Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Το πιό πρόσφατο μυθιστόρημα με τίτλο «Προσωπαγνωσία» της πολύγραφότατης
συγγραφέως και ποιήτριας Ελένης Γκίκα είναι μια ωδή στο λαβύρινθο της
προσωπικής και επαγγελματικής τραγωδίας που τη στιγμάτισε όταν ακριβώς χτύπησε
τα 50 της χρόνια. Γιατί όμως επέλεξε τον τίτλο «Προσωπαγνωσία»; Στην αρχή
πίστεψα πως ήταν ένα λογοπαίγνιο μα μπαίνοντας στην εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψα
ότι πρόκειται για μια νευρολογικού είδους διαταραχή όπου το άτομο δεν μπορεί να
αναγνωρίσει πρόσωπα και να τα ταυτίσει με ονόματα:
«Φαίνεται περίεργο αλλά ορισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν
πρόσωπα παρότι δεν έχουν πρόβλημα όρασης, μια διαταραχή που
καλείται προσωπαγνωσία. Μπορούν να διαβάσουν, να εργαστούν και να
κυκλοφορήσουν στον δρόμο αλλά δεν μπορούν να αναγνωρίσουν πρόσωπα που έχουν
συναντήσει πολλές φορές, ούτε ακόμα συναδέλφους ή το/τη σύζυγο και το παιδί
τους. Η προσωπαγνωσία δεν σχετίζεται με δυσλειτουργία ή απώλεια μνήμης,
προβλήματα όρασης ή μαθησιακές δυσκολίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, αποτελεί
σύμφυτη διαταραχή, παρούσα από τη γέννηση.»
Σε αυτό το μυθιστόρημα η Ελένη Γκίκα περιγράφει πώς η ηρωίδα της (η ίδια
δηλαδή) έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια της όταν την χτύπησαν ταυτόχρονα δύο
δυστυχίες: η απώλεια της εμβληματικής δουλειάς της στο χώρο του βιβλίου μέσα
από τα ένθετα που κατέθετε επί δύο δεκαετίες στην εφημερίδα Πατρίδα αλλά και η
απώλεια της μνήμης του πατέρα της.
Κλείνει τα 50 της «Τούτο το καλοκαίρι κλείνω τα πενήντα/ ο θάνατος
ασταμάτητα με ροκανίζει. Όποτε επιστρατεύεται ο Μπόρχες, μπόρα μυρίζει».
Έτσι ξεκινάει το αυτοβιογραφικό της αφήγημα που βουτάει στα λασπόνερα της
δημοσιογραφικής κρίσης, όπου με αφορμή την χρηματοπιστωτική τραγωδία της χώρας,
η εφημερίδα της προβαίνει σε μαζικές απολύσεις. Πρώτη περικοπή των νέων
ανάλγητων αφεντικών που ήθελαν να φέρουν την δήθεν οικονομική εξυγίανση της εφημερίδας
είναι οι σελίδες του βιβλίου, τις βρίσκουν περιτττή πολυτέλεια, της το λένε
κατάμουτρα. Σοκάρεται διότι για εκείνη το βιβλίο αποτελεί το απάγγειο κάθε
τρικυμίας. Τους ποιητές και τους συγγραφείς επιστρατεύει στο μυαλό της για να
αμυνθεί των παράξενων καιρών.
Προσπαθεί να πιαστεί από
κάπου, απο την οικογενειακή φιλία της με τον «παππού» ιδρυτή της εφημερίδας ,από
την κόρη του με την οποία διατηρεί μια εγκάρδια σχέση.Παλεύει να αμυνθεί
προστατεύοντας όχι μόνο τη δική της επαγγελματική σχέση (βρίσκεται εκεί δουλεύοντας
ασταμάτητα από την πρώτη της νιότη), αλλά ενώ της δίνουν φρούδες υποσχέσεις την
αδειάζουν. Πρόσωπα στη δημοσιογραφία που μέχρι χτες εμπιστευόταν καλόπιστα την πετάνε
στα αζήτηττα χωρίς κανένα έλεος:»υπήρξατε
μεγάλο κεφάλαιο για την πατρίδα και η πατρίδα πάντα θα σας χρωστά, αλλά το
βιβλίο πια είναι περιττή πολυτέλεια στις μέρες μας”. Αναχωρεί μα αρνείται να πιστέψει ότι της συμβαίνει αυτή
η αποκοπή του ομφάλιου λώρου από την επαγγελματική της στέγη που τελικά είναι η
ίδια της η ζωή, το επίκεντρο της ύπαρξής της.
Η Ελένη Γκίκα κυριολεκτικά πίσω απο τις
λέξεις και τις προσμοιώσεις των προσώπων δείχνει ποιοί ήταν οι δήμιοί της, τους
ξεμπροστιάζει με ένα τρόπο σχεδόν λυρικό και συγχωρητικό. Ωστόσο, ο τίτλος «προσωπαγνωσία
«δείχνει πως την ώρα που την εκτελούν δεν τους αναγνωρίζει ποιοί είναι κι ας
τους ήξερε έτη πολλά και συναπτά.
Είναι που έχασε ταυτόχρονα και τον σύντροφό
της: « Θα πρέπει να ξαναμάθει να ζει χωρίς την παρουσία του.Να συνηθίσει τους
άδειους δρόμους, τα κλειστά παράθυρα, την άδεια πλατεία, την ασήμαντη πόλη την
καινούρια άδεια ζωή», γράφει.
Κι όλο πυκνώνει το κενό καθώς ο πατέρας της
χάνεται σιγά σιγά μέσα στην αμνησία. Εκείνη όμως θυμάται τις στιγμές τους,
θυμάται τις χαρούμενες ώρες του τρύγου, θυμάται την αγάπη του, την προστατευτικότητά
του και αναρωτιέται πώς έγινε να χαθεί εκείνος στις ατραπούς της λήθης.
Παρηγοριά της γίνονται ο Μπόρχες, ο Καμύ, ο
Τσέχοφ, ο Τσίρκας, αγαπημένοι συγγραφείς που τη σημάδεψαν, Πάνω στο γραφείο της
βρίσκει πέτρες με τους
χαραγμένους ρούνους, (ρούνοι είναι το αρχαίο αλφάβητο των λαών του βορρά και όπως το θέλει η γλώσσα τους σημαίνουν “μυστικό” ή
“ψίθυρο”. Οι ρούνοι χρησιμοποιούνται με διαφορετικό τρόπο στη μαντεία απ΄ότι στη μαγεία). Προσπαθεί με τις δυσυπόστατες ερμηνείες να πορευτεί σε
μια ζωή που πλέον για στηρίγματα έχει όσα της έμειναν στο νου απο τους
λογοτεχνικούς της ήρωες. Η χειροπιαστή λογοτεχνία των βιβλίων καταρρέει μέσα
απο ένα σύστημα που την περιφρονεί βαθειά.
Τελικά, ο πατέρας της αναχωρεί για το
άγνωστο το ίδιο καλοκαίρι. Δεν θα κλάψει γιατί τον έχανε σιγά σιγά όταν δεν την
αναγνώριζε. Αρχιζε να τον θρηνεί όταν δεν ήξερε πως το προσωπάκι της ήταν αυτό
που εκείνος γαλούχησε.Τρυφερές αναμνήσεις περνούν απο μπροστά μας.
«Και η Προσωπαγνωσία είναι
όλοι εμείς που χάσαμε πρόσωπα, παρελθόν, ιδεολογίες, ζωές, που μέσα σε ένα
καλοκαίρι γίναμε «Κανένας», σαν τον Οδυσσέα. Κι όλος ο γνωστός κόσμος μας
«φτιαγμένος για να καταλήξει ένα ωραίο βιβλίο», σήμερα που τίποτα πια δεν είναι
στη θέση του: ούτε τα αυτονόητα, ούτε οι «σταθερές» μας, ούτε φυσικά η Πατρίς.Μονάχα
το καλοκαίρι».
Η ίδια δεν αναγνωρίζει καν το πρόσωπό της, πάσχει από
προσωπαγνωσία.
«Ήμουν ο Όμηρος. Σύντομα
θα’ μαι ο “Κανένας” όπως ο Οδυσσέας.»
Το τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα
είναι ένα θρίλερ, όπως η ίδια δηλώνει. Κατ΄εμένα είναι η αναζήτηση στα απάτητα νερά
της αντιστροφής, της αποστροφής , της απόρριψης, της συντριβής. Είναι το σημείο
όπου όλα σωριάζονται και χάνονται αφήνοντας πίσω τους το ερώτημα : Ποιός μας
ορίζει τελικά; Το πάθος για τη δουλειά, η συνήθεια του περιβάλλοντος, η γονική
εξάρτηση;
Ένα βαθύ και στοχαστικό μυθιστόρημα που
έχει ψυχαναλυτικές στιγμές , που αναδεικνύει το βαθύ υπαρξιακό ερώτημα!