Saturday, September 29, 2018

Ο κυφ-Φλίππος ο Βερύκιος, αυτός ο μαθηματικός νούς!

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη


Τα πολύ παλιά τα χρόνια στη Λευκάδα, όταν μεγαλώναμε εμείς δηλαδή, δεν υπήρχαν φροντιστήρια με ταμπέλες και τέτοια τινά. Μόνο το Φροντιστήριο Αγγλικών Στρατηγάκη κυριαρχούσε στην πλατεία με φαρδύ πλατύ το όνομά του.

΄’Ετσι οι μαθητές για τις δυσκολίες τους στα αρχαία, τα μαθηματικά, τη φυσική, τη χημεία έπρεπε να βρίσκουν καθηγητές που θα τους έκαναν ομαδικά μαθήματα δίκην κρυφού σχολειού.

Ο ιδρυτής αυτής της μόδας ήταν ο μακαριστός μπάρμπα-Φλίππος ο Βερύκιος. Περίφημος μαθηματικός νους δεν κατόρθωσε ή δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσει μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο κι έτσι ξέμεινε στη Λευκάδα οργανώνοντας ιδιαίτερα μαθήματα βοήθειας για τα μαθηματικά σε μαθητές του Γυμνασίου και του Λυκείου. Δεν υπήρχε μαθητής στη Λευκάδα τότε που δεν είχε περάσει απ΄το τραπέζι των λύσεων του μπαρμπα-Φλίππου.

Ο μπαρμα-Φλίππος ήταν φίλος του πατερούλη καθώς το ιδιότυπο φροντιστήριό του βρισκόταν ακριβώς απέναντι απο τους Αγίους Αναργύρους . Τα απογεύματα οι κόρες του, Αλέκα και Διδώ, έκοβαν βόλτες με τα ποδηλατάκια τους στον περίβολο του ναού μας.

Περί την Γ’ Γυμνασίου ο πατερούλης έκρινε πως αν ήθελα να σπουδάσω θετικές επιστήμες έπρεπε να πάω προς ενίσχυση της μαθηματικής μου σκέψης στον κυρ-Φλίππο. Μάλιστα, κι άλλα παιδιά της ηλικίας μου βρέθηκαν στο γυμνό τραπέζι θαυμάζοντας τον μέγιστο μαθηματικό.

Παρότι εκείνα τα χρόνια ήταν ντροπή να πηγαίνεις σε βοηθηιτκό φροντιστήριο, η Μαριάννα η Καρφάκη και η αφεντιά μου αψηφήσαμε τις φάλτσες φωνές και παρακολουθήσαμε τα μαθήματα στον κυρ-Φλίππο το Βερύκιο. Μάλιστα δε αργότερα, στην Γ’ Λυκείου ήρθε να προστεθεί και η Αγγελική Σπηλιά, η οποία πάντα είχε μια φυσική συστολή και δεν της ήταν και το καλύτερο να παρακολουθεί φροντιστηριακά μαθήματα στον περίφημο κυρ-Φλίππο.

Το ιδιότυπο ή μάλλον το άτυπο φροντιστήριο βρισκόταν στον επάνω όροφο μιας δίπατής μονοκατοικίας, η οποία στο ισόγειο διέθετε βιβλιοχαρτοπωλείο που το διαφέντευε η γυναίκα του κυρ-Φλίππου, η Τασία.



Τα μαθήματα γίνονταν στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι ενός δωματίου που δεν είχε άλλα έπιπλα πλην των καρεκλών και του τραπεζιού. Εκεί ο κυρ-Φλίππος μας σαγήνευε με την γνώση του στην άλγεβρα, τη γεωμετρία και την τριγονωμετρία. Είχε ένα τρόπο όχι μόνο να λύνει τα δυσεπίλυτα προβλήματα των μαθηματικών, αλλά να μεταδίδει τις μεθόδους με μια απλότητα που μας έκανε κοινωνούς αυτής της μαθηματικής ιδιοφυίας του.

Ο ίδιος κάπνιζε αρειμανίως το ένα τσιγάρο πίσω απ΄το άλλο λες και δεν υπήρχε αύριο. Τα σταχτοδοχείο ήταν γεμάτο απο αποτσίγαρα κι εκείνος δεν έκανε τον κόπο να τα αδειάσει, προσθέτοντας κι άλλες κι άλλες , πολλές αμέτρητες γόπες. Πώς μπορούσε να σβήνει τη γόπα του ανάμεσα στο σωρό απο τις γόπες πάντα με έκανε να αναρρωτιέμαι.

Ο κυρ Φλίππος έπινε περί τους δέκα ελληνικούς καφέδες την ημέρα και αυτό ίσως ήταν το φάρμακό του απο την βαρετή διδασκαλία των μαθηματικών σε παιδιά που μεταξύ τους δεν είχαν το ίδιο επίπεδο γνώσης ή πρόσληψης των μαθηματικών. Μάλιστα, όταν χρειαζόταν καφέ χτυπούσε με δύναμη το πόδι του στο ξύλινο πάτωμα και φώναζε : «Τασία, έ Τασία!»

Δεν έλεγε λόγια, αλλά σε πέντε λεπτά ερχόταν η κυρά Τασία με το φρέσκο καφεδάκι, το οποίο απολάμβανε πίνοντάς το ανάμεσα στους αχάριστους δεκαδικούς και στα περήφανα ισοσκελή τρίγωνα.

Ο κυρ Φλίππος για μένα ήταν ήρωας διότι είχε αυτή την ιδιοφυή εξισωτική σκέψη που ήταν σχολή απο μόνη της. Δεν έλεγε πολλά λόγια αν και το χιούμορ του ήταν καυστικό και ανυπέρβλητο. Στις μαθήτριες που δεν αντιλαμβάνονταν εύκολα τα μαθηματικά μιλούσε με ψυχραιμη φωνή: «Α! Ματίνα μου εσύ δεν πρόκειται να περάσεις τις εξετάσεις όσα κι αν σου διδάξω εδώ μέσα. Εσύ έχεις πλατυποδία στα χέρια μη σου πω και στο νου»

‘Ηταν σαφώς πανέξυπνος και αφοσιωμένος στη δουλειά του, που ήταν να βάζει μέσα σε αργόστροφα εφηβικά κεφαλάκια τη γνώση του δίνοντας λύση και στα πιό περίπλοκα προβλήματα.

Ο κυρ-Φλίππος έκανε απαρεγκλήτως τον περίπατό του κάθε μέρα, με σκυμμένο το κεφάλι λες κι έκανε πάρτυ με τα μαθηματικά του. Είχε πάντοτε σταυρωμένα τα χέρια του πίσω και δεν μιλούσε σε κανένα. «Μή μου τους κύκλους τάραττε», δηλαδή. Ούτε ο πατερούλης δεν τον χαιρετούσε για να μη χαλάσει την υψηλή του σκέψη, την ιδιότυπη μάχη του με τις λύσεις των προβλημάτων.

Ανελλιπώς στη διάρκεια του περιπάτου του περνούσε απο το εκκλησάκι του Αγίου Νεκταρίου στο Γηροκομείο κι άναβε ένα κεράκι στη χάρη του.Ήταν η μόνη στιγμή που επέτρεπε στον εαυτό του να αποσπασθεί η προσοχή απο τις σκέψεις του.

Ο κυρ-Φλίπππος δεν είναι αναμέσά μας πλέον. Θέλω λοιπόν να του βροντοφωνάξω και να φτάσει η φωνή μου έως τη γειτονιά των αγγέλων όπου θα κοιμάται ήσυχος εδώ και μερικά χρόνια.

«Εμαθα μαθηματικά απο σένα κυρ Φλίππο και να σου πώ κάτι; Έμαθα να λύνω τα προβλήματα της ζωής με ένα τρόπο απλό και ήρεμο: το δικό σου τρόπο.

Αναπαύσου εν ειρήνη κι εγώ κάθε φορά που θα μπαίνω στο Γηροκομείο θα ανάβω στο εικόνισμα του Αγίου Νεκταρίου ένα κεράκι στη μνήμη σου.Κυρ Φλίππο γύρνα να με δεις! Είμαι η Ιουστίνη!»





Thursday, September 27, 2018

Ο έρωτας με τα Benetton μοσχοβολούσε πράσινο μήλο!



Αυτό το καλοκαίρι στην Ευρώπη διαπίστωσα πως η δημοφιλέστατη εταιρεία Benetton έχει χάσει την αίγλη της , καθώς το χώρο της έχουν καταλάβει όλα τα παρελκόμενα της Zara καθώς και το Η&Μ.  Ωστόσο, σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας υπάρχει ένα μαγαζί Benetton παραπέμποντας στις μέρες της μεγάλης δόξας.

Στο Μιλάνο το Benetton είναι ένα τεράστιο κατάστημα με εντυπωσιακή βιτρίνα που καταλαμβάνει τη μισή πλευρά της πλατείας του Ντουόμο, διαφημίζοντας το καλής ποιότητας ιταλικό ρούχο.

Η σχέση μου με το Benetton είναι ερωτική και ξεκινά απο τη νιότη μου. Ήταν το 1982 που οι γονείς αποφάσισαν να με στείλουν στο Παρίσι να ασκήσω τα γαλλικά μου στην Aliance Francaise  και να  μιλήσω τη γλώσσα στο φυσικό της περιβάλλον, μια και είχα πάρει εντατικά μαθήματα στο Γαλλικό Ινσιτούτο όλα τα φοιτητικά χρόνια μου κατακτώντας εκείνα τα πτυχία της αναγνώρισης.

Εκείνο το σωτήριον έτος που αλωνίζαμε με τη Χριστίνα το Παρίσι, βρισκόμασταν συχνά στη Champs Elysee θαυμάζοντας τις εντυπωσιασκές βιτρίνες , που στα αθώα φοιτητικά μας χρόνια έμοιαζαν περιούσιες. Σε μια περιήγηση λοιπόν ανα τις βιτρίνες και όντας συνεπαρμένη μόνο απο τα Lacoste εκείνες τις εποχές, το μάτι μου έπεσε σε ένα μαγαζί που είχε ρούχα σε έντονα χρώματα, τόσο που αιχμαλώτισαν την προσοχή μου.

Μπήκα μέσα και έμεινα με το στόμα ανοιχτό καθώς υπήρχαν μπλουζάκια σεταρισμένα με ζακετούλες σε όλα τα χρώματα της παλέτας;ροζ, φούξια, κίτρινα, μπλέ ρουαγιάλ, σιέλ, κόκκινα πράσινα.... Και οι φουστίτσες οι κλος να ανεμίζουν στα μανεκέν με φλοράλ σχέδια...

Αγόρασα επιτόπου το πρώτο μου σετ, θυμάμαι σε έντονο φούξια και την κλος φούστα της βιτρίνας, που είχε φούξια τριαντάφυλλα. Φορούσα το συνολάκι συνεχώς διότι είχα ερωτευθεί την ιδέα της πολυχρωμίας σε μια εποχή που κυριαρχούσε στα φοιτητικά μας ρούχα το γκρί και το μπλέ.

Το Benetton δεν είχε ανοίξει ακόμη στην Ελλάδα κι έτσι όταν επέστρεψα στο Παρίσι για μαθήματα την επόμενη χρονιά, έτρεξα πάλι στο αγαπημένο μαγαζί να αγοράσω ένα ακόμη σετ, σε πράσινο λαχανί αν θυμάμαι καλά.

Την επόμενη χρονιά ωστόσο το Benetton άνοιξε επιτέλους στην Ελλάδα. Η χαρά μου ήταν μεγάλη γιατί τώρα θα μπορούσα να εμπλουτίζω τη συλλογή μου εύκολα. Βέβαια, ήταν ακριβά τα ρούχα για το φοιτητικό μου εισόδημα, αλλά απόητη όταν λάβαινα τα χρήματα απο τον πατέρα μου έτρεχα στο αγαπημένο μαγαζί κι αγόραζα ένα ακόμη σετ σε κάποιο εντυπωσιακό χρώμα κι ας μην είχα να περάσω τον υπόλοιπο μήνα. Α! Είχε γίνει ο προσωπικός ναός της λατρείας μου. Δεν υπήρχε για μένα άλλο μαγαζί στην Αθήνα, μόνο αυτό.

Τα καλοκαιρινά βράδυα στη Λευκάδα, φορούσα ένα ένα τα ζακετάκια της πολυχρωμίας. Και η μαμά τα έπλενε με πράσινο μήλο και μοσχομύριζαν απο μακριά την καθαριότητά της. Αυτό το πράσινο μήλο επισκίαζε το άρωμά μου κι ο Τέντυ λάτρευε να τα κρατάει στα χέρια του και να τα μυρίζει.

Οταν επέστρεφε στο Μόντρεαλ έπαιρνε πάντα μαζί του ένα ζακετάκι του καλοκαιριού που μοσχοβολούσε πράσινο μήλο για να του κρατάει συντροφιά τις μέρες της απόστασης. Κι εγώ συμπλήρωνα τη συλλογή με το γνωστό περιορισμένο προϋπολογισμό μου, αλλά ανένδοτη κι απτόητη αποκλειστικά απο το Benetton.


Όλες οι φίλες μου γνώριζαν την εμμονή μου και την προσήλωση στα πλεκτά του Benneton, αλλά και στις φούστες, στα αξεσουάρ και σε ό,τι όμορφο και νεανικό σχεδίαζε η πολυμήχανη εταιρεία.

Όταν ήρθα να εγκατασταθώ στο Μόντρεαλ το Σεπτέμβριο του 1989 ,έφερα μαζί μου δυό βαλίτσες με τα πλεκτά του Benetton. Και μοσχομύρισε το διαμέρισμα του Τέντυ απο πράσινο μήλο. Ήμουν έγκυος κι άρχισα να μη χωράω στα μικροσκοπικά ζακετόμπλουζα πλέον.

Όταν ήρθε εκείνη η άνοιξη και ανέλαβε ο Τέντυ να τα πλύνει στο πλυντήριο έκανε το θαύμα του. Τα έπλυνε σε ζεστό νερό κι επιπλέον τα έβαλε στο στεγνωτήριο. Και ήρθαν κι έγιναν παιδικά τα πολύτιμα πλεκτά που μαζευα με τόση λατρεία και αφοσίωση τουλάχιστον τα τελευταία οκτώ χρόνια.

Δεν έκλαψα που τα είδα κατεστραμμένα, ούτε διαμαρτυρήθηκα στον Τέντυ για την ατυχή του πρωτοβουλία. Κατάλαβα πως είχε έρθει η ώρα να μεγαλώσω και να φοράω ρούχα της ηλικίας και της υπευθυνότητάς μου.

Και κράτησα σα φυλακτό το πρώτο φούξια ζακετάκι που ο Τέντυ φύλαγε στο ντουλάπι του απο το πρώτο καλοκαίρι που του το είχα χαρίσει. Κι εκείνο μύριζε πράσινο μήλο της μαμάς και επισκίαζε όλα τα αρώματα του σπιτιού. Ωσπου γεννήθηκε ο Αλέξανδρος και σκέπασε με το μωρουδίστικο άρωμά του όλα τα αρώματα της νιότης μου, καταργώντας σχεδόν απο τη μνήμη μου το πράσινο μήλο του Benetton.

Φέτος που είδα το μεγάλο Benetton κατάστημα στο Ντουόμο με χτύπησε ξαφνικά η μυρωδιά του πράσινου μήλου. Είχαν περάσει 28 χρόνια απο το 1990!
Τζουστινάκι

Monday, September 17, 2018

Συλλαμβάνοντας πρόσωπα και σκηνές δια φακού Γιάννη Φαλκώνη!




Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

O Γιάννης Φαλκώνης είναι ένας πολυσχιδής καλλιτέχνης, που περνάει με την άνεση απο τη σκηνοθεσία, στη φωτογραφία, στη γραφή, στην καλλιτεχνική διεύθυνση πολιτιστικών γεγονότων. Με τη γλυκύτητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και με μια ανεξάντλητη ηρεμία που πηγάζει από το χαρακτήρα του, αποτελεί πρωταγωνιστικό πρόσωπο στη Λευκάδα του πολιτισμού κάθε καλοκαίρι.

Φέτος, συνάρπασε το Λευκαδίτικο κοινό με τις εξαιρετικές φωτογραφίες του στην έκθεση που πραγματοποίησε στην αίθουσα τέχνης ‘Θεόδωρος Στάμος’ στο Μαρκά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου κατά τη διάρκεια των Γιορτών Λόγου και Τέχνης.

Περιηγούμενη τις πολλές και ιδιαίτερες φωτογραφίες του που εστιάζουν σε πρόσωπα του σινεμά, της λογοτεχνίας και της τέχνης αλλά και στα εσνταντανέ που φυλάκισαν στιγμές της σκληρής πραγματικότητας στην Ελλάδα της κρίσης, αισθάνθηκα το βάθος του καλλιτέχνη.

Ο φακός του χαϊδεύει πρόσωπα αλλά ξύνει ταυτόχρονα και πληγές. Με ωραίους φωτισμούς στα πορτρέτα του και ωμή πρόσληψη  των σκηνών του σκληρού βίου, ο Γιάννης Φαλκώνης αιχμαλώτισε τους επισκέπτες της έκθεσης που άφησε βέλτιστες εντυπώσεις.

Μια συζήτηση μαζί του ήταν αποκαλυπτική της ματιάς του πίσω από το μαγικό φακό της φωτογραφικής μηχανής του:


-Πότε άρχισες να ασχολείσαι με τη φωτογραφία;

‘Αρχισα να σχολούμαι με τη φωτογραφία ερασιτεχνικά απο τα χρόνια του γυμνασίου . Η πρώτη μηχανή φωτογραφική μηχανή Cannon αγοράσθηκε  στην Αθήνα. Ήταν μια αληθινή ερωτική ιστορία, την έβλεπα στη βιτρίνα και την ονειρευόμουν. Και μάζευα χρήματα να την αγοράσω, αλλά όταν τελικά συγκέντρωσα το απαιτούμενο ποσόν αγόρασα το πιό πρόσφατο μοντέλο. Ένιωσα πως την είχα απατήσει.

-Τι φωτογράφιζες κατ΄αρχήν;

Φωτογράφιζα τη φύση και τις γειτονιές της Λευκάδας. Μα περισσότερο με έλκυαν τα έρημα τοπία, τα παρθένα χωριά, τα γκρεμισμένα κτίσματα και τα εγκαταλελειμμένα σπίτια.

Μετά επικεντρώθηκα στους ανθρώπους. Ανακάλυψα ότι το μέτρο όλων είναι ο άνθρωπος. Με προσέλκυε η καλλιτεχνική φύση των ανθρώπων που είχαν να μεταδώσουν κάτι. Άρχισα να προσεγγίζω ανθρώπους που είχαν μια διείσδυση στους ανθρώπους, αυτό ειλικρινά με γοήτευε.  

Στην αρχή με το φακό μου φωτογράφιζα καθημερινά πρόσωπα. Στα μάτια τους , στις ρυτίδες τους  φυλάκιζα τη θέληση ή την παραίτηση απ τη ζωή.

Στη συνέχεια επειδή μου άρεσαν οι διάφορες μορφές τέχνης, παρακολουθώντας απο κοντά πρόβες, συναυλίες ,ανακάλυπτα τους καλλιτέχνες  και μετά τους φωτογράφιζα.

Έτσι άδησαν τους εαυτούς τους ελεύθερους  να ξεδιπλώνονται στο φακό μου.

-Τι είναι για σένα η φωτογραφία;


Η φωτογραφία ξεκινάει απο την αποτύπωση μιας στιγμής αλλά καταλήγει στην αποτύπωση μια ζωής
Μέσω της φωτογραφίας ζουν στη μνήμη μας προσωπικότητες σαν τον Τσε Γκε Βάρα, τη Γκρέτα Γκάρμπο, τη Μαίριλυν Μονρόε κι ας πέθαναν μισό αιώνα πρίν. Πρόκειται για ένα μέσον που κρατάει αλώβητη τη μνήμη των προσώπων, που έπαιξαν ρόλο στο δημόσιο βίο.

-Πώς είναι να φωτογραφίζεις διάσημα πρόσωπα;

Υπάρχουν προσωπικότητες που ανταποκρίνονται στο μύθο τους και αφήνονται στο φακό, ερωτοτροπούν μαζί του. Υπάρχουν προσωπικότητες που μένουν αμέτοχες στο φακό. Τότε γίνεται δύσκολο για το φωτογράφο να τις αποτυπώσεις στη σωστή τους διάσταση.

-Ποιές προσωπικότητες σου έχουν κάνει εντύπωση;



Δύο πρόσωπα με έχουν συγκλονίσει. Ο Σον Κόνερι στην Ακρόπολη στη καμπάνια για την επιστροφή των μαρμάρων.Ήταν σα να βλέπεις τον Ικτίνο να υπερασπίζεται το έργο του.

Και  Μίκης Θεοδωράκης που είχε ένα πηγαίο αυθορμητισμό  τόσο που δεν έβλεπες την ηλικία του.

Ωστόσο, αγαπημένο αντικείμενο φωτογραφίας ήταν ο Αλ Πατσίνο, που πλημμύρισε το φακό μου με τη γοητεία του.

Και βέβαια, η Μόνικα Μπελούτσι που έχει μια αύρα απόλυτης ομορφιάς αλλά και μια τρομακτική ευφυία.




Wednesday, September 12, 2018

Εσύ που λείπεις!!!


Τώρα που σου γράφω κάθομαι στον καναπέ του σαλονιού αντικρύζοντας το γραφείο, εκεί που είχε τοποθετηθεί το κρεβάτι των τελευταίων ημερών της σύντομης ζωής σου.Αναθυμάμαι εκείνο το φρικτό καλοκαίρι που έζησες χωρίς ελπίδα, παραδίδοντας τη ζωή σου στον αναπόδραστο θάνατο την αποφράδα μέρα, 22 Σεπτεμβρίου του σωτηρίου έτους 2004.

Είχαμε ταξιδέψει μαζί στο αγαπημένο Μοντρεάλ για να σε δουν άλλοι γιατροί, να σου προτείνουν άλλο κοκτέιλ χημειοθεραπείας αυξάνοντας τις ελπίδες σου για επιβίωση. Μα εκείνοι οι γιατροί σιγοψιθύριζαν για να μην ακους εσύ, πως δεν είχες ζωή πάνω απο τρίμηνο και πως οι μέρες ήταν μετρημένες.

Γυρίσαμε στην Αθήνα όπου συνεχίστηκε ο Σταυρός του μαρτυρίου. Εσύ έμπαινες κι έβγαινες στο νοσοκομείο ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, εσύ πονούσες όταν σε τρυπούσαν οι νοσοκόμες για να σου βρουν φλέβα. Και χάιδευες το αδειανό κεφαλάκι σου ρωτώντας με όχι αν θα γίνεις καλά , μα αν θα φυτρώσουν τα μαλλιά σου πάλι.

Κι εγώ καθόμουν πλάι σου όταν έκανες τις μεταγγίσεις γιατί το αίμα σου είχε διαλυθεί πλέον και δεν άντεχε άλλο δηλητήριο. Καθόμουν στην άβολη καρέκλα του νοσοκομείου και σου έλεγα για τα παιδικά μας χρόνια. Ήθελες να ακούς πάλι και πάλι για το πόσο ενοχλητική μου ήσουν όταν έτρεχες διαρκώς απο πίσω μου και σε αποκαλούσα ακολυθίκι. Και όταν ήθελες να συμμετέχεις στα παιχνίδια μας που προσπαθούσα να περιχαρακώσω την ανεξαρτησία μου, αποκλειοντάς σε απ´ αυτά. Σε έστελνα να παιξεις με την Αλέκα και τη Μπεττίνα διότι ήσασταν άλλη ηλικιακή κατηγορία και δεν σας γούσταρα στα πόδια μου.

Με ρωτούσες γιατί δεν ήθελα να φοράμε τα ίδια φουστάνια που επέμενε να μας ράβει η μαμά στην Τσία, απορούσες γιατί ποτέ δεν σε έβλεπα σαν ίση μου. Γιατί..

Κι εγώ σου εξηγούσα πως ήμουν ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ κι αυτό σήμαινε πολύ σπουδαία πράγματα για μένα. Μη με ρωτήσεις ποιά, αυτή η ηλιακή διαφορά μου έδινε μια αλαζονία που εσύ έμαθες να συγχωρείς  και να κατανοείς.

Αυτό το καλοκαίρι το πέρασα στο πατρικό μας σπίτι στη Λευκάδα. Και παρόλο που ήταν εκεί ο Αποστόλης με την οικογένειά του, παρόλο που ήρθε και ο Αλεξανδρίνος από τη Νέα Υόρκη, εγώ έμεινα πολλές ώρες μαζί σου.
Ξανάπλασα στη φαντασία μου τις παιδικές μας ώρες κι αναθυμόμουν διαρκώς τις μικρές κοριτσίστικες στιγμές που μοιραστήκαμε στο ροζ δωμάτιο με τα δυό κάρινα κρεβάτια και την ασορτί βιβλιοθήκη- γραφείο. Χάιδεψα τις κούκλες που απόμειναν στη βιτρίνα, απόηχοι της αθωότητάς μας, τη Νιόβη και τη Ναταλί μας.

Άγγιξα τα σκληρά γυαλιστερά εξώφυλλα των εφηβικών μας βιβλίων αγορασμένων απο τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ. Είδα τη Μαίρη Πόπινς να κατεβαίνει με την ομπρέλα της και να την καθίζουμε μαζί μας να μας λέει ιστορίες όπως τότε φανταζόμαστε στο παιδικό δωμάτιο πριν κοιμηθούμε τις νύχτες του καλοκαιριού.

Αναθυμήθηκα πως εσύ άνοιγες τις γρίλιες απο το παράθυρο να γλυστρήσει μέσα το φως του αυγουστιάτικου φεγγαριού που μας θάμπωνε...και έλουζε τα όνειρά μας στολίζοντάς τα με προοπτικές.

Πήγα στην Εγκλουβή που εσύ εύρισκες απομονωμένη κι άγρια , ίσως επειδή δεν έπαιξες σαν κοριτσάκι στην αυλή του πέτρινου σπιτιού. Είδα τα κτήματα της κληρονομίας απο τους παπούδες και τον πατερούλη μας κι αγαλλίασα γιατί κατάλαβα πως την Εγκλουβή δεν την πήρε κανείς απο μέσα μου κι ούτε θα την πάρει.

Εσυ θα με κορόιδευες το ξέρω, γιατί ένιωθες γόνος του Σύβρου και του Κακαβουλέικου. Κι εγώ αισθανόμουν ορεινή και Φραγκουλίτσα...και μαλώναμε ποιά φυλή ήταν πιό δυνατή, η πατρική ή η μητρική.

Να ξέρεις πως σε σκεφτόμουν κάθε λεπτό στη Λευκάδα του καλοκαιριού. Κι όταν χαιρόμουν κι όταν κολυμπούσα στα Ιόνια νερά της τυρκουάζ θάλασσάς μας.Κι όταν μιλούσα και γελούσα με τους παιδικούς φίλους μας στα μπαράκια αργά τις νύχτες...

Να τώρα βρίσκομαι στο τελευταίο της ζωής σου δωμάτιο και σ´ αναπολώ και σε σκέφτομαι. Και λέω γιατί μου γλύσρτησες, γιατί δραπέτευσες απο τις χαρές του βίου; Ή μήπως είχαν γίνει μόνο λύπες;

Μικρή μου μωβ βεντάλια μου Σ´ ΑΓΑΠΩ. Το κεράκι σου καίει κάθε μέρα σε διάφορα αρώματα. Εσύ λείπεις απο τον επίγειο κόσμο ...Μα εγώ σε κουβαλώ μέσα μου

Ώσπου να ξανασυναντηθούμε

Η αδελφή σου

Ιουστίνη



Saturday, September 1, 2018

Και το όνομα αυτής Μαρία-Στέλλα! H παρουσία στις απουσίες!

Σε κλίμα συγκίνησης τελέσθηκε η βάφτιση της Μαρίας-Στέλλας Πετροπούλου στην Ιερά μονή της Φανερωμένης προεξάρχοντος του Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης κ. Θεόφιλου και χοροστατούντος του Ηγουμένου της Μονής κ. Νικηφόρου καθώς και του ιερέως Βουρνικά.
Η νεοφώτιστη, κόρη της Κατερίνας Βονιτσάνου και του πρώην προέδρου της ΝΟΔΕ Δημήτρη Πετρόπουλου, ευλογήθηκε να πάρει τα ονόματα δύο γυναικών, που έφυγαν νωρίς ορφανεύοντας και τις δυό πλευρές της οικογένειας.

Το όνομα Μαρία το πήρε στη μνήμη της θείας της Μαρίας Πετροπούλου που έφυγε νεότατη, χτυπημένη απο την επάρατη νόσο. Το όνομα Στέλλα δόθηκε στη μνήμη της Στέλλας Βονιτσάνου, μητρικής γιαγιάς της , η οποία επίσης έφυγε σε σχετικά νεαρή ηλικία. Η οικογένεια θρήνησε δυό πρόωρους θανάτους το 2016 αλλά ο ερχομός της Μαρίας –Στέλλας αναπλήρωσε τις απουσίες, επιβεβαιώνοντας την ανθρώπινη νομοτέλεια.

Ανάδοχοι της νεοφώτιστης ήταν η Αννα Νιφόρου με το σύζυγό της Νικόλαο Πατέλη, που έγιναν πανευτυχείς νονοί.

Στη βάφτιση η μικρή Μαρία-Στέλλα επέδειξε κατ’ αρχήν ψυχραιμία παρά το πλήθος του κόσμου, αλλά η ώρα της κολυμπήθρας της προκάλεσε έντονο κλάμα. Η μεγαλύτερη αδελφή της Νικολέτα τριγυρνούσε στο προαύλιο της Φανερωμένης σκορπώντας χαμόγελα στους καλεσμένους.

Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της Λευκάδας παρευρέθηκε στη βάφτιση, απο το δήμαρχο κ. Κώστα Δρακονταειδή, τον αντιδήμαρχο κ. Σέρβο μέχρι τον πρώην βουλευτή της ΝΔ κ. Ξενοφώντα Βεργίνη καθώς και τον πρώην δήμαρχο Ανατολικής Λευκάδας κ. Μάκη Μελά.
Η δεξίωση δόθηκε στον Πολυχώρο με ωραία εδέσματα από catering Σταύρακα.
Να σας ζήσει η Μαρία-Στέλλα. Αξιοι οι νονοί και οι γονείς της!

Ιουστίνη Φραγκούλη