Sunday, January 16, 2022

Θείος Λεωνίδης, κάτοικος ξενητειάς!

 



Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Έφυγε χθες πλήρης ημερών στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας ο τελευταίος αδελφός του πατέρα μου, ο θείος Λεωνίδας Φραγκούλης. Ο θείος Λεωνίδας ή Λεωνίδης όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά οι παππούδες της Εγκλουβής έφυγε πλήρης ημερών μετά απο μακροχρόνια ασθένεια αλλά με αφορμή τον κορωνοϊό...Πάει να συναντήσει την αγαπημένη του γυναίκα την Κατίνα, ένα χρόνο μετά από τον βίαιο και άδικο θάνατό της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Ο θείος Λεωνίδης ήταν ένα αιθέριο πλάσμα, που λες και είχε κατεβεί από τη Σκανδιναυία και όχι από την απομονωμένη Εγκλουβή του ορεινού αποκλεισμού. Με κατάλευκη επιδερμίδα και πράσινα διάφανα μάτια είχε την όψη του αριστοκράτη αστού διαφέροντας από τα υπόλοιπα αδέλφια του. Θα έλεγα πως τη λεπτεπίλεπτη κοψιά του την κληρονόμησε η αδελφή μου  η Κωνσταντίνα μαζί με τα ωραία ζυγωματικά του.

Κι όμως ο θείος Λεωνίδης στην Εγκλουβή έβοσκε πρόβατα, ήταν ο τσομπάνης της αγροτικής οικογένειας του παππού Αποστόλη.Ήταν αυτός που έβγαζε τα πρόβατα από τη στάνη και τα μάντρωνε τη νύχτα κάνοντας προσκεφάλι του την ακατέργαστη φλοκάτα. Η δουλειά ήταν βαρειά και ακατάλληλη για τη λεπτή του φύση και ο πατέρας μου συχνά του έλεγε πως έπρεπε να φύγει στα ξένα να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή.

Η ευκαιρία ήρθε με ένα προξενιό από την Εξάνθεια, ένα άλλο απομονωμένο χωριό της Λευκάδας. Η μέλλουσα γυναίκα του, η θεία Κατίνα Βλάχου είχε στείλει φωτογραφία στα αδέλφια της αναζητώντας γαμπρό από το νησί, «παπούτσι από τον τόπο σου», όπως έλεγαν τότε. Ο θείος Λεωνίδης έστειλε τη δική του φωτογραφία στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας και η Κατίνα που είχε δουλέψει μερικά χρόνια εκεί και είχε κάνει κομπόδεμα είπε το ναι στον άγνωστο γαμπρό.

Έτσι έγινε και βρεθήκαμε μια μέρα μακρινή στην Εξάνθεια, στο σπίτι του αδελφού της κοντά στην πλατεία. Εμείς αγοράσαμε από το ζαχαροπλαστείο ευρωπαϊκά γλυκά (αμυγδαλωτά) και η μαμά έφτιαξε ντόπια λαδόπιτα. Και τα έβαλε σε όμορφες πιατέλες και τα στόλισε με πολύχρωμα σελοφάν και έδεσε φιόγκους με χίλιες ευχές να είναι τυχερός ο Λεωνίδης και να αγαπήσει την Κατίνα και να ευτυχήσει στο γάμο εκεί στα ξένα.

Φτάσαμε με όλη την ευρύτερη οικογένεια στην Εξάνθεια μετά από την ταλαιπωρία στα ελεεινά λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Ήμασταν η πομπή του γαμπρού με τους συμπεθέρους και όλο το χωριό είχει βγει να μας υποδεχτεί. Και μας περίμεναν οι συμπέθεροι και στρώσαμε στο ωραίο σπίτι τους ένα γλέντι τρικούβερτο. Και χόρευε πρώτος ο θείος Λεωνίδης, χόρευε η μαμά, χόρευαν οι συμπέθεροι και εμείς μικρά παιδάκια χοροπηδούσαμε με χαρά γιατί ο θείος Λεωνίδης θα έπαιρνε το υπερωκειάνιο για την Αυστραλία. Και χόρευε ο θείος κρατώντας το λευκό μαντήλι κι έκανε εκείνες τις στροφές του τσάμικου και ίδρωνε και σκουπιζόταν και άλλαζε μαντήλι.  Και παράγγελνε τον Αμάραντο, που ήταν το τραγούδι του. Και δάκρυζε η μαμά και μου φαινόταν παράξενο, γιατί αρραβώνας ήταν αυτός και ήταν ώρα της χαράς και όχι των δακρύων.Και δόστου ευχές για τα «καλορρίζικα» και δόστου να βγαίνουν ένα ένα τα χρυσαφικά που είχε αγοράσει για την άγνωστη νύφη.

Έτσι έφυγε ο θείος Λεωνίδης άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, μετανάστης στην Αυστραλία, όπου τον περίμενε η θεία Κατίνα με τα αδέλφια της, τους αδελφούς Βλάχους. Κι έγινε γρήγορα ο γάμος και μάλιστα τρικούβερτος. Εκείνος φόρεσε γαμπράτικο κοστούμι και εκείνη ένα χαριτωμένο νυφικό με πέπλο και κρατούσε ανθοδέσμη. Μας έστειλαν φωτογραφίες σε όλη την οικογένεια κι εμείς τους καμαρώναμε ευτυχισμένους και λαμπερούς, σε μια μεγάλη φωτογραφία που η γιαγιά την έβαλε στη βιτρίνα του κωμού της κι εμείς την είχαμε για χρόνια στη σερβάντα μας.

Ο θείος Λεωνίδης έστελνε τακτικά γράμματα στον πατέρα μας , μακροσκελή όπου περιέγραφε κάθε πτυχή της ζωής του στην Αυστραλία. Δούλευε σε ένα από τα εστιατόρια του αδελφού της Κατίνας, ήταν πολύ χαρούμενος, έκανε κομπόδεμα , έστειλε και λεφτά να του αγοράσουν λοστάσι στη Λευκάδα.

Σύντομα στη ζωή του ζευγαριού που κυλούσε αρμονικά, προστέθηκε η κόρη τους η Κωνσταντίνα και η μεγάλη τους στεναχώρια ήταν που έχασαν το  δεύτερο νεογέννητο κοριτσάκι τους. Αλλά η ζωή τους προχωρούσε καλά, η Κωνσταντίνα μεγάλωνε και μας έστελαν διαρκώς φωτογραφίες της. Και όταν εκείνη ήταν 9 χρονών αποφάσισαν να έρθουν ένα κολοκαίρι στη Λευκάδα να κάνουν διακοπές και να γνωρίσουμε την ωραία οικογένεια.

Η Κωνσταντίνα ήταν ένα χαριτωμένο κοριτσάκι που έκλεψε όλη τη δική μας δόξα και όπως τα έλεγε ελληνοαυστραλέζικα τραβούσε την προσοχή όλων. «Τυρόπιτα μαν», φώναζε στην παραλία τον τυροπιτά και κερνούσε όλα τα παιδιά της παρέας. Η αδελφή μου κι εγώ ζηλεύαμε τη δόξα της και δεν βλέπαμε την ώρα να επιστρέψει στην Αυστραλία για να ξαναπάρουμε τη θέση μας στην οικογένεια. Η θεία Κατίνα ήταν υπέροχη και βρήκε σύντομα την αγάπη στην καρδιά μας. Όσο για το θείο Λεωνίδη μας αγόραζε ό,τι θέλαμε στην αγορά κι εγώ προτίμησα μια παιδική τσάντα από του Γατζία.

Τα χρόνια πέρασαν, ο θείος μας τηλεφωνούσε στις Γιορτές και ήταν η χαρά του πατερούλη να τον ακούει πως είχε προοδεύσει, είχε φτιάξει δικό του μαγαζί με Fish n Chips, είχε χτίσει μονοκατοικία σε κεντρικό προάστειο του Σύδνεϋ. Και όταν η κόρη του αποφοίτησε από δασκάλα και παντρεύτηκε τον εκλεκτό της καρδιάς της το Γιάννη Κόσσυβα, άρχισαν να πυκνώνουν τα ταξίδια τους στην Ελλάδα. Και οι γονείς κου ήταν ευτυχισμένοι που τους έβλεπαν και μπορούσαν να περνάνε κάποιους μήνες μαζί τους.

Γνώρισα πραγματικά τη ζωή του θείου Λεωνίδη και της θείας Κατίνας, όταν επισκεφθήκαμε το Σύδννεϋ το 2012. Ο θείος πέταγε στους ουρανούς, μας έκανε τραπέζια, μας πήγαινε παντού και η ξαδέλφη μου η Κωσνταντίνα μας περιποιήθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Εκεί δεθήκαμε με τον άντρα της και τα παιδιά της , την Κατερίνα και το Χρήστο, που άρχισαν έκτοτε τα ταξίδια στην Ελλάδα.

Ο θείος Λεωνίδης όντως είχε προκόψει στην Αυστραλία, είχε κάνει μπίζνες, είχε αγοράσει ακίνητα και ζούσε μια όμορφη και απρόσκοπτη ζωή με τη γυναίκα του, την κόρη του και την οικογένειά της. Τον χάρηκα τόσο πολύ που χαιρόταν να μου χαϊδεύει τα χέρια και να μου λέει πόσο ευτυχισμένος ήταν που τον είχαμε επισκφεφθεί. Κι όλο μου έλεγε πως δεν θα μπορέσει να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα πλέον γιατί ήταν πάνω από 80 και δεν τον κρατούσαν τα πόδια του. Κι όλο του απαντούσα πως θα τα κατάφερνε να ξαναγυρίσει. «Θα πεθάνω με αυτόν τον καημό, που δεν θα ξαναδώ το πατρικό μου σπίτι, τα βοσκοτόπια, τις ραχούλες», μου επαναλάμβανε συχνά. «Είναι βαρύ φορτίο η ξενητειά», ήταν η μόνιμη επωδός του.

Έφυγα από την Αυστραλία με τη βαθειά ικανοποίηση πως ο θείος Λεωνίδης είχε προκόψει στη ζωή του και στην οικογένεια. Με πονούσε που τον πονούσε η ιδέα πως δεν θα ξαναγυρνούσε ποτέ στην πατρίδα του. Ηταν αυτή η στιγμή που ένιωσα την ξενητειά του βαθειά και αναπόδραστα, την ξενητειά όλων μας.

‘Εκτοτε ασθένησε με Αλζχάιμερς , αλλά τον φρόντιζε η πιστή και αφοσιωμένη Κατίνα του. ‘Ωσπου χρειάστηκε να πάει σε οίκο να τον φροντίζουν γιατροί και νοσοκόμες. Η θεία Κατίνα, κερί αναμμένο, τον επισκεπτόταν καθημερινά γιατί ήταν γερή και δυνατή. Μια μέρα πέρισυ σκοτώθηκε εκείνη σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, έτσι άδικα και αναπάντεχα. Η Κωνσταντίνα και τα παιδιά της τον επισκεπτόνταν συχνά και η μοναχοκόρη του μου έστελνε φωτογραφίες. Το σώμα του είχε μικρύνει, είχε γίνει η σκιά του εαυτού του, αλλά χαμογελούσε όταν την έβλεπε κι ας μην μπορούσε πιά να μιλήσει και να επικοινωνήσει με κανένα.

Στις 28 Δεκεμεβρίου ήταν η τελευταία φορά που άφησαν την Κωνσταντίνα να τον επισκεφθεί. Μετά ο Οίκος Περιποίησης Ηλικωμένων έκλεισε για επισκέπτες. Η κόρη του ήταν απελπισμένη που δεν μπορούσε να τον δει. Ο θείος Λεωνίδης χτυπήθηκε από τον κορωνοϊό και το αδυνατισμένο του κορμί δεν άντεξε.Ήταν η ώρα να πάει να συναντήσει τη γυναίκα που παντρεύτηκε από φωτογραφία και τη λάτρεψε.

Τώρα θα βρίσκεται ήδη με τους αγαπημένους του γονείς, και τα αδέρφια του. Τώρα το σώμα του θα αναπαυθεί εν ειρήνη. Καλό ταξίδι εκεί που πας αγαπημένε θείε Λεωνίδη.

Κωνσταντίνα, να χαίρεσαι που έζησε μια υπέροχη ζωή εκεί στα ξένα, που τόλμησε να αφήσει τη στάνη για το άγνωστο. Να χαίρεσαι που τον περιποιήθηκες μέχρι το τέλος. Είσαι μια άξια κόρη, μια υπέροχη εξαδέλφη και η αγκαλιά μας θα είναι πάντα ανοιχτή για σένα και την οικογένειά σου. Αξιομακάριστος και αείμνηστος να είναι ο θείος Λεωνίδης της ψυχής μας!

 




Monday, January 10, 2022

Θωμάς Λάζαρης και Ηλίας Μπόρσας: Οι αντίθετοι!


Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Σήμερα γυρίζω πάλι πίσω στα μαθητικά χρόνια στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Λευκάδας όπου ξεκινήσαμε να μαθαίνουμε γράμματα απονήρευτοι και αθώοι από όλα αυτά που θα μας εύρισκαν στην πορεία. Βρεθήκαμε στο προαύλειο του σχολείου, παίξαμε, κυνηγηθήκαμε, γελάσαμε, κλάψαμε. Μάθαμε γράμματα, αριθμητική, ιστορία και αναπτύξαμε μέσα μας τις πρώτες αντοχές στην κοινωνική συνθήκη.

Ο πιό ήσυχος συμμαθητής μας ήταν ο Θωμάς Λάζαρης. Προερχόταν από τα Λαζαράτα αλλά η οικογένειά του είχε κατέβει νωρίς στη Λευκάδα κι έτσι έγινε συμμαθητής μας. Ο Θωμάς ήταν ένα αθόρυβο παιδί που δεν το είχα δει ποτέ να παίζει στην αυλή του σχολείου. Διένυε καθημερινά μια μεγάλη διαδρομή από τη Διασταύρωση μέχρι το Μαρκά αλλά ποτέ δεν άργησε και ποτέ δεν έφτασε στην τάξη μετά το κουδούνι.  Πάντα επιμελής και νουνεχής μου εδινε την εντύπωση ότι ήταν υπερβολικά ώριμος για την ηλικία μας.

Προσωπικά δεν είχα επαφές μαζί του γιατί δεν ήταν ανοιχτός στη συναναστροφή αλλά πολλές φορές με εντυπωσίαζε το γεγονός ότι είχε απάντηση στα προβλήματα της αριθμητικής.Ήταν μαθηματικό κεφάλι αλλά με μια ιδιαίτερη σεμνότητα που τον έκανε σχεδόν διάφανο. Έκανε τεράστια προσπάθεια να περνάει απαρατήρητος και ο πιό κοντινός του φίλος- αν θυμάμαι καλά- ήταν ο Στέφανος ο Μελάς, ένας συμμαθητής μας που έφυγε νωρίς απο καρκίνο.

Ο Θωμάς σπούδασε οικονομικά και σαν φοιτητές αρχίσαμε να μιλάμε περισσότερο τα καλοκαίρια στην αγορά καθώς έδειχνε μια μεταμελημένη κοινωνικότητα. ‘Αλλωστε, είχαμε κοινούς φίλους. Τότε είδα την βαθειά του έγνοια για τα κοινωνικά ζητήματα, τότε κατάλαβα πως ήταν ένα ξεχωριστό παιδί με ιδιαίτερα προσόντα, που ήθελε στα πρώιμα χρόνια να κρυφτεί από τον καταιγισμό της κοινωνικής ομάδας που δεν γνώριζε.

Πριν απο κάποια χρόνια εκλέχθηκε στο διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου Λευκαδίων της Αθήνας και μάλιστα ανέλαβε την εφημερίδα ΗΧΩ Της ΛΕΥΚΑΔΑΣ. Τότε ο Θωμάς μου έκανε την τιμή να μου ζητήσει να γράφω στην ιστορική εφημερίδα μας που φιλοξένησε πολλούς εργάτες του λόγου.

Με το Θωμά σήμερα μας συνδέουν και άλλα πρόσωπα,όχι μόνο κοινοί συμμαθητές και φίλοι αλλά και συγγενικά του πρόσωπα που για κάποιον συμπτωματικό λόγο συνδέονται μαζί μου κοινωνικά εδώ στην ξένη. Κι αυτή η σχέση μας ενώνει περισσότερο...

Θα πρέπει να πω ότι ένα απο τους συμμαθητές μας, που ήταν άκρως αντίθετος από τον Θωμά, ήταν ο Ηλίας ο Μπόρσας. Ψηλός και ζωηρός ήταν πάντοτε αυτός που προκαλούσε γέλια σε όλους μας γιατί εύρισκε  κάτι αστείο να μας πει. Και μετά κρυβόταν και χανόταν σα να μην είχε συμβεί τίποτε.

Τον θυμάμαι να κάθεται στη σειρά με τα αγόρια,που βρισκόταν στο δεξί μέρος της τάξης και να τους πειράζει όλους με εκείνο το αθώο ύφος του. Και μπορεί οι άλλοι να έτρωγαν τιμωρία γιατί ξεσπούσαν στα γέλια αλλά αυτός με το πρόσωπο ατάραχο  παρίστανε πως δεν είχε ανακατευθεί στη ζαβολιά.

Ο Ηλίας ήταν γιός του Διονύση Μπόρσα που υπήρξε καλλίφωνος ψάλτης και ήταν πάντα κουρεμένος και χτενισμένος στην τρίχα με μπόλικο μπριόλ. Ο πατέρας του Ηλία έμοιαζε σα να ερχόταν απο τις μέρες του ροκ εντ ρόλ και του Έλβις Πρίστλεϊ μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Η μητέρα του ήταν η Βγενιά από την Εγκλουβή και ήταν αγαπημένη φίλη του πατέρα μου. Κάπως,ο παπα-Νίκος  μου υπέβαλε την υποχρέωση να είμαι φιλική προς τον Ηλία γιατί μας έδενε μια κοινή καταγωγή.

Αλλά ο Ηλίας μου ήταν αδιάφορος γιατί ήταν τόσο αγορένιο αγόρι που σε ζάλιζε. Ναί, έπαιζε στα διαλείματα σα να μην υπήρχε αύριο, ίδρωνε, γελούσε, θύμωνε, ηρεμούσε με μια μοναδική διαφάνεια. Όλα του τα συναισθήματα καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό του και πιστεύω ότι ήταν κολλητός με το Θοδωρή τον Μαυρομάτη. Ο Ηλίας και ο Θοδωρής είχαν αυτό το έντονα αγορίστικο ύφος που γινόταν σχεδόν αντιπαθητικό στα κορίτσια. Πίστευαν μόνο στην αριθμητική και περιφρονούσαν την ανάγνωση, την ορθογραφία και τη γραμματική.

Ο Ηλίας πραγματικός θετικός νους σπούδασε Οδοντιατρική στο Αριστοτέλιο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και σήμερα είναι πετυχημένος χειρούργος-οδοντίατρος στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς με τρείς κόρες και ένα εγγονάκι. Τον συναντώ τα καλοκαίρια στη Λευκάδα και είναι απίστευτα φιλικός σα να μην πέρασε μια μέρα από τότε που αφήσαμε τα μαθητικά θρανία του Δημοτικού τραβώντας ο καθένας το δικό του προδιαγεγραμμένο δρόμο.

Ο Θωμάς και ο Ηλίας, δύο αντίθετοι χαρακτήρες, δύο πετυχημένοι συμμαθητές μου, δύο αγόρια που μένουν για πάντα χαραγμένοι στο νού μου. Είμαι τυχερή που μεγάλωσα και έμαθα γράμματα σε μια τέτοια τάξη με τόσο πλούτο αναμνήσεων!