Εφυγε ο Αγγελος, ο Αγγελος Αργύρης, ο ξάδελφος, ο
συνυφασμένος με μέρες νιότης. Η αναχώρησή του υπογράφει το τέλος της αναιδούς
μας νεότητας, που περιφέρθηκε στη Λευκάδα και τον κόσμο με μια μοναδική
παραφορά, χορεύοντας στο Κάστρο, στις ντισκοτέκ, στα μπάρ του νησιού σα να μην
υπήρχε αύριο.
Ο Αγγελος ήταν
ένα πλάσμα διαφορετικό, όμορφος σα να είχε κατεβεί απο τα ουράνια. Είχε ένα
πρόσωπο έξυπνο με γαλανό κοφτερό βλέμμα και ζυγωματικά που καθόριζαν τα όρια
των ανοχών του. Τόβλεπες όταν σε κοιτούσε πως τα μάτια του γινόνταν θάλασσες να
καταπιούν τα λόγια σου. Κι ύστερα σκοτείναζαν και έπαιρναν την γκρίζα απόχρωση της
φουρτούνας όταν ήθελε να βάλει τέλος σε όσα προκαλούσαν τη διαφωνία του.
Ο Αγγελος είχε το
χρυσοχοείο εκεί στις παρυφές της πλατείας και ήταν πάντα εύκαιρος να πεταχτεί
να μας καλοδεχτεί, να μας ρωτήσει τα πώς και τα γιατί, να μας μιλήσει αφήνοντας
το λευκό χαμόγελό του με τα μαργαριταρένια δόντια να κυλήσει μέχρι την αγορά,
να ακουστεί στις γειτονιές, να φτάσει μέχρι τον πίσω μώλο.
Ο Αγγελος ήταν
γνήσιος Λευκαδίτης, με όλη την πληθωρικότητα της έννοιας ξεπερνώντας το περίγραμμα του όρου.
Γνήσιο Μπρανέλο θα τον έλεγες αν και ο κοσμοπολιτισμός του έφτανε πέρα απο τα
σύνορα της μικρής Λευκάδας. Ηταν έντονα πολιτικό όν, ασχολήθηκε με τα κοινά,
είχε εμπεριστατωμένη άποψη για όλα. Μα τα τελευταία χρόνια μια μεγάλη
απογοήτευση για τον πολιτικό εκφυλλισμό της χώρας σκίαζε το πρόσωπο με το
γαλανό λοξό βλέμμα. Κι άλλαζε κουβέντα όταν φτάναμε στις αιτιάσεις αυτής της
κατρακύλας.
Ο Αγγελος
παντρεύτηκε τη Φωφώ απο μεγάλη αγάπη, μια αγάπη που έγινε γάμος κι έφερε στον
κόσμο τον Σπύρο και το Φωτεινό. Μια όμορφη δεμένη οικογένεια, που λάτρεψε με τη
γνησιότητα του ταγμένου οικογενειάρχη.
Κι όμως ο Αγγελος
παρέμεινε ειλικρινά νέος, δεν έχασε ούτε μια στιγμή την ορμή του, δεν συμβιβάστηκε.
Αφησε τα μαλλιά του μακριά σαν χίππης, ( στον απόηχο του χιππισμού αντρώθηκε) τα έδενε πίσω σε αλογοουρά, όταν οι γιοί του
υπερασπιζόνταν το clean cut. Ο Αγγελος άκουγε ροκιές, μιλούσε για
ροκιές και για εκείνες τις νύχτες με φεγγάρια που δεν θα ξανάρθουν ποτέ γιατί
έφυγαν μαζί με την αθωότητα, μου έλεγε συχνά.
Ο Αγγελος
χτυπήθηκε απο την ασθένεια των καιρών, χτυπήθηκε σκληρά και ανελέητα. Μα, δεν
άφησε να δεί τον πόνο του κανένας πλην των οικείων του. Πολέμησε με γενναιότητα
να νικήσει το εγκληματικό θηρίο.
Μα τελικά του
παραδόθηκε απαλλάσσοντας το λεπτό του σώμα απο τους πόνους. Ο Αγγελος έφυγε βάζοντας
τέλος στο είδος της τρελής κι ανέμελης νεότητας που συνέχιζε να αντιπροσωπεύει
για όλους εμάς μέχρι το τέλος. Ο Αγγελος φεύγοντας πήρε μαζί του την ασυμβίβαστη άποψη για τη ζωή, πήρε μαζί
του τη νιότη μας που σκόνταψε στα πλακόστρωτα της αγοράς, που απογειώθηκε στις
μηχανές, που λάτρεψε τις μουσικές, που ψήφισε πρώτη φορά σοσιαλισμό, που έκρυψε
στις χούφτες τα δάκρυα της ματαίωσης...
Εκείνος έφυγε για
τους ουρανούς. Θα τον περιμένουν ο Γιώργος ο Κοτούλας, o Χρήστος ο Σπαγέτος, ο Τάσος ο Μουτρούκαλης, ο
Αντώνης ο Μήτσουρας, ο Κώστας ο Μαμαλούκας, όλοι αυτοί που έφτιαξαν τη γενιά
της ρόκ Λευκάδας. Κι απο δίπλα θα πετάει η Πεταλούδα μου, ουραγός της δικής
τους γενιάς...
Εμείς θα
ξεμείνουμε πίσω, κάνοντας απολογισμούς, προσθέτοντας ακόμη μια σκιά στη ζωή
μας. Και πάντως, κοιτάζοντας πίσω απο το τζάμι του κοσμηματοπωλείου «Αγγελος»
θα αναθυμόμαστε το πλούσιο γέλιο και τη γαλανή ματιά του.
Ας είναι ελαφρύ
το χώμα που θα σε σκεπάσει, πολυαγαπημένε ξάδελφε, σύμβολο της νιότης!
...
ReplyDeleteΣυλλυπητήρια. Ζωή σε σας.
Γλυκειά μου Τζάστιν, είσαι ευλογημένη να απαλύνεις έστω λίγο τον πόνο με τις αναμνήσεις και τα κοινά βιώματα...
Δυστυχώς, δεν είμαστε από σίδερο... κι αυτό κάποτε λειώνει.
Δύναμη,
σε ¨ολους!
Υιώτα
και Δημήτρης, Ν.Υ.