Μαρία
Κακαβούλη-παπα Νίκος Φραγκούλης
Ο
θείος Αλέκος μου ζήτησε να γράψω ένα
βιογραφικό σημείωμα για τους γονείς
μου, αλλά θεωρώντας ότι τους χρωστάω
κάτι περισσότερο από απλές ημερομηνίες
ερριμένες στο χαρτί, αποφάσισα να γράψω
αυτή τη μικρή ιστορία.
Η
μητέρα μου Μαρία Κακαβούλη δεν είχε
ηλικία. Κανείς δεν γνωριζε την χρονολογία
της γέννησής της καθώς η γυναικεία
ματαιοδοξία της δεν της επέτρεπε να
κάνει τις σχετικές αποκαλύψεις.
Γνωρίζουμε
ότι υπήρξε νέα εκπάγλου καλλονής, που
γεννήθηκε στην δεκαμελή οικογένεια
του παπα-Κώστα Κακαβούλη στο Σύβρο,
αποτελώντας ένα από τα τρία θηλυκά εκ
των οκτών παιδιών του.
Η
ξαφνική δολοφονία της μάννας της κατά
τον εμφύλιο απο
την ομάδα των Κομμουνιστών,
σημάδεψε τα άγουρα χρόνια της φυτεύοντας
βαθειά και αθεράπευτη πληγή μέσα στην
καρδιά της.
Ακολούθησε
τον πατέρα της στη Βασιλική, όπου ο
παπα-Κώστας Κακαβούλης ιερουργούσε,
εμφυτεύοντας μέσα της το όνειρο να φύγει
από τη ζωή του χωριού και να παντρευτεί
στο άστυ.
Οταν
ο παπα-Κώστας Κακαβούλης διορίσθηκε
πρωτοσύγγελος στην Μητρόπολη Λευκαδας,
η νεαρή Μαρία τον ακολούθησε μένοντας
στο Δεσποτικό και ακολουθώντας την
αδελφή του Δεσπότη Δωρόθεου Παλλαδηνού
, δεσποινίδα Ιουστίνη Παλλαδηνού στην
καθημερινότητα και τα ταξίδια της. Το
όνειρό της να ζήσει μια αστική ζωή
έπαιρνε σάρκα και οστά.
Η
ομορφιά και η φυσική της ευγένεια
καταγοήτευσαν τη Λευκάδα. Κι εκείνη με
τη Λευκαδίτικη φορεσιά της όργωνε την
αγορά σκορπίζοντας το λαμπερό της γέλιο.
Εκεί
την γνώρισε ο πατέρας μου Νίκος Φραγκούλης,
απόφοιτος του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού
Φροντιστηρίου της Πάτρας και την αγάπησε
για την ομορφιά της και την ηθική της
ευπρέπεια.
Αλλά
ας πάρουμε το νήμα της ζωής του Νίκου
Φραγκούλη, που ξεκινάει από την ορεινή
και απόμακρη Εγκλουβή. Εκεί γεννήθηκε
ο πρωτότοκος γιός της οικογένειας Νίκος
από τον Κωνσταντία Φραγκούλη και τον
Απόστολο Φραγκούλη το 1929.
Από
μικρός επέδειξε τρομερό ζήλο για τα
γράμματα, δουλεύοντας παράλληλα και
στις αγροτικές δουλειές του χωριού.
Μετά το δημοτικό , μεταφέρθηκε στη
Λευκάδα για τις γυμνασιακές σπουδές
του, νοικιάζοντας ένα δωματιάκι σε
αστικό σπίτι της πόλης. Το όνειρό του
ήταν να υπηρετήσει την κοινωνία από τη
θέση του ιερέως, αυτό ήθελε να πετύχει
στη ζωή του.
Ο
πόλεμος τον ανάγκασε να διακόψει το
γυμνάσιο αλλά αργότερα στο στρατό
παρακολούθησε νυχτερινό γυμνάσιο
ολοκληρώνοντας τον κύκλο της μέσης
εκπαίδευσης. Επόμενος σταθμός του ήταν
οι δίχρονες θεολογικές σπουδές στο
Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο
της Πάτρας, όπου γνωρίσθηκε με τον
μελλοντικό κουνιάδο του Νίκο Κακαβούλη,
γιό του πρωτοσύγγελου παπα-Κώστα
Κακαβούλη.
Μέσω
του συμφοιτητή του γνώρισε τη Μαρία
Κακαβούλη, η οποία τον γοήτευσε με την
ομορφιά της. Τη ζήτησε σε γάμο αμέσως
μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του και
πρίν χειροτονηθεί σε διάκονο. Ο γάμος
έγινε με συνοπτικές διαδικασίες το 1956
και σύντομα μετά ο Νίκος χειροτονήθηκε
σε διάκονο και παπά το ίδιο έτος από τον
Μητροπολίτη Λευκάδας Δωρόθεο.
Ο
πρώτος διορισμός του νεαρού παπα-Νίκου
ήταν στο πατρικό χωριό της Εγκλουβής.
Η Μαρία στην αρχή τρόμαξε με την προοπτική
να πάει να ζήσει σε ένα ορεινό χωριό,
όπου δεν γνώριζε κανένα. Αλλά η αίσθηση
του καθήκοντος ήταν δυνατότερη από τις
επιθυμίες της νεαρής γυναίκας.
Τον
χρόνο που έζησε εκεί ξεδίπλωσε τη
ζεστασιά του χαρακτήρα της κατακτώντας
τους συγγενείς και συγχωριανούς της,
που τη λάτρεψαν σα δική τους κόρη.
Το
1957 ο παπα-Νίκος διορίσθηκε στην ενορία
των Αγίων Αναργύρων στη Λευκάδα. Εκεί
η Μαρία γέννησε τον πρωτότοκο γιό της
Αποστόλη Φραγκούλη. Αποχαιρέτησε το
χωριό αλλά η καρδιά της έμεινε δεμένη
για πάντα στα ορεινά, γι αυτό το σπίτι
της πλημμύριζε καθημερινά από τους
αγαπημένους της Εγκλουβησάνους.
Το
1959 ήρθε στη ζωή της η πρώτη κόρη της
οικογένειας Ιουστίνη και το 1962 η
οικογένεια συμπληρώθηκε με την γέννηση
της Κωνσταντίνας.
Ο
παπα-Νίκος υπηρέτησε ως εφημέριος στο
ναό των Αγίων Αναργύρων από το 1957 έως
το 2009 οπότε αποχώρησε ως συνταξιούχος.
Λάτρεψε τους ενορίτες του και βοηθησε
στην ανκαίνιση έξι εξωκκλησίων, όπως
αρέσκεται να αναφέρει συχνά. Η μεγάλη
του αγάπη υπήρξε το εξωκκλήσι της Αγίας
Μαρίνας, το οποίο έχτισε από την αρχή
μαζί με ένα όμορφο κελί, ποτίζοντας με
θρησκευτική ευλάβεια τον κήπο του και
μεγαλώνοντας δενδρύλλια και λουλούδια.
Επίσης
με τη συμπαράσταση συγχωριανών του
αναδόμησε το μικρό
ναϊσκο του Αγίου Δονάτου στην ορεινή
περιφέρεια της Εγκλουβής αναβιώνοντας
το πανηγύρι του Αγίου στις 7 Αυγούστου
και την ευλογία της φακής, που παράγεται
εκεί στα χωράφια του
οροπεδίου γύρω
από τους Βόλτους.
Ο
παπα-Νίκος υπήρξε διευθυντής του
Γηροκομείου Λευκάδας από το τέλος της
δεκαετίας του 70, οπότε ο ιδρυτής μακαριστός
Μητροπολίτης Δωρόθεος του είχε αναθέσει
τα ηνία. Δούλεψε με ήθος και συνέπεια
για να χαρίσει όμορφες στιγμές στους
μοναχικούς γέρους της Λευκάδας.
Εδωσε
μεγάλες γραφειοκρατικές μάχες για να
λάβει την άδεια ανέγερσης
νέας πτέρυγας, η οποία μετά από εράνους
και με την επιδεικτική αποχή της Ελληνικής
πολιτείας ολοκληρώθηκε στα τέλη της
δεκαετίας του 90. Οπως είχε ομολογήσει
ο τότε υφυπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας
Θεόδωρος Κοτσώνης
σε
ιδιωτικό διάλογο μαζί μου, το
κόστος της οικοδόμησης του Γηροκομείου
Λευκάδος κόστισε
το ένα τέταρτο από τον
προϋπολογισμό
ενός ανάλογου οικοδομήματος του Δημοσίου.
Ο
παπα-Νίκος αποχώρησε από το τιμόνι του
Γηροκομείου το 2004 μετά από διαφωνίες
που είχε με τον μακαριστό Μητροπολίτη
Νικηφόρο. Πάντοτε επισκεπτόταν τα
αγαπημένα γεροντάκια του όταν το
επέτρεπαν οι συνθήκες.
Οι
γονείς μου , ο παπα-Νίκος και η Μαρία ,
ήταν σπουδαίοι καθώς είχαν θέσει σε
προτεραιότητα την οικογένειά τους. Ο
πατέρας μου ήταν ακοίμητος φρουρός και
εμπνευστής της παιδείας μας και η μάννα
μου ήταν γυναίκα του σπιτιού που φρόντιζε
για το νοικοκυριό, την ωραία μας εμφάνιση
και το νοστιμότατο φαγητό. Ηταν εκείνη
που μας εμφύσησε τη φιλοδοξία να πετάξουμε
με τα δικά μας φτερά και τα κορίτσια να
γίνουμε γυναίκες με δυναμική
καριέρα.
Οι
ρόλοι ήταν διακριτοί ανάμεσα στους δυό
γονείς, αλλά είχαν μια απόλυτα αγαστή
συνεννόηση όσον αφορά στην ανατροφή
μας. Η μάννα μας έφερε βαρέως τον άδικο
χαμό της δικής της μάννας. Η ζωή της
κύλησε μέσα σε ένα αδιάκοπο αναστεναγμό.
Ηταν ταγμένη να υπηρετεί και να εξυπηρετεί
τους αδύναμους, ήταν εκείνη που συγκέντρωνε
στο σπίτι συγγενείς και φίλους που
κατέβαιναν τόσο από το μητρικό χωριό
της το Σύβρο όσο και από το πατρικό χωριό
την Εγκλουβή.
Ο
πατέρας μου ήταν ένας εφημέριος με
ατζέντα
να υπηρετεί την Εκκλησία του, τους
ενορίτες και το Γηροκομείο αργότερα.
Τέλεσε το καθήκον του επαρκώς μοιράζοντας
αγάπη και συγχώρεση στους ανθρώπους.
Οι
δυό γονείς μας μεγάλωσαν με μια βαθειά
Χριστιανική και ουμανιστική θεωρία
χωρίς αγκυλώσεις, απαγορεύσεις και
ενοχές. Μας έπλασαν πολίτες του κόσμου,
χαρίζοντάς μας ελευθερία στις επιλογές
της ζωής.
Ημασταν
μια ευτυχισμένη οικογένεια, ώσπου η
ασθένεια χτύπησε την πόρτα της Κωνσταντίνας
μας στις αρχές του 2004. Ο θάνατός της μας
παρέσυρε στην αθεράπευτη δυστυχία της
απώλειας. Η μάννα μας έφυγε το 2010 χτυπημένη
από τον πόνο του θανάτου της μικροκόρης
της. Το χαμόγελο δεν γύρισε ποτέ στα
χείλη της από τότε που η γή αγκάλιασε
το άψυχο σώμα της Κωσνταντίνας μας.
Ο
πατέρας μας, γαλήνιος αποδέκτης της
πραγματικότητας, πιστεύει σθεναρά πως
όλα είναι κατευθυνόμενα από το Θεό. Ζεί
ακόμη στη γειτονιά της οδού Μιχαήλ Σκένα
στη Λευκάδα, υπηρετώντας την εκκλησία
του και τους ανθρώπους. Του λείπει η
αγαπημένη πρεσβυτέρα του, η Κωνσταντίνα
του και συχνά αποτίει τριάγια μνήμης
στις αγαπημένες απούσες εκεί στο
Νεκροταφείο Λευκάδας.
Νιώθω
απόλυτα τυχερή που ανατράφηκα σε αυτό
το περιβάλλον της αγάπης και της προσφοράς
κι ευγνωμονώ τους γονείς μου για όσα
μας πρόσφεραν με την γενναιοδωρία και
την αγαθοσύνη της υπέροχης ψυχής τους.
Τζουστινάκι
No comments:
Post a Comment