Thursday, September 6, 2012

Τα γενέθλια της Παναγιάς στο Σύβρο της Λευκάδας


 Οι τρείς ιερείς της οικογένειας: Από αριστερά ο θείος παπα-Νίκος (πολυαγαπημένος μου), ο παππούς ο παπα-Κώστας (ο πατριάρχης των Κακαβούληδων) και ο δικός μου πατερούλης (ξένο σώμα)
 Τα παιδιά στο πανηγυρι, πρώτος και καλύτερος ο μπαρμπα Σπυρογιάννης, πολυέραστος άνδρας της εποχής

Από τη στήλη μου Ιδιοχείρως που κυκλοφορεί σήμερα στην εφημερίδα "ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ" της  Νέας Υόρκης

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

 

“Ετσι όπως τον έπαιρνε ο ύπνος γλυκά στη μεσημεριανή φθινοπωριάτικη αγκαλιά του, σα ν’άκουσε κάποιες παράξενες κουβέντες των παιδιών για το Μύλο. Για το Νερόμυλο που έθρεψε τα παιδιά του στα χρόνια της Κατοχής και που έγινε το πεδίο θανάτου της Αρίστης του. Σα ν’άκουσε πως η κυβέρνηση επιδοτούσε αναπαλαιώσεις ιστορικών μνημείων με κονδύλια της ΕΟΚ. Τού ’κάστηκε πως ο Μανώλης έκανε σχέδια να τον μετατρέψει σε παραδοσιακό καφενέ. Αλλοτε θα του φαινόταν ιεροσυλία. Τώρα όμως έχει υποχωρήσει σε όλες τις ανυποχώρητες ιδέες του. Αν είναι για το μέλλον του Μανώλη, ας γίνει ο Μύλος καφενές. Ισως να ξορκιστεί κι εκείνη η μακρινή συμφορά του θανάτου.

 

Αποκοιμήθηκε ελαφρά κι άκουγε κάτω τη φασαρία των παιδιών και των εγγονιών του καθώς μιλούσαν ακατάπαυστα σα να μη χόρταιναν κουβέντα. Πρέπει να είχε πέσει το σούρουπο, γιατί ξαφνικά μέσα στον ύπνο του άκουσε τα βιολιά. Είχε παραγγείλει στον αδερφό του το Γιώργο να έρθουν το απογευματάκι με τα όργανα να παίξουν και να τραγουδήσουν χωρίς όρια για να χορέψουν οι επίγονοί του στο δικό του τον περίβολο. Αλλη χάρη είχε η μουσική και το γλέντι στο σπίτι!

 

Κι εκεί που τους άκουγε να γλεντάνε ξέγνοιαστοι, έφερνε στο νου το λεβέντικο ζεμπέκικο του Πέτρου και του Παντελή, το αντρίκιο τσάμικο του Λεωνίδα, το λυγερό καλαματιανό της Σοφίας, τον αισθαντικό καραγκούνικο της Αθηνάς του. Κι ενοιωσε ξαφνικά πως έφευγε και πέταγε πάνω σ’ ένα λευκό πουπουλένιο σύννεφο. Τον περίμενε πέρα μακριά στο βάθος η Αρίστη, ντυμένη με το ρουμπινί της νυφικό. Εκανε να πιαστεί απ’ το κρεβάτι κι όμως το σύννεφο υψιπετούσε πέρα μακριά απ’ αυτόν τον κόσμο.

 

Το κλαρίνο τρύπαγε την ατμόσφαιρα του Σεπτεμβριάτικου απόβραδου στην μεγάλη αυλή του πατρικού στο Σύβρο, ανατολίτικο, χαρούμενο και μαζί παραπονιάρικο... Κι εκείνος που πετούσε πάνω σ’ένα σύννεφο φώναζε δυνατά από ψηλά για να τον ακούσει ο πρώτος εγγονός του, ο Κωστάκης: «Μια ζωή με βασάνιζε η απορία σου. Και μόνο μια στιγμή μου φτάνει για να σου πω: Πως ναί. Πετάει το σύννεφο! Πετάει!»

 

Αυτό είναι το τέλος από το πρώτο μου μυθιστόρημα με τίτλο «Πετάει , πετάει το σύννεφο». Είναι το αποκορύφωμα της ζωής του μητρικού παππού μου παπα-Κώστα Κακαβούλη, ο οποίος έκτισε με τη βοήθεια των συγχωριανών του το ναό της Παναγίας στο Σύβρο. Πρόκειται για μια εκκλησία βυζαντινού ρυθμού, η οποία γιορτάζει την ημέρα των γενεθλίων της Παναγίας , τουτέστιν στις 8 Σεπτέμβρη.

 

Οι αναμνήσεις χτυπούν την πόρτα μου φέτος κι έτσι θέλω να καταγράψω αυτή τη κορυφαία συνεύρευση της οικογένειας των Κακαβούληδων σε ένα τριήμερο χαράς, ανεμελιάς και ευτυχίας.

 

Ο παππούς ο παπα-Κώστας από μήνες σχεδίαζε τη μαγική συνεύρεση των παιδιών και εγγονιών του (5 αγόρια, 3 κορίτσια, 5 νύφες και 3 γαμπροί, 23 εγγόνια)  στο σπίτι του Μπαγανάτου στο Σύβρο.

 

Η μητέρα μου και ο πατέρας μου από την προπαραμονή μας πήγαιναν στο χωριό, όπου άρχισαν να στρώνονται οι πρώτες στρωματσάδες.Ολα τα παιδιά το ένα πλάι στο άλλο θα κοιμάμασταν πάνω σε χοντρά σκουτιά ντυμένα με πεντακάθαρα σεντόνια. Εγώ επέμενα να κοιμάμαι στο κρεβάτι με τη μαμά μου κι έτσι γινόμουν ο μικρός παρίας των ξαδελφιών μου.

 

 Την άλλη μέρα κατέφθανε με το ταξί η οικογένεια του θείου παπα-Νίκου κι έτσι άρχιζαν οι πρώτες χαρές. Παιχνίδια, τρεχάκια, πλατσουρίσματα στα νερά του ρυακιού που κατρακυλούσε με βία γεμίζοντας τα όνειρά μας με φαντάσματα.

 

Σε λίγο έσκαγε μύτη και η οικογένεια της θειάς Παρασκευής, αδελφής της μητερας, που ερχόταν για λίγο μόνο από το Μαραντοχώρι με τα τέσσερα παιδιά της. Επειδή το χωριό τους ήταν μόνο λίγα χιλιόμετρα πιό πέρα θα έμεναν μετά βίας ένα βράδυ για το πανηγύρι, καθώς δεν ήθελαν να φορτώσουν το ήδη φορτωμενο από ανθρώπους σπίτι .

 

Η μητέρα μου και η οικοδέσποινα θεία Βγένα, η θειά Παρασκευή έκοβαν από την παραμονή σαλάτες κι ετοίμαζαν τα προπαρασκευαστικά της μεγάλης τάβολας, που θα στρωνόταν ανήμερα της Παναγιάς μετά την εκκλησία.

 

Ο θείος Αντρέας με τη θεία Ευανθία και τα παιδιά τους είχαν καταφθάσει  κι εκείνοι κάποιες μέρες πρίν κι έτσι οι τέσσερις οικογένειες στριμωχνόμασταν με χαρά στο μεγάλο ευρύχωρο καινούριο σπίτι του θείου Μήτσου. Η γιαγιά Κατερίνα καμάρωνε εμάς τα βλαστάρια και προπάντων τον αδελφό μου που ίππευε τα άλογα του σπιτιού κι έτρωγε τα γεύματά του εποχούμενος !!!

 

Ανήμερα, φορούσαμε όλα τα παιδιά τα καλά μας και οδεύαμε στην εκκλησιά της Παναγιάς. Οι μαμάδες έμεναν στο σπίτι, για να μαγειρέψουν τη σούπα αυγολέιμονο (για πρώτο) και να ψήσουν τον αμνό στο φούρνο (για το κυρίως γλέντι). Μου άρεσε να περιφέρω  το βλέμμα μου στους συγχωριανούς της μητέρας μου και να φτιάχνω φανταστικές ιστορίες μέσα μου για όσα συνέβαιναν στο χωριό κατά τα παιδικά τους χρόνια.

 

Ο παππούς λειτουργούσε και η  στεντορεία φωνή του ξεχυνόταν στους κάμπους και τα λαγκάδια ορίζοντας την ομορφιά του τόπου. Η γλυκειά φωνή του θείου παπα-Νίκου και η κοντράλτα φωνή του πατερούλη μου ηχούσαν πλάγιες δέυτερες μπροστά στο εύρος της ψαλμωδίας του παπα-Κώστα.

 

Η λειτουργία τελείωνε κι εμείς ορμούσαμε για αντίδωρο. Οι συγχωριανοί μας χαιρετούσαν με αληθινή οικειότητα κι ας μην γνωριζόμασταν. Αφού ήμασταν τα παιδιά της Μαριώς, του Αντρέα, του Νίκου, του Μήτσου, της Παρασκευής,  ήμασταν καλοδεχούμενα και αγαπημένα στο χωριό. Εγώ σκούπιζα τα μαγουλάκια από τα σβουρηχτά φιλιά που με κατέκλυζαν... Ημουν η σιχασιάρα της οικογένειας.

 

Φτάναμε στο σπίτι, τρέχαμε να ξεφορτωθούμε τα καλά μας για να αλωνίσουμε πάλι στις αυλές με τα χώματα, να βραχούμε στα άπλετα νερά της πηγής. Οι μητέρες έστρωναν το τεράστιο τραπέζι με τα λευκά μυρωδάτα υφαντά τραπεζομάντηλα. Πιάτα χοντρά χωριάτικα, μαχαιροπήρουνα και υφαντές λευκές πετσέτες. Πρώτα κατεφθανε η πηχτή σούπα αυγολέιμονο. Τα παιδιά δεν την τρώγαμε, ήταν φαγητό των μεγάλων. Υστερα ερχόνταν οι πράσινες μυρωδάτες σαλάτες με το φρέσκο κρεμμυδάκι από τον κήπο και τον άνιθο να σπάζει μύτες. Και στο τέλος το γεύμα κορυφωνόταν με το ψητό αρνάκι του φούρνου συνοδευόμενο με  λεμονάτες πατάτες. Νομίζω ότι ακόμη έχω τη μυρωδιά αυτής της γιορτινής ατμόσφαιρας του Σύβρου, μια μυρωδιά φαγητού κι ευωχίας.

 

Το μεσημέρι ο παππούς έπεφτε για ύπνο κι εμείς η στρατιά των παιδιών έπρεπε να σιωπήσουμε. Οι ατίθασσες υπάρξεις μας οι γεμάτες ζωνάνια δεν άντεχαν την ησυχία του Σεπτμεβριάτικου απομεσήμερου. Δραπετεύαμε εδώ κι εκεί, τρέχαμε, κάναμε τόση φασαρία, που νευριάζαμε τους αποκαμωμένους απ΄το τραπέζι του πανηγυριού μεγάλους. Αλλά εμείς περνούσαμε παραδεισένια.

 

Το απόγευμα κατέπλεε η οικογένεια της θειάς Φροσύνης, της μεγάλης αδελφής της μητέρας μου, που ζούσε στη Βασιλική. Ερχόταν πάνω σε BMW μηχανή με έξτρα κάθισμα στο πλάι για τα παιδιά. Βλέπεις ο θείος Μήτσος ήταν αιώνιος νέος, οδηγούσε μηχανή μεγάλων κυβικών κι εμείς τα ανήξερα παιδιά τρίβαμε τα μάτια μας θαυμάζοντας την οικογένεια που ξεπρόβαλε με άνεση από την Μπεμβάρα. Η θειά Φροσύνη ομορφότερη από ποτέ με το λευκαδίτικο φουστάνι της να ανεμίζει ήταν η μεγαλύτερη απόλαυση της παιδικής μου ύπαρξης. Ηταν τόσο όμορφη και αριστοκρατική που μου έκοβε την ανάσα. Η ωραιοτέρα όλων των θυγατέρων και νυφών του παπα-Κώστα. Αλαβάστρινη, γοητευτική, νοικοκυρά μέχρι το τέλος της ζωής της. Η λατρεμένη μου θεία!

 

Το απόγευμα από την αυλή του Μπαγανάτου περνούσαν για τα χαιρετίσματα και τις ευχές όλες οι αρχές του τόπου. Εμείς τα κοριτσάκια οφείλαμε να κάνουμε πάυση παιχνιδιού για να σερβίρουμε βανίλια-υποβρύχιο ή γλυκό σταφύλι τον πρόεδρο, τον ενωματάρχη, τον αγροφύλακα, το δάσκαλο που μας τιμούσαν με τις επισκέψεις τους. Μισούσα αυτές τις στγμές, που όμως γινόνταν υποχρεωτικές προπάντων για τις μεγαλύτερες ξαδέλφες μου, τη Ντίνα και τη Μαρία.

 

 

Καθώς έπεφτε το σούρουπο,  από την αγορά ερχόταν ο ήχος των τοπικών μουσικών, που πρόβαραν τα όργανά τους και τις φωνές τους στα πρωτόγονα μικρόφωνα της εποχής. Ενα-δύο , ένα-δύο ήταν οι επαναλαμβανόμενες πρόβες των οργανοπαιχτών κι εμείς ονειρευόμασταν την ώρα και τη στιγμή που θα πηγαίναμε στα βιολιά να γλεντήσουμε με τους μεγάλους.

 

Φυσικά, μετά τις 9 το βράδυ κατηφορίζαμε όλη η μεγάλη κι ευτυχισμένη οικογένεια του παπα-Κώστα (πλήν του ιδίου και των άλλων δύο ιερέων) προς την αγορά του Σύβρου, που μύριζε μαλλί της γριάς με κοψίδια ανακατεμένα. Ο καφενάρχης μας είχε κρατήσει τραπέζι- εννοείται- γιατί ο θείος-Μήτσος , μέγας παράγων του χωριού, τα είχε φροντίσει όλα με μαεστρία. Απλωνόμασταν σε 30 και βάλε πλαστικές καρέκλες, φτιαγμένες από γύφτους με πλαστικά καλώδια σε διάφορα χρώματα. Εγώ περίμενα να έρθει το ψητό στη λαδόκολα να το δοκιμάσω. Παρότι ήμουν ολιγόφαγη και περιώνυμη μίζερη στο τρώγειν, η νοστιμιά αυτών των κοψιδιών με έκανε να λιγοθυμάω από προσμονή.

 

Τα όργανα άρχισαν να παίζουν δυνατά εκκωφαντικά τραγούδια που δεν έλεγαν τίποτε στα αυτάκια μας. Αλλά οι μεγάλες παρέες άρχισαν τώρα να σηκώνονται και να χορεύουν ομαδικά στην τσιμεντένια αυτοσχέδια πίστα. Ο Τσουρούφλης έπαιζε το κλαρίνο του μαγικά, εγώ (παρότι δεν μου άρεσε η δημοτική μουσική εκείνη την εποχή) ριγούσα από δέος. Μέσα στο παιδικό μου μυαλουδάκι καταλάβαινα πως τούτη η ανοίκεια μουσική ήταν της παράδοσής μου. Καθέ οικογένεια έδινε την παραγγελιά της, λίγα κατοστάρικα για να πιάσει σειρά για χορό στην πίστα.

 

Κάποτε ερχόταν η δική μας σειρά. Πρώτα μας έπαιζαν καλαματιανά κι όλα τα κορίτσια και τα αγόρια χορεύαμε ιδρώνοντας αλαφιασμένα και χαρούμενα πάνω στο σκληρό τσιμέντο.  Η Μαρία του θείου Αντρέα και η Κωνσταντίνα μου ήταν οι θεές του καλαματιανού. Εμείς ακολουθούσαμε απέχουσες μακράν του χορευτικού τους τάλαντου.

 

Κι ύστερα έφτανε η ώρα να δώσουν οι άντρες παραγγελιές για τσάμικα. Θυμάμαι το θείο Μήτσο και το θείο Αντρέα να αυτοσχεδιάζουν τα βαρειά βήματα της λεβεντιάς τους κάτω απ΄τον ήχο της «Ιτιάς» ή του «Αητού» ή του «Αμάραντου» ή της «Παπαλάμπραινας» και να σείεται όλος ο Σύβρος. Κορμιά λεβεντωμένα να πετάνε στον αέρα ακολουθώντας το σόλο του Τσουρούφλη. Στιγμές μαγικές, ανεπανάλητπες, απ΄αυτές που θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη μου στολίζοντάς την με απέραντη ομορφιά κι αγάπη.

 

Εγώ αποκοιμιόμουν στην καρέκλα συνεπαρμένη από τις συγκινήσεις της μέρας, τα άλλα παιδιά άντεχαν περισσότερο. Την επόμενη μέρα ήθελα να κατεβώ με την ξαδέλφη μου την Κάτια Μαραγκού στο φαράγγι με τα πλατάνια, που τόλεγαν Δάφνη-αν δεν με απατάει η μνήμη μου.Η Κάτια , κόρη του πρωτοξαδέλφου της μητέρας μου Μήτσου Μαραγκού, που ήταν δάσκαλος στο χωριό, ήταν το αγαπημένο ταίρι μου στις διαδρομές του Σύβρου. Με το αγορίστικο στύλ της με μυούσε στα κρυφά μονοπάτια του χωριού, που λάτρεψα για την πρασινάδα, τα νερά , τα πέτρινα σπίτια και την ευγένεια των ανθρώπων.

 

Μέρος της συγγραφικής υπογραφής μου κείται στις πέτρες και τις λαγκαδιές του πανέμορφου Σύβρου της Λευκάδας.

 

Χρόνια πολλά για τη γιορτή της Παναγιάς, για τα γενέθλια της Θεομήτορος, που θα γιορτάζονται στο μητρικό χωριό της Λευκάδας με λαμπρότητα ακόμη, ελπίζω!

 

No comments:

Post a Comment