μας.