Sunday, September 18, 2016

Ω! Δεν την αντέχω αυτήν την απουσία!!!




Πάνε 12 ολόκληρα χρόνια, φθινόπωρα, χειμώνες, άνοιξες, καλοκαίρια, που πιά εσύ δεν βρίσκεσαι μαζί μας, που πέταξες για πάντα στους ουρανούς χαράσσοντας πορεία αμετάκλητης φυγής.

Και γλίστρησες μακριά μας και ξενητεύτηκες σε άλλους κόσμους, γυρνώντας κάθε τόσο με τα φερά της πεταλούδας στην δική μας ανελέητη πραγματικότητα. Αέρινη και γοργοκίνητη, λαμπερή και χαρούμενη μας κυνηγάς στις συνευρέσεις δηλώνοντας παρουσία.

Αλλά αυτό δεν φτάνει να το ξέρεις, η υπενθύμιση ότι υπάρχεις κάπου αλλού και μας προσέχεις είναι απλά παρηγοριά, δεν μπορεί να συμπληρώσει ούτε κατ’ ελάχιστο το κενό σου. Το κενό σου στη ζωή και στις υπάρξεις μας μεγαλώνει καθημερινά, γίνεται χαντάκι, γκρεμός, ωκεανός.

Τα καλοκαίρια στο Μόντρεαλ έχασαν τη λάμψη τους, έχασαν το γέλιο, την αυθόρμητη χαρά. Εχασαν τις μικρές συνωμοσίες μας, τα μυστικά μας, την αγάπη ανάμεσά μας που γινόταν γέλια , ξεφωνητά, κοροϊδέματα, ψώνια, ατέλειωτες κουβέντες επί παντός επιστητού.

Φέτος  ταξίδεψε και ο πατερούλης κι έτσι σε νιώθω κάπως καλύτερα. Τώρα εσύ έχεις μαζί σου τη μαμά και τον μπαμπά, έχεις την απόλυτη προστασία τους. Εσύ κρατάς τις ρίζες και την ιστορία μας, εσύ είσαι η ευλογημένη.
Κι εμείς ζούμε την ορφάνια της αποκοπής μας απο τον τελευταίο γεννήτορα, ζούμε το τέλος της καταγωγής μας, βιώνουμε την απουσία σύνδεσης με το γενέθλιο τόπο.

Κι ευτυχώς- σκέφτομαι- ευτυχώς που υπάρχει ο πατρικός τάφος- αυτός μόνο είναι ο συνδετικός κρίκος με το χώμα που πρωτοπερπατήσαμε. Εκεί στο αναμμένο καντηλάκι που στέκουν οι μορφές σας μέσα απο τις φωτογραφίες, εκεί νιώθουμε την αέναη επιστροφή στο παρελθόν, που είναι το παρόν και το μέλλον.

Αγαπημένη πλουμιστή μου Πεταλούδα, να ξέρεις ότι η επιστροφή στην Αθήνα είναι ένας μεγάλος, ατέλειωτος πόνος. Από την ύπαρξή σου στην πόλη όπου περάσαμε τη νιότη μας με χίλιες δυό παραλλαγές και τρέλλες, μου έμεινε εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι του μαρτυρίου σου.

Εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι που εσύ υπέμενες τις θεραπείες ελπίζοντας σε ένα θαύμα, που το αίμα σου δεν άντεχε κι έπρεπε υπομονετικά να προσθέτεις φιάλες και να κοιτάζεις τακ τακ μιά -μια σταγόνα να πέφτει στη φλέβα σου.

Και το καλοκαίρι να μυρίζει αίμα, το αίμα σου που χανόταν στη μάχη της χημειοθεραπείας. Και η πόλη να βοά και να χορεύει με τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο απόγειό τους... Η πόλη να βοά κι εγώ να κλείνω τ’ αυτιά μου και να πονάω μέχρι τα τρίσβαθά μου καθώς σε έβλεπα στη σκηνή του μαρτυρίου να τα δέχεσαι όλα και να τα δικαιολογείς και να ελπίζεις στη μεγάλη Νίκη.

Τώρα που αναλογίζομαι εκείνες τις δύσκολες μέρες του νοσοκομείου Αλεξάνδρα, που έδινες την άνιση μάχη με τον καρκίνο, αποτιμώ ότι δεχόσουν υπομονετικά τις θεραπείες όχι για τη Νίκη τελικά αλλά για να μας παρηγορήσεις όλους εμάς γύρω σου πως ήσουν αγωνίστρια και πως το πάλευες.

Εκείνες τις σιωπηλές ώρες που το ξένο αίμα έπεφτε αργά-αργά μέσα στο δικό σου, που έκλεινες τα μάτια και συλλογιζόσουν όσα ζούσες κι όσα υπέφερες, έβαλες στοίχημα για μας τους γύρω σου να συνεχίσεις τον αγώνα. Να συνεχίσεις για να δικαιώσεις έστω και την ελάχιστη δική μας ελπίδα ότι μπορούσαμε να σε κρατήσουμε κοντά μας, να σε χαϊδεύουμε και να σου δείχνουμε την αγάπη μας.

Μικρό μου υπέροχο πλάσμα, που κράτησες το σώμα σου μέχρι το αναπόδραστο τέλος, ανέπαφα τέλειο σαν γλυπτό του Πραξιτέλη, σαν Αφροδίτη της Μήλου, παρά τις επιθέσεις των φαρμάκων, έχω μονάχα να σου φωνάξω δυνατά πως Σ’ Αγαπώ.

Σ’ Αγαπώ κι ας νιώθω πως με πρόδωσες, πως με άφησες μόνη να συνεχίσω να παλεύω σε ένα κόσμο αγνώμονα, ξένο, μακρινό... Ο δικός μας κόσμος ήταν άλλος, ήταν οικείος, αγαπημένος, προστατευτικός. Ηταν το τείχος της ξέχειλης αγάπης που μας κρατούσε δεμένους σε ένα σπιτικό που απέπνεε χαρά κι αισιοδοξία.

Τώρα γυρνάω στο γενέθλιο τόπο σε ένα σπίτι που θα μένει κλειστό και θα ανοίγει μόνο κατά περίσταση.

Αύριο ετοιμάζω πάλι παρουσίαση της Τρικυμίας χωρίς Εσένα. Τέτοιες μεγάλες στιγμές θυμώνω, κλαίω αλλά τελικά λυγίζω, αποδεχόμενη πως θα είσαι διαρκώς απούσα.

Θα σου ανάβω κάθε μέρα τα κεριά σου όσα χρόνια κι αν περάσουν, κολοκύθα το φθινόπωρο, πορτοκάλι το χειμώνα, λεβάντα την άνοιξη, πράσινο μήλο το καλοκαίρι...

Με τα κεριά , τη φλόγα τους και το άρωμά τους, θα σε αναπολώ...Κι εσύ πάντα θα λείπεις!

Η αδελφή σου

No comments:

Post a Comment