Μικρή μου μόβ βεντάλια,
Βρίσκομαι στο σπίτι της Αθήνας κι ακουμπάω όλες τις αναμνήσεις από τις τελευταίες μέρες της ύπαρξής σου. Στο δωμάτιό σου καθισμένη άβολα στο γραφείο γράφω σήμερα αναθυμώμενη την τελευταία μας κοινή εμπειρία, όταν με νύχια και με δόντια προσπαθούσες να με πείσεις πως θα κρατηθείς στη ζωή.
Πάνε εφτά ολάκερα χρόνια από τότε που πέταξες ψηλάς στα αιθέρια με τα φτερά της Πεταλούδας, αφήνοντας πίσω εμάς όλους να θρηνούμε την απουσία σου. Εσύ μπορεί να βρήκες το βηματισμό σου απαλλαγμένη από βάρος του φθαρτού σώματος, όμως εγώ παλεύω ακόμη να ισορροπήσω ανάμεσα στην απώλειά σου και τη συνέχεια της ζωής μου.
Το δωμάτιο γράφει έξω από την πόρτα: «Ησυχία, η Κωνσταντίνα Κοιμάται» και μια φωτογραφία με τα πράσινα γατίσια μάτια σου είναι κολλημένη από κάτω. Τα μάτια σου είναι εκεί αυτά τα ίδια, που κοιτάζανε άλλοτε με απορία κι άλλοτε με απελπισία ρωτώντας με ίσια στην καρδιά: Γιατί;
Πολλές φορές αναρωτήθηκα κι εγώ γιατί; Γιατί αρρώστησες, γιατί πόνεσες, γιατί ταλαιπωρήθηκες; Γιατί; Αφού εσύ ήσουν καμωμένη μόνο να πετάς, γιατί καθηλώθηκες στο κρεβάτι της ασθένειας επί τόσους μήνες; Γιατί;
Τα χρόνια έφυγαν σα νερό, κύλησαν όμως δύσκολα χωρίς εσένα. Το Μόντρεαλ ποτέ δε βρήκε τη λάμψη του τα καλοκαίρια της απουσίας σου και ο Νότος μας δεν ξαναφέρθηκε αγαπητικά σε μένα. Κάθε φορά που πατάω το πόδι μου στην Αβάνα, είναι σα να με ρωτάνε όλα και όλοι: Πού είσαι εσύ;
Πού νάσαι άραγε; Στις πεταλούδες σε αναζητώ, στο πέταγμά τους θαρρώ πως σε βρίσκω. Τις κυνηγώ όταν φτερουγίζουν γύρω μου, τους μιλώ, ρωτάω πώς περνάς εσύ μακριά μας;
Αλήθεια, πώς περνάς; Να θυμάσαι άραγε τις βόλτες στο Ουτρεμόν, τους πρωινούς καφέ ο λαί, τις παρατζάδες μας στα εμπορικά κέντρα, τις πρόβες των φουστανιών, τα γέλια μας, τους καβγάδες γιά τούτο και γιά κείνο, τις ατέρμονες κουβέντες γιά την ύπαρξη και τη μετά θάνατον ζωή; Γιά την άποψή μας περί Θεού και ανθρώπων...
Εσύ ήσουν τόσο σίγουρη γιά όλα, τόσο έτοιμη με τις απαντήσεις στο τσεπάκι. Με τις εξηγήσεις του πατρός Φιλόθεου Φάρου- σου είπα άραγε πως τον γνώρισα και είχαμε μια εκτενή κουβέντα εφ’ όλης της ύλης; Ενδιαφέρουσα η άποψή του πως η ψυχική νόσος είναι απόρρροια του πόνου και της αποσύνδεσης από το Θεό μας.
Φέτος ήρθαν πάλι και με βρήκαν φίλες και φίλοι σου, άνθρωποι που εσύ σημάδεψες με την προσωπικότητά σου στο γρήγορο διάβα της ζωής σου. Με ανακάλυψαν μέσα από το διαδίκτυο και με ρωτούσαν επίμονα πώς έγινε αυτό και έφυγες μέσα από την αγκαλιά μας;
Δεν ξέρω τί να απαντήσω, τόσα χρόνια μετά δε βρίσκω εξηγήσεις γιατί έκοψες τους δεσμούς με τη ζήση. Ηταν σα νάθελες να σπάσεις το νήμα σου νωρίς, σα νάθελες να φύγεις ανοιχτό τραντάφυλλο κι όχι μαραμένο λουλούδι, κλεισμένο στο πράσινο γηρασμένο του θυλάκιο.
Πολύχρωμη νεράιδια μου,
Οπου κι αν ταξιδεύω σε αναζητώ διαρκώς. Λέω στις φίλες μου τί θα γινόταν αν βρισκόσουνα κι εσύ μαζί μας. Πώς θα διασκέδαζες, πώς θα ρουφούσες εντυπώσεις, πώς θα ειρωνευόσουν τους εξυπνάκηδες, πώς θα αντιστεκόσουν τώρα στους καιρούς της κρίσης. Εσύ θα περιγελούσες τους πολιτικούς και την πολιτική τους ανεπάρκεια, θα είχες εφεύρει χίλια δυό μοτάκια γιά την ανάκτηση της αισιοδοξίας μας.
Φαντάζομαι πως αυτό το χρόνο θα ένιωσες καλύτερα μια και βρέθηκες στην αγκαλιά της μαμάς. Εκείνη έζησε τα επόμενα χρόνια της φυγής σου μόνο για να ξαναβρεθεί κοντά σου. Η απώλειά σου την έκανε απαρηγόρητη, ανίκανη να βρεί έστω και μια στιγμή χαράς στα εγκόσμια. Τώρα ελπίζω να περνάτε αγαπητικά οι δυό σας.
Κλείνοντας αυτό το ετήσιο γράμμα προς εσένα, ένα τετ-α-τέτ κάθε χρόνο με αφορμή την επέτειο της φυγής σου, θέλω να σου πώ ότι τα αγόρια μεγάλωσαν. Ο Αλέξανδρος τελείωσε τη Νομική και κάνει μεταπτυχιακά στο Τορόντο ζώντας μόνος του και ο Νικόλας φοιτεί στο Αμερικάνικο Κολέγιο. Είναι γυμνασιόπαις.
Τί μοναξιά να μην είσαι κοντά τους, να τους δασκαλεύεις υπομονετικά, να τους γελάς, να τους κάνεις να νιώθουν τόσο πολύτιμοι;
Ο Αλέξανδρός σου σε αποζητάει και ο Τέντυ σου το ίδιο. Οι τρείς μας αναθυμόμαστε τις μέρες της χαράς, τα πάρτυ και την ξενοιασιά μας. Τώρα η σκιά σου πέφτει βαρειά σε κάθε μας βήμα, η απουσία σου ώρες ώρες γίνεται ανυπόφορη.
Σε γλυκοχαιρετώ αγαπημένη μου στέλνοντάς σου ένα φιλί ψηλά στον ουρανό. Χαιρετίσματα στη μαμά και σε όλους αυτούς που έφυγαν απ΄τη ζωή μας.
Να ξέρεις πως κάνω πάντα ησυχία στο δωμάτιό σου γιατί ούτε μιά μέρα δεν ξεχνώ πως η «Κωνσταντίνα Κοιμάται!»
Η αδελφή σου
Ιουστίνη
Κι εγώ, καλή μου φίλη, είμαι σίγουρος πως η Κωνσταντίνα θα σου χαμογελάει από ψηλά μ’ εκείνα τα «πράσινα γατίσια μάτια» της επιβεβαιώνοντας πως βρίσκεται εκεί κοντά σου ανάμεσα στις γνωστές σας πεταλούδες.
ReplyDeleteΝα την πάντα στη σκέψη σου κι ο παντοδύναμος στην αγκαλιά του!
Με τα πιο εγκάρδια αισθήματα και την αγάπη μου
Κάθε χρόνο και κάθε φορά συγκινούμε όταν διαβάζω τις γραμμές καρδιάς Ιουστίνη μου, προς την αδελφούλα σου.
ReplyDeleteΤο σίγουρο είναι πως έχει θέση ξεχωριστή αγγέλου.
Να είσαι καλά, με αγάπη.
Σε παρακολουθώ εδώ και καιρό και......ο Θεός να αναπαύει την ψυχούλα της, είναι ένας άγγελος και σίγουρα σε προστατεύει απο εκεί ψηλά. Να είσαι καλά όπως και η οικογένεια σου.
ReplyDeleteΤο τελευταίο διάστημα εχουμε ξεχάσει τους δικούς μας ανθρώπους. Μόνο οταν διαβασα το γράμμα στην Κωνσταντίνα συνειδητοποίησα πόσο μας λείπει η περιπεκτική της ματιά και τα σχόλια της. Λατρεμένα και μοναδικά . Οπως ηταν αυτή.
ReplyDeleteΤζουστινάκι σ αγαπώ πολύ.
Πολλά φιλάκια
Ελένη Καλογεροπούλου
Αχ βρε καρδουλα μου, διαλυεσαι καθε χρονο. Τα πιο πολλα γιατι ποτε δεν θα τα απαντησουμε στη ζωη μας γιατι η λογικη εξηγηση δεν ανατρεπει την πραγματικοτητα. Ξερεις βεβαια οτι ολοι εμεις που σε διαβαζουμε οταν βλεπουμε πεταλουδες ενα πραγμα σκεφτομαστε ε;
ReplyDeleteΙουστινάκι μου, σαν χθες μου φαίνεται που ξαναδιάβασα, κατασυγκινημένη, το γράμμα σου προς την αδελφούλα σου. Κι όμως πρέπει να έχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος. Να ζήσεις να τη θυμάσαι και εύχομαι κάθε χρόνο με λιγότερο πόνο.
ReplyDeleteΑδελφή αγαπημένη, φίλης αγαπημένης, Κωνσταντίνα,
ReplyDeleteΓλυκά κοιμήσου τον ύπνο των δικαίων.
Σύντομη σαν της πεταλούδας ήταν η ζωή σου και σαν εκείνη σε τράβηξε κοντά του Φως, το Αιώνιο, έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Σαν εκείνη έδωσες χρώμα και χαρά στο σύντομο πέταγμα σου σε αυτούς που σε αγάπησαν και πονούν στο χωρισμό σου.
Κοιμήσου γλυκά, όμορφη πεταλούδα, ήρεμα κοιμήσου, στην αγκαλιά της μάνας σου και μη πάψεις να φωτίζεις με τη θύμηση της αγάπης σου τους «περιλειπόμενους» που σε αγαπούν και σε κρατούν ζωντανή στις καρδιές τους.
Justine λυπάμαι πολύ. Είναι πολύ δύσκολο να χάνεις κάποιον δικό σου, πόσο μάλλον μία αδελφή η οποία ήταν προφανώς πολύ νέα και πολύ ζωντανός άνθρωπος. Να είστε όλοι καλά να τη θυμάστε.
ReplyDeleteΦιλιά
Αγαπημένη μου!
ReplyDeleteΠώς μπόρεσε να φύγει όταν είχε τέτοια αγάπη γύρω της?
ReplyDeleteΙουστινάκι σ' αγαπώ
Την έχεις πάντα κοντά σου!
ReplyDeleteΣτο δεξί σου πέτο, μια χρυσή πεταλούδα-καρφίτσα!
Ήταν το πρώτο πράγμα που είδα όταν σε συνάντησα στη Θεσσαλονίκη.
Φιλιά