Εμείς μεγαλώσαμε ανέμελα στην επαρχία χωρίς πολλά εξωτερικά
ερεθίσματα τις δεκαετίες του 60 και του 70. Εμείς είχαμε να διαλέξουμε ανάμεσα στην ΕΒΓΑ
και την τοπική ΘΑΥΜΑ που διέθεταν τα παγωτά σε τεράστιους καταψύκτες έξω απο τα
καφενεία. Οι επιλογές μας ήταν τρείς: παγωτό κρέμα ξυλάκι, παγωτό κρέμα με
σοκολάτα ξυλάκι και παγωτό λεμόνι (μάλλον γρανίτα θα ήταν τώρα που το
σκέφτομαι). Αργότερα προστέθηκε το κυπελάκι που περιείχε παγωτό βανίλια με
ολίγα ψημένα αμυγδαλάκια. Και πολύ αργότερα ήρθε στη ζωή μας το παγωτό πύραυλος, που ήταν η απογείωση της
γεύσης. Τα ξυλάκια παγωτά κόστιζαν 1,5 δραχμή και ο πύραυλος 3.5 δραχμές.
Ετσι μεγαλώναμε τα καλοκαίρια στη Λευκάδα προσπαθώντας να
φάμε όσα περισσότερα παγωτά. Με τα μπάνια και τα παγωτά μετρούσαμε τα καλοκαίρια
μας. Οποιος είχε φάει τα περισσότερα παγωτά και είχε κάνει τα περισσότερα
μπάνια ήταν ο νικητής του καλοκαιριού.
Εννοείται ότι στη δική μας οικογένεια πάντοτε νικητής
αναδεικνυόταν ο Αποστόλης γιατί η Κωνσταντίνα κι εγώ ήμασταν μίζερες με το
φαγητό και πιό ντελικάτες με τα γλυκά και τα παγωτά. Πάντως, για να σταθούμε
κοινωνικά στον περίγυρο της γειτονιάς προσπαθούσαμε να καταβροχθίσουμε ένα
παγωτό κάθε απόγευμα μετά την υποχρεωτική μεσημεριανή σιέστα. Ηταν ένα σκέτο
μαρτύριο που μόνο μεταξύ μας καθομολογούσαμε, αλλά έτσι ήταν. Η κοινωνική
καταξίωση κοστίζει ακριβά, το μάθαμε αυτό καλά και εγκαίρως στη γειτονιά μας στη
Λευκάδα.
Αργότερα, φοιτήτρια στην Αθήνα που η όρεξη είχε πάρει άλλη
κατεύθυνση , λάτρεψα τα παγωτά. Τα αγάπησα γιατί είχαν σχέδια , γεύσεις,
χρώματα, ονόματα. Ναι είχαν περίτεχνα ονόματα, πες μελμπά, σικάγο, μπανάνα
σπλίτ και άλλα εξωτικά τέτοια.
Ως επαρχιωτάκι προσγειώθηκα στα εξωτικά παγωτά με ένα
τεράστιο τραύμα. Μάλιστα, στις περίφημες αθηναϊκές καφετέριες της εποχής
Πάμελας, Παυλίδης, Φλώκας, Αίγλη΄παίρναμε τους καταλόγους και ρωτούσαμε την
επεξήγηση των περίεργων παγωτών με τις πολλές γεύσεις, τη σαντιγύ και τα
αμύγδαλα τα περιχυμένα με σοκολάτα και βύσινο.
Τα γκαρσόνια ντυμένα επισήμως με ύφος 40 καρδιναλίων μας
κοιτούσαν περιφρονητικά γιατί δεν γνωρίζαμε το πες μελμπά και τα τοιαύτα. Στο
ύφος τους διέκρινα την απόρριψη του επαρχιωτισμού μας και η νεανική καρδούλα
μου στενευόταν πολύ. Αλλά η φιλενάδα μου η Κική με την πρακτική σκέψη έλεγε πως
τα γκαρσόνια πληρωνόνταν για να μας εξηγούν τον κατάλογο κι έτσι έκανε ειρήνη
με την απόρριψη.
Πολύ αργότερα ήρθαν στην Ελλάδα τα παγωτά με τις πραγματικά
σπιτικές γεύσεις. Νομίζω το papagalino’s ήταν
απο τα πρώτα της εποχής. Τώρα ήμουν δημοσιογράφος της ευζωίας και μου εξηγούσαν
οι σέφ με τον αναλυτικότερο τρόπο τί περιείχαν. Ενιωθα να παίρνω την εκδίκησή
μου απέναντι σε εκείνα τα γκαρσόνια της περιφρόνησης του αθώου επαρχιωτισμού
μου.
Χθες φάγαμε με τον αδελφό μου ένα εξαιρετικό παγωτό στο
Διόνυσο με θέα την φωτισμένη την Ακρόπολη. Και μέσα μου ξεπήδησαν όλες τούτες
οι μέρες παγωτού που μετρούσαν κάποτε τα καλοκαίρια μου πιεστικά και αλύτρωτα!
Justinaki
Ως επαρχιωτάκι προσγειώθηκα... Ι.Φ.
ReplyDeleteΠόσα μου θύμησες... Ιουστίνη μου!
"...επαρχιωτάκι... βλαχαδερό... βλαχούλα..."
Ποιοί!
Οι...Αθηναίοι-βαφτισμένοι... που είχαν πιστοποιητικά γεννήσεως από όλη την χώρα... (κάπως έτσι θα γίνουν ευρωποίοι και ό,τι άλλο προκύψει... οι νεο μετανάστες).
Να περνάτε καλά,
Φιλιά,
Υιώτα, ΝΥ