Monday, July 28, 2014

Το ασανσέρ της ύπαρξής του!!!


 

Τον Δημήτρη Ιατρόπουλο τον γνώριζα απο τους στίχους και την ποίησή του , που  με καταγοήτευε γιατί ο λόγος του δεν είχε τίποτε το προσποιητό και το φτιασιδωμένο. Στη στήλη του απο το Εθνος τον διάβαζα συχνά γιατί είχε ένα καίριο λόγο κάθε φορά να πεί  με αφορμή την επικαιρότητα.

Ηταν και τόσο όμορφος ο Δημήτρης Ιατρόπουλος, που μου έκοβε την ανάσα. Κι όταν τον γνώρισα δια ζώσης μια μέρα εκεί στο Εθνος συναντώντας τον με τη γυναίκα του, τη δική μου φίλη, Κατερίνα Καραγιάννη-Ιατροπούλου, είπα μέσα μου: "Της Κατερίνας μου της άξιζε αυτός ο λεβέντης!"

Εκτοτε έχουμε δεθεί πολύ και περισσότερο, καθώς μας τυλίγει στην αγάπη της η Κατερίνα. Κάθε φορά που βρίσκομαι στην Αθήνα συναντιόμαστε κυρίως στα μεγάλη πάρτυ με τους φίλους μου. Εχει αυτή την αμεσότητα του παιδιού που τα έμαθε όλα μόνος του, που πάλεψε για να σταθεί και που παλεύει μέχρι σήμερα να παραμείνει ποιητής σε μια Ελλάδα ρημαγμένη απο το βάρος της αλλοτρίωσης και του εκφυλλισμού της.

Στο τελευταίο πάρτυ της Αθήνας ο Δημήτρης μου χάρισε το τελευταίο του βιβλίο «Ανανσέρ», ένα πολλυσυλλεκτικό ανάγνωσμα, όπου χώρεσε κάποια απο τα πονήματά  του, που είχε βαθειά χωμένα στο συρτάρι της λησμονιάς.

Στο «Ασανσέρ», λοιπόν, που αποτελεί εύρημα για να αγκαλιάσει όλες τις διαφορετικές γραφές που ήθελε να περικλείσει, ο συγγραφέας βρίσκεται αιχμάλωτος μιας βλάβης, που κανείς δεν θα λύσει μέχρι τη Δευτέρα. Αλλά παρά τον πρώτο φόβο και την ανατριχίλα, παρά τον πανικό αυτός ο εγκλωβισμός μετατρέπεται σε πηγή δημιουργίας.

Καθώς ο συγγραφέας κουβαλάει μαζί του κασέτες και υλικό ανεκμετάλλευτο μιας ζωής, αφού συμβιβάζεται με την πραγματικότητα της στασιμότητας και του εγκλωβισμού, αρχίζει με χειμαρρώδη λόγο να γράφει όσα ήθελε να πεί για χρόνα σε «ώτα μη ακουόντων».

Ο Δημήτρης αρχίζει απο την οικογενειακή του ιστορία εκεί στα Σεπόλια, όπου γεννιέται σε μια φτωχή και άστεγη οικογένεια δυό βιοποριστών. Εκεί όπου αντικρύζει το φώς του ήλιου ζώντας με το μεγάλο αδελφό των επιληπτικών κρίσεων. Εκεί όπου όλα αρχίζουν σαν εφιάλτης, περνούν απο μια περίοδο μαγικού ονείρου και ξαναπέφτουν στην τραγική πεζότητα της ζωής.

Ξετυλίγει ΄γοργά το κουβάρι της πρώτης ηλικίας του στο μέρος «Κατάληψη» αλλά μετά το εγκαταλείπει αυτό το εξαιρετικό αυτοβιογραφικό ταξίδι, καθώς ο Δημήτρης πρέπει να χωρέσει στο Σαββατοκύριακο του εγκλεισμού όλα όσα κουβαλούσε ως υπέροχες εκκρεμότητες στο ποιητικό και το συγγραφικό του έργο.

Ετσι προχωράει σε θεατρικούς διαλόγους, διακόπτει για να αφηγηθεί ένα διήγημα απ΄αυτά τα διηγήματα της κοφτής ανάσας, περιπλανάται στον εξαίρετο λόγο της ποίησής του , μυεί τον αναγώστη στην πολυδιάσταστη υφή της ύπαρξής του.

Στην «Μυθία Δεύτερη» ο Δημήτρης Ιατρόπουλος αποκαλύπτει τη φιλοσοφική διάσταση της ύπαρξής του, τα ερωτήματα που βασανίζουν το νού και την ψυχή του σχετικά με την πόλη του, την Αθήνα, με την αναψηλάφιση του εαυτού του, με τα πισωγυρίσματα στο χρόνο και το χώρο. Εδώ γίνεται σκληρός με τους ανθρώπους, τιμωρός των αδυναμιών τους με τον αδιαπραγμάτευτο λόγο του. Εδώ γίνεται άτεγκτος κριτής της αδυναμίας του να ορίσει την πολυπλοκότητα του εγώ του. Εδώ ταλαντεύεται ανάμεσα στις φιλοσοφικές δομές  των υπαρξιακών απαντήσεων και των δικών αναπάντητων ερωτημάτων.

Ο Δημήτρης Ιατρόπουλος με μαθηματικό τρόπο υμνεί τα μεγάλα κλασικά ερωτήματα θέτοντάς τα επι τάπητος και μηδενίζοντας τις εκκρεμότητες των λύσεων. Σαν γεωμέτρης παραθετει στη Μυθία Τρίτη «Η Πανδαισία» τα διάφορα ζητήματα που τον απασχολούν περί τη γλώσσα, την άδεια, το όλον, το μηδέν, την εικόνα, την αναχώρηση, τη διαδρομή, την ένωση...

Κι αποχαιρετώντας τα γραφόμενα, κλείνοντας το βιβλίο του σημειώνει:

«Τώρα που μιλάω, ο Γιός του Ηλιοστάτη, ο Ντίμα,

Πρέπει να κλείνει σχεδόν την έκτη γήινη δεκαετία του.

Σαν ανάμνηση όμως. Με συνάντησε, Διαλύθηκε μέσα μου, Επιζήσαμε.

Ομως το ταξίδι έχει κι άλλους Σταθμούς».

Περιμένουμε Δημήτρη Ιατρόπουλε να ανεβούμε στον επόμενο σταθμό του τραίνου σου να σε γνωρίσουμε και στις άλλες απόκρυφες διαστάσεις σου, αυτές που σε ώθησε  να καταθέσεις η μούσα της ζωής σου, η Κατερίνα σου, όπως κι εσύ άλλοτε ομολογείς...

 Justinaki

2 comments:

  1. Γεια σου Τζουστινάκι! Ανεβοκατέβηκα κι εγώ σε πολλούς ορόφους με το Ασανσέρ του Δημήτρη. Καλά να περνάς και να χαμογελάς!
    http://paramythotopos.blogspot.gr/2013/11/blog-post_10.html

    ReplyDelete
  2. Τι ωραίο να γράφουμε για τους κοινούς μας φίλους! Πιό αγαπημένο δεν έχει Μαιρού Παραμυθού χιλιοαγαπημένη!

    ReplyDelete