Sunday, April 24, 2016

Το Πάσχα της καρδιάς μου!



Παρόλο που ο ήλιος έχει βγεί ζεστός και λάμπει στους ουρανούς του Μόντρεαλ φέρνοντας μια ελπίδα άνοιξης, τούτες τις μέρες τις Πασχαλινές ο νούς μου γυρνάει πίσω στη Λευκάδα των λουλουδιών και των αρωμάτων.
 
Θυμάμαι εκείνα τα ανέμελα παιδικά χρόνια, όταν έκλειναν τα σχολεία παραμονές της Μεγάλης Εβδομάδας. Κι ορμούσαμε στο σοκάκι παίζοντας μέχρι τελικής πτώσεως λες και δεν θα ερχόταν ποτέ η επόμενη μέρα για να ξαναπαίξουμε. Μας φώναζε η μάννα μου να συμμαζευτούμε για να πάμε στις ακολουθίες της μεγάλης Εβδομάδας κι εμείς παθαίναμε μελαγχολία που μας έκοβε στη μέση της ασυδοσίας.
 
Κι όμως φορούσαμε τις φουστίτσες μας , γυαλίζαμε τα παππουτσάκια μας και οδεύαμε στην εκκλησιά του πατέρα, θλιμμένες για τη διακοπή του παιχνιδιού. Οταν φτάναμε στο ναό η διάθεσή μας άλλαζε μεμιάς. Είχαμε κιόλας λησμονήσει τη μικρή δυστυχία μας.  Παίρναμε στα χέρια το βιβλιαράκι των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας και παρακολουθούσαμε μέσα απο τη λυρική υμνωδία το Θείο Πάθος.
 
Ο Νυμφίος, τα Ωσαννά, η προδοσία του Ιούδα, η ανηφορική πορεία στο Γολγοθά, η Σταύρωση «Σήμερον κρεμάται επι ξύλου ο εν ύδασιν την γήν κρεμάσας...» , όλες οι σκηνές περνούσαν κινηματογραφικά στις μικρές φαντασίες μας, καθηλώνοντάς μας στους ανεπανάληπτους ύμνους τους τραγικού οδοιπορικού.
 
Κάθε που επιστρέφαμε τις νύχτες αργά στο σπίτι κλαίγαμε με την αδελφή μου για την αδικία που είχε συμβεί στο θεό μας. Ζούσαμε εκείνες τις στιγμές λές κι ήταν προσωπική μας υπόθεση το Θείο Δράμα. Αναθυμάμαι τα μαξιλαράκια μας υγρά απο τα δάκρυα της πρώιμης συνείδησης πως η ζωή δεν θα μας χαριζόταν αφού δεν χαρίστηκε ούτε στο Χριστό!
 
Σάββατο του Λαζάρου πάντοτε πηγαίναμε με τον πατέρα μας στο φιγουράτο υποδηματοπωλείο της πόλης να ψωνίσουμε τα καινούρια παπούτσια της Πασχαλιάς. Η Κωνσταντίνα διάλεγε τα πιό περίεργα που υπήρχαν. Εγώ πιό κλασική περιοριζόμουν σε άσπρα με φιογκάκι για να ταιριάζουν με όλα. Το επόμενο ζευγάρι παπουτσιών θα ήταν τα καλοκαιρινά πέδιλα και δεν είχα την πολυτέλεια να μπερδευτώ με σχέδια και χρώματα που δεν ήξερα με τι φοριούνται.
 
Εκείνη με κορόιδευε χα!χα!χα! που δεν είχα φαντασία. Κι εγώ που δεν θα μπορούσε να φορέσει τα τρίχρωμα παπούτσια της με όλα τα φουστάνια. Αλήθεια, το Πάσχα δεν ραβόμασταν στην αγαπημένη μας μοδίστρα. Αγοράζαμε απο τους Νεωτερισμούς φουστόμπλουζες με ελαφρά ζακετάκια σε απαλά ανοιξιάτικα χρώματα. Ηταν σαν ένας ενδιάμεσος σταθμός πριν απο την καλοκαιρινή κολεξιόν, που είχε πάντα φουστανάκια πρόχειρα κι επίσημα, ραμμένα απο μοδίστρες.
 
Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν η πιό γεμάτη μας μέρα. Απ΄το πρωί στην Αποκαθήλωση μέναμε με τις κυρίες της Εκκλησίας και στολίζαμε τον Επιτάφιο με λουλούδια απο τους κήπους των γυναικών. Με τα μικρά μας χεράκια αποτελούσαμε ένα διαμεσολαβούντα κρίκο μιας αλυσίδας ανάμεσα στα μπουκέτα των λουλουδιών και τα έμπειρα δάκτυλα των κυριών που διακοσμούσαν τον Επιτάφιό μας. Είχαμε αγωνία να γίνει ο καλύτερος, να τον θαυμάσουν όλοι στην περιφορά της Αγοράς.
 
Τα εγκώμια μας έκαναν να κλαίμε για το θρήνο της Παναγιάς.Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνο πού έδυ σου το Κάλλος; Πού να ξέραμε πως ήταν πρόβα ενός προσωπικού θρήνου που θα άρχιζε με την αγαπημένων προσώπων που έφυγαν πρόωρα.
 
Τη Μεγάλη Πέμπτη η μάννα μας έβαφε τα αυγά και τα στόλιζε στις μεγάλες πιατέλες με περηφάνεια που είχαν βγεί κατακόκκινα χωρίς σημάδια. Το Μεγάλο Σάββατο εκείνη ξυπνούσε απο νωρίς κι έσπαζε το κομμάτι, ένα πήλινο αγγείο που πετούσαν οι νοικοκυρές απο το παράθυρο για να φύγει το κακό πνεύμα. Μπάμ! ακουγόταν ταυτόχρονα απο όλα τα σπίτια στη γειτονιά ενώ η Φιλαρμονική μας ξύπναγε με το πένθιμο εμβατήριό της.
 
Το μεσημέρι κατηφορίζαμε με τον πατέρα στην Αγορά για να αγοράσουμε λαμπάδες και σοκολατένια ζωάκια. Ο αδελφός μου διάλεγε ένα απλό γαλάζιο κερί, ενώ εμείς οι δυό παίρναμε τις πιο περίτεχνες και στολισμένες με φιογκάκια και λουλούδια. Ο αδελφός μας αγόραζε το πιό στρουμπουλό αυγό, ενώ εμείς οι δυό κάτι ψιλοδίνικα λαγουδάκια.
 
Η Ανάσταση μας τρόμαζε με τα μπουρλότα και τις φωτοβολίδες. Τρέχαμε να κρυφτούμε κάτω απο το φουστάνι της μάννας μας. Και οι Κυριακές του Πάσχα ήταν αφιερωμένες στο σπίτι του θείου μας στην εξοχή,επειδή εκείνοι έψηναν το αρνί στη σούβλα και του έβαζαν το κόκκινο αυγό στο στόμα πάνω στον πράσινο αγρό με τις κόκκινες παπαρούνες.
 
Πόσο θάθελα να ξαναζήσω αυτές τις μαγικές στιγμές που ασκούν στην ύπαρξή μου μια καταλυτική ηρεμία. Στριφογυρνάνε στη μνήμη μου διαλύοντας τις κατοπινές σκιές της!
 Justinaki
 


2 comments:

  1. Αυτά που μας γοήτευαν τότε, Ιουστίνη μου, μας γλύκαιναν νου και καρδιά, δεν μας γοητεύουν το ίδιο τώρα όσο κι αν κάνουμε χώρο στην καρδιά μας…

    Καλή κι ευλογημένη Μεγαλοβδομάδα σου εύχομαι, καλή μου!

    ReplyDelete
  2. Να σας ζήσει η πριγκίπισσα και Καλή Μεγάλη Εβδομάδα.
    Οσα μας συγκινούσαν απλώς ηχούν τώρα ως αναμνήσεις.
    Φιλιά στην οικογένεια
    Τζουστινάκι

    ReplyDelete