Πάνε κιόλας τρία ολόκληρα
χρόνια από τότε που ο θάνατος πήρε τον αγαπημένο μου πατέρα, παπα-Νίκο
Φραγκούλη, πρωτοπρεσβύτερο της ενορίας των Αγίων Αναργύρων Λευκάδας στους
ουρανούς της αιωνιότητας (10 Μαρτίου 2016).
Η καρδιά μου άδειασε, η
ύπαρξή μου γνώρισε την απελπισία καθώς ο τελευταίος γεννήτορας έπαψε να
υπάρχει, αναχωρώντας για πάντα απο την πραγματικότητά μου αλλά όχι απο το είναι
μου.
Ο πατέρας μου ήταν η
ενσάρκωση της πατρότητας. Ηταν εκείνος που ξυπνούσε και κοιμόταν με την αγωνία
να μεγαλώσει τα παιδιά του με τον πιό κατάλληλο τρόπο για να γίνουν πολίτες
μιας κοινωνίας δίκαιης, ισότιμης, προοδευτικής.
Ήταν εκείνος που πριν
ακόμη αρχίσω το δημοτικό με μάθαινε γράμματα και αριθμούς προσπαθώντας να μου
εμφυσήσει την αγάπη για την παιδεία και τη μόρφωση. Ήταν ο εμπνευστής μου στις
εκθέσεις, ήταν αυτός που στα μάτια του ήθελα να είμαι άριστη για να βλέπω το
χαμόγελο της ικανοποίησης να απλώνεται στο πρόσωπο που στόλιζαν τα πανέξυπνα
μάτια του. Ήταν ο δάσκαλός μου με ένα τρόπο φυσικό, ήταν το λεξικό των πρώιμων
γνώσεών μου, ήταν το αποκούμπι μου όταν έχανα στο κυνηγητό και στο κρυφτό.
Ο παπα-Νίκος μας αγόραζε
παιγνίδια γνώσεων, μας έκανε κοινωνούς μιας κουλτούρας που ξεπερνούσε τον μικρό
μας τόπο. Μας έπαιρνε απο το χέρι και μας πήγαινε τα καλοκαίρια στη Δημόσια
Βιβλιοθήκη της Λευκάδας όπου δανειζόμασταν βιβλία της ξένης κυρίως λογοτεχνίας.
Κι όταν περνούσαν απο τη γειτονιά μας οι πλανόδιοι πωλητές βιβλίων τους
σταματούσε και μας αγόραζε ολόκληρες τις σειρές των μεγάλων Ελλήνων λογοτεχνών,
απο τον Παπαδιαμάντη μέχρι τον Ξενόπουλο, το Λουντέμη και τον Καραγάτση.
Ο πατερούλης αρχές του
Δημοτικού με έγραψε συνδρομήτρια στη «Διάπλαση των Παίδων» για να μαθαίνω και
όλο μου ψιθύριζε πως τα παιδιά των ιερωμένων είναι καλότυχα γιατί εκτίθενται σε
τόσα πεδία γνώσης και πως δεν ήταν τυχαίο που ο Παπαδιαμάντης ήταν μεγάλος
λογοτέχνης ...
Ο πατερούλης δεν με ξεχώρισε
από τον αδελφό μου τον Αποστόλη , με έβαζε πολλές φορές να απαγγέλλω στην
εκκλησία το «Πάτερ Ημών» στους σχολικούς εκκλησιασμούς. Κι εγώ χαιρόμουν που
απολάμβανα τα προνόμια του αδελφού μου σε μια κοινωνία που ένιωθα πως τα
κορίτσια ήταν ένα βήμα πίσω. Κι όλο μου ενέπνεε νέα όνειρα και φιλοδοξίες για
το μέλλον πλάθοντας μέσα μου την άμιλλα και την αγωνιστικότητα στη ζωή.
Ο πατερούλης μας πήγαινε
κάθε απόγευμα με ήλιο στην Κουζούντελη για σουμάδα, κυρίως στου αγαπημένου του
Πάπιου, που έψελνε στην εκκλησία με τη χορωδία μας. Μας ταξίδευε τα Κούλουμα
στη Νικιάνα για να ρίξουμε τον χαρταετό, μας πήγαινε για Πρωτομαγιά στους
κάμπους. Μας έμαθε τη γιορτή της Μητέρας και μας έβαζε να κόβουμε λουλούδια απο
τον κήπο της εκκλησίας για τη μαμά.
Ο πατερούλης μας πήρε στερεοφωνικό
τα χρόνια του 70 κι όλη η γειτονιά μας αντηχούσε τις μουσικές των Animals και των Beatles. Ήταν της σχολής πως τα παιδιά του ιερέα έπρεπε να είναι
σαν όλα τα παιδιά κι όχι υποδείγματα υποκριτικής σεμνότητας και αποχής απο τις
μικρές χαρές της ζωής.
Ήμασταν οι πρώτοι που
ξενυχτούσαμε στους χορούς του σχολείου και χορεύαμε μέχρι τελικής πτώσεως στις
υπαίθριες ντισκοτέκ, ήμασταν αρχηγοί στα παιχνίδια της γειτονιάς, είχαμε μια
κανονικότητα στη ζωή μας σε μια εποχή που τα ήθη και τα έθιμα της επαρχίας ήταν
αυστηρά και περιορισμένα.
Ο πατερούλης είχε απίστευτο
χιούμορ κι έκανε παρέα με ωραίους τύπους της Λευκάδας. Αυτή η ελίτ συναντιόταν
στο βιβλιοπωλείο του Πανοθώμου κι έκαναν πλάκες μεταξύ τους, συζητώντας ταυτόχρονα
τα καίρια προβλήματα του τόπου. Εκεί ο πατερούλης μας αγόραζε κάθε εβδομάδα τα
τεύχη της εγκυκλοπαίδειας ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ, διότι πίστευε πως αυτή η εβδομαδιαία
επαφή με τη μεγάλη γνώση όφειλε να είναι τμηματική, συνεχής και μπορούσε να
δημιουργήσει μια συγκλονιστική εξάρτηση, όπερ και συνέβη.
Ο πατερούλης ήταν πάντα ο
σύμβουλος και μέντορας στα μεγάλα μου ερωτήματα. Δεν του έκρυβα πολλά εκτός απο
τα απολύτως απαραίτητα κι εκείνος δεν ρωτούσε αφήνοντάς με να μεγαλώσω με το
δικό μου ανεξάρτητο τρόπο.
Ήταν πολυδιάστατος στις δραστηριότητές
του, εκσυγχρόνισε το ναό των Αγίων Αναργύρων, αναστύλωσε διάφορους
περιφερειακούς ναούς της ενορίας του και βέβαια έχτισε τη νέα πτέρυγα του
Γηροκομείου Λευκάδας χαρίζοντας στην Τρίτη ηλικία ένα αποκούμπι για τα γεράματα.
Ο πατερούλης επέμεινε να
μάθω οδήγηση μετά το τέλος του Λυκείου κι όταν αποφοίτησα απο το Πανεπιστήμιο μου
αγόρασε το πρώτο μου DCV, χρώματος
γκρί ...Όταν μου το έκλεψαν έξι μήνες αργότερα με παρηγόρησε λέγοντάς μου πως «εκείνοι
που το πήραν το είχαν μεγαλύτερη ανάγκη απο μένα».
Είχε ένα δικό του τρόπο να
γιατρεύει τις πληγές, όχι μόνο τις δικές μου αλλά και μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Η μεγαλύτερη ικανοποίηση
της ζωής μου ήταν που μπόρεσα να τον πάω στους καταρράκτες του Νιαγάρα, σε ένα
ταξίδι-σταθμό μετά το θάνατο της μαμάς. Τότε μπόρεσα να του δείξω το θαύμα των αδάμαστων
νερών που εκείνος μου είχε πρωτοδείξει στο βιουμάστερ.
Ω! Πατερούλη! Πόσο μου
λείπεις στη ζωή, αλλά πόσο με συντροφεύεις στις αναμνήσεις που έπλασαν αυτή τη
ζωή.
Τζουστινάκι
Ο αγαπημένος Πατερούλης σου θα τα λέει με την Πεταλούδα σας, θα στέλνει την αγάπη και την ευλογία του σε όλους σας.
ReplyDeleteΣυγκινήθηκα πολύ
γιατί μου θύμησες και τα δικά μου προσφιλή πρόσωπα -που δεν αξιώθηκα να είμαι εκεί...
Να είστε πάντα καλά, Ιουστίνη μου.
Καλή Σαρακοστή
Υιώτα και Δημήτρης Στρατή, ΝΥ
Να ειστε καλα να τον θυμοσαστε.Καλη Σαρακοστη.Τους χαιρετισμους μου απο την Πατριδα μας.
ReplyDeleteΣυγκινητικη η αναρτηση σου γεματη με απειρη αγαπη και θαυμασμο για τον αγιο πατερα σας.Να εισαστε καλα να τον θυμοσαστε και η ευχη του παντα να σας ακολουθει!!
ReplyDelete