Της Ιουστίνης
Φραγκούλη-Αργύρη
Έτσι στα ξαφνικά και ανεπάντεχα
γλίστρησε στη σελίδα του facebook η παιδική μου φίλη και
άξια μηχανικός Μαριάννα Καρφάκη (κατασκευάστρια της Μαριαννόπολης),
καταθέτοντας μερικές φωτογραφίες απο την ισοπέδωση του πατρικού μας σπιτιού,
που φέτος θα μεταμορφωθεί σε ένα μοντέρνο και λειτουργικό διόροφο οίκημα της
αστικής Λευκάδας.
Το αδειανό απο τα κάρινα κρεβάτια
ροζ δωμάτιο των κοριτσιών, η τραπεζαρία χωρίς το τετράγωνο τραπέζι του θείου Έκτορα,
η ξύλινη πύλη πριν απο την μεγαλοπρεπή σκάλα στο χολ, το ολοσχερές άδειασμα του
πατρικού μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Δάκρυα που έγιναν λυγμοί και τράνταξαν την
ύπαρξή μου γιατί η σχέση με το πατρικό είναι ιστορική, είναι καρμική, είναι
αρχέγονη και κυρίαρχη στη ζωή του κάθε ανθρώπου.
Το πατρικό μας, που χτίσθηκε
το 1966 στην καρδιά της οδού Σκένα, αριθμός 6, στην πόλη της Λευκάδας διατρέχει
την ιστορία των παιδικών μας χρόνων. Το οικόπεδο αγοράσθηκε απο τον Πάνο
Διγώνη, τυφλό απο σύφιλλη, που έμενε μόνος του στο πίσω μέρος ακριβώς,
ακολουθώντας την μοναχική πορεία της τυφλότητάς του. Εκείνος τραγουδούσε και η
λυπητερή φωνή του έφτανε μέχρι τα πορτοπαράθυρά μας και τότε η μάνα μου
ετοίμαζε βιαστικά ένα δοχείο με το φαγητό του μεσημεριού για να το πάει ο
πατέρας μου στον μπάρμπα-Διγώνη. Η θλιβερή του μοναξιά και η ιστορία της
ασωτείας του (ήταν παιδί απο πλούσια οικογένεια που έφαγε τα πλούτη του με
γυναίκες και παίγνια και τρελή ζωή) πάντα θα με κάνει να μελαγχολώ.
Μπήκαμε στο σπίτι
φθινόπωρο του 1966 όταν άρχιζα την Δευτέρα Δημοτικού. Οι τοίχοι ήταν άβαφτοι και ο επάνω όροφος δεν είχε ακόμη
ολοκληρωθεί γιατί ο πατέρας μου έχτισε μόνο όσο του έφταναν τα χρήματα.
Χρειάστηκαν άλλα πέντε χρόνια για να χωριστούν τα δωμάτια και να μπούν οι
πόρτες και να χρωματισθούν τα δωμάτια με τη μαεστρία της ομάδας του μοναδικού
Θανάση Σίδερη. Θυμάμαι ακόμη τα μαστόρια να τραγουδάνε έξω στις σκαλωσιές
τραγούδια του Μπιθικώτση.
Έτσι ολοκληρώθηκε το
σπιτικό του παπα-Φραγκούλη και της πρεσβυτέρας Μαρίας με το δωμάτιο του
Αποστόλη σε απαλό γαλάζιο χρώμα να έχει μπαλκονάκι και το δικό μας κοριτσίστικο
δωμάτιο σε ροζ ζαχαρένιο χρώμα να το μοιραζόμαστε με την Κωνσταντίνα. Των γονιών
το δωμάτιο που έβγαζε στο μεγάλο μπαλκόνι ήταν σε σωμόν απόχρωση και το
δωματιάκι των ξένων πήρε χρώμα γρκιζοπράσινο, αυτό της ουδετερότητας.
Στο κάτω σπίτι δέσποζε η
κεντρική είσοδος με περίφημη πόρτα της εποχής και ένα χόλ που οδηγούσε στη
μεγάλη επιβλητική σκάλα. Η σαλοτραπεζαρία σε απαλό κίτρινο χρώμα ήταν ευρύχωρη
για να υποδέχεται τους καλεσμένους των γιορτών και σφάλιζε ολόκλειστη και πεντακάθαρη
μην τύχει και περάσει κανένας επίσημος. Βέβαια, στο Φραγκουλέικο περνούσαν
επίσημοι και ανεπίσημοι καθημερινά άνευ ωραρίου.
Η τραπεζαρία ήταν σε παλ
πράσινο χρώμα και είχε μια μεγάλη σόμπα πετρελαίου για τις κρύες και υγρές
μέρες. Στρωμένη με χοντρόρουχα το χειμώνα, κάθε άνοιξη απογυμνωνόταν
αναδεικνύοντας το μωσαϊκό πάτωμα καμωμένο απο τους αδελφούς Ζαβιτσάνου. Τους
θυμάμαι σαν τώρα να τρίβουν και να γυαλίζουν τα μωσαϊκά μας!
Αυτό λοιπόν ήταν το
σπιτικό μας, που τα μπαλκόνια του μοσχοβολούσαν απο το λουλάκι της λευκότητας
κάθε φορά που η μαμά άπλωνε τα σεντόνια της. Διότι ήταν απαράβατος όρος τα
λευκά σεντόνια, να βλέπουν οι γειτόνισσες τη νοικοκυροσύνη της. Την παρατηρούσα
και μέσα μου γελούσα που έπαιρνε τόσο σοβαρά τη λευκότητα των σεντονιών αλλά
φαίνεται πως αυτό το σαράκι μου το κληροδότησε άνευ όρων.
Απο το σπίτι του παπα-Φραγκούλη
με το βεραμάν χρώμα στον εξωτερικό τοίχο και τα υπέροχα λουλούδια της μαμάς
στην αυλίτσα και αργότερα στο σοκάκι, πέρασαν οι πάντες. Η νονά Ιουστίνη με την
Ακριβούλα της φέρνοντας καραμέλες και καλούδια, ο σεβασμιότατος κυρός
Νικηφόρος, ο νέος μητροπολίτης Θεόφιλος, οι ψάλτες της χορωδίας του Πάνου
Ορφανού, τα παιδιά του ιερού, όλοι οι ιερείς της Λευκάδας και των χωριών.
Πέρασαν όλοι οι συγγενείς
της Εγκλουβής (πατρικό χωριό) και του
Σύβρου (μητρικό χωριό) και της Βασιλικής (θειά Φροσύνη και θειά Χρυσαυγή) και
όλοι οι εγγύτεροι και πιό μακρινοί φίλοι της οικογένειας. ‘Αλλος ερχόταν απο το
χωριό για τους γιατρούς, άλλος για τους δικηγόρους, άλλος για να ψωνίσει
πράγματα. Ποτέ απο το τραπέζι μας δεν έλειπε το παραπάνω πιάτο και τα παιδιά
ήμασταν χαρούμενα διότι εισπράτταμε σοκολατίτσες απο τους θείους, ενώ τα μίζερα
κορίτσια δεν χρειαζόταν να φάμε όλο το φαί μας.
Η μαμά κάθε μέρα το
χειμώνα καλούσε στην τραπεζαρία τις Βλάχες απο το Ξηρόμερο που έρχονταν
φορτωμένες με σακιά λάχανα και είχαν χέρια παγωμένα απο το κρύο . Τους έφτιαχνε
τσάι, τους έδινε κουλουράκια και τις έβαζε μπροστά απο τη σόμπα για να ζεσταθεί
το κορμάκι τους. Τα θυμάμαι έντονα αυτά τα πρωινά με τις βλάχες στο σπιτικό μας
να μας κοιτάνε με μια ανείπωτη γλύκα εμάς τα παιδάκια της οικογένειας.
Η μαμά στο σπιτικό έκανε
υπέροχες γιορτές με αιχμή του δόρατος τη γιορτή του Αγίου Νικολάου, απο όπου
περνούσε όλη η Λευκάδα προς τιμήν του πατερούλη και των Αγίων Αποστόλων προς
τιμήν του μονάκριβού της. Επίσης, με μεγάλη λαμπρότητα γιορτάζαμε τη γιορτή της
Κωνσταντίνας μας διότι και η πατρική γιαγιά είχε το όνομα και ο μητρικός παππούς
ήταν ο περίφημος παπα-Κώστα Κακαβούλης και η μακαρίτισσα μητρική γιαγιά
Κωνσταντίνα Σαββίνου ονομαζόταν.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια
σε ένα σπίτι που το θαύμαζαν οι φίλες μου για την κομψότητά του, τα απαλά του
χρώματα και προπάντων για την αγνότητα και την ευτυχία που απέπνεε. Ήταν το
σπίτι του παπα-Νίκου, σπίτι γενναιοδωρίας, αγάπης και μιας μεγάλης αγκαλιάς για
όλους τους αγαπημένους της οικογένειας, γνωστούς και άγνωστους.
Μα
μπήκαν χρόνια χρόνια δισεχτα και μήνες οργισμένοι... Αρρώστησε η Κωνσταντίνα
αναπόδραστα και μετά απο 9 μόλις μήνες έφτασε απο τας Αθήνας το φέρετρο της και
στήθηκε το σκέπασμα στο βεραμάν ως τότε ξένοιαστο τοίχο. Και γέμισαν δάκρυα τα
πατώματα , πότισε η γειτονιά πόνο απο τον πόνο μας. Η μουσική έπαιζε απέξω το πρελούδια
του Μπάχ.
Ακολούθησε η φυγή της
πρεσβυτέρας το 2010 και πάλι το φέρετρο έξω ακουμπισμένο στο βεραμάν τοίχο,
πάλι τα δάκρυα ποταμός ... πάλι η Φιλαρμονική να παίζει τις θλιβερές της
μουσικές.
Εκλεισε ο κύκλος με το θάνατο του πατερούλη το 2016, μα το
φέρετρό του έγινε λαϊκό προσύνημα στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, τη
λατρεμένη ενορία μας. Εκεί του αποτίθηκε η τιμή που του άξιζε κι έτσι ο βεραμάν
τοίχος δεν είδε το δικό του φέρετρο.
Τώρα η Μαριάννα Καρφάκη,
σπουδαία μηχανικός της Λευκαδας, που
κοιμήθηκε στα κρεβάτια των κοριτσιών, που διάβαζε μαζί μας... αυτή κλήθηκε να αναστήσει
το πατρικό μας με το ταλέντο και την αγάπη της. Τώρα θα ξαναγίνει νέο, του κουτιού
για να φέρουμε χαρές κι αγάπες και λουλούδια με τα παιδιά μας και τα παιδιά των
παιδιών μας!
Μαριαννάκι, Να το
προσέξεις σαν δικό σου!
Γιατί κι εσύ έγινες μέρος
της ιστορίας του! Τότε και τώρα! Και πάντα!
Βτε παιδι μου παλι με συγκλονισες.Ποσες μνημες.Με εκανες να τα ζησω και ας μην μερος της ζωης σας.Με το καλο το καινουργιο σπιτι σας να στεγασει μονο χαρες.Καλες γιορυες σσας ευχομαι.
ReplyDeleteΣυγνωμη για τα τοσα λαθη.
ReplyDeleteΣε χαιρετώ λόγω συνωνυμιας και καταγωγής.... (από Εγκλουβη η σκουφιά μου)
ReplyDeleteΚαλή Χρονιά να έχουμε Αγγελε και Λίτσα. Εύχομαι να επιστρέψουμε στην κανονικότητα με υγεία και χαρές επιτέλους!
ReplyDelete