Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Απο τη συλλογή διηγημάτων του εγχειριδίου Στις Αγορές του Κόσμου
Απροετοίμαστος για τον έρωτα, ανοχύρωτος απέναντι στην καταιγίδα βρέθηκα στην αυτοκρατορική πόλη. Σύνεδρος ενός άχρωμου συνεδρίου απ αυτά που διοργανώνονται με τις ντουζίνες κάθε χρόνο στη Μαδρίτη. Ενας στεγνός γραφειοκράτης με καλοσιδερωμένα κοστούμια στις βαλίτσες κι ασορτί γραβάτες κατέφθασα στο Ρίτζ σαν μέρος ενός προδιαγεγραμμένου όλου.
Την ώρα που υπέγραφα ανυποψίαστος την παραμονή μου στον χαμογελαστό ρεσεψιονίστ αφήνοντας ως παρακαταθήκη το διαβατήριό μου ένιωσα ένα βαρύ αρωματισμένο ίσκιο. Μιά ζάλη με συνεπήρε σα ν’ αναποδογύριζε το τοπίο μπροστά στα μάτια μου. Γύρισα το βλέμμα προς τα κεί, απο όπου ερχόταν η ανείπωτη μυρωδιά των υακίνθων. Κι αντίκρυσα μια γυναίκα μελαχρινή και δακρυσμένη, μια απαρηγόρητη έυθραυστη γυναίκα με δύο μαύρα μάτια σα λίμνες που είχαν πλημμυρίσει απο τα νερά της βροχής.
Εμεινε η ανάσα μου καρφωμένη στο σημείο μηδέν μην τύχει κι ακουστεί , μην τύχει και διακόψω τα δάκρυά της, μην ξεκλέψω τούτη τη μοναδική αφοσίωση στο κλάμα της. Εκαμα με βουβό νόημα ένα σσσς... στον υπάλληλο της ρεσεψιόν να γίνει κι αυτός συνένοχος της θλίψης της.
Πέρασε απο μπροστά μας σα να μή μάς είδε. Τα απαλά της αναφιλλητά καταργούσαν το χώρο και το χρόνο οριοθετώντας τη σιωπή μέσα στο σύννεφο των υακίνθων της . Η λεπτή σιλουέτα κατευθύνθηκε στο μεγαλοπρέπές σαλόνι με το μπαρόκ ουρανό. Τα χρυσοποίκιλτα παχουλά αγγελάκια της χαμογελούσαν απο ψηλά ανυποψίαστα για τον καταιγισμό των δακρύων της. Εμοιαζαν ασήμαντα και γελοία μπροστά στο μελαχροινό πόνο που ανάβλυζε απο το μέρος της καρδιάς. Νόμιζα πως θα τρελλαινόμουν απο την υπόκωφη βοή του σπαραγμού της, πως ξαφνικά θα πάθαινε συγχρονισμό ο χτύπος της καρδιάς μου με τους ρυθμούς των αναφιλλητών της κι εκεί ακριβώς θα τέλειωνα σα μια παλιά γέφυρα που την κατάργησε ο φυσικός νόμος.
Την παρακολούθησα να κάθεται με μια αεράτη κίνηση στη φαρδειά πολυθρόνα με τα ξυλόγλυπτα χερούλια. Ηθελα να τρέξω να πιάσω τους καρπούς της να τους αποθέσω απαλά πάνω στο στήριγμα απο φόβο πως θα της τρυπούσαν το διάφανο δέρμα. Το φόρεμα σκέπαζε μόνο τους ώμους της. Σαν ιερόσυλος παρατηρούσα το λεπτό σκελετό της που κούρνιαζε κάτω απο το μαύρο φουστάνι καλύπτοντας το σώμα μέχρι τις λευκές γάμπες. Κάθε της κίνηση κορύφωνε την αγωνία μου καθώς ανάδινε μιά δόση πνοής απο το άρωμα των υακίνθων.
Ηθελα να ακινητοποιήσω τον περιβάλλοντα χώρο, να μην επιτρέψω σε κανένα να διακόψει την παράδοσή της στον απόλυτο πόνο. Με γέμιζε ένοχη ικανοποίηση το κλάμα της που κατέβαινε βουβό απο τα μάτια αυλακώνοντας το αλαβάστρινό πρόσωπό της. Πονούσα κι εγώ απο την ικανοποίηση της τέλειας στιγμής.
Μια ισπανίδα θεά, μια χορεύτρια που άλλες ώρες ίσως να τύλιγε το σώμα της σε κατακκόκινη στόφα για να χορέψει φλαμέγκο χτυπώντας με πάθος τα τακούνια στη γή, καθόταν λίγα βήματα πιό πέρα με την ανάσα της ν΄ανεβοκατεβαίνει λυγμικά απο ένα άγνωστο πόνο. Ερμαιο στην αδηφάγα ματιά μου,μόνη κι εύθραυστη, ξέπλενε το δώρο της ομορφιά της στα δάκρυα αναπέμποντας το άρωμά της.
Με συνέλαβε απροετοίμαστο η στιγμή, ανίκανο να μαζέψω το νού μου, ανώριμο να κάμω ένα βήμα, άλαλο να της μιλήσω. Με μικρά αθόρυβα βήματα χορτασμένος απο την πνοή του υάκινθού της απομακρύνθηκα για να μη χαλάσω την τελειότητα. Ξεχύθηκα έξω απο το ξενοδοχείο στη λεωφόρο των δέντρων που δεν είχα την ψυχραιμία ούτε να τα προσέξω. Στο βάθος το πάρκο Del Retiro με το πλούσιο πράσινο και τη λίμνη που έβγαζε στους Βοτανικούς Κήπους με άφησε εντελώς αδιάφορο. Δεν με παρηγορούσε μια βόλτα στους γεωπονημένους και συντεταγμένους κήπους με τα πλούσια συντριβάνια. Είχα ανάγκη να συντονίσω την αναστάτωση της ψυχής μου με τη ρευστή κι ανάστατη ατμόσφαιρα της πόλης. Στη στάση του λεωφορείου περίμενε κόσμος. Χώθηκα κι εγώ μέσα στο πλήθος κουβαλώντας μαζί μου την εικόνα της.
Με βασάνιζε το αίνιγμα του πόνου της. Χίλιες δυό υποθέσεις περνούσαν απο το μυαλό μου και ανακατευόνταν με τα αυτοκρατορικά κτίσματα, την πλατεία των ανακτόρων, τα πάρκα που περνούσαν μπροστά απο τη θέα μου μέσα απο τα σκονισμένα τζάμια του λεωφορείου. Αίφνης σα να μού φάνηκε πως άκουσα ελληνικά . Γύρισα τα μάτια αλλά δεν αναγνώρισα τίποτε οικείο. Συνέχιζα να κοιτάζω με αναίδεια τα πρόσωπα των γυναικών μήπως ανακαλύψω κάτι απο το μάυρο βελούδινο βλέμμα της γυναίκας του υακίνθου. Ξεθάρρεψα και άπλωνα την εξεταστική μου ματιά στους άντρες. Κάποιος απ’ αυτούς τους μελαχροινούς αρσενικούς με τα αρμονικά χαρακτηριστικά μπορεί και να ήταν ένοχος για τα καυτά της δάκρυα. Αφριζε η ψυχή μου απο ένα ανεξήγητο θυμό κι έσφιγγα τις γροθιές μου για επίθεση.
Σε κάθε στροφή του δρόμου με καταδίωκαν τα φρένα του λεωφορείου που έτριζαν σαν τις πανοπλίες των ιπποτών της Μαδρίτης. Ο Δόν Κιχώτης με τον Πάντσο πήραν τη θέση τους στους συνειρμούς μου χαρίζοντάς μου ένα νοσταλγικό ερέθισμα της μνήμης. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ποτέ δεν με έπεισε ο δον Κιχώτης. Εγώ ήμουν παράγωγο του Λούκυ Λούκ. Και μέσα σ’ αυτή την πεζή διαπίστωση η καρδιά μου έγερνε απο το αβάσταχτο βάρος ενός πρωτόγνωρου έρωτα για μια γυναίκα που δεν τόλμησα να γνωρίσω.
Εφερα γύρο όλη την πόλη με το λεωφορείο. Μέσα σε μια ασαφή ονειροπόληση περνούσαν απο μπροστά διάφορα μεγαλόπρεπα κτίρια μαζεμένα στην καρδιά της πόλης. Αλλοτε θα έδινα σημασία στον καθεδρικό της Αlmudena, γιατί είχα μια προσήλωση στα θρησκευτικά μουσεία των λαών. Ισως να με συνέπαιρνε η θέα του Δημαρχείου ή οι φοντάνες με τα αγάλματα των ισπανών βασιλιάδων και των ηρώων τους. Ισως να με εκνεύριζε κιόλας η καινούρια πόλη με τους ουρανοξύστες και τα σκόρπια χτίσματα που νομιμοποιούνται στο όνομα του Πάμπλο Πικάσο, που επικαλύπτονται απο τις ζωγραφιές του Ντε Μίρο και απο κάποια επιπόλαια αγγίγματα της αισθητικής του Σαλβατόρ Νταλί. Αλλά εγώ αντλούσα απόλαυση μόνο απο τα πρόσωπα των συνεπιβατών μου.
Κατέβηκα στη στάση για το μουσείο Prado. Περίμενα υπομονετικά στην ουρά για ένα εισιτήριο.Ολη η παρατηρητικότητά μου στους επιβάτες του λεωφορείου λίγο πρίν, μεταβλήθηκε ξαφνικά σε μια αιρετική απάθεια για τους τουρίστες-συνδαιτυμόνες μου στο μουσείο.Μπήκα μέσα και παρέλειψα επιδεικτικά να περιπλανηθώ στους μεγάλους ισπανούς ζωγράφους σαν τον Velázquez και τον Goya και τον Ribera . Ηρθα αποκλειστικά εδώ για να σταθώ ακίνητος μπροστά στους πίνακες του Ελ Γκρέκο.Εβαλα πίσω μου τις νωπές εντυπώσεις, τη συγκίνηση της μέρας νιώθοντας την ανάγκη να ταυτιστώ με κάτι δικό μου αλλά εις μάτην.
Ασκητικές μορφές, λιτός πόνος κι ένα ασήκωτο βάρος στο μέρος του Σταυρού. Σα να εξαργύρωνε ο Θεοτοκόπουλος το ταλέντο του εξαγοράζοντας την εύνοια του Θεού του.Αυτές οι σκέψεις κατέκλυζαν το νού μου, χιλιοειπωμένες και μονότονες σα ν’ ανάβλυζαν απο τα πέτρινα χρόνια του σχολείου. Οχι πως είχα την ικανότητα να συγκεντρωθώ, να παρατηρήσω έστω και το ελάχιστο.Κι αυτό γιατί η εικόνα της γυναίκας του ξενοδοχείου ερχόταν εντονότερη τώρα να καταργήσει την ελάχιστη ευχαρίστηση που μού έδινε η θέα προς τους πίνακες.
Το αλαβάστρινο πρόσωπό της, τα βελούδινα μάτια,τα ήρεμα δάκρυα, τα σιωπηλά αναφυλλητά κατέκλυζαν την ύπαρξή μου και με συγκλόνιζαν ολάκερο. Πόσο θάθελα νάμουν ζωγράφος, να αποτυπώσω αυτή την ιέρεια του πόνου σ’ ενα κομμάτι μουσαμά. Αλλά μού λείπει και το παραμικρό εργαλείο έκφρασης. Είμαι ένας στεγνός πολίτης σαν τους ατάλαντους όλους.
Ζηλεύω το Θεοτοκόπουλο , ζηλεύω τους ζωγράφους, τους ποιητές, τους λογοτέχνες . Ζηλεύω τους φωτογράφους γιατί κι αυτοί έχουν μια ψυχραιμία που εμένα μού λείπει ολότελα. Εγώ το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ τη ώρα που με συγκλόνιζε σαν κύμα ο άγνωστος έρωτας ήταν ν’ ακινητοποιήσω τη στιγμή, να κρατήσω για πάντα εκεί αιχμάλωτη στον πόνο τη γυναίκα των δακρύων.Αυτή θάταν η ολοκλήρωσή μου.
Το Prado είναι λίγα βήματα απο το Ρίτζ. Παίρνω το δρόμο της επιστροφής καταπονημένος απο το μεσημεριάτικο ήλιο της Μαδρίτης. Αυτές οι ακτίνες που στην Αθήνα με γεμίζουν αισιοδοξία, εδώ τρυπούν το μεδούλι αποστάζοντας μια δόση ανικανοποίητου, που δεν ήξερα πως ήταν συστατικό του οργανισμού μου.
Καθώς οδεύω προς το ξενοδοχείο, που μπορεί να έχει αδειάσει απο την παρουσία της, διάφορες ιδέες με κυριεύουν.Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι γιατί οι ισπανοί χορεύουν μέχρι τελικής πτώσεως λιώνοντας τα τακούνια τους, συνθλίβοντας τα δάχτυλα στις κλακέτες. Για να κάνουν επίδειξη του νάρκισου πάθους τους.Τώρα κατανοώ το αυθάδικο ταγκό τους, όπου αντί να αγκαλιάζονται και να νιώθουν καυτές τις ανάσες ο ένας του άλλου, επιδίδονται σε αυτάρεσκες φιγούρες. Για να κερδίσουν το θαυμασμό του ακροατηρίου. Τώρα συνειδητοποιώ γιατί χώνουν επιδεικτικά στα μάτια του αχρωματόπτη ταύρου τα κόκκινο μαντήλι, παρασύροντας το κοινό σε χειροκρότημα βάζοντας στοίχημα με τη ζωή τους. Για το πέρασμα στην αιωνιότητα.
Τα βήματά μου φτάνουν στην είσοδο του ξενοδοχείου. Μετά απο τόσες ώρες περιπλάνησης στην πόλη, το μόνο που ελπίζω είναι να μην έχουν στεγνώσει τα δάκρυά της, αυτά που σαν παχύς χείμαρρος με παρέσυραν στη Μαδρίτη μηδενίζοντας τις εντυπώσεις μου τις οποίες θα άγρευα αχόρταγα σε άλλη περίπτωση. Η καρδιά μου πάλλεται απο αγωνία και φόβο μήπως δεν είναι εκεί. Η πολυθρόνα της είναι στραμμένη με την πλάτη προς τα μένα. Ενα σύννεφο καπνού αναδύεται προς τον ουρανό με τα βεβαρυμένα απο το χρυσή πάστα αγγελάκια. Προτιμώ την ψευδαίσθηση πως χύνει ακόμη ποταμούς δακρύων, βουβών και ανεξήγητων.
Ηρθα στη Μαδρίτη απροετοίμαστος για ένα ξαφνικό έρωτα, ανοχύρωτος για μια επέλαση ψυχής...Ενας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό μου μπολιασμένος απο την αίσθηση του ανικανοποίητου και της ατολμίας μου. Μα ποιός είμαι επιτέλους για ν’ αντέξω την αβάσταχτη ομορφιά μιάς γυναίκας; Ας υποκύψω λοιπόν στο καλοβολεμένο μου είναι. Αύριο αναχωρώ για την Αθήνα.
εντάξει εγώ το λατρεύω αυτό το βιβλίο. το έχω ξαναπεί νομίζω.
ReplyDeleteΌταν επανεκδοθεί θα σου έχω μερικές χρήσιμες διευθύνσεις στην Ελβετία!
φιλάκια πολλά
Α! Μελισσάκι μου γλυκό,
ReplyDeleteΤου χρόνου θα με πάς στις διευθύνσεις για να έχω ιδίαν άποψιν. Ετσι; Ο Τέντ υποσχέθηκε πως θα με φέρει στην πόλη σου και θα κόψουμε βόλτες στις γειτονιές σου.
Σε γλυκοφιλώ
Ιουστινάκι χαρωπό
Επι τελους σημερα ο ταχυδρομος κατεφθασε με τα βιβλια σου, η Αβανα και τα τακουνια ειναι πια κοντα μου. Για πρωτη φορα παραγγειλα βιβλια απο το σαιτ της διασπορας. Τωρα που ξερω οτι το συστημα δουλευει τοσο ωραια δε ξαναγεμιζω τις βαλιτσες με χαρτουρα. Θα μεινει χωρος για το βερυκοκο της μαμας μου. Ξερεις οτι μολις τωρα εμαθα οτι με αμερικανικο διαβατηριο ΔΕΝ μπορεις να πας στην Κουβα. Και με πιανει μια τρελλη επιθυμια να παω, με φουστανι βερικοκι οπως το εξωφυλλο. #$%λομπυ#$λομπυ@#$% φιλια.
ReplyDeleteΙουστινάκι χαρωπό εννοείται πως θα σε πάω και πως θα σας περιμένω με τεράστια χαρά!!
ReplyDeleteAgapimeno Despoinaki,
ReplyDeleteMolis eplyna to laptop pou mou ekane nera to atimouliko;gi afto esigisa olo to sabbatokyriako. Se efharisto pou me eheis konta sou. Kai pou tha sou kano pareitsa ypo ti skia ton dendron.
Alitheia, mporeis na pas stin Cuba me to elliniko diabatirio apo ton Canada (den bazoun mesa tin cuban visa oute to sfragizoun gia logous asfaleias!!!)
Mipos na pame mazi?
Filakia
Melissoula,
ReplyDeleteTha sou ertho gia na kano kalyteri erevna epi ti epanekdosei.
Filakia