Tuesday, December 31, 2013

Η Ελένη Τσαμαδού για τα Ψηλά Τακούνια!!!

Εχω ευλογηθεί να έχω υπέροχους φίλους και φίλες που βλέπουν με αγαπητική ματιά το έργο μου. Η συγγραφέας Ελένη Τσαμαδού είναι μια ξεχωριστή παρουσία στο χώρο των Γραμμάτων και σήμερα έχω τη χαρά να παρουσιάσω την κριτική της και στο δικό μου μπλόγκ.

Χίλια γλυκά ευχαριστώ Ελένη της καρδιάς μου

ΙΟΥΣΤΙΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ: ΨΗΛΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Ψηλά τακούνια για πάνταΔεν είναι η πρώτη φορά που θα σας μιλήσω για ένα βιβλίο της Ιουστίνης Φραγκούλη- Αργύρη και είμαι σίγουρη πως δε θα είναι η τελευταία και τούτο γιατί  η  Ιουστίνη Φραγκούλη είναι μια ακούραστη εργάτρια της πέννας που υπηρετεί με συνέπεια και επιτυχία τόσο τη λογοτεχνία όσο και τη δημοσιογραφία. Γράφει στα Ελληνικά, στα Αγγλικά και τα Γαλλικά, εκτός από τα βιβλία της, δημοσιογραφεί  στο Ηuffington Post,  και στέλνει ανταποκρίσεις στον ελληνικό τύπο από τον Καναδά και την Αμερική. Κάθε κείμενό  της, είτε είναι λογοτεχνικό, είτε δημοσιογραφική ανταπόκριση, είτε ανάρτηση σε blog ακόμη και κουβεντούλα στο facebook φέρει τη σφραγίδα της ποιότητας του λόγου της ευαισθησίας και της αγάπης στο αντικείμενο.

Η Ιουστίνη Φραγκούλη είναι η Ελληνίδα συγγραφέας της διασποράς. Ζει χρόνια τώρα στον Καναδά, εκεί είναι το σπίτι της, η οικογένειά της, ο αγαπημένος Τέντ και ο προικισμένος Αλέξανδρος,  η καρδιά της όμως, τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της, γυρίζει σαν το ηλιοτρόπιο στον ήλιο, κάθε τόσο στην Ελλάδα, στη Λευκάδα το αγαπημένο της νησί και  στις καταβολές και τα βιώματα της παιδικής και νεανικής ηλικίας,  για να αντλήσει έμπνευση και να δημιουργήσει. Στα βιώματα αυτά, ιδωμένα μέσα από το πρίσμα της ωριμότητας και της απόστασης του χρόνου,  ξαναγυρίζει με το βιβλίο της "Ψηλά τακούνια για πάντα" που επανεκδόθηκε τον περασμένο μήνα από τις εκδόσεις "Αρμός"

Είχα διαβάσει το βιβλίο  στην πρώτη έκδοσή του από τα «Ελληνικά Γράμματα» και με χαρά το διάβασα και πάλι στην καινούργια καλαίσθητη έκδοσή του από τον "Αρμό". Αυτό που  εκτιμώ πάντα στα βιβλία της Ιουστίνης Φραγκούλη είναι  πως ξέρει τον τρόπο να αγγίζει την ψυχή του αναγνώστη. Καταπιάνεται με  λεπτά και ευαίσθητα  θέματα, αληθινές ιστορίες  και πάθη ανθρώπων που πόνεσαν και αγάπησαν. Η  συγγραφέας όμως δεν περιορίζεται απλώς  στο να διηγηθεί μια ιστορία, διανθισμένη με έρωτα και περιπέτεια, αλλά έχοντας δουλέψει προηγουμένως πάνω στα ιστορικά και πραγματολογικά δεδομένα της ιστορίας καταφέρνει να μεταφέρει τον αναγνώστη, ακόμη και εκείνους, ιδιαίτερα τους νέους που δεν έχουν τις  εμπειρίες των πιο ώριμων, στο χώρο και στο χρόνο και να τον κάνει να βιώσει τις εμπειρίες και τα πάθη των ηρώων, αλλά κυρίως των ηρωίδων της.
   
Στον απόηχο λοιπόν των νεανικών αναμνήσεων της, στο  περιβάλλον του νησιού της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας,και του Καναδά της ωριμότητας, η συγγραφέας στήνει  το ωραίο της  μυθιστόρημα « Ψηλά τακούνια για πάντα». Ένα μυθιστόρημα για τη νιότη και το πέρασμα στην ωριμότητα.  Η Τζούλια και οι φίλες της, κορίτσια στην αυγή της ζωής, βιάζονται να μεγαλώσουν, να πετάξουν σχολικές ποδιές και βιβλία και να φορέσουν  ψηλά τακούνια όπως οι μητέρες τους, κάνοντας την αρχή με ξύλινα τακούνια πρόχειρα καρφωμένα στις σαγιονάρες τους.  Βιάζονται ν΄αδράξουν τη ζωή, να πιουν και να μεθύσουν από τους χυμούς της και να γνωρίσουν τον έρωτα στην απόλυτη μορφή του.. Πιστεύουν, με αφοπλιστική αθωότητα, πως πάντα θα είναι όλα ρόδινα και σύμφωνα με τα όνειρά τους. Ένα τραγικό γεγονός όμως, ένας αδόκητος θάνατος, αυτός του πατέρα της Τζούλιας  την ίδια ακριβώς ημέρα της αποφοίτησης των κοριτσιών από το σχολείο, θα οδηγήσει στη  ματαίωση των ονείρων της Τζούλιας  και το βίαιο αποχωρισμό της   από τη νησί της και τις φίλες της. Η Τζούλια και οι φίλες της θα σκορπίσουν στους πέντε ανέμους. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα χάσουν την επαφή τους, πολλές θα δουν τα όνειρα τους να διαψεύδονται, θα πικραθούν κάποιες. άλλες θα παραιτηθούν και θα συμβιβαστούν και κάποιες θα επαναστατήσουν. Και ξάφνου, όταν η ωριμότητα έχει διαδεχθεί τη νιότη, εκεί που δεν το περιμένουν, έρχεται η πρόσκληση.  Η Τζούλια, η ψυχή της παρέας, αλλά και ο καταλύτης της, το κορίτσι  που έχει περάσει μέσα από τις σιδερές πύλες της γνώσης και της απόγνωσης που έχει ρίξει μαύρη πέτρα κόβοντας με το μαχαίρι δεσμούς και αγάπες που τη συνδέουν με το παρελθόν, στην αυγή των σαράντα χρόνων της ξαναγυρίζει σε αυτές ακριβώς τις αγάπες που άφησε πίσω της.  Θυμάται τον όρκο που έκαναν τότε, στα χρόνια της αθωότητας, να ξαναβρεθούν στα γενέθλια των σαράντα χρόνων της και τις καλεί στη νέα πατρίδα της τον Καναδά, στο σπιτικό της, να γιορτάσουν μαζί και να ξαναπλέξουν τον ιστό που τις ένωνε κάποτε. Πόσο είναι αυτό εφικτό, πόσο έχουν αλλάξει οι φίλες, πόσο οι διαφορετικές εμπειρίες της ζωής θα ξεπεραστούν για να έρθουν και πάλι κοντά;  Υπάρχει ακόμη ο δεσμός που τις ένωνε; Η απόσταση του χρόνου και του τόπου πόσο τον έχει επηρεάσει και αυτόν;  Η μήπως η   δύναμη της φιλίας που χτίστηκε τα κρίσιμα χρόνια της νιότης τότε που διαπλάστηκε  ο χαρακτήρας μας είναι πράγματι ακατάλυτη και η μόνη που μπορεί να λυτρώσει και να διώξει τις αράχνες από το παρελθόν; ΄Ηταν άραγε για τη Τζούλια οι δοκιμασίες που της επιφύλαξε η ζωή κάτι σαν τις αρχαίες τελετές διάβασης , για να μάθει και να εκτιμήσει τελικά, αυτό που πάντα είχε και ποτέ δεν έχασε την αγάπη;

Αυτός είναι ο πυρήνας του  μυθιστορήματος της Ιουστίνης Φραγκούλη « Ψηλά τακούνια για πάντα». Διαβάζοντάς το θυμήθηκα τα «Ψάθινα Καπέλα» της  Λυμπεράκη και το «Μεγάλο Μώλν» του Αλαίν Φουρνιέ. Και τα δύο είναι βιβλία που μιλούν για τη νιότη και το πέρασμα στην ωριμότητα. Η Ιουστίνη Φραγκούλη όμως προχωρεί  πιο πέρα από τους συγγραφείς αυτούς. «Είμαι απόδημη Ελληνίδα. Ζω στο εξωτερικό. Η αποδημία είναι ένα από τα υπαρξιακά μου θέματα. Είναι στη θεματολογία μου πάντα. Γιατί αυτό είμαι. Δεν επιλέγω, γράφω αυτό που είμαι».΄Εχει  δηλώσει η ίδια σε παλιότερη συνέντευξή της στην Ελευθεροτυπία.. Ακριβώς αυτό κάνει και στο βιβλίο της « Ψηλά τακούνια για πάντα» Μέσα από την ανάλυση της ψυχοσύνθεσης της κεντρικής ηρωίδας, της Τζούλιας, των μεταπτώσεων και αλλαγών του χαρακτήρα της διαγράφονται ξεκάθαρα  τα υπαρξιακά θέματα του νόστου και της δύναμης της  φιλίας,  που προβληματίζουν,αλλά και  χαρακτηρίζουν τα έργα της Ιουστίνης Φραγκούλη και την ίδια τη συγγραφέα.

Τα «Ψηλά τακούνια για πάντα» είναι ένα βιβλίο που δε μπορείς να αφήσεις από το χέρια σου. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το ένιωσα πολλές φορές να ταυτίζομαι πότε με τη μια φίλη πότε με την άλλη. Βέβαια η εποχή που μεγάλωσα εγώ είχε σημαντικές διαφορές σε σχέση με αυτή της Τζούλιας και των άλλων κοριτσιών. Εκείνες έζησαν τη μεταχουντική εποχή, της ελευθερίας και των αγώνων, εγώ είμαι παιδί των μετακατοχικών χρόνων. Των στερήσεων. Παρά τις όποιες διαφορές όμως, αυτό που μπορώ να πω είναι πως η βάση, ο κεντρικός άξονας της ζωής των εφήβων κοριτσιών της εποχής της Τζούλιας και της δικής μου  είναι ο ίδιος. Η δεσμοί της οικογένειας και της φιλίας είναι οι ίδιοι σε όλες τις εποχές, από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα, θέλω να ελπίζω. Αυτό είναι και το μήνυμα που περνάει μέσα από το βιβλίο της Ιουστίνης. «Πιστεύω τω φίλω» μαθαίναμε στο πρώτο μάθημα στα «αρχαία», και αυτό όπως και τη συνέχειά του «Πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις»  μου θύμισε  και πάλι η Ιουστίνη Φραγκούλη με το ωραίο βιβλίο της. Αξίζει να το διαβάσετε και να το χαρείτε πολλές φορές.  Να είναι καλοτάξιδο. 

Saturday, December 28, 2013

Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία στο ιστολόγιο Τέρα Αμου

Άυτή είναι η Χριστουγεννιάτικη ιστορία που έγραψα όταν ο Νίκος Διακογιάννης με κάλεσε στις Χριστουγέννων ιστορίες που δημοσίευσε  στο ιστολόγιό του!
Σήμερα κοντά μας η Ιουστίνη Φραγκούλη - Αργύρη
 
Χριστουγέννων ιστορίες ιστολόγιο Τέρα Άμου.jpg
γράφει η  Ιουστίνη Φραγκούλη - Αργύρη

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν Α
Σ Τ Α  Ξ Ε Ν Α

Χριστουγέννων ιστορίες ιστολόγιο Τέρα Άμου (2).jpgΜαννούλα, σου γράφω από τα ξένα,
Ξέρω πως δε μπορείς να διαβάσεις το γράμμα, αλλά θα πας στο δάσκαλο να στο διαβάσει με κείνη την καθαρή φωνή του. Ετσι θα μάθεις τα δικά μου τα νέα εδώ που έφτασα στον Καναδά. Είναι Δεκέμβρης, Χριστούγεννα πλησιάζουν και κάνει κρύο τσουχτερό.
 
Ο αδερφός μου με συνόδεψε στο υπερωκεάνειο «Βασίλισσα φρειδερίκη» στον Περαία. Να δείς μαννούλα ένα καράβι σαν πολιτεία ήτανε , είχε καμπίνες (κοιμήθηκα με τέσσερις άλλες κοπελιές σε κουκέτες πάνω-κάτω), σάλες για φαγητό, άλλες σάλες για χορό. Εμεινα θαμπωμένη από το πλούτος και την πολυτέλεια. Και τα γκαρσόνια ντυμένα στα ασπρόμαυρα κουστούμια, με πετσέτες να κρέμονται από τα χέρια τους μην τύχει και λερώσει τίποτε και δεν το προλάβουν.
 
Το ταξίδι πέρασε ευχάριστα, γνωρίστηκα με τις άλλες κοπελιές αυτές τις έξι μέρες. Αλλες ήρθαν στον Καναδά να σμίξουνε με τ΄αδέρφια τους, άλλες ήρθαν να παντρευτούν καλά παιδιά από τον τόπο τους κι άλλες , σαν εμένα, να πάνε υπηρέτριες σε διάφορα σπιτικά πλούσιων.
 
Εκεί που κάναμε το σταυρό μας πως η θάλασσα ήταν γαλήνια-«Δόξα τω Θεώ» λέγαμε οι καημένες- έπιασε ένας τρομερός σίφουνας, τα κύματα ανεβαίνανε βουνά, το υπερωκεάνιο έτρεμε σαν καρυδότσουφλο. Ο καπετάνιος είπε από το μεγάφωνο να μη φοβόμαστε , δεν ήταν τίποτε , είχαμε φτάσει λέει στι Νιουφ... πώς τόπε, δεν κατάλαβα. Σαν όταν φτάναμε στο Κάβο Ντόρο, τέτοια λύσσα την έπιασε τη θάλασσα και μεγαλύτερη. Εβγαλα τα σωθικά μου, έλεγα πως θα πεθάνω εκειδαπέρα. Τί άγριος καιρός μαννούλα, σαν που τον βλέπεις σ΄εφιάλτες.
Χριστουγέννων ιστορίες ιστολόγιο Τέρα Άμου (5).jpgΤην άλλη μέρα ξαφνικά γαλήνεψε ο ωκεανός και το καράβι μπήκε στο λιμάνι. Στο λιμάνι του Χάλιφαξ, έτσι το λένε, αυτό το κατάλαβα καλά. Γιατί όπου μας έβαλε να υπογράψουμε ο διερμηνέας, ήταν γραμμένο και χιλιογραμμένο Χάλιφαξ. Μου κάνανε εξετάσεις, δηλαδή μου βγάλανε το κοπμινεζόν και το σουτιέν (ντράπηκα αλλά τί να κάνω η κακομoίρα), μου πήρανε φωτογραφίες απ΄τα πνευμόνια μην τύχει κι είμαι φθισική. Εδώ στον Καναδά μόνο γερούς εργάτες θέλουνε, τους φθισικούς τους στέλνουνε πίσω.
 
Μας βάλανε στο τραίνο όλες μαζί εμάς που προοριζόμασταν για υπηρέτριες , στα βαγόνια καθόμασταν δυό-δυό σε ξύλινα καθίσματα. Να δείς μαννούλα το τραίνο να κυλάει κι εγώ να χάνομαι μέσα στους απέραντους σιτοβολώνες του Καναδά. Ναι, απέραντες πεδιάδες, τότε συλλογίστηκα κι εγώ «γι αυτό τη λένε γή της επαγγελίας», εμάς το νησί μας όλο βράχια και κατσίκια, μάννα. Τα μάτια μου δε χόρταιναν να βλέπουν τη φύση, πράσινα έλατα και μετά χωράφια απλωμένα σε χιλιάδες στρέμματα και κάτι τεράστιες αλωνιστικές μηχανές. Τί να σού πώ, έτριβα τα μάτια μου απ΄το θαυμασμό.
 
Μια ολάκερη μέρα ταρακουνηθήκαμε στο τρένο και κατά το βραδάκι φτάσαμε στο Μόντρεαλ. Θαμπώθηκα απ΄τα φώτα μάννα, ούτε η Αθήνα δεν είχε τόσα φώτα. Γυναίκες όμορφες στους τοίχους να διαφημίζουνε τα αγαθά, κι εγώ να λέω μέσα μου «τί τυχερή που έφτασα σε τούτο τον τόπο του Θεού!». Εκανα και ξανάκανα το σταυρό μου απο τη χαρά μου. Ευτυχώς που η θειά Βούλα το καλοκαίρι σούπε το μυστικό πως ζητάνε δούλες στον Καναδά κι ο αδερφός μου φρόντισε να φτιάξει τα χαρτιά μου να με στείλει εδώ, να δείτε κι εσείς κι εγώ καλύτερες μέρες.
Χριστουγέννων ιστορίες ιστολόγιο Τέρα Άμου (3).jpg
Μας βάλανε να κοιμηθούμε σε ένα σπίτι, 8 κοπέλες σ' ένα δωμάτιο. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο, να δείς κάτι σκάλες, έτρεμε η ψυχούλα μου, γυριστές και στενές. Αλλά , εγώ δεν έβγαζα μιλιά , έκανα μούγκα όπως με είχες συμβουλέψει. Να φαίνομαι σεμνή, να με πάρουνε για υπηρέτρια αμέσως, να μαζέψω λεφτά γιά την προίκα μου.Να στείλω και σε σάς μαννούλα μου, να φτιάξτε εκείνη τη στέγη που έπεσε μετά απ΄το σεισμό.

Την άλλη μέρα η διερμηνέας και συνοδός μας πήγε στην Ελληνική εκκλησιά. Στην Αγιά Τριάδα . Εκεί ο παπάς μας καλοδέχτηκε. Μας κέρασε καφέ με ένα ψωμάκι ολόγλυκο και χορταστικό. Καλοσυνάτος μου φάνηκε. Μας είπε πως ο Καναδάς είναι μια πολύ κρύα χώρα, πως σε λίγο θα πέσουν τα χιόνια και θα ξαναλιώσουνε καλό Απρίλη. Τα αυτιά μου άκουγαν καινούρια πράγματα, ήθελα να δώ αυτό που λένε χιόνι κι εγώ η κακομοίρα, που τόσα χρόνια στο νησί το είχα ακούσει, μα δεν τόχα απολάψει.
Το απόγευμα στην εκκλησιά ήρθανε οι κυρίες να διαλέξουν ποιές από μας θα πάρουνε για υπηρεσία στα σπιτικά τους. Να δεις μαννούλα πόσο όμορφες ήταν με καπελίνα, γάντια και ταγιέρ. Εβραίες, Αγγλίδες και Γαλλίδες. Μιλούσανε ξένα, δεν καταλάβαινα τίποτε. Στεναχωρήθηκα που δεν μίλαγα αγγλικά, έβαλα μέσα μου πείσμα να μάθω με την πρώτη ευκαιρία.
 
Εμένα με διάλεξε μια κυρία Εβραία, γύρω στα 40, καλοντυμένη , όμορφη, λεπτή με τρόπους. Κοίταξε προσεκτικά τα χαρτιά μου, είδε πως ήμουνα γερή (ούτε πνευμονίες, ούτε αναιμίες, ούτε τίποτα) και κάτι είπε στη διερμηνέα που δεν κατάλαβα. Την άλλη μέρα πέρασε από το σπίτι και με πήρε μια λιμουζίνα με τα μπογαλάκια μου. Ημουνα επιτέλους επίσημα υπηρέτρια στης μαντάμ Ραχήλ.
 
Θαμπώθηκα από το μεγαλείο του σπιτιού. Να δείς μάννα ένα αρχοντικό με εννιά δωμάτια και πέντε μπάνια. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό, σα να βρισκόμουνα σε παραμύθι. Πολυέλαιοι, κηροπήγια, εβένινα έπιπλα, χρωματιστά χαλιά. Και τρία μικρά παιδιά, που ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες σαν τρελλά. Η μαντάμ Ραχήλ δεν τους έλεγε τίποτε , μόνο έκλεινε τ'αυτιά της.
 
Η αρχυπηρέτρια, μια χοντρή Βουλγάρα, με πήρε κάτω στο υπόγειο και μούδειξε με νοήματα το δωμάτιό μου. Να δείς τί όμορφο δωμάτιο, με πλουμιστές κουρτίνες και χαλί. Κι απέξω ακριβώς είναι το μπάνιο που το μοιραζόμαστε με τη Ράγια, έτσι τη λένε τη Βουλγάρα. Αυτή είναι το αφεντικό μου, η μαντάμ Ραχήλ δε νιάζεται για το σπίτι, τάχει όλα αναθέσει στη Ράγια.
 
Έπιασα δουλειά αμέσως, πλύσιμο (σε πλυντήριο , να δείς ένα θαυμαστό μηχάνημα) , σιδέρωμα σε επίσημη σιδερώστρα, γιάλισμα πολυελαίων, γυάλισμα ασημικών., ξεσκόνισμα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα κι όλο πάλι απ΄την αρχή. Ούτε τη γλώσσα δε χρειάζεται να μάθω, τα πήρα με τη μία απ' τη Ράγια και ξέρω τη δουλειά μου απ΄τα χαράματα όταν ξυπνάω μέχρι αργά τη νύχτα που πέφτω κουρασμένη στο πουπουλένιο κρεβάτι στο δωμάτιο υπηρεσίας.
 
Μια μέρα ξαφνικά ήρθε το χιόνι, αυτό που περίμενα απ τον Οκτώβρη όταν έφτασα στο Μόντρεαλ. Ω! Μαννούλα τί όμορφο που είναι, έπεφτε σαν μπαμπάκι και στρώθηκε στη γή, λες κι ήταν μαγικό πάπλωμα. Εχωσα το πρόσωπό μου στο τζάμι να το παρατηρώ, δε χόρταινα να το βλέπω. Ξαφνικά ήρθε η Ράγια σα μπόγιας και με πήρε απ΄ τα μούτρα να γυρίσω στο ξεσκόνισμα. Τώρα για να ξεφεύγω μές στην ομορφιά του, στήνω τη σιδερώστρα στο υπόγειο και σιδερώνω χαζεύοντας έξω. Κάνω όνειρα πως μια μέρα θα φτιάξω το δικό μου σπιτικό με κάποιο παλλικάρι απ' την Ελλάδα.
Χριστουγέννων ιστορίες ιστολόγιο Τέρα Άμου (4).jpg
Α! Μην ξεχάσω να σου πω ότι κάθε δεύτερη Κυριακή έχω ρεπό και πάω στην Αγία Τριάδα να λειτουργηθώ. Συναντιέμαι με συμπατριώτισσες μετά τη λειτουργία, μας κερνάνε καφέ στο υπόγειο οι Φιλόπτωχες κυρίες και μας μαθαίνουν αγγλικά. Ζω για να βγαίνω κάθε δεύτερη Κυριακή, να σμίγω με τους πατριώτες μου. Η πιο μεγάλη μου στιγμή!
 
Τώρα έρχονται Χριστούγεννα, όλα τα σπίτια έχουν στολιστεί στη γειτονιά εκτός απ΄το δικό μας, γιατί τα Χριστούγεννα δεν είναι εβραϊκή γιορτή. Η κυρία Ραχήλ είπε πως θα μας δώσει άδεια σε μένα και τη Ράγια για μια εβδομάδα. Αυτή, ο κύριος Τζακόμπ και τα παιδιά τους θα πάνε -λέει- στη Νίκαια της Γαλλίας. Εκεί ταξιδεύουν κάθε χρόνο για να παίξουν στο καζίνο. Δεν αντέχουνε να βρίσκονται μέσα στα στολισμένα δέντρα και τις γιορτές των Χριστουγέννων. Τη λυπάμαι την καημέρνη την κυρία, γιατί όλο λυπημένη φαίνεται κι αμίλητη είναι. Μήπως επειδή δε γιορτάζει τα Χριστούγεννα;
 
Θα ράψω ένα φουστανάκι, μάννα, για τα Χριστούγεννα , η Ράγια θα μου το ράψει γιατί ήτανε μοδίστρα στα μέρη της. Θα μου κοστίσει μόνο το ύφασμα, 50 σέντσια. Θα κρατήσω πέντε δολάρια όλα κιόλα από τους μισθούς μου για την προικα μου. Τα υπόλοιπα σου τα βάνω στο φάκελο για να φτάξτε τη στέγη.
 
Μαννούλα, εδώ σε αποχαιρετάω. Καλά Χριστούγεννα, να μου φιλήσεις τη θειά Διαμάντω, να ρίξεις κι ένα μπουκέτο βασιλικό στη θάλασσα ανήμερα των Φώτων. Να πιάσεις θάλασσα και να μυρίσεις αρμύρα του νησιού για μένα. Να την σκορπίσεις στον ουρανό να φτάσει μέχρι εδώ.
 
Ευχαριστώ και το δάσκαλο που σου διαβάζει τα γράμματα, νάναι καλά ο άνθρωπος.
 
Η ξενητεμένη κόρη σου
Ι
ουλία Χατζηκυριάκου
για το ιστολόγιο Τέρα Άμου
Ιουστίνη Φραγκούλη - Αργύρη
218.jpgΗ ΙΟΥΣΤΙΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ-ΑΡΓΥΡΗ γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου τελείωσε τη δημοτική και τη μέση εκπαίδευση. Απόφοιτος του Πολιτικού Τμήματος της Νομικής Σχολής Αθηνών, δημοσιογραφεί από το 1983 σε ημερήσιες εφημερίδες και περιοδικά της Ελλάδας. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και έχει εργαστεί κατά διαστήματα σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, καθώς και στην Ελληνική Τηλεόραση (ΕΤ). Από το 1989 ζει και εργάζεται στο Μόντρεαλ του Καναδά ως ανταποκρίτρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων και διαφόρων εντύπων. Απασχολείται ταυτόχρονα στα διάφορα ομογενειακά μέσα του Καναδά και της Αμερικής, ενώ συνεργάζεται με την εφημερίδα Εθνικός Κήρυκας της Νέας Υόρκης. Είναι μέλος της Εταιρείας Γαλλόφωνων Συγγραφέων του Κεμπέκ (UNEQ), καθώς και της Ομοσπονδίας Αγγλόφωνων Συγγραφέων του Κεμπέκ (QWF).
Γνωρίστε όλη την εργογραφία τη;ς συγγραφέως κάνοντας κλικ εδώ
Επισκεφθείτε το προσωπικό ιστολόγιο της συγγραφέως κάνοντας κλικ εδώ

bar_desert.gif

Thursday, December 26, 2013

Χριστούγεννα της Οικειότητας


Αν με ρωτήσεις τί σημαίνουν Χριστούγεννα εδώ στην ξένη,  θα σου πώ. Συγκέντρωση οικείων προσώπων με αφορμή τη Γέννηση του Χριστού που ταπεινώθηκε γεννηθείς σε φάτνη αλόγων, εκείνος ο Βασιλεύς των Ουρανών, η προσδοκία του ανθρώπινου γένους.

Με αυτό το φόντο και τη νοσταλγία στα υπέρτατα ύψη για μέρες παλιές κι αγαπημένες , γιορτάσαμε αυτά τα Χριστούγεννα του Σωτήριου Ετους 2013.

Η νύχτα των Χριστουγέννων άρχισε με μια μοναδική έκπληξη. Ο αγαπημένος μας φίλος Γιώργος Γιαννέλης με τα αγόρια του, τον Ιωνα και τον Φίλιππο, μας χτύπησαν απρόσμενα την πόρτα και μας τραγούδησαν τα κάλαντα συνοδεία βιολιού. Ο Φίλιππος έπαιζε βιολί , ο Ιωνας τραγουδούσε κι εμείς απογειωθήκαμε για τις στιγμές που παρέπεμπαν στην Ελλάδα.

Η παραμονή εκτελέσθηκε στο σπιτικό μας με λίγους φίλους και το μαγείρεμα της πατροπαράδοτης γαλοπούλας, που βγήκε νοστιμότατη. Η παρέα εξελίχθηκε υπέροχα , οι φίλοι μας έδεσαν μεταξύ τους, το κλίμα έγινε μοναδικό μετά τις σαμπάνιες και τα κρασάκια. Τα δώρα έφεραν χαρά στους παρευρισκόμενους, ένα μικρό δείγμα αγάπης και αναμνήσεων...

Η ημέρα των Χριστουγέννων πέρασε πανηγυρικά στο σπίτι της Μαίρης Καραμάνος-Τσατσούλης, που είναι η αδελφή μου εδώ στο Μόντρεαλ. Ευτύχησα να τη συναντήσω μέσω των μοναχογιών μας, του Αλεξ και του Μάικλ. Τα αγόρια μας μεγάλωσαν μαζί βίους παράλληλους.

Εκεί, λοιπόν, βρεθήκαμε χθες ανάμεσα σε ένα οικογενειακό πλήθος 21 ατόμων, που συναποτελούνταν από τα αδέλφια του Νίκου Τσατσούλη, τα παιδιά και τα εγγόνια τους.

Το μενού ήταν τόσο πλούσιο, που δεν προλαβαίνω να το αναφέρω, θέλω σελίδες ολόκληρες. Η Μαίρη έψησε μια υπέροχη τραγανή γαλοπούλα κι εγώ ένα κομμάτι αρνί ρολό. Φέτος, οι συνθήκες του χιονιού δεν επέτρεψαν να πάμε στον Ελληνα χασάπη να πάρουμε το παραδοσιακό μπούτι κι έτσι μείναμε αμανάτι με την αμερικανιά.

Πάντως, περάσαμε υπέροχα, ανταλλάξαμε ευχές και δώρα με τους φίλους μας, ζήσαμε στιγμές αγαπητικής οικειότητας. Και του Χρόνου λατρεμένοι μας φίλοι! Πάντα υγιείς και καλόκαρδοι όλοι μας!

 
 
 Η Μαίρη και ο Νίκος είναι οι εξαιρετικοί οικοδεσπότες των Χριστουγέννων μας
 Η οικογένεια στο σπίτι την Παραμονή
 Η Μάιρη έφερε πάλι στη ζωή μου το άρωμα της Μαίριλυν
 Τραπέζι γιορτινό κι αγαπημένο. Αριστερά: Η Λωράνς, ο Αλεξ, ο Νίκος Δαμιανάκης, ο Πάρις Πέτρου, ο πρέσβης Βαγγέλης Δαμιανάκης, ο Τεντ, η υπογράφουσα, η Μάνια Σαμπά και η Ρίτσα Δαμιανάκη
 Αγοράκια με γαντάκια
 Κάλαντα από το Φίλιππο και τον Ιωνα
 Μην ενθουσιάζεσαι με τη μπλούζα Πάρι, είναι για άλλον
 Με τον σεφ Νίκο Τσατσούλη
 Η ΄πρώτη υπογραφή για τα Ψηλά Τακούνια έπεσε προς τιμήν του Τεντ
 Σκουφάκι και κασκόλ για το αγόρι
 Αδελφούλες
 Κασκόλ για τον Πρίγκηπα
 Η παρέα των καλάντων: Τεντ, Ιων, Τζουστινάκι, Φίλιππος, Γιώργος και Λωράνς
 Η Μαίρη με τον πολύτιμο μοναχογιό της Μάικλ
 Η γαλοπούλα μου
 Τα αδελφια Τσατσούλη: Νίκος, Τόνυ, Τζόν και Τζίμμης
 Ο Νίκος Δαμιανάκης γουστάρει τη γραβάτα του
 Η Αμάντα ανάμεσα στον ξάδελφό της Μάικλ και το θείο της Νίκο
 Η Μάνια λάτρεψε την εσάρπα της
 Το πιό αγαπητικό δώρο από τη σίστερ


 Τα αδέλφια, Μάικλ και Αλεξ
 Τρυφερό στιγμιότυπο μαμάς και γιού

 Η Ρίτσα ήταν το μοντέλο μας

Με τον σύζυγό της
 Τζουστινάκι, Αλεξ, Λωράνς
Με τους άντρες της καρδιάς μου

Friday, December 20, 2013

Χριστούγεννα της Ανθρωπιάς!



 



Καθώς μεγαλώνω οι αναμνήσεις χτυπάνε ολοένα την πόρτα. Τότε στα παιδικά χρόνια  στη Λευκάδα που γιορτάζαμε ανέμελα τα Χριστούγεννα περικυκλωμένα από την αγάπη των δικών μας.

Η μητέρα είχε κυριολεκτικά ξετινάξει το σπίτι στην καθαριότητα από τη γιορτή του Αγίου Νικολάου, όπου γιόρταζε ο πατερούλης και όλη η Λευκάδα περνούσε από το σαλόνι μας να ευχηθεί στον εφημέριο των Αγίων Αναργύρων.

Τα υφαντά στρωσίδια φιγουράριζαν στο μωσαϊκό , ενώ τα βελούδινα βαριά τραπεζομάντηλα δήλωναν τη γιορταστικότητα των ημερών. Τα κρυσταλλένια βάζα ήταν γεμάτα λουλούδια και οι φοντανιέρες έγερναν από τα σοκολατάκια και τους τυλιγμένους κουραμπίεδες. Τα Χριστούγεννα χτυπούσαν την πόρτα μας, όλα ήταν έτοιμα να υποδεχτούμε τις μέρες των Γιορτών.

Χαιρόμουν να έρχομαι ιδρωμένη από το σχολείο στο σπίτι για να θαυμάζω με το παιδικό μου μυαλουδάκι την ευταξία και την επισημότητα του σπιτικού μας, που αυτήν την περίοδο βρισκόταν στο απόγειό του.

Το μόνο που με έκανε να παραπονιέμαι είναι πως δεν είχαμε αληθινό έλατο και βολευόμασταν με ένα πλαστικό δεντράκι, που το στολίζαμε με τρομερή φαντασία η αδελφή μου κι εγώ όταν αρχίσαμε να μεγαλώνουμε.

Αντίθετα, όταν πηγαίναμε στου θείου Παπα-Νίκου στα Περιβόλια, η θεία Δήμητρα είχε στολίσει ένα καταπράσινο κυπαρίσσι, που έλαμπε από χρώμα κι ομορφιά μέσα στην επίκτητη γλάστρα του. Ηταν φορτωμένο με κουτάκια τυλιγμένα από πολύχρωμα χρυσόχαρτα και ήταν τόσο γοητευτικό μέσα στην απλότητά του! Η μυρωδιά που έχυναν τα καταπράσινα κλαριά του ακόμη έρχεται στο νού μου παραπέμποντάς με σε μέρες ανέμελες κι ευτυχισμένες.

Προσωπικά ήμουν απίστευτα απασχολημένη πριν από τις Γιορτές. Από τη χορωδία του σχολείου όπου προβάραμε επί εβδομάδες τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μέχρι την αποστήθιση της απαγγελίας του Χριτουγεννιάτικου ποιήματός μου εν όψει της σχολικής γιορτής η ζωή μου κυλούσε σε ρυθμούς ενός ατέλειωτου πανηγυρισμού.

Η γιορτή όμως που πραγματικά με συγκλόνιζε ήταν εκείνη του Κατηχητικού. Πάντοτε συμμετείχαμε σε ένα θεατρικό που περιείχε τη Γέννηση του Χριστού ως μια γιορτή που σ΄άλλα παιδάκια έφερνε χαρά κι άλλα τα γέμιζε πίκρα γιατί ήταν φτωχά. Αυτά τα φτωχά παιδάκια που τις γιορτές κρύωναν, που δεν θα έπαιρναν δώρα, που δεν θα είχαν φώτα και ζαχαρωτά, αυτά τα παιδάκια άρχισαν να ορίζουν την ύπαρξή μου, από τη στιγμή της συνειδητοποίησης του κοινωνικού μου χώρου.

Μέσα βαθειά μου χαράχτηκε η έννοια της συμπαράστασης, της γενναιοδωρίας, της αγάπης προς τους αδύνατους, εκείνες τις αθώες εποχές της παιδικής ηλικίας, όπου η Λευκάδα είχε πολλές οικονομικά ασθενείς οικογένειες.

Θυμάμαι τον πατερούλη μαζί με τις κυρίες του ναού να ετοιμάζουν από καιρό τα δέματα για τις ανήμπορες οικογένειες, θυμάμαι τα φακελάκια με τα κατοστάρικα να κλείνονται ερμητικά με μια κάρτα για να δοθούν στους λιγότερους προνομιούχους. Και όλα να γίνουν με εχεμύθεια για να μην ξέρει ο κόσμος τα νιτερέσα των άλλων.

Η Κουλίτσα, η αγαπημένη φίλη της μητέρας, με έπαιρνε μαζί της να μοιράσουμε τα δέματα. Θυμάμαι με έστελνε εμένα να χτυπάω τις πόρτες κι εκείνη έμενε ξωπίσω να μην ξέρουν οι αποδέκτες. Κι εγώ , κουραζόμουν από το βάρος, τα χεράκια μου έτρεμαν. Η Κουλίτσα με περηγορούσε πως ο Θεούλης θα μου έστελνε πολύ περισσότερα δώρα...

Κι εγώ περίμενα τα δώρα του Θεούλη, που δεν ήρθαν ποτέ σε δέματα με κορδέλες. Κι όλο ρωτούσα τη μαμά πότε θα μου τα στείλει επιτέλους. Κι εκείνη έλεγε πως ήταν αλληγορικά τα λόγια της Κουλίτσας και πως τα δώρα του Θεού δεν τα βλέπεις, έρχονται στη ζωή σου κι εσύ αργά πολύ αργά όταν έχεις μεγαλώσεις, θα το καταλάβεις...

Τούτες τις Αγιες μέρες πολλοί συμπολίτες μας εδ’ω στον ξένο τόπο έχουν ανάγκη. Κι ας μην το επιτρέπει η αξιοπρέπειά τους να το φανερώσουν. Υπάρχουν παιδιά που δεν θα λάβουν δώρα γιατί η οικονομική ανέχεια έχει χτυπήσει την πόρτα τους.

Εγώ μαζί με τα Καλά Χριστούγεννα ήθελα να σας ψυθυρίζω να κοιτάξετε τους διπλανούς σας, να τους συνδράμετε, να μη θεωρήσετε τίποτε δεδομένο αυτές τις χαλεπές γιορτές της Ελληνικής κρίσης .

Να γίνουμε μια γροθιά, να δώσουμε από το υστέρημά μας στα κρυφά χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς φαρισαϊσμούς και φρούδα επιτήδευση. Να ξαναγεννηθούμε ως συνάνθρωποι εμείς που ίσως να ξεχάσαμε μέσα στην παραφορά της ευημερίας πως υπάρχουν φτωχά παιδιά αυτά τα Χριστουγεννα του χαλεπού έτους 2013!

Καλά Χριστούγεννα με γενναιοδωρία ψυχής προς τους πλησίον μας!

Monday, December 16, 2013

Η Νίνα και το βάλς των λέξεων!!!!!!


Με ρωτάς συνέχεια για τα παιδικά μου χρόνια, με ρωτάς να μάθεις για τις φίλες που με όρισαν και με οδήγησαν να γράψω το πιό αυτοβιογραφικό μου μυθιστόρημα « Ψηλά Τακούνια ΓιαΠάντα». Αυτές τις παιδικές υπάρξεις που σημάδεψαν την παιδικότητα, την εφηβεία και την ωριμότητά μου, ζώντας για πάντα μέσα μου.

Θα σου πώ, λοιπόν, για τη Νίνα, που έμενε στην πίσω γειτονιά. Η Νίνα ήταν ένα τόσο μικροσκοπικό κοριτσάκι με ξανθά κοντά μαλλιά και δυό μεγάλα γαλάζια μάτια. Μου φαίνεται ότι το καλοκαίρι ξεπρόβαλλαν και φακιδούλες στο λευκό της προσωπάκι και την έκαναν να μοιάζει με ξένη από τη Σκανδιναυία.

Η Νίνα έμενε δυό στενά πίσω απο το πατρικό μου, μπορεί και τρία. Στο δικό της στενό ζούσαν ακόμη δύο συμμαθήτριες, που άκουγαν στο όνομα Θεοδώρα. Η μία είχε πλουμιστά καστανά μαλλιά, ωραία χείλη κι ένα ζευγάρι ολοκάστανα αμυγδαλωτά μάτια. Η άλλη ήταν η αδελφή του Τάκη, συμμαθητή του αδελφού μου και γι αυτό πολύ οικεία.

Τα κορίτσια στην πίσω γειτονιά είχαν μια παράξενη σχέση, που εγώ δεν την καταλάβαινα γιατί μάλλον ήμουν ολομόναχη στη δική μου οδό της Μιχαήλ Σκένα. Αλλά πρέπει να σου πώ για τη Νίνα, που δεν καταλάβαινε την ομορφιά της καθώς κρυβόταν κάτω το σύννεφο της μικροσκοπικής της οντότητας.

Η Νίνα ήταν ζωηρή κι όμως έκρυβε τη ζωηράδα της, ήταν εύστροφη κι όμως έκρυβε την εξυπνάδα της, ήταν όμορφη και διαφορετική κι όμως-μου φαίνεται – πως τότε δεν της άρεσε ο εαυτός της. Το Νινάκι, όπως μου άρεσε να την αποκαλώ, είχε μέσα της μια διαρκή ανησυχία, που ποτέ δεν μου την εκμυστηρεύτηκε, ποτέ κι ας ήμασταν τόσο κοντά...

Η Νίνα ερχόταν τα απογεύματα στο σπίτι μου και πολλές φορές διαβάζαμε μαζί, λύναμε τα προβλήματα, γράφαμε τις άγνωστες λέξεις στα κείμενα της λογοτεχνίας. Πρέπει να σου πώ ότι εκεί εγώ ερωτεύθηκα τις λέξεις κι έμαθα ότι μπορούν να γίνονται χορευτικές, να παίρνουν μια φράση και να την απογειώνουν. Οι λέξεις στο μυαλό μου χόρευαν βάλς αν έμπαιναν στη σωστή σειρά, δηλαδή πως να σου το πώ, αυτά τα κοσμητικά επίθετα ήταν συνοδοί κυριών με φράκο και παπιγιόν.

Ηθελα να πώ στη Νίνα, «κοίτα αυτή τη λέξη, κοίτα την άλλη,δές πώς χορεύουν τα ζευγάρια αγκαλιασμένα». Αλλα  επειδή ήμασταν στο δημοτικό, ντρεπόμουν να της εκμυστηρευτώ τούτο μυστικό μου, πως δηλαδή τρελλαινόμουν να βάζω τις λέξεις να χορεύουν στο χαρτί και στο μυαλό μου. Ετσι κι αλλοιώς προτιμούσαμε μετά τις λέξεις να παίζουμε στη γειτονιά.

Η Νίνα δεν έπαιζε ανέμελη, ήταν φορτωμένη με ένα μεγάλο βάρος. Μη με ρωτήσεις τί σήκωνε το μικροσκοπικό της σωματάκι και το σκανδιναυικό της προσωπάκι, γιατί ποτέ δεν έλεγε τίποτε για τα δικά της. Η Νίνα ήταν μια μικρή κυρία, που δεν μου ξανοιγόταν κι ας περνούσαμε ατέλειωτα απογεύματα μαζί παίζοντας κρυφτά και τρεχαλητά στη γειτονιά μου.

Η Νίνα είχε κι εκείνη τη μεγάλη αδελφή της Γεωργία, που εμείς τη βλέπαμε σα θεά μας. Ηταν όμορφη, ψηλή, φορούσε σοσόνια κι ένα ελαφρύ τακουνάκι γιατί πήγαινε στο γυμνάσιο και ήταν μεγάλη. Ω! Πόσο μεγάλη φάνταζε στα μάτια μας, πόσο σοφή, πόσο σπουδαία!  Αν με ρωτούσες τί θάθελα να γίνω εκείνη την εποχή, θα σου έλεγα μαθήτρια γυμνασίου για να φοράω σκούρα ποδιά, ψηλές λευκές κάλτσες μέχρι το γόνατο και τακουνάκι σαν την Γεωργία.

Οσο για τον αδελφό της Νίνας, επειδή ήταν μικρότερος, πέρασε σχεδόν απαρατήρητος από τη ζωή μου.

Μια μέρα που τελειώσαμε το Δημοτικό –νομίζω- η Νίνα ήρθε να μου αναγγείλει πως η οικογένεια θα μετακόμιζε στην Αθήνα. Ω! Η Νίνα θα έφευγε και θα πήγαινε στην αγαπημένη μου πόλη, την πρωτεύουσα των ονείρων μου. Λυπόμουν από τη μιά πλευρά που θα την έχανα, αλλά χαιρόμουν γιατί την φαντασιονόμουν να περπατάει στην Πανεπιστημίου και να χαίρεται...

Πρέπει να σού πώ ότι την περίμενα να γυρίσει κάθε καλοκαίρι, να μου αφηγηθεί τις βόλτες της στις λαμπρές λεωφόρους της πρωτευούσης.Αλλά η Νίνα μάλλον με είχε ξεχάσει. Μετρώντας τα καλοκαίρια που χανόταν στα φθινόπωρα, στους χειμώνες, τις άνοιξες, ήξερα πως εκεί στο μέρος της καρδιάς που έγραφε Νίνα, είχε ανοίξει ένα μεγάλο κενό, που δεν θα γέμιζε ποτέ με καμιά άλλη φίλη!

Κι όμως η Νίνα ξαναφάνηκε στη ζωή μου στα χρόνια της ωριμότητας. Παντρεμένη στη Χίο ζεί την ευτυχισμένη ζωή της μαμάς και τη γιαγιάς. Από τις λέξεις με βρήκε η Νίνα, μέσα από την εφημερίδα της Λευκάδας, όπου με ξανασυνάντησε μετά από τόσα και τόσα χρόνια!

Αυτές τις μέρες έλαβα ένα δώρο από τη Νίνα της Λευκάδας και της Χίου, ένα γλυκό δώρο που μου θυμίζει πως η Νίνα ποτέ δεν με ξέχασε. Κι αν τότε δεν τολμούσα να την κάνω συνένοχο στις λέξεις μου, η Νίνα είχε αποκωδικοποιήσει την υπάρξή μου. Η Νίνα κι εγώ είμαστε ακατάλυτα δεμένες μέσα από το βάλς των λεξεών μου.

Σ ευχαριστώ Νινάκι!!!
Justinaki

Στο Πρώτο Θέμα σήμερα!!!

Κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Αρμός

«Ψηλά Τακούνια Για Πάντα»

«Ψηλά Τακούνια Για Πάντα»
ΕκτύπωσηΑποστολήΜέγεθος κειμένου 

Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη γράφει για τις παιδικές της φίλες με τις οποίες μεγάλωσε στη Λευκάδα στο νέο της βιβλίο-ύμνο στη γυναικεία φιλία!

Κυκλοφορεί ταυτόχρονα στην Ελλάδα και το εξωτερικό το μυθιστόρημα της δημοσιογράφου και συγγραφέως Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα. Στην ελληνική το μυθιστόρημα με τίτλο «Ψηλά Τακούνια Για Πάντα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός, ενώ στην αγγλική υπό τον τίτλο High Heels For Six, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις amazon.com.

Το εμβληματικό περί τη γυναικεία φιλία έργο απλώνεται στις ζωές έξι γυναικών, που έσμιξαν στα αθώα χρόνια της νεότητας και συναντιούνται στην ωριμότητα της τέταρτης δεκαετίας. Ρίχνει φως στα όνειρα των κοριτσιών, που σμιλεύτηκαν σε ένα μικρό νησί του Ιονίου και χάθηκαν στη διαδρομή της πραγμάτωσής τους στην Ελλάδα και τον κόσμο. Πρόκειται για ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, που διατρέχει τις ζωές έξι γυναικών στην εξελικτική πορεία τους με κύρια πρωταγωνίστρια τη Τζούλια του Μόντρεαλ.

Η συγγραφέας αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου της: Η ιστορία που διαβάζετε είναι αληθινή και φωτογραφίζει τις συμμαθήτριές μου, με τις οποίες μεγάλωσα στη Λευκάδα των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων.

Τα πρώτα τακούνια που δοκιμάσαμε ήταν εκείνα των μαμάδων μας κι ορκιστήκαμε κρυφά πως εμείς για πάντα θα λικνιζόμαστε στις γόβες. Και καρφώσαμε ξύλινα τακούνια στις πλαστικές σαγιονάρες και πηγαινοερχόμασταν στη γειτονιά κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο, προκαλώντας τη μήνι των μεγάλων. Μόνο η Αθηνά αρνιόταν να φορέσει τα ψηλά τακούνια γιατί ήταν ψηλή κι ένιωθε άχαρη προσθέτοντας κι άλλο ύψος στη ζωή της. Εκείνη έμεινε πεισματικά προσηλωμένη στα μοκασίνια της κι ας προσπαθούσαμε να την παρασύρουμε στη ματαιότητα της ψηλοτάκουνης γόβας.

Η ζωή μας σκόρπισε στα διάφορα σημεία του ορίζοντα, αλλά εμείς σμίγουμε πιστά τα καλοκαίρια και τους χειμώνες στο νησί, καταθέτοντας την αφοσίωσή μας η μια στην άλλη, μα πιότερο τις χίλιες δύο καταστάσεις που μας άλλαξαν και μας έστειλαν σε άλλους δρόμους διαφορετικούς από εκείνους, που είχαμε ονειρευτεί.

Το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη αποτελεί ύμνο στη φύση και τη φιλία των γυναικών:

«Τελικά η φιλία των γυναικών γεννιέται τα χρόνια της ανιδιοτέλειας, φουντώνει με την άνθηση των ορμονών, υποσιτίζεται τον καιρό του έρωτα, ανασταίνεται μετά τον γάμο, αναβιώνει με την ωριμότητα. Δεν ξεχνιέται ποτέ όπως το ποδήλατο και το κολύμπι».

Σε κριτική του ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Σπυρίδων αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το έργο διαπνέεται απο ευρηματικότητα στην πρόζα, ζωντάνια στους διαλόγους κι ένα διαρκή κοινωνικό υπαινιγμό που άλλοτε έρπει κι άλλοτε πάλι είναι οφθαλμοφανής. Στο σύνολο, η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη με τη γνωστή λακωνική γραφή της κατορθώνει να αφήσει τον αναγνώστη με την αίσθηση πως έζησε μια εποχή, πως γνώρισε τη γυναικεία ψυχολογία στην ευαίσθητη στροφή των 40, πως συμπορεύθηκε με τις μικρές καθημερινές ήττες των ανθρώπων και πως τελικά το ερώτημα της ζωής και του θανάτου κείται πέρα απο τον Καζαντζάκη, πέρα απο την ίδια τη συγγραφέα.

Ισως αυτή να είναι η πιό ειλικρινής στιγμή του μυθιστορήματος που έχει τις αρετές της μυθοπλασίας αλλά πατάει στη γερή πραγματικότητα της δημιουργού του. Πάντως, η Φραγκούλη αναδεικνύει την αρχιτεκτονική της ικανότητά κι ένα αβίαστο ταλέντο στην ανάπτυξη των χαρακτήρων της. Σίγουρα, τούτο το κοινωνικό ψυχογράφημα υπό τη ρέουσα πένα της Φραγκούλη μεταμορφώνεται σε ζωντανό δράμα, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη απο την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα».

Πηγή: Αθηναϊκό Πρακτορείο.

Friday, December 13, 2013

Englouville, Ma petite ville!!!




Εγκλουβή, το ορεινό χωριό μου

Αν με ρωτήσεις να σου πώ πού έμαθα να πλάθω ιστορίες στο μυαλό μου, θα σου το πώ γιατί το θυμάμαι ολοκάθαρα κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από την νηπιακή μου ηλικία. Εκείνο το μικρολάγκαδο που άνοιγε ακριβώς κάτω απ΄το μπορντώ παράθυρο του πατρικού σπιτιού στην Εγκλουβή, εκείνο με έκανε να θέλω να τρέχω στο κρεβάτι  μου να ονειρεύομαι. Και να μην ξέρω πώς και τί αλλά να έχω προδιαγράψει μέσα μου εικόνες που κάποτε θα ακουμπούσα στο χαρτί.

Ναι, η Εγκλουβή, ένα ορεινό χωριό της Λευκάδας, τόσο ορεινό και αποκλεισμένο, που σχεδόν το είχε ξεχάσει η δημοσιά, ήταν το χωριό του πατέρα μου. Σχεδόν άγνωστο στους περισσότερους κατοίκους της Λευκάδας γιατί ο δρόμος ήταν δύσβατος και η απομόνωση μεγάλη.

Ομως εμείς ως οικογένεια,  για να δούμε τη γιαγιά και τον παππού, δρόμο παίρναμε δρόμο αφήναμε μέσα στο πράσινο λεωφορείο του ΚΤΕΛ  με τις μυρωδιές του τσιγάρου βυθισμένες αμετάκλητα στα φτηνά πλαστικά καθίσματα. Κι ύστερα από ταρακουνήματα  και δυό ώρες πορεία και στάσεις, φθάναμε επιτέλους στην κόψη του βουνού. Θυμάμαι που η ματιά μου περιπλανιόταν στα τόσα όμορφα μεσόγεια χωριά της διαδρομής. Κι όταν φτάναμε στην στροφή της Καρυάς, θαύμαζα τα επιβλητικά πέτρινα σπίτια της και κάτω στο βάθος το λιβάδι, που φούσκωνε από νερά το χειμώνα κι άδειαζε το καλοκαίρι χαρίζοντας ευφορία στον τόπο.

Το χωριό του πατέρα μου δεν θα το έλεγες εύφορο. Είχε όμως το μοναδικό προνόμιο να διαθέτει μια περιοχή πάνω στο βουνί με το όνομα, όπου οι κάτοικοι είχαν χωράφια κι έσπερναν φακή. Τούτη η σοδειά αλωνιζόνταν κι απόφερνε τον πολυπόθητο  καρπό μιας ποικιλίας  φακής, που είναι λευκή και βράζει τόσο εύκολα. Η Εγκλουβή έχει γίνει γνωστή στα πέρατα του κόσμου για τη φακή της, που ευλογάται κάθε χρόνο στις 7 Αυγούστου στη λειτουργία του Αγίου Δονάτου, προστάτη του χωριού και της φακής μας.

Θέλω να σου πώ ότι στο χωριό οι δρόμοι δεν ήταν τσιμεντένιοι εκείνα τα χρόνια του 60. Ο παππούς μας περίμενε στο λεωφορείο με το θείο Εκτορα και τα δύο άλογα της οικογένειας, ο ένας κρατούσε το Ντορή και ο άλλος τον Ψαρρή. Εδεναν αριστερά και δεξιά στα καπούλια των αλόγων τις αποσκευές της οικογένειας κι ύστερα μας τοποθετούσαν στη σέλλα , εμένα στο Ντορή και τον αδελφό μου στον Ψαρρή. Οι γονείς μου, ο παππούς κι ο θείος περπατούσαν στο γεμάτο πέτρες δρόμο που οδηγούσε στο κάτω μέρος του χωριού, όπου βρισκόταν το λιτό πέτρινο σπίτι μας. Οι οπλές των αλόγων γλυστρούσαν στις μυτερές πέτρες κι εγώ νόμιζα ότι εκεί θα άφηνα την τελευταία μου πνοή. Ομως, ο Ντορής μου ήταν ένα γενναίο άλογο που με έφερνε πάντα στην πόρτα της αυλής χωρίς κανένα απολύτως ατύχημα.

Εκεί λοιπόν, αφού ξεπεζεύαμε έτρεχα επάνω στο δωμάτιο να βγώ στο αγνάντι να να δώ αν το λαγκάδι είχε στα σπλάγχνα του νερό ή αν ήταν ολόστεγνο και μόνο . Το χειμώνα με τις βροχές έβλεπα τα νερά να κατρακυλούν συμπαρασύροντας πέτρες , ενώ το καλοκαίρι οι ογκόλιθοι έμεναν εκτεθειμένοι στον ήλιο της μέρας που άγγιζε τη νύχτα.

Το απόγευμα ερχόνταν οι επισκέψεις. Ναι, οι συγγένισσες από το πάνω χωριό κατέφταναν να δούν τη μαμά, να χαιρετίσουν τον πατερούλη και να χαϊδέψουν εμάς τα παιδάκια, που είχαμε την αίγλη των πρωτευουσιάνων (καθότι ζούσαμε στην πρωτεύουσα του νησιού, τη Λευκάδα). Κι ύστερα μας καλούσαν να ανέβουμε κι εμείς στο επάνω χωριό να τους δούμε , να μας κεράσουν και το κατιτίς μας.

Μετά το μεσημεριανό ύπνο, που ήταν ολόγιομος και χορταστικός λόγω του υψόμετρου, η μαμά μας έντυνε με τα καλά μας κι ανηφορίζαμε προς τα επάνω. Πρώτος σταθμός μας ήταν της Γιούλως και του μπαρμπα Γιάννη, όπου μας φίλευαν τα καλούδια της αγροτιάς τους. Εγώ χανόμουν πάλι κια πάλι στα μεγάλα γαλάζια μάτια της θειά-Γιούλως που ανάλωνε την ομορφιά της και τα νιάτα της καλλιεργώντας τα χωράφια, τρυγώντας τα αμπέλια, αλωνίζοντας τη φακή της παραγωγής της.

Υστερα, οδεύαμε προς τα επάνω σπιτικά, του μπαρμπα Γιώργου (αδελφού του παππού), του μπάρμπα Κωστάγγελου (επίσης αδελφού του παππού) και μετά εγώ παρέκκλινα προς το σπίτι της Μαρίνας μου, της πρωτοξαδέλφης του πατέρα μου που είχε παντρευτεί και είχε δικά της παιδιά, αλλά εμένα με κανάκευε σα νάμουν δική της, επειδή με είχε μεγαλώσει στα πρώτα παιδικά μου χρόνια. Φέτος, η Μαρίνα εγκατέλειψε τη μάταιη τούτη γή πετώντας στη γειτονιά του ουρανού να συναντήσει τη χαμένη της κορούλα.

Μου άρεσε να βγαίνω εκεί στις αυλές και να κοιτάζω αυτή τη ζωγραφιά που απλωνόταν στα πόδια μου. Σπίτια πέτρινα φυτεμένα ανάμεσα σε δέντρα και πέρα μακριά όσο έφτανε το μάτι πράσινο το χειμώνα, κίτρινη ομορφιά  της ξηρασίας το καλοκαίρι. Αυτή ήταν η Εγκλουβή όπου μεγάλωσε ο πατερούλης, σκεφτόμουν και προσπαθούσα να φανταστώ τα παιδικά του χρόνια.

Οταν τελείωνε το απόγευμα κατηφορίζαμε προς το σπίτι. Το μάτι μου σταματούσε σε κάθε γωνιά του δρόμου, στα πέτρινα σπίτια της ανιδιοτέλειας, στα εγκάρδια χαιρετίσματα των γυναικών. Την άλλη μέρα την αφιερώναμε στη θειά Ελένη, την αδελφή του παππού που ήταν ψηλή καμαρωτή, όμορφη και νοικοκυρά σαν καμία, όπως έλεγε η μαμά. Μας υποδεχόταν με χίλια δύο καλούδια καμωμένα απ΄τα χεράκια της.

Αυτό που με εντυπωσίαζε πάντα στην Εγκλουβή ήταν ότι όλοι συγγενείς μας φίλευαν ένα σακούλι φακή κάθε που φεύγαμε από το σπίτι τους. Κι αυτή η γενναιοδωρία φαίνεται πως δεν έχει εκλείψει από το βουνίσιο μου χωριό.

Πριν από δυό ή τρία χρόνια βρέθηκα στην πλατεία του χωριού κάτω από τον δροσερό της πλάτανο. Ηρθαν οι χωριανοί και με χαιρέτισαν γιατί γνωρίζουν πως παρόλο που αραιά και πού επισκέπτομαι τον τόπο (καθώς το πατρικό μας σπίτι έχει καταστραφεί από σεισμούς και εγκατάλειψη) ήρθαν και στήσαμε κουβέντα υπέροχη για τις μέρες τις παλιές. Και πριν να φύγω μου έφεραν φακή και με φίλεψαν θυμίζοντάς μου πως είμαι μια από εκείνους, μια αληθινή Εγκλουβησάνα που δεν ξεχνώ την καταγωγή μου, που ορίζομαι από τον αγέρωχο ορεινό μου τόπο!
 
Justinaki!!!