Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Εφτασα στην Αθήνα μια μέρα λουσμένη στο αψεγάδιαστο χρώμα του κίτρινου ήλιου της. Ερχόμουν απο το Μόντρεαλ του υστεροχειμώνα, που μας τιμώρησε με χιονοθύελλες παραμονή του Πάσχα βυθίζοντάς μας ξανά και ξανά στη μελαγχολία του κρύου.
Είναι χρόνια που λείπω απο την Ελλάδα της άνοιξης. Κόντεψα να ξεχάσω τα χρώματα και τις μυρωδιές της πατρίδας μου με την αδιάλειπτη απουσία τούτες τις άνοιξες των τελευταίων χρόνων. Ενιωθα αμήχανη με τα ρούχα, δεν ήξερα πώς να αντιμετωπίσω τον ευνοϊκό καιρό της πόλης μου. Ηταν κι αυτό το ευεργετικό αεράκι πούφερνε το άρωμα απο τις νετρατζιές και με ζάλιζε γλυκά. Ηταν και οι ακακίες που έχυναν μια άλλη μαγευτική μυρωδιά το βράδυ. Νόμιζα ότι θα τρελλαινόμουν απο το πανηγύρι των χρωμάτων και των αρωμάτων.
Ηταν και η απουσία της αδελφής μου Κωνσταντίνας που με πλήγωνε και με γέμιζε ένα φόβο ξενοσύνης για την Αθήνα. Ηταν και η Ακρόπολη μακριά στο βάθος που με ξεσήκωνε με την αιώνια ανέγγιχτη ομορφιά της. Δεν μπορούσα να προσδιοριστώ, χανόμουν στα αντιφατικά συναισθήματα, της ομορφιάς και της μοναξιάς. Γίνονταν όλα ένα κουβάρι στο κατα τ’ άλλα συγκροτημένο γυναικείο μυαλό μου.
Ετσι αποφάσισα να φέρω ένα γύρο στην ιστόσφαιρα. Σα να βρίσκω τους φίλους μου στo απρόσωπο διαδίκτυο, έτσι νιώθω. Και μπήκα στο ιστολόγιο του Λιμπρόφιλου για να ανακαλύψω τα Γραμμένα Φιλιά του Γ. Ευσταθιάδη (εκδ. ΥΨΙΛΟΝ). Ενα βιβλίο αφιερωμένο στο γιό του που «έφυγε» τα Χριστούγεννα του 1997, σε ηλικία μόλις 25 χρόνων. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 33 σύντομα κείμενα όπου ο πατέρας περιγράφει τα συναισθήματα του, ανακαλεί στη μνήμη του στιγμές, μυρωδιές, γεύσεις, βλέπει φωτογραφίες, χωρίς μελοδραματισμούς, χαμηλότονα:
«Θα μεγαλώνεις άραγε μες στις φωτογραφίες?
Θ’ανανεώνεις τα ρούχα σου σύμφωνα με τις επιταγές?
Θ’αλλάζεις τα χρώματα ανάλογα με τη μόδα?
Θ’αποκτήσεις ρυτίδες?
Περιττά κιλά…?
Θ’ασπρίσουν τα μαλλιά σου?
Κι’αν κάποτε πεθάνεις?»
«Κι’αν πάθω αλτσχάϊμερ και σε ξεχάσω?
Αν γεροντική άνοια μου πάρει τα λογικά και δεν σ’αναγνωρίζω?
Αν,παραπληγικός,δεν μπορώ να κρατώ στα δάχτυλα τις φωτογραφίες σου?
Αν χάσω γιά πάντα τον ύπνο μου και δεν μπορώ να σε ξαναβρίσκω στα εφήμερα ενύπνια?
Αν χάσω την ακοή και δεν μπορώ να σε συναντώ στις κοινόχρηστές μας μουσικές?
Αν τυφλωθώ και δεν σε βλέπω απέναντί μου?
Αν ακρωτηριαστώ και δεν μπορώ να σε χαϊδεύω?
Αν χάσω τα πόδια μου και δεν μπορώ να βαδίζω χιλιόμετρα στο δωμάτιο σου?
Και πιό πολύ αν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβεί, αν συνηθίσω την απουσία σου, αν λησμονήσω, αν ζω και ψευτοζώ χωρίς εσένα, αν κάποια μέρα σ’αρνηθώ;
Ξέσπασα σε δάκρυα με αναφυλλητά. Ανεβοκατέβαιναν, οι λυγμοί στο στήθος μου που μόλις πριν λίγο ανέπνεε την ευδαιμονία της άνοιξης. Εκλαψα με την ψυχή μου, καταθέτοντας ένα πόνο πασπαλισμένο με μυρωδιές, ελαφρό αεράκι και καθάριο ήλιο.
Φοβήθηκα πως η ομορφιά θα με έκανε να την ξεχάσω; Πως το πανηγύρι των αισθήσεων θα με οδηγούσε έστω και στην πρόσκαιρη λήθη; Δεν δύναμαι να αποτιμήσω την κρίση της στιγμής.
Πάντως, ευγνωμονώ τους λόγους του Ευασταθιάδη που με σύνδεσαν πάλι με τον πόνο μου, που με οδήγησαν στην οδό της λύτρωσης. Ευχαριστώ το Λιμπρόφιλο που τους έκανε κτήμα μου. Χαιρετώ την άνοιξη της Ελλάδας που προκάλεσε έστω και για μια στιγμή την αντίστιξη στο μονοδιάστατο απόλυτο πόνο της απώλειας, αυτόν που ποτέ δε σβήνει. Τον πόνο που γίνεται σύντροφος και φίλος ακόμη και μέσα στις μεθυστικές μυρωδιές των εσπεριδοειδών της Αθήνας.
Καλώς όρισες! Καλή παραμονή νάχεις! :-)
ReplyDeleteΣας ευχαριστώ πολύ. Με συγκινείτε. Είναι ωραίο να σε΄υποδέχονται άνθρωποι που σε γνωρίζουν μόνο απο τη γραφή.
ReplyDelete