«Aπ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα να μη ζητήσουνε να βρουν ποιός ήμουν». (Κωνσταντίνος Καβάφης)
«Aπ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα να μη ζητήσουνε να βρουν ποιός ήμουν». (Κωνσταντίνος Καβάφης)
Friday, September 21, 2007
Εχασε το σκάκι της ζωής κι όμως νίκησε τη λήθη!
Μόντρεαλ, 22 Σεπτεμβρίου 2007
Αγαπημένη μου μικρή αδελφή,
Κλείνουν κιόλας τρία χρόνια απο τη ζοφερή μέρα που έφυγες για τη γειτονιά της αιωνιότητας, αφήνοντας πίσω σου όλους εμάς να ακροβατούμε ανάμεσα στο άχρωμο παρόν και το γεμάτο χρωματιστές αναμνήσεις απο σένα παρελθόν.
Εσύ κατέβηκες στα άδυτα της γής για να αναδυθείς σε πεταλούδα με πλουμιστά φτερά, που μπορείς να πετάς παντού όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας. Εσύ απαλλάχτηκες απο το βάρος του σώματός σου για να με συντροφεύεις στις βόλτες της άνοιξης, του καλοκαιριού, του φθινοπώρου στροβιλιζόμενη γύρω απο την ύπαρξή μου.
Φέτος σε αναζήτησα περισσότερο απο ποτέ. Φέτος ένιωσα μέχρι τα κόκκαλα τον πόνο της εγκατάλειψής σου κι ας με παρηγορούσες με τα πετάγματά σου πέρα δώθε στις γειτονιές του Ουτρεμόντ, στο σπίτι πάνω απο τη λίμνη, στο δρόμο καθ οδόν προς τη Λευκάδα.
Σε έψαχνα αρχές Μαγιού στην Αθήνα, να δώ το κεφαλάκι σου να ξεφυτρώνει μέσα απο το πλήθος του κόσμου την ημέρα της παρουσίασης στους Ελευθερουδάκη. Περίμενα να ξεπροβάλεις όμορφη, δροσερή, χαμογελαστή για να κρατήσεις συντροφιά στους καλεσμένους της γιορτής. Κι όμως εσύ δε φάνηκες πουθενά, ούτε πετώντας με πολύχρωμα φτερά.
Μα πιό πολύ σε γύρευα στις γειτονιές του Μόντρεαλ, όπου καθηλώθηκα ολάκερο το καλοκαίρι επειδή το αυτί μου έπαιξε περίεργο παιχνίδι. Περπατούσα στους δρόμους κάτω απο τις λεύκες και γυρνούσα ξαφνικά να σε βρώ πλάι μου να συνεχίσω το διάλογο που κουβαλούσα στο μυαλό μου. Οι περαστικοί θα πίστεψαν πως παραλογιζόμουν καθώς έτρεχα πίσω απο κάθε πεταλούδα, μιλώντας και ρωτώντας την : Πού είσαι; Πότε θα σε ξαναδώ; Πότε θα μου μιλήσεις;
Ενα πρωινό πίναμε καφέ με τον Τέντ στο ηλιόλουστο καφενείο του Ουτρεμόν, όπου συνηθίζαμε να πηγαίνουμε μαζί οι δυό μας, τα κορίτσια, όταν ερχόσουν τα καλοκαίρια στο λατρεμένο σου Μόντρεαλ. Εσύ κατέφθασες ανέμελη με τα πολύχρωμα φτερά της πεταλούδας και πέταγες γύρω μας και μας ζάλιζες με τα παιχνιδίσματά σου. Ξαφνικά προσγειώθηκες στη μπλούζα του γαμπρού σου, προφανώς προτιμώντας την δική του ήρεμη κουβέντα απο τη δική μου παραπονεμένη ερώτηση; Γιατί;
Λένε πως ο χρόνος θεραπεύει την πληγή της απώλειας. Λένε πως η λήθη λειτουργεί σαν ισχυρό αναλγητικό στον πόνο του θανάτου. Λένε πως ο καιρός επουλώνει την οξύτατη αίσθηση του κενού.
Κι όμως όλα αυτά είναι απάτη. Είναι μια καλοπροαίρετη προσπάθεια των ανθρώπων να βάλουν σε λόγια την παρηγοριά: πως όλα περνούν, πως οι θύμησες σβήνουν, πως οι νεκροί περνάνε στο απυρόβλητο της αναπόφευκτης λησμονιάς.
Αγαπημένη μου,
Κι αυτό το καλοκαίρι κύλησε μέσα στις επώδυνες αναμνήσεις των ημερών της αρρώστειας σου. Ξεπρόβαλε συνέχεια απο τα αποθέματα του νού το υπέροχο προσωπάκι σου, που υπέφερε απο τα δεινά της ασθένειας καθώς ρωτούσε με λαχτάρα : Θα γίνω καλά; Το κεφαλάκι σου χωρίς μαλλιά, τα πράσινα μεγάλα μάτια σου μέσα στην απορία, το στήθος σου αγαλματένιο και θαλερό: Πότε θα ξαναφυτρώσουν τα μαλλιά; Μισώ τις περούκες.
Κάθε στιγμή κι αυτού του χρόνου σε κουβαλούσα μαζί μου: στις βόλτες , στα ψώνια, στις συναναστροφές, στο σινεμά. Ξεπρόβαλες απρόσκλητη στα πιό αναπάντεχα σημεία. Γυρνούσα το κεφάλι κι είχες εξαφανισθεί. Μόνο μια πεταλούδα πετούσε στον τόπο της ύπαρξής σου.
Ο Αλέξανδρος σε αποζητάει συνέχεια, σιωπηλά για να μην ξύνει τη δική μου πληγή. Πλένει με θρησκευτική προσήλωση τα εφηβικά χεράκια του πριν και μετα το φαγητό, όπως του είχες διδάξει να κάνει απαρέγκλητα. Και όλο μου θυμίζει χαϊδεύοντάς μου παρηγορητικά το μάγουλο: Η θεία μούχει μάθει αυτό το κόλπο.
Η μαμά καταθέτει ποταμούς δακρύων στο κατάλευκο μνήμα σου, στη νιότη σου που έσβησε ξαφνικά. Ολο απλώνει τα χέρια της να σε αγκαλιάσει κι όλο δε σε βρίσκει ποτέ. Κι ο πατέρας μας είναι καταδικασμένος να σου ψάλει το Τρισάγιο κάθε φορά που έρχεται στο νεκροταφείο, ελπίζοντας σε μια άλλη συνάντηση κάπου αλλού.
Εγώ πάλι κλαίω γοερά για τη φυγή σου. Και σου ανάβω καθημερινά ένα αρωματικό κερί, όπως μου είχες ζητήσει σε ανύποπτο χρόνο. Διαλέγω τις μυρωδιές ανάλογα με την εποχή. Αρωμα Πασχαλιάς την άνοιξη, κάστανο το χειμώνα, μήλο το φθινόπωρο, μανόλια για το καλοκαίρι!
Και σ’ αγαπώ το ίδιο δυνατά, ζωντανά, εξελισσόμενα. Τ΄ακούς;
Ιουστίνη
Ιουστίνη μου, με συγκλόνησες! Η αγάπη για τη χαμένη σου αδελφούλα διάχυτη σ' όλη σου την εξομολόγηση. Μην αμφιβάλλεις, η σδελφούλα σου σε ακούει, να είσαι σίγουρη. Εγώ σου εύχομαι, καλή μου φίλη, να 'σαι καλά να την θυμάσαι πάντα έτσι...
ReplyDeleteΙουστίνη, αγαπημένη Ιουστίνη, κουράγιο και δύναμη. Πώς το έλεγε ο Ρίτσος;
ReplyDelete«Μυριόριζο, μυριόφυλλο κι ευωδιαστό μου δάσο/ πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;»
Πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;
ReplyDeleteΜαζεύω τα κομμάτια του σπασμένου Σεπτέμβρη της ζωής μου.
Η απώλεια παλεύεται με τη ζωή, η άδικη απώλεια με κάποιες ενοχές μη εξομολογούμενες να ...υποθέσω;
ReplyDeleteαχ Ιουστινη...τα δακρυα μου ενωθηκαν με τα δικα σου..κι ας μην τη ξερω την αδελφουλα σου...μπορώ να νοιωσω ομως την καρδια σου....
ReplyDeleteσε φιλώ γλυκά
Αναστασια
nai se akouei etsi ginetai mas akoune otan tous milame etsi gia afto mas episkeptontai sta oneira
ReplyDeleteXarika pou vrika sto blog sou
filia apo ilioloutsi athina lucia
Αγαπητή μου,
ReplyDeleteΚι εγώ ταυτίσθηκα με την απώλεια όπως εσείς. Δύσκολο το φορτίο, πνιγηρό, ώρες ώρες προσβλητικό της ψυχικής ισορροπίας.
Αλλα εκείνοι είναι σίγουρα καλύτερα απο μας. Είναι απαλλαγμένοι απο την αναγκαιότητα των επιγείων, γι αυτό λεύτεροι.
Αυτό με παρηγορεί μόνο.
Σ΄ακούει κορίτσι μου σ' ακούει!
ReplyDeleteΣε βλέπει, σε προσέχει και σ'αγαπάει!
Να ζήσεις να την θυμάσαι!
Άδικος που είναι ο Θεός! Ζήλεψε την ομορφιά της και την πήρε κοντά του!
Αιωνία της η μνήμη!