Tuesday, March 30, 2010

Μια σοκολατένια ιστορία



Της Ιουστίνης Φραγκούλη

Την έφερε δίπλα μου στο κάθισμα η αεροσυνοδός και της εξήγησε πως μπορεί να την καλεί κάθε φορά που χρειάζεται κάτι. Η εννιάχρονη Τζέι Σί φορούσε μια καρτελίτσα στο λαιμό της καθώς ήταν ανήλικη και έχρηζε συνοδού. Είχε προορισμό το Παρίσι.

Τα μαύρα κατσαρά μαλλάκια της δεν χωρούσαν στη θέση της, τα μάζευε αλλά γλυστρούσαν στο πρόσωπό μου και σ΄εκείνο της διπλανής, ανάλογα με το τίναγμα του κεφαλιού της. Ζητούσε συγγνώμη που ενοχλούσε, ήταν ευγενική, μιλούσε ελληνικά σε μένα και γαλλικά στην έτερη κυρία της τριπλής θέσης.

Η Τζέι Σί με κατάκτησε αμέσως με τα μαύρα αεικίνητα ματάκια της, τη σοκολατένια της επιδερμίδα, το λευκό της χαμόγελο και την παιδική της αφέλεια. Γρήγορα πιάσαμε κουβέντα και μου εξήγησε πως πήγαινε στον πατέρα της στο Παρίσι για να περάσει τις διακοπές του Πάσχα μαζί του. Ο μπαμπάς θα την ξεναγούσε και στη Ντίσνεϊλάντ.

Η μαμά ζούσε στην Ελλάδα, ο μπαμπάς ζούσε στο Παρίσι και η μικρή σοκολατένια Τζέι Σί όφειλε να μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στις δυό πατρίδες, στους δυό γονείς που είχαν διαλέξει χωριστούς δρόμους.

Ηταν χαμογελαστή και είχε τόσα πολλά να πεί για τις φίλες της και για το σχολείο της. Ηταν πολύ θυμωμένη με τους συμμαθητές της γιατί συχνά την κορόιδευαν (όχι μόνο αυτήν αλλά και την Κλαούντια και την Κλαρίσσα και τα άλλα παιδιά με τα ξενικά ονόματα), τίς κορόιδευαν τ΄αγόρια για τα επίθετά τους. Οι Ελληνες ακόμη και κάποιον που τον έλεγαν Μπολέ δεν εύρισκαν το επίθετό του αστείο και αξιογέλαστο. Αλλά τα επίθετα των ξένων, ήταν γι αυτούς άξια ειρωνίας και κοροϊδίας στα διαλείμματα.

Στις φίλες της έδινε και δεύτερη ευκαιρία αν της φερόνταν άσχημα. Και τί θα πεί άσχημα Τζέι Σί; Να, αν δεν την έπαιζαν στην αυλή, αν δεν άκουγαν τί είχε να τους πεί, γιατί η μικρή κυρία είχε πολλά να αφηγηθεί στις κολλητές της. Τους έδινε και δεύτερη ευκαιρία, όπως ευκρινώς μου εξήγησε, στους ανθρώπους πρέπει να δίνεις μόνο μια δεύτερη ευκαιρία, όχι παραπάνω.

Μου ανέφερε διάφορα ονόματα απο πριγκίπησσες παραμυθιών για να διαλέξω ποιά αγαπώ. Ανάμεσά τους η Χιονάτη, η Γιασμίν, η Ωραία Κοιμωμένη, η Σταχτοπούτα. Διάλεξα την Ωραία Κοιμωμένη, αυτή μού άρεσε απο παιδί, επειδή έχει μια σχέση με την αιωνιότητα, σκέφτομαι καθώς η μικρή μου φίλη τινάζει τα μακριά δαχτυλιδένια μαλλάκια της φέροντάς τα στο πρόσωπό μου.

-Εσύ μαντεύεις ποιά πριγκίπησσα αγαπώ εγώ;, με ρωτάει ξαφνικά

-Ποιά άραγε; Την αντερωτώ αλλά δεν μπορώ να μαντέψω

-Μα αυτήν που είναι καφέ, την καφέ πριγκίπησσα διαλέγω, μου απαντάει με σημασία. Τη Γιασμίν. Εχουμε το ίδιο χρώμα...

-Κι εσύ είσαι καφέ; Τη ρωτώ τάχα ανυποψίαστη

Τότε παίρνει το χεράκι της και το βάζει δίπλα στο δικό μου.

-Ναι, είμαι καφέ , δεν είμαι λευκή σαν εσένα. Μόνο οι παλάμες μας έχουν το ίδιο χρώμα.

Εμεινα να την κοιτώ αμήχανη αυτή την εννιάρχονη κοπελλίτσα, που έχει συνειδητοποιήσει πως είναι ξένη για τους συμμαθητές της στην Ελλάδα και μάλιστα βεβαρυμένη με τη διαφορετικότητα του σοκολατένιου της δέρματος. Η μητέρα της είναι σκουρότερη, προέρχεται απο αφρικανική χώρα και κάνει καριέρα τραγουδίστριας στην Ελλάδα.

Η Τζέι Σί με μάγεψε με την εξυπνάδα της, την ομορφιά της, την άνεσή της. Με εξέπληξε με την πρόωρη σχέση της ως προς το χώρο, την ταυτότητα και το γένος της. Με ξετρέλλανε με την αθωότητά της αλλά και με το συμβιβασμό της για τη θέση της στη ζωή και στην οικογένεια των δύο ταχυτήτων. Με έκανε να την κοιτάξω ως ίση κι όχι ως ένα άγουρο κορίτσι.

Νιώθω ευτυχής που συνταξίδεψα με ένα πλάσμα τόσο λαμπερό, τόσο ώριμο, τόσο συνειδητοποιημένο για τη ζωή. Η εικόνα της με συντρόφευε σε όλες τις μέρες του Παρισιού. Το σοκολατένιο δέρμα, τα μαύρα μπουκλωτά μαλλάκια, τα ολόμαυρα υγρά μάτια της έρχονταν ξανά και ξανά στο νού μου διακόπτοντας την ανεμελιά μου.

Ενα κοριτσάκι εννιά χρόνων δίπλα μου ήταν κιόλας γυναίκα!

Friday, March 26, 2010

Μια συνέντευξη στη Στέλλα Φλωρά



Καθώς αναχωρώ απο την Αθήνα της άνοιξης καταθέτω μια γιουτιουμπική συνέντευξη που έδωσα στη Στέλλα φλωρά, δυναμική ιδιοκτήτρια των ομώνυμων βιβλιοπωλείων. Πιστεύω πως η Στέλλα κάνει διείσδυση στην ιντερνετική αγορά, ταυτοποιώντας τους συγγραφείς με το έργο τους.

Της αξίζουν τα εύσημα και η αναγνώριση εκ μέρους μου για την πρωτοτυπία της πρακτικής προώθησης των βιβλίων.

Φιλί αποχώρησης απο την Αθήνα των αρωμάτων της άνοιξης

Tuesday, March 23, 2010

Οταν η νέα γενιά αποπειράται στο λόγο

Το Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου,
με αφορμή την επέτειο της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης (21 Μαρτίου), οργάνωσε μια εκδήλωση αφιέρωμα στον Δωδεκανήσιο λογοτέχνη Νίκο Κάσδαγλη, αλλά και στα παιδιά και έφηβους λογοτέχνες της Δωδεκανήσου.

Ο δήμαρχος Ρόδου κ. Χατζής και ο πρόεδρος του Κέντρου κ. Κοντάκος ενώπιον της χήρας και των παιδιών του εκλιπόντος Δωδεκανήσιου λογοτέχνη, έκαναν την αποκάλυψη της τιμητικής πλάκας του Διεθνούς Κέντρου Μεταφραστών και Συγγραφέων Ρόδου, που φέρει πλέον το όνομα «Κτήριο Νίκος Κάσδαγλης». Την ίδια ώρα το Κέντρο προχώρησε στη θεσμοθέτηση υποτροφίας «Νίκος Κάσδαγλης».

Στο πρώτο μέρος της βραδυάς η μεταφράστρια Ιρένε Μαραντέι παρουσίασε την αγγλική μετάφραση του βιβλίου του Νίκου Κάσδαγλη «Η Μαρία περιηγείται τη μητρόπολη των νερών»

Στο δεύτερο μέρος που είχε θέμα «Παιδιά και Έφηβοι Λογοτέχνες της Δωδεκανήσου» παρουσιάσθηκαν πεζογραφήματα και ποιήματα παιδιών και εφήβων των σχολείων της περιφέρειας Ρόδου, τα οποία έδωσαν το δικό τους στίγμα ως προς την έμπνευση και τη δημιουργία πάνω στον έμμετρο και τον πεζό λόγο.

Η δημοσιογράφος Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη έκανε την εισαγωγή στην αφιερωματική εκδήώση, ενώ το υπόλοιπο προεδρείο που αποτελούνταν απο τους Ιρένε Μαραντέι (μεταφράστρια), Τίτσα Πιπίνου (συγγραφέα), Αλάγιαλη Σουλεϊμάν – Τσιαλίκ (ποιητή), Γρηγόρη Τσιόγκα (εκπαιδευτικό), επιχείρησαν μια εποικοδομητική κριτική στα έργα των παιδιών και των εφήβων.

Ηταν μια βραδυά γεμάτη παλμό, νεανικότητα, σφρίγος, πάθος για τη δημιουργία, μια βραδυά που έδωσε το στίγμα πολλά υποσχόμενης νέας λογοτεχνικής γενιάς της Δωδεκανήσου.


Το πάνελ που έκρινε τα έργα των παιδιών
Η αίθουσα του Κέντρου κατάμεστη απο κόσμο
Μια μαθήτρια διαβάζει το πόνημά της
Το πάνελ αριστερόθεν, Σουλεϊμάν , Τίτσα Πιπίνου, Ιρένε Μαραντέι και Ιουστίνη Φραγκούλη
Το υπέροχο κτήριο Νίκος Κάσδαγλης
Η Νάνσυ ήταν η ψυχή της εκδήλωσης
Προηγήθηκαν τα αποκαλυτπήρια της ΄πλάκας προς τιμήν του λογοτέχνη Νίκου Κάσδαγλη
Η χήρα Κάσδαγλη και ο γιός του Χριστόφος Κάσδαγλης
Ο δήμαρχος κ. Χατζής και ο πρόεδρος του Κέντρου κ. Κοντάκος στην αποκάλυψη της ονομασίας
Η Ελευθερία Μπινίκου, υπάλληλος του Κέντρου, η αφεντιά μου, ο αγαπημένος τηλεοπτικός δημοσιογράφος Αριστείδης μιαούλης και η λογοτέχνις Τίτσα Πιπίνου

Friday, March 19, 2010

Αυτή την Ομορφη Βραδυά στο Θέμα!

Της Ιουστίνης Φραγκούλη

Αυτό που μου λείπει στη μακρινή και ήσυχη γή του Μόντρεαλ είναι η διάδραση με τους αναγνώστες. Νιώθω πως ζώ σε δορυφορική σύνδεση τη σχέση μου με τα βιβλία καθώς δεν μπορώ να εισπράξω τα συναισθήματα των ανθρώπων που ταυτίζονται με τις λογοτεχνικές μου ανησυχίες.

Σ΄αυτό το ταξίδι μού δόθηκε η ευκαιρία να ζήσω από κοντά τη σχέση με τους αναγνώστες μέσα από την παρουσίαση του βιβλίου «Για την Αγάπη των Αλλων» στο βιβλιοπωλείο Θέμα στο Παγκράτι την περασμένη Τετάρτη. Παρότι η παρουσίαση στο King George ήταν μεγαλειώδης, εμένα με άγγιξε τούτη η σεμνή βραδυά των αληθινών σχέσεων.

Η Θεώνη Μωραίτη και η Μαρία Ρούσσου στο βιβλιοπωλείο είχαν στήσει ένα φιλόξενο σκηνικό για την παρουσίαση του βιβλίου. Η βελουδένια μου Ελένη Γκίκα ήρθε ντυμένη στο κόκκινο βελούδο (κάπως έτσι τη φαντάζομαι όταν συνομιλώ μαζί της διαδικτυακά μακρόθεν) και μίλησε με τα πιο γενναιόδωρα λόγια για το βιβλίο μου. Πόση αποδοχή και αγάπη στάζει ο υπέροχος λόγος της!

Η αδελφική μου φίλη Αγγελική Σπηλιά, φιλόλογος οίκοθεν και καθηγήτρια στο Α Λύκειο Καισαριανής, μίλησε για την τελευταία της λέξη επί του χειρογράφου το περασμένο καλοκαίρι στο Μόντρεαλ στολίζοντας το γραφτό μου με τα ωραία της λόγια.

Μα η συγκίνηση ήρθε από τους ανθρώπους που βρέθηκαν στο κομψό βιβλιοπωλείο του Παγκρατίου. Οι αγαπημένες μπλογκογειτόνισσες, Γιάννα, Ορφια, Κατρίν με γονάτισαν κυριολεκτικά με την παρουσία τους εκεί. Τα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μας, καθώς μάθαμε το δρόμο της φιλίας από μακριά αναγνωρίζοντας η μια στην άλλη την αληθινότητα των λόγων μέσα από τις πύλες του διαδικτύου. Πόσο πολύτιμο είναι αυτό, δεν περικλείνεται σε λόγια!

Η άλλη μου έκπληξη ήρθε με την απρόσμενη παρουσία της συγγραφέως Ελένης Τσαμαδού και του Κίμωνά της. Αυτή η κυρία των Ελληνικών Γραμμάτων με έχει κυριολεκτικά σκλαβώσει με τη ζεστασιά και την αρχοντιά της.

Ο παντοτινός και πολύτιμος φίλος μου ο Στράτος Δουκάκης ή Μηθυμναίος έτρεξε κοντά μου, το ίδιο και ο κολλητός μου Κώστας Παλάκας με την κοινή ιστορία από το βίο μας στο Μόντρεαλ. Ανάμεσά μας βρέθηκε η παρεπιδημούσα εν Ελλάδι φιλενάδα του Μόντρεαλ Ευαγγελία Τσαλκίδου, η οποία φέτος διδάσκει σε λύκειο της Αθήνας.Παρούσα ήταν και η αναδεκτή μου Μαρία Διαμάντη. Αγαπητική εισβολή έκανε η Τέτα μας, που ήταν η αγκαλιά και η φτερούγα μας στα φοιτητικά χρόνια της Αθήνας. Τι συγκίνηση Θεέ μου.

Η αγαπημένη μου φίλη και εκδότρια Νίνα Ψυχογιού βρέθηκε μαζί μου να μοιραστεί αυτές τις μοναδικές στιγμές στηρίζοντας το έργο μου κι εμένα την ίδια.

Μα η πιο δυνατή συγκίνηση ήρθε από μια υπέροχη παρουσία, τη Μαίρη Κοντονικολάου, που δεν τη γνώριζα παρά μόνο από μια πρόσφατη κριτική της για το βιβλίο. Ηρθε και μου συστήθηκε σεμνά, έκανε όλο το ταξίδι από το Παλαιό Φάληρο για να με συναντήσει. Ο άντρας της διακριτικά μαζί της, αρωγός και φωτογράφος των στιγμών μας.

Η Μαίρη διάβασε πρώτα το μυθιστόρημα «Για την Αγάπη των Αλλων» κι ύστερα ανέτρεξε στα «Ψηλά Τακούνια Για Πάντα» και στο «Πετάει, πετάει το σύννεφο». Τα έφερε όλα μαζί της για να τα υπογράψω. Τα λόγια της με άγγιξαν , η παρουσία της έδωσε δικαίωση στις γραφές μου. Αυτή η στιγμή δε μετριέται με λόγια. Τα δάκρυα έμειναν βουβά στις κόχες των ματιών μου. Την ευχαριστώ για όσα μου χάρισε.

Ευχαριστώ το βιβλιοπωλείο Θέμα, την Θεώνη Μωραϊτη, τη Μαρία Ρούσσου, τη Ματίνα Μωραϊτη την Κατερίνα Ρούσσου και όλα τα παιδιά που με αγκάλιασαν αυτή την άκρως συγκινητική βραδυά στη ζεστή ατμόσφαιρα του περιφερειακού βιβλιοπωλείου, που αποτελεί θύλακα πολιτισμού σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του Κλεινού Αστεως.



Τετράδα κοριτσιών. Οι βιβλοπώλισσες Μαρία Ρούσσου και Θεώνη Μωραϊτη, η υποφαινομένη και η εκδότρια Νίνα Ψυχογιού
Μια γελαστή παρέα. Απο αριστερά Η συγγραφέας Ελένη Τσαμαδού με τον Κίμωνά της, η φιλόλογος Αγγελική Σπηλιά, η αφεντιά μου και ο Στράτος Δουκάκης. Στο πίσω μέρος η κατερίνα Κανελλοπούλου και η Ορφια!!!
Η καθηγήτρια πληροφορικής Ανδριάννα Τζωρτζάκη με την αντιδήμαρχο Βύρωνα Μαρία Αδαμοπούλου
Ο κολλητός Κώστας Παλάκας αναπολεί το Μόντρεαλ μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα
Η λογοτέχνις, βιβλιοκριτικός και φίλη Ελένη Γκίκα, η συγγραφέας Ελένη Τσαμαδού, οι μπλογκογειτόνισσες Γιάννα και Κατρίν, ο Στράτος Δουκάκης και η Ορφια
Ο συγγραφέας και ζωγράφος εκ Λευκάδος ορμώμενος Γιώργος Φερεντίνος
Ο διανοούμενος Αλέξανδρος Μπέτσης
Μια παρέα
Η Ματίνα μωραίτη έκανε την εισαγωγή στη βραδυά
Η μαίρη Κοντονικολάου απογείωσε τα συναισθήματά μου
Οι δύο αιώνιες φίλες
Με την εκδότρια Νίνα Ψυχογιού
Ανάμεσα στην Αννα Βαλαβανίδου (δροσοσταλίδα μου!) και τη βελούδινη Ελένη
Κι εδώ ανάμεσα στην Αγγελική Σπηλιά και Ευαγγελία Τσαλκίδου
Με τη βαφτιστήρα μου Μαρία Διαμάντη και την ιδοκτήτρια του βιβλοπωλείου Θέμα Θεώνη Μωραίτη.

Με τις καθηγήτριες Βασιλική Γάτα, Βάσω Τσουμπού και Ανδριάννα Τζωρτζάκη

Monday, March 15, 2010

Στο Παγκράτι την Τετάρτη

Οσες και όσοι θέλετε να συναντηθούμε σε ένα περιβάλλον πιο φιλικό, πιο ζεστό, πιο ανθρώπινο απο εκείνο της μεγάλης παρουσίασης, σάς καλώ προσωπικά να έρθετε στο βιβλιοπωλείο ΘΕΜΑ αυτή την Τετάρτη. Μαζί μας θα είναι η συνάδελφος Ελένη Γκίκα με τη βελούδινη παρουσία, η παιδική μου φίλη φιλόλογος Αγγελική Σπηλιά και καλοί φίλοι για να τα πούμε απο καρδιάς.

Ευχαριστώ το βιβλιοπωλείο ΘΕΜΑ και την ψυχή του κα θεώνη για την ευγενική πρόσκληση.

Θα χαρώ να μοιραστούμε μαζί ένα φιλικό βραδάκι Τετάρτης

Ιουστίνη



Thursday, March 11, 2010

Στα χέρια των μαθητών

Της Ιουστίνης Φραγκούλη

Εφτασα στη Λευκάδα μια ηλιόλουστη μέρα. Στο δρόμο προς το νησί η βλάστηση συντρόφευε τη ματιά μου, που γλύστραγε πάνω στις ολοκίτρινες μαργαρίτες και τα χαμομήλια. Η άνοιξη τρύπωνε στην καρδιά μου με το πράσινο να ορθώνεται αλαζονικά στις πλαγιές των μικρών λόφων. Θάλασσα και λίμνες συμπλήρωναν τη ζωγραφιά, που παρέπεμπε σε εικόνες της Τοσκάνης.

Την επόμενη μέρα στη Λευκάδα πλημμύρισε ο τόπος απο βροχή. Θαρρείς απ΄το πρωί άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού ανεξάντλητοι. Θυμήθηκα τα μαθητικά χρόνια στην πόλη, που η βροχή ήταν αήττητη. Κι εμείς παρακαλούσαμε για μια μέρα με ήλιο να πάμε μια εκδρομή να χάσουμε το μάθημα. Μα η βροχόπτωση δεν έλεγε να κωπάσει.

Ετσι, λοιπόν, Τετάρτη απόβραδο ήμουν καλεσμένη να μιλήσω με παιδιά του Λυκείου που ανήκουν στη λέσχη βιβλίου του σχολείου τους. Είναι μια νέα ιδέα που ξεπήδησε από τη φλόγα των δοκτορισσών ΒιΒής Κοψιδά Βρεττού και Αννας Κοψιδά και άλλων φιλολόγων της Λευκάδας, προκειμένου να αξιοποιήσουν στο έπακρο τον πόθο κάποιων ξεχωριστών παιδιών για το διάβασμα στην εποχή του διαδικτύου και της ηλεκτρονικής παραφοράς.

Εφτασα μουσκεμένη από τη βροχή στη φιλόξενη αίθουσα της Δευτεροβάθμιας Επιθεώρησης. Τα πόδια μου είχαν τσαλαβουτήσει στις λακκούβες όπως τότε που ήμουν παιδί. Ανέβηκα τις σκάλες και μπήκα σ΄’ένα χώρο όπου με υποδέχτηκε η ζεστασιά των παιδιών, των καθηγητριών και καθηγητών για ν΄αρχίσει η πιο γλυκειά ανάκριση μιας συγγραφέως από τη Λευκάδα.

Η δρ Βιβή Κοψιδά-Βρεττού με παρουσίασε με γενναιόδωρους λόγους στον περίγυρο. Κι εγώ είπα στα παιδιά, πόσο πολύ είχα λατρέψει την ανάγνωση βιβλίων στα άγουρα χρόνια μου. Θυμήθηκα που τα αδέρφια μου και τα ξαδέρφια μου έπαιζαν ανέμελα στα περιβόλια κι εγώ ήμουν χωμένη στα βιβλία ανακαλύπτοντας κόσμους άγνωστους και θαυμαστούς. Τους λυπόμουν που έχαναν το χρόνο τους στις λάσπες,ενώ εγώ ήμουν ξαπλωμένη στα καθαρά σκεπάσματα του κρεβατιού διαβάζοντας και διαβάζοντας. Για κείνους ήμουν ο παρίας της εφηβείας μας, αφού δεν υπήρχε κοινός παρονομαστής στις προτιμήσεις μας. Κι εγώ αχόρταγα ρουφούσα τη γνώση, μπαίνοντας στις ζωές των βιβλίων και των συγγραφέων τους. Πού να το ονειρευόμουν τότε πως κάποια μέρα θα γινόμουν μία απ΄αυτούς.

Είδαμε το βιντεοκλίπ για την Αβάνα με φωτογραφίες από την ερωτική πόλη κι όταν μετά ξαναπαίχτηκε το βίντεο με τα «Ψηλά Τακούνια Για Πάντα», τα μάτια των καθηγητριών βούρκωσαν καθώς τους έφεραν μνήμες απ΄τις δικές τους φιλίες. Κι ο Αλέξης που μας σέρβιρε καφέδες και σουμάδες στο Καφενείο των Ελαιών του πατέρα του ήταν παρών για να εισπράξει την συγκίνησή μας. Μέσα του δάκρυσε κι αυτός κι ας μην άφησε το δάκρυ να κυλήσει.

Τα παιδιά της λέσχης βιβλίου ήταν μια αποκάλυψη για μένα. Με ρώτησαν για την έμπνευση, για τα ερεθίσματα, για τη συγγραφή την ίδια. Με ανέκριναν αθώα και μοναδικά για το έργο μου. Η ματιά τους κριτική, διεισδυτική, κοφτή σαν ξυράφι. Τα συμπεράσματά τους καίρια και βασισμένα στη λογική της γνώσης.

Τα ρώτησα κι εγώ τι βιβλία διαβάζουν ή μάλλον πώς γίνεται να διαβάζουν σε μια περιρρέουσα εποχή βυθισμένη στην ηλεκτρονική επικοινωνία. Μου έκανε εντύπωση που ο Χρυσόστομος μόλις είχε διαβάσει Ζολά. Ζολά και στις μέρες μας; Διαβάζεται ακόμη;

Η Αλίκη, η Φιλένα, η Μαρία, ο Γιώργος, ο Χρυσόστομος και τα υπόλοιπα παιδιά με ξάφνιασαν με το ενδιαφέρον τους για τη φιλαναγνωσία. Διέγνωσα πως το σαράκι της γραφής υπέβοσκε σε κάποια απ΄αυτά. Τα συμβούλεψα σ΄αυτή την περίοδο της ανάπτυξης του νού να ρουφάνε γνώση απ΄το διάβασμα και ν΄αναβάλλουν τα γραψίμματα για την ενηλικίωση. Ν΄αφήνουν μόνο στο χαρτί όσα η καρδιά τους δεν χωράει.

Η δρ. Αννα Κοψιδά ανέλυσε με ψυχολογικούς όρους τον κύριο χαρακτήρα των Ψηλών Τακουνιών, την ταραγμένη μου Τζούλια. Εφτιαξε ένα ψυχογράφημα διαβάζοντας την κρυφή σκέψη της συγγραφέως. Μεγάλη τιμή να ερμηνευθεί η πληγωμένη μου πρωταγωνίστρια με ένα τέτοιο επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο.

Λάτρεψα τούτη τη συνεύρεση. Επικοινώνησα με τα παιδιά το πάθος για το διάβασμα και για τη συγγραφή. Γνώρισα καθηγήτριες και καθηγητές της Λευκάδας του σήμερα. Και είδα ανάμεσά τους γνώριμα πρόσωπα από τα παιδικά μου χρόνια, κορίτσια κι αγόρια που μοιραστήκαμε μαζί μέρες σχολείου. Μαζί μας και ο φιλόλογος δρ. Σπύρος Βρεττός καθηγητής της ιστορίας στο λύκειο όταν ήμουν μαθήτρια. Ολες οι εποχές αρμονικά συνυπάρχουσες σε μια αίθουσα, γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι.

Ευχαριστώ τις δοκτορέσσες Βιβή και Αννα Κοψιδά, τα παιδιά για το πηγαίο τους ενδιαφέρον και όλους τους εκπαιδευτικούς που παρευρέθηκαν σ΄αυτή τη μοναδική συνάντηση. Οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να χωρέσουν τα συναισθήματα. Μακάρι νάταν καταιγιστικές σαν τις σταγόνες της βροχής που μούσκεψαν τα πόδια μου στον πηγαιμό για το σπίτι.

Άλλη μια νύχτα ευχήθηκα να ξημερώσει με ξαστεριά στη Λευκάδα μου!

Sunday, March 7, 2010

Αρκεί ο διασυρμός!

Καθ οδόν προς την Αθήνα, στο αεδροδόμιο της Φραγκφούρτης διάβασα το πιό κατάπτυστο δημοσίευμα και μοιράζομαι μαζί σας τις σκέψεις μου και τις αμφιβολίες μου για το αν πρέπει να ανήκουμε σ΄αυτή την Ευρώπη που δεν έχει καμιά ιδέα περι αλληλεγγύης και συμμαχίας.

Σήμερα είναι η οικονομία, αύριο θάναι τα σύνορα.

Πώς μπορούμε να στηριζόμαστε σ΄αυτούς;

κι ακόμη, ο καιρός είναι βροχερός. Αφησα την άνοιξη στο Μόντρεαλ και βρήκα το χειμώνα στην Αθήνα. Αλλά το διακσεδάζω με τις φινφον ομπρέλες μου!


Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Ενώ ο πρωθυπουργός αλωνίζει τις πρωτεύουσες του κόσμου για να λάβει πολιτική και ηθική στήριξη για την έξοδο από το αδιέξοδο, τα μέσα ενημέρωσης του κόσμου συνεχίζουν να ρίχνουν το ανάθεμα στην Ελλάδα, που αποτελεί το 2% της οικονομίας της ευρωζώνης.

Η ενορχηστρωμένη επίθεση έχει αρχίσει να με τρομάζει παρότι δεν είμαι οπαδός της θεωρίας της συνωμοσίας.Στο αεροδρόμιο της Φραγκφούρτης έπεσα πάνω στην εφημερίδα Financial Times , η οποία στο πρωτοσέλιδο και στο εσωτερικό της αφιέρωνε ολόκληρες σελίδες κατηγορώντας την Ελλάδα για τους χειρισμούς της σχετικά με δημοσιονομικό έλλειμμα και τη θέση της στην ευρωζώνη.

Αυτό που πραγματικά με εξόργισε τα πλείστα ήταν ένα ειδικό άρθρο γνώμης, το οποίο παρομοίαζε την Ελλάδα με ένα προτεκτοράτο της Αγγλίας, το Νιούφαουνλαντ που τελικά προσαρτήθηκε στην ομοσπονδία του Καναδά.

Ο αρθρογράφος David Hale ενώ παραδέχεται πως η Ελλάδα αποτελεί το 2% της ευρωπαϊκής οικονομίας, σημειώνει πως η χώρα παρουσιάζει δημοσιονομικό έλλειμμα 7,8% από το 1988 και ότι παραποίησε τα οικονομικά στοιχεία προκειμένου να μπεί στην ευρωζώνη το 2001.

Ο αγγλος οικονομολόγος υποστηρίζει ότι η Ελλάδα προκαλεί τριγμούς στην αγορά με το έλλειμμά της διότι υπήρξε χώρα με τρομερή πολιτική αστάθεια, αναφέροντας τον εμφύλιο, τη δικτατορία και την ανατροπή της βασιλείας.
Παρουσιάζοντας το μοντέλο του Νιούφαουντλαντ, που είχε ζητήσει την επιτροπεία της Αγγλίας για να ξεπεράσει τα οικονομικά προβλήματα κάποτε στο απώτερο παρελθόν , ο Ντέιβιντ Χέιλ σημειώνει με θράσος:

«Η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε να ακολουθήσει αυτό το παράδειγμα ζητώντας από την ελληνική κυβέρνηση να διαλύσει το Κοινοβούλιο και να αναθέσει τη διακυβέρνηση της χώρας σε μια επιτροπή έξι γραφειοκρατών, τριών από την Αθήνα και τριών από τις Βρυξέλλες.

Η επιτροπή θα μπορούσε να εγγυηθεί το χρέος της Ελλάδας και να κυβερνήσει τη χώρα μέχρι να εξυγιανθεί οικονομικά. Θα υπήρχαν σίγουρα περισσότερες διαμαρτυρίες για την απώλεια της δημοκρατίας στην Ελλάδα αλλά θα έμαπινε ο θεμέλιος λίθος για την οικονομική ανασυγκρότηση που έχει ανάγκη η Ελλάδα. Η Ελλάδα θα μπορούσε να επιστρέψει στη δημοκρατία το 2015 με τη μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη σε όλη την Ευρώπη.

Ο αρθρογράφος με ποταπή ειρωνία υποδεικνύει πως η Ελλάδα θα μπορούσε να ξεπεράσει τα προβλήματά της μιμούμενη το παράδεγμα του Ντουμπάι, που ονόμασε το μεγαλύτερο πύργο της χώρας στο όνομα του σεϊχη του Αμπουντάμπι, ο οποίος έδωσε σωτήριο δάνειο 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο κρατίδιο προ της πτώχευσης.»Η Ελλάδα θα μπορούσε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Ντουμπάι ονομάζοντας τον Παρθενώνα Ζαν Κλόντ Τρισέ...» καταλήγει ο Χέιλ.

Διαβάζοντας το άθλιο δημοσίευμα, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ, ο υψηλός οικονομολόγος προτείνει να παραδώσουμε τη δημοκρατία μας στην Ευρώπη εν ονόματι ενός δανείου και να κυβερνηθούμε από επιτροπή οικονομολόγων για να διορθώσουμε το δημοσιονομικό μας έλλειμμα, ένιωσα πως η Ελλάδα η χώρα της δημοκρατίας και των τεράστιων αγώνων για την κατάκτησή της, κάθεται στο σκαμνί από τον καθένα αγγλοσάξονα δοκησίσοφο και λαλούντα τη γλώσσα της υπεροψίας και της ιστορικής άγνοιας.

Ολοκληρώνοντας το κατάπτυστο άρθρο, όπου πάλι ο Παρθενώνας μας γίνεται αντικείμενο σεναρίου αγοραπωλησίας, σκέπτομαι πόσο βδελυροί μπορεί να γίνουν οι συνεταίροι της Ευρώπης ενάντια στις ρίζες του ιστορικού πολιτισμού μας /τους, στο όνομα μιας οικονομικής κρίσης.

Ειλικρινά θλίβομαι που σ’ αυτή την συγκυρία, οι Ευρωπαίοι αντί να τιμήσουν την ενότητα της νομισματικής ένωσης, ξιφουλκούν εναντίον της Ελλάδας ταπεινώνοντας το αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας του λαού μας.

Μπορώ να ομολογήσω μετά από χρόνια πως μετανιώνω που η πατρίδα μου έγινε μέλος μιας Ευρώπης, η οποία δεν φαίνεται να έχει προσανατολισμό, ηθική, πνευματικό φρόνημα και προπάντων δεν είναι αλληλέγγυη προς τους λαούς που τη συναποτελούν.

Προς τι αυτή η συμμαχία τελικά;

Friday, March 5, 2010

Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη: «Γράφω αυτό που είμαι»

Κάναμε θραύση στις βιτρίνες. Μπροστά απο το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης

Και το συνοικιακό βιβλοπωλείο της Καλλιθέας Περδίκης . Βιτρίνα και υπογραφή βιβλίων


Με τη φιλόξενη οικογένεια Περρίδκης

Με τη φιλενάδα μου φιλόλογο Αγγελική Σπηλιά, ενώ με μονοπωλεί η ξαδέλφη μου Μαρία Κακαβούλη-Σουλάκου υπο το βλέμμα του συζύγου της Φίλιππου Σουλάκου
Με την κολλητή μου Αγγελική μας συνδέει φιλία 35 χρόνων

Η εκδότριά μου Νίνα Ψυχογιού πάντοτε στο πλευρό μου

Καθώς αναχωρώ για την πατρίδα, όπου με περιμένουν οι γονείς, οι φίλοι, οι συνάδελφοι και η εξελικτική πορεία του τελευταίου βιβλίου μου Για την Αγάπη των Αλλων θέλω να καταθέσω μια λακωνική αλλά ουσιαστική συνέντευξη που μου πήρε επι της ουσίας του μυθιστορήματος ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Στεργιόπουλος στο περιοδικό Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας. Δημοσιεύθηκε στις 17 Δεκέμβρη αλλά παραμένει επίκαιρη καθώς το ανάγνωσμα συνεχίζει την ανοδική πορεία του στα ευπώλητα.

Πρέπει να πώ ότι ο νεαρός συνάδελφος Αλέξανδρος Στεργιόπουλος με εντυπωσίασε γιατί κατέφθασε απολύτως διαβασμένος μέχρι λεπτομερείας περί του βιβλίου. Πραγματικά χάρηκα την εντιμότητα ενός νέου επαγγελματία κι εύχομαι να συνεχίσει έτσι απόλυτα την καριέρα του στο χώρο του βιβλίου, που είναι σπουδαίος και θαυμαστός.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Αλέξανδρο Στεργιόπουλο

Η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη μάς παρουσιάζει την τοιχογραφία μιά άλλης εποχής.
Τα ήθη και η ιστορία της ιταλοκρατούμενης Δωδεκανήσου «χρωματίζουν» το μυθιστόρημά της Για την αγάπη των άλλων, (εκδόσεις Ψυχογιός, σ. 408, 17,70 ευρώ ). Μια νεαρή κοπέλα μεγαλώνει στη Νίσυρο. Ερωτεύεται νεαρό συμπατριώτη της. Ο πατέρας απουσιάζει στην Αμερική. Η μάνα αναπληρώνει το κενό. Η προδοσία όμως θα σημαδέψει την τύχη της και θα προκαλέσει μια συγκλονιστική καραμπόλα.

Το βιβλίο σας εμπνέεται από αληθινή ιστορία. Ψάχνετε τέτοιες αφορμές για να γράψετε;

Η αλήθεια είναι ότι με συγκινούν οι αληθινές ιστορίες. Προσφέρουν μια γνησιότητα, στην οποία μπορεί να «πατήσει» ο συγγραφέας και να φτιάξει τη μυθοπλασία του. Δεν τις αναζητώ πάντως. Ομολογώ ότι δεν είναι πρόθεσή μου, αλλά αν υποπέσει στην αντίληψή μου οποιαδήποτε, την αξιοποιώ. Με ιντριγκάρει τρομερά η πραγματική, ανθρώπινη συνθήκη, σε όλες της τις διαστάσεις.

Αξιολογείτε και αναλόγως αξιοποιείτε;


Σαφώς και κρίνω. Το γεγονός ότι δεν είμαι οπαδός της απόλυτης μυθοπλασίας για τη μυθοπλασία, ανάγεται στο ότι είμαι οίκοθεν δημοσιογράφος. Οταν, λοιπόν, υπάρχει μέσα σου, για χρόνια, η δουλειά αυτή, νομίζω ότι δύσκολα μπορείς να ξεφύγεις από τη γνησιότητα και την πραγματικότητα μιας ιστορίας.


Οι ζωές σε μια μικρή κοινωνία σήμερα, σαν κι αυτή της Νισύρου, είναι τόσο «δεμένες» όπως και στο μυθιστόρημα;

Είμαι σίγουρη ότι στις μικρές κοινωνίες ισχύουν ακόμη οι ανθρώπινες σχέσεις. Τα ήθη όμως είναι πολύ πιο ελαστικά και δεν υπάρχει περίπτωση να αντιμετωπίσουμε ιστορία σαν της Μαργαρίτας. Μια ανθρώπινη καραμπόλα. Εντούτοις, υπάρχουν ισχυροί ανθρώπινοι δεσμοί σε μικρές κοινότητες, που εδράζονται στην κοινωνική συνθήκη και αναγκαιότητα. Το υποστηρίζω, καθώς προέρχομαι από μικρό τόπο, τη Λευκάδα, και βλέπω να λειτουργεί παρόμοια το σύστημα. Σε άλλο επίπεδο όμως. Σ' αυτό της κοινωνικής κριτικής, παρά της αναγκαιότητας στον έρωτα.


Πόσο δύσκολο ήταν να δημιουργήσετε την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής;

Εκανα μεγάλη έρευνα. Τη Νίσυρο την είχα επισκεφθεί κι εκεί έμαθα την ιστορία. Αρνήθηκα να ξαναπάω όλα αυτά τα χρόνια. Μέσα στο μυαλό μου μεγάλωνε η ιστορία. Ηθελα να μείνω με τον κοχλασμό του ηφαιστείου και γενικά μ' αυτό που εισέπραξα σαν πρώτη εντύπωση από τον χώρο στον οποίο ξετυλίχτηκε. Αντιθέτως, πήγα στη Ρόδο, στις βιβλιοθήκες της, όπου και βρήκα το ιστορικό υλικό. Δεν ήταν τελικά δύσκολο να αναπαραστήσω την εποχή, διότι τέσσερα χρόνια «μεγάλωνε» μέσα μου η ιστορία. Γι' αυτό και είναι τόσο γνήσιο το βιβλίο.


Θεωρώ ότι το βιβλίο είναι «φεμινιστικό». Από την άποψη ότι ο άνδρας παρουσιάζεται, όχι σε όλες τις περιπτώσεις, κάπως άτιμος.


Οι αντρικοί χαρακτήρες ήταν πραγματικά έτσι. Ο άντρας της, Τζαννής, εγκατέλειψε την οικογένειά του και έστελνε μόνο χρήματα από τις ΗΠΑ. Ο Γεράσιμος υπήρξε ένας ακραίος προδότης του πιο αγνού έρωτα μιας γυναίκας: της Μαργαρίτας. Οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι δυνατοί, γιατί στα Δωδεκάνησα είναι μητριαρχικές οι οικογένειες. Οι άνδρες, λόγω του πεπερασμένου χώρου, της μεγάλης απόστασης και του άγονου, έφευγαν νωρίς, μετανάστευαν (ΗΠΑ, Αυστραλία). Επομένως, ήταν μοιραίο να αναπτυχθούν τα αντανακλαστικά της μητριαρχίας.


Είναι εκπληκτικό πώς ορίζει η παράδοση τη ζωή τόσων ανθρώπων. Αναφέρομαι στον γάμο της αδελφής, που θα «ελευθερώσει» τους υπόλοιπους.

Είναι ο πυρήνας του βιβλίου. Μπορεί να φαίνεται στο τέλος, να μην παρουσιάζεται ο άγραφος νόμος πόσο ουσιαστικός είναι, αλλά τότε έπρεπε να παντρευτεί η αδελφή πρώτη και μετά τα αγόρια. Αν υπήρχαν αδερφές, δίνονταν το σπίτι και η προίκα στην πρώτη κόρη και οι υπόλοιπες γίνονταν υπηρέτριες. Αν δεν βρισκόταν άνδρας να τις πάρει, έμεναν έτσι. Υπήρχαν άγραφοι νόμοι σ' αυτά τα νησιά, δωρικοί. Το τονίζω, διότι προκάλεσε καραμπόλα και είχαμε 11 ζευγάρια ακινητοποιημένα για δύο χρόνια. Κορυφαία στιγμή της ιστορίας.

Ο γάμος της Μαργαρίτας με τον φαροφύλακα ήταν θυσία για τους υπόλοιπους.

Η Μαργαρίτα ή θα πήγαινε σε μοναστήρι, διαψεύδοντας όμως τα όνειρα της μάνας, ή εάν δεν έκανε τίποτα, θα «έσπαγε» την παράδοση ο αδελφός της, μια και περίμεναν τόσα ζευγάρια. Αυτή θα γινόταν υπηρέτρια και η αξιοπρέπειά της δεν το ανεχόταν. Οποτε έπρεπε να λύσει το μπέρδεμα. Ηταν πράγματι θυσία.


Ξεκινάτε το μυθιστόρημα με τη φυγή του Στρατή στις ΗΠΑ και τελειώνετε με τη φυγή της Μαργαρίτας και του Στάθη στην ίδια χώρα.


Σωστά παρατηρείτε. Οταν σχεδιάζω ένα μυθιστόρημα, το σχεδιάζω με μια αρχιτεκτονική. Δηλαδή, αυτό είναι ένα γραμμικό μυθιστόρημα της αφηγηματικής εξέλιξης. Δεν έχει πρωτοτυπία στη δομή, αλλά άρχισα και τελείωσα με την αποδημία. Ηταν στην πραγματικότητα των ηρώων μου, και διότι εγώ είμαι απόδημη Ελληνίδα. Ζω στο εξωτερικό. Η αποδημία είναι ένα από τα υπαρξιακά μου θέματα. Είναι στη θεματολογία μου πάντα. Γιατί αυτό είμαι. Δεν επιλέγω, γράφω αυτό που είμαι».

Tuesday, March 2, 2010

Φλογισμένες μνήμες



Της Ιουστίνης Φραγκούλη

"Τα μάτια του είχαν στεγνώσει από τα δάκρυα και έτσουζαν. Ο μεσημεριάτικος ήλιος γυάλιζε τις γυμνές στρογγυλές κορφές των βουνών απέναντι και τις έκανε γλιστερές, μεθυστικές, σαν τα αλαβάστρινα στήθια γυναίκας. Δεν μπόρεσε να μην τη σκεφτεί. Χθες βράδυ δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Όλη νύχτα στριφογύριζε εφιαλτικά στο στρώμα του. Και, παρόλο που η ψυχή του αιμορραγούσε από τα λόγια της, τα μάτια της Άννας έρχονταν συνέχεια μπροστά του, έτσι όπως τα είδε σε κείνα τα δευτερόλεπτα στη βρύση, και του σάλευαν το μυαλό..." Ο Πάνος, φτωχόπαιδο από το χωριό Αγράμπελη της Ναυπακτίας, έχει βάλει στόχο της ζωής του να σπουδάσει, και μέσα από μύρια βάσανα το πετυχαίνει. Συμμαθητής με την Άννα Βλαντή, κόρη της πιο πλούσιας οικογένειας του χωριού, την ερωτεύεται κρυφά. Ο έρωτας χτυπάει και εκείνης την πόρτα, δεν θέλει όμως να το παραδεχτεί, κι έτσι κάνει τη ζωή του Πάνου πολύ δύσκολη... Η ιστορία που ξετυλίγεται στις "Φλογισμένες πέτρες" της Βάνας Κοντομέρκου καλύπτει τον πόλεμο του '40, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Είναι ένα ζωντανό χρονικό, καθώς τα πάθη της εποχής διαμορφώνουν τους χαρακτήρες. Στο τέλος, όμως, η ανθρωπιά ξετρυπώνει δειλά το πρόσωπο της και σώζει τον κόσμο. Ο πόλεμος, όσο κι αν βγάζει απειλητικά τα δόντια του έχοντας ως συμμάχους του τη βία και την ανυποληψία, το μίσος και τη θηριωδία, είναι αυτός που βγαίνει χαμένος, καθώς η ζωή παίρνει την εκδίκηση της μέσα από τα νιάτα και την ελευθερία του νου.»

Αυτή είναι η περίληψη του οπισθόφυλλου του μυθιστορήματος «Φλογισμένες Πέτρες» της Βάνας Κοντομέρκου, η οποία είχε την τύχη να αναγνωσθεί απο τον Βασίλη Βασιλικό και να απολαύσει του λακωνικού αλλά καίριου προλόγου του στην έκδοση των 600 σελίδων, που κυκλοφόρησε απο τις εκδόσεις Ηλέκτρα το 2008.

Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται στην κακοτράχαλη γή της ορεινής Ναυπακτίας κατα τα πέτρινα χρόνια του πολέμου, του εμφυλίου σπαραγμού και των κοινονικών ανισοτήτων. Ο Πάνος και η Αγλαϊα, παιδιά μιας φτωχοφαμελιάς ζούν κάτω απο τη βιαιότητα του μέθυσου πατέρα τους στον απόηχο του πρόωρου θανάτου της μάννας τους.

Η ζωή τους διασταυρώνεται με εκείνη των Βλανταίων, που αποτελούν μεγάλη και περιώνυμη οικογένεια του χωριού Αγράμπελη. Ο Πάνος ερωτεύεται κρυφά την αρχοντοπούλα Αννα εισπράττοντας το χλευασμό της, ενώ η Αγλαϊα αψηφάει την κοινωνική συνθήκη και παντρεύεται τον αριστερόφρονα Αρτέμη της ίδιας οικογένειας.

Η γενναιοδωρία των γυναικών του Βλανταίκου αντιπαρατίθεται με τη μιζέρια των γυναικών της υπαίθρου, που ζούν ρουφώντας τα απομεινάρια της καθημερινότητας της πλούσιας αρχοντικής οικογένειας.

Ο Πάνος θα περάσει απο «του λιναριού τα πάθη» για να φοιτήσει στο γυμνάσιο του Επαχτου χάρη στην πατρική αγάπη ενός τυχόντα. Ο έρωτάς του με την Αννα στα χρόνια του πολέμου θα πέσει στο κενό, καθώς εκείνη μπλέκει με ένα κατοχικό προδότη, ο οποίος την ταπεινώνει στο έπακρο.

Ο εμφύλιος σπαραγμός, όπου ανακινούνται τα παλιά μίση και πάθη των χωριατών, η δίψα για εκίδκηση ενός τσοπάνου του υποστατικού, θα προκαλέσουν τον αλισυδωτό χαμό των αρσενικών της οικογένειας Βλαντή. Η οικογένεια ξεκληρίζεται και μαζί χάνεται το πέτρινο σπιτικό, σύμβολο του πλούτου και της ευημερίας των λίγων.

Ο έρωτας του μορφωμένου και πετυχημένου κοινωνικά Πάνου για την Αννα δεν πεθαίνει ακόμη κι όταν μετά τον πόλεμο εκείνη αναχωρεί για την Αμέρικα. Το μίσος του για τους προδότες συνεχίζει να πλανιέται δεκαετίες μετά τον σπαραγμό. Ο Πάνος ανατριχιάζει στην ιδέα πως ο γιός του ερωτεύθηκε την κόρη ενός γερμανοτσολιά που πρόδωσε, απίστησε, βιαιοπράγησε εναντίον των συγχωριών του αλλά και της πολύτιμης Αννας στα πέτρινα χρόνια του κοινωνικού μίσους.

Η Βάνα Κοντομέρκου αριστοτεχνικά πλέκει το μυθιστόρημα με τα στέρεα υλικά του μύθου, του ιστορικού υπόβαθρου και μιας ηθικής που διαπερνάει τον κορμό όλου του έργου χωρίς να υποβάλει ηθικοπλαστικές προτροπές.

Οι εικόνες της απο την πατρώα γή της Ναυπακτίας είναι θαρρείς ζωγραφιές σε ένα πίνακα, όπου κυριαρχεί το πράσινο σε όλες του τις αποχρώσεις διανθισμένο με τα γάργαρα νερά της περιοχής.

Οι χαρακτήρες κτίζονται αργά και σταθερά, αντέχουν στο χρόνο και τα δεινά που προκύπτουν κυρίως απο την άβυσσο της ανθρώπινης θηριωδίας.

Η Βάνα Κοντομέρκου χωρίς εμπάθεια παρουσιάζει την πιό ευαίσθητη εποχή της Ελλάδας κρατώντας αποστάσεις απο τα γεγονότα και οδηγώντας τον αναγνώστη σε μια κάθαρση μέσα απο την πολυκύμαντη ιστορία των ηρώων της.

Απόλαυσα κάθε λέξη αυτού του μεγάλου έργου, που δυστυχώς δεν έτυχε ευρείας κυκλοφορίας λόγω της περιορισμένης διακίνησης του εκδοτικού οίκου. Ωστόσο, το βιβλίο μπορείτε να το παραγγείλετε απο το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης στην ηλετκρονική διεύθυνση http://www.books.gr/ViewShopProduct.aspx?Id=4970534

Το συστήνω ανεπιφύλακτα δηλώνοντας ευθαρσώς ότι είναι ένα απο τα στερεότερα μυθιστορήματα που διάβασα τον τελευταίο καιρό. Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στη συγγραφέα για το έργο, που έγραψε ζώντας μακράν του τόπου της κάπου μακριά στην επίπεδη καρποφόρα γή του Κονέκτικατ.

Νιώθω τυχερή που γνώρισα τη Βάνα Κοντομέρκου μέσω του αγαπημένου φίλου μου Στράτου Δουκάκη. Νιώθω πλήρης που διάβασα αυτό το επικό μυθιστόρημα με μια ανάσα γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με την ευωχία της καλής γραφής.