Thursday, March 31, 2016

Κώστας Κρανιάς: Η πρόωρη αναχώρηση ενός τζέντλεμαν!!!


 
Αυτή η χρονιά είναι σημαδιακή. Μιά μιά οι απώλειες αγαπημένων προσώπων τη γεμίζουν, αδειάζοντας διαρκώς τις δικές μας ζωές.

Πρόσφατα έφυγε ο αγαπημένος φίλος και εκδότης απο το Τορόντο, ο Κώστας Κρανιάς, ένας άνθρωπος που πολέμησε με πάθος για την αλήθεια και την καθαρότητα της Ελληνικής παροικίας του Τορόντο.

Με τον Κώστα συνεργασθήκαμε στην παγκόσμια ομοσπονδία ομογενών δημοσιογράφων, μιλήσαμε πολύ, ονειρευτήκαμε περισσότερο και διαψευσθήκαμε στο τέλος ακυρωμένοι ως προς τις προσδοκίες μας με την αποτυχία του εγχειρήματος του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού.

Ο Κώστας Κρανιάς μου προσέφερε στήλη στην εφημερίδα του «Ελληνικός Τύπος» και δεθήκαμε περισσότερο όταν συμπορευθήκαμε στην ελληνική τηλεοπτική ώρα.

Ηταν ένα ζωντανό πλάσμα, παθιασμένο για τη Μακεδονία και για όλα τα εθνικά ζητήματα. Ενας τζέντλεμαν με την ουσιαστική σημασία του όρου, που θα μείνει χαραγμένος στην καρδιά μου για την ήπια ομιλία και το γλυκό του γέλιο.

Εύχομαι στη σύζυγό του Αναστασία, τις κόρες, τους γαμπρούς και τα 8 εγγόνια του συλλυπητήρια. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.

Ιουστίνη Φραγκούλη
 
 
 

 

Παραθέτω τον αποχαιρετιστήριο λόγο του συνεργάτη και συνεκδότη του Ηλία Κουτίνα, ο οποίος περικλείει όλα αυτά που ήταν ο Κώστας Κρανιάς.

 

 

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Του Ηλία Κουτίνα

 

Ο ιδρυτής της αυτής της εφημερίδας που κρατάτε στα τώρα στα χέρια σας, δεν είναι πλέον ανάμεσα μας. Ο αδερφός, φίλος, οικογενειάρχης, σύζυγος, πατέρας, παπούς, και μεγάλος Έλληνας, Κώστας Κρανιάς δεν ζει πλέον μαζί μας. Το νήμα της ζωής του κόπηκε την περασμένη Τρίτη το βράδυ, κτυπημένος από την επάρατη νόσο.

Ο Κώστας μπορεί αδίκως να μην έφυγε πλήρης ημερών, έφυγε όμως πλήρης επιτευγμάτων. Μεγάλα και χειροπιαστά όλα τους στο σύνολο τους. Επιτυχημένος επιχειρηματίας με ανεξίτηλη την σφραγίδα του στην αγαπημένη του Ντάνφορθ, επιτυχημένος εκδότης, μιας από τις εγκυρότερες, αν όχι η εγκυρότερη εφημερίδα της Παροικίας μας, Μα πάνω από όλα ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος και οικογενειάρχης. Τρυφερός σύζυγος της Αναστασίας, το μεγαλύτερο στήριγμα της ζωής του, τρφερός πατέρας της Τζένης και της Αθηνάς, και των συζύγων τους Κώστα, και Σπύρου και ακόμη πιο τρυφερός παπούς στα οχτώ του εγγόνια. Ήταν τέτοια η αγάπη του για αυτά, που κρυολογούσε και αυτός συνεχώς μαζί τους. Τόσο πολύ κοντά του τα είχε. Όταν τον πείραζα για τα συχνά του κρυολογήματα μου απαντούσε πως θα έρθει και μένα η σειρά μου.

Ο ήχος του κινητού μου είναι πάντα ο ίδιος. Όμως το βράδυ της Τρίτης μου ακούγονταν σαν «μην απαντάς», «μην απαντάς». Δεν ήθελα να απαντήσω γιατί ήθελα τα πράγματα να γίνουν όπως ήταν πριν.  Πριν όταν μιλούσαμε με τις ώρες στο τηλέφωνο, και σχολιάζαμε όλα τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στην Παροικία και στην Πατρίδα. Για το που πάει η Κοινότητα μας, η άλλη μεγάλη αγάπη του Κώστα μετά την Αναστασία και τα παιδιά του. Τι μπορούμε να κάνουμε για να την βοηθήσουμε και να σιγουρέψουμε την μακροημέρευση της;  Γιατί σαν Παροικία δεν μπορούμε να τελειώσουμε το Πολιτιστικό κέντρο; Γιατί μπορούν οι άλλοι και όχι εμείς; Γιατί να υπάρχει αυτή η αντιπαράθεση με τον πνευτικό μας πατέρα; Γιατί, γιατί, γιατί.  Πολλά τα γιατί του Κώστα.

Ο Κώστας πίστεψε και πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις για την αστική δομή της Παροικίας. Ονειρεύθηκε μια Παροικία που θα ξεκίναγε από τους συλλόγους, θα περνούσε στις κοινότητες, μετά στις επαρχιακές Ομοσπονδίες και θα κατέληγε τέλος στο Ομοσπονδιακό Κονγκρέσο. Παράλληλα με αυτή τη δομή ,πίστευε επίσης και στην ύπαρξη μιας άλλης παράλληλης υποδομής, αυτής της εκκλησιαστικής, με τις δυο τους να συνεργάζονται άψογα για το καλό της Ομογένειας πάνω στην αρχή του «τα του καίσαρος τω Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ».  Γι’αυτό εξάλλου έγινε και εκδότης. Για να προωθήσει αυτή την ιδέα. Εκδότης από αγάπη στα κοινά και όχι για επιχειρηματικούς ή βιοποριστικούς λόγους. Αποτύπωνε όλες αυτές τις σκέψεις του και τους προβληματισμούς του κάθε εβδομάδα στο χαρτί από την πιο δημοφιλή στήλη σε όλον τον Παροικιακό τύπο. Το τηλεσκόπιο. Οι γραπτές του σκέψεις καταβροχθήζονταν κυριολεκτικά από τους αμέτρητους φίλους του αλλά και από τους λιγοστούς μετρημένους στα δάχτυλα εχθρούς του. Καταβροχθήζονταν από εκείνους που αναζητούσαν την αλήθεια , αλλά και από εκείνους που επιζητούσαν να την σκεπάσουν για να μην γίνουν γνωστά τα σχέδια τους. Δεν μάσαγε τα λόγια του, ή μάλλον τις λέξεις του  πάνω στο χαρτί. Γι’ αυτό εξ άλλου πρόεδροι, πρόξενοι, πρέσβεις, αλλά και απλοί άνθρωποι επιζητούσαν την φιλία του και την συμβουλές του.Συγκρούστηκε για τα πιστεύω του μέχρι το τέλος και δεν μετάνοιωσε ποτέ . Δεν μετανοιώνεις εξ’ άλλου για κάτι που αγαπάς παθολογικά. Απλά πικραίνεσαι. Μερικοί τον πίκραναν. Αυτό όμως τον έκανε πιο αποφασισμένο να συνεχίσει τον αγώνα του. Μόνο ένας εχθρός τον λύγισε. Μόνο μια μάχη έχασε. Αυτή που τον πήρε από κοντά μας. 

 Ο Μάκης όμως επέμενε, και τελικά αναγκάστηκα να απαντήσω στο τηλεφώνημα με βαριά καρδιά.  «Έφυγε» είπε μονολεκτικά. Έφυγε ο συνεργάτης και φίλος σε βαθμό αδερφού. Έφυγε ένας από τους πιο ωραίους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Το κενό που ένοιωσα μέσα μου έρχισε να γεμίζει με όμορφες εικόνες από το παρελθόν με πρωταγωνιστή τον Κώστα. Τον έβλεπα μπροστά μου στις αμέτρητες κοινωνικές εκδηλώσεις της Παροικίας να σηκώνει την Αναστασία στην πίστα και να χορεύει μαζί της ένα καταπληκτικό βαλς με μαεστρία που θα ζήλευαν και επαγγελματίες χορευτές. Εκεί όμως που τον ζήλευα ήταν όταν εξωτερίκευε τον εσωτερικό του κόσμο σε ένα αρχοντικό ζεμπέικικο με μερακλωμένη μαστοριά και εμείς γύρω του να σιγοντάρουμε κρατώντας τον ρυθμό με τα παλαμάκια μας.

Στις λεπτομέρειες κρύβεται η ευτυχία μου έλεγε. Στην οικογένεια, στα παιδιά στα εγγόνια, στους φίλους, στους συνανθρώπους.  Και μια βόλτα στη Ντάνφορτη, την άλλη μεγάλη αγάπη του.

Αν μπορούσε να μας δει τώρα όλους μας εδώ μαζεμένους θα ήταν τρισευτυχισμένος.  Αυτή η έκρηξη αγάπης  είναι η δικαίωση του.

 Ο πανδαμάτωρ χρόνος μπορεί επουλώσει σιγά σιγά τον πόνο της απώλειας, δεν θα μπορέσει όμως να κερδίσει και το στοίχημα της μνήμης. Θα ζει για πάντα στη δική μας.

 Ο Κώστας  μπορεί να μην έφυγε πλήρης ημερών, έφυγε όμως πλήρης επιτευγμάτων.

Καλό σου ταξίδι φίλε και αδερφέ.

 

Thursday, March 24, 2016

Ο Σπύρος κι ο Σπύρος...




Μεγάλωσα στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, καθώς απο τη γέννησή μου ο πατερούλης εφημέρευε εκεί, μαζεύοντας στο ιερό νεαρούς μαθητές, που ήθελαν να γίνουν βοηθοί του. Από το ιερό των Αγίων Αναργύρων πέρασαν δεκάδες ιερόπαιδα, στα οποία εμφυσήθηκε η αγάπη για την Ορθοδοξία και την εκκλησιαστική παράδοση.

Ο πρώτος βοηθός που καταγράφει η παιδική μου μνήμη ήταν ο Σπύρος Φλογαίτης, ο σημερινός καθηγητής της Νομικής Αθηνών, τον οποίο ο πατέρας μου λάτρευε για την αφοσίωσή του στην εκκλησία, για την οξυδέρκειά του αλλά και για την επιμέλειά του στα μαθήματα.

Ο Σπύρος, που ήταν μεγαλύτερος απο εμάς κατά μερικά χρόνια, ήταν το ίνδαλμα του πατερούλη και ο δικός μας εφιάλτης, καθώς ευκαίρως ακαίρως αποτελούσε το παράδειγμα προς μίμηση ολόκληρης της οικογένειας.

Κάθε θρίαμβος του Σπύρου στο σχολείο, κάθε περίπτωση αριστείας του γινόταν το μεσημεριανό θέμα του τραπεζιού, με τον πατέρα μας να επαναλαμβάνει ως μόνιμο ρεφραίν: «Ο Σπύρος έγινε σημαιοφόρος, πρέπει κι εσείς ν΄ακολουθήσετε τα βήματά του.  Ο Σπύρος είναι επιμελής, ο Σπύρος παίρνει διαρκώς επαίνους στο σχολείο, ο Σπύρος...ο Σπύρος...»

Εγώ με τα παιδικά μου μάτια παρατηρούσα αυτό το λεπτοδίνικο πλασματάκι με τα κοντά παντελονάκια και τα κοντοκουρεμένα μαλλιά κι ένα είδος δέους μεγάλωνε μέσα μου. Θαυμασμός μεγάλος για το Σπύρο αλλά κι ένα ηθικό χρέος να γίνω σαν εκείνον. Να ακολουθήσω το παράδειγμά του, να αριστεύσω σε όλα. Ηταν σχεδόν επιταγή η υποχρέωση της αναπαραγωγής εκείνης της Φλογαϊτέικης αριστείας.

Στο γυμνάσιο- αν θυμάμαι καλά- ο πατέρας του Σπύρου, δικηγόρος το επάγγελμα, μετακόμισε με όλη την οικογένειά του στην Αθήνα για να δώσει μεγαλύτερες ευκαιρίες στα παιδιά του, που ήταν δύο κορίτσια και ο Σπύρος.

Ο Σπύρος έγινε κάπως μακρινός, αλλά οι καλοκαιρινές του επισκέψεις στη Λευκάδα και την εκκλησία μας, οι συνομιλίες του με τον πατέρα μας, επανέφεραν κάθε χρόνο εκείνο το υποδειγματικό παιδί στο κέντρο των επιδιώξεων της οικογένειας, βάζοντας τον πήχυ όλο ψηλότερα.

Ο Σπύρος σπούδασε Νομική, πήρε υποτροφία για τη Σορβώνη, έλαβε δύο ντοκτορά ταυτοχρόνως και γενικά έγινε αυτό ακριβώς που προσδοκούσε ο πατερούλης. Και πάντα, μα πάντα όταν σμίγουμε τα καλοκαίρια στο μικρό μας τόπο, του θυμίζω πόσο τραυματικό ήταν το υψηλό του παράδειγμα στα αθώα χρόνια της παιδικότητάς μου.

 
Ο έτερος Σπύρος, ο Αρβανίτης, ακολούθησε τα βήματα του Φλογαίτη στο ιερό των Αγίων Αναργύρων. Ηταν ένα λεπτό ψηλό αγόρι με απόλυτα σεμνό ύφος, που περνούσε με ευκολία απο το θυμιατό στο ψαλτικό βοηθώντας σε όλα τα σημεία της λειτουργίας.

Ο Σπύρος ήταν ο λατρεμένος του πατερούλη. Εσταζε μέλι το στόμα του για το αγόρι, που έμεινε ορφανό στα 12 χρόνια του και υποστήριξε με τρομερή συνέπεια την οικογένειά του. Ο Σπύρος δεν ήταν απλώς το ίνδαλμα του καλού μαθητή, δεν ήταν ο αριστούχος, ήταν ο έφηβος που κουβαλούσε στην πλάτη του την υποχρέωση της επιβίωσης. Για τον πατέρα μου αποτελούσε  υπόδειγμα υπευθυνότητας, ωριμότητας και σεβασμού. Ηταν το έτερο παράδειγμα της παιδικής μας ηλικίας.

Για τον Σπύρο Αρβανίτη έτρεφα μια ιδιαίτερη αγάπη και θαυμασμό όχι για την αριστεία του τόσο όσο για τη συνεπή στάση του απέναντι στην αδικία της ζωής του. Ηταν και η μακαρίτισσα η μητέρα του ένα πλάσμα εξωτικό που δεν έλειψε ποτέ απο το Κυριακάτικο εκκλησίασμα των Αγίων Αναργύρων, ήταν και η υπέροχη αδελφή του η Μαρία και ο αδελφός του ο Παυλάκης, που με έκαναν να νιώθω πως ανήκαν στην οικογένειά μας.

Ο Σπύρος είχε εκείνο το παράξενο περπάτημα, το οποίο αντέγραψα μετά πιστότητας, θεωρώντας πως ήταν θεϊκά πρωτότυπο , αφού το έκανε ο ήρωάς μου. Γρήγορα οι γονείς μου ανησύχησαν και με πήγαν στον ορθοπεδικό, ο οποίος διέγνωσε πως είχα πλασματική ρεμβοποδία. Μου πήρε χρόνια ασκήσεων για να απαλλαγώ απο το παράξενο περπάτημα, τα πέλματα προς τα μέσα να μπερδεύονται και να πέφτω διαρκώς...

Ο Σπύρος γύρω στα 14 χρόνια του έφυγε για να υπηρετήσει το ναό του Αγίου Νικολάου. Αδειασε η εκκλησία με την αποχώρησή του απο το δικό μας ιερό. Δεν είχα πιά ένα πρότυπο να θαυμάζω, ο ψηλόλιγνος μακρινός φίλος μου μας είχε εγκαταλείψει. Αλλά πάντα έμεινε μέσα μου σαν πολύ δικός μου άνθρωπος γιατί ο πατερούλης συνέχιζε να τον αγαπάει και να τον θαυμάζει για τον παιδικό ηρωισμό του.

Ο Σπύρος σπούδασε Νομική, επέστρεψε στη Λευκάδα, έγινε συμβολαιογράφος . Τον συναντώ συχνά στην αγορά ή σε εκκλησιαστικές συνευρέσεις και δεν περνάει ούτε μια στιγμή που να μη θυμάμαι τις μέρες του στο ιερό του πατερούλη. Ο Σπύρος Αρβανίτης αποτέλεσε είδωλο των παιδικών μου χρόνων για εκείνη την υπεροχή του στο σχολείο, τη σεμνότητά του στη συμπεριφορά και την απόλυτη αφοσίωσή του στην πατρική του οικογένεια.

Ο Σπύρος (Φλογαϊτης) και ο Σπύρος (Αρβανίτης) διαμόρφωσαν εν μέρει τα πρότυπά μου, καθώς υπήρξαν τα αγαπημένα ιερόπαιδα του πατερούλη, για τα οποία καμάρωνε μέχρι το τέλος της ζωής του!

ΥΓ. Ηθελα να διευκρινίσω πως η πάθηση των ποδιών ονομάζεται επιστημονικά ραιβοποδία, αλλά εγώ την είχα μάθει ως ρεμβοποδία και μου έμεινε ανεξίτηλη αυτή η λάθος λέξη... Μα εγώ την υπερασπίζομαι!!!!

Thursday, March 17, 2016

Ο Υιικός Αποχαιρετισμός


 

 
Ο αποχαιρετισμός απο το Σπύρο Αρβανίτη, που υπήρξε παιδί του ιερού του παπα-Νίκου Φραγκούλη στο ναό των Αγίων Αναργύρων, υπήρξε ίσως η πιό συγκινητική και γνήσια στιγμή κατά την εξόδιο ακολουθία.

 

Μεγαλωμένος και αναθρεμμένος πλάι στον πρωτοπρεσβύτερο παπα- Φραγκούλη που τον καθοδήγησε σα δεύτερος πατέρας, ο Σπύρος Αρβανίτης, διευθυντής του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Λευκάδας σήμερα, ξεδιπλώνει τις αρετές του μέντορά του:

 

"Ως ενορίτης του Ιερού Ναού των Αγίων Αναργύρων, είχα την ευτυχία να γνωρίσω τον εκλιπόντα πατέρα Νικόλαο Φραγκούλη, από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, που λίγο πολύ συνέπεσαν με τα πρώτα χρόνια του ιδίου στη θέση του εφημερίου της ενορίας μας, την οποία και υπηρέτησε επάξια επί 57 συναπτά έτη.

Υπήρξα ένα από τα παιδιά στο Ιερόν και ο εκλιπών υπήρξε κατηχητής μου και εξομολόγος. Τι να πρωτοθυμηθώ!

Την ευλάβειά του ως λειτουργού του Υψίστου, τον σεβασμό και εκτίμηση που απέπνεε, την απαράμιλλη καλοσύνη, τη στοργή και αγάπη του, που όλα αυτά μαζί και πολλά άλλα αποτελούσαν αδάμαντες που συγκροτούσαν τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του?

Την αμέριστη συμπαράστασή του σε κάθε αναξιοπαθούντα και πενθούντα, εμού συμπεριλαμβανομένου, όταν στην ηλικία της 6ης δημοτικού αιφνιδίως έχασα τον πατέρα μου και ο οποίος μου συμπαραστάθηκε σαν ένας δεύτερος πατέρας?

Τις ακολουθίες των σαρακοστών του Δεκεμβρίου των χρόνων εκείνων, τα λεγόμενα 40ρια, όπου στις 5 χαράματα, πολύ πριν «αλέκτωρ φωνήσαι», μέσα στην ησυχία του λευκαδίτικου δεκεμβριάτικου ξημερώματος, που την τάραζε μόνο ο υπόκοφος ρόχθος του ανταριασμένου Ιόνιου, καθώς αντιπάλευε το αγριόπλακο της Γύρας, η εκκλησία μας ήταν ανοικτή και αντηχούσε σ’ αυτήν η θεία φωνή του λειτουργού της, καθώς συντελούνταν μέσα σε μια κατανυκτική προχριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, η θεία μυσταγωγία, της οποίας μέτοχοι είμαστε οι  λίγες ψυχές που είχαμε την επιθυμία να στερηθούμε λίγες ώρες πρωινού ύπνου για να την απολαύσουμε…

Τι να θυμηθώ από τη θεσπέσια φωνή του? Τον Αγιασμό των υδάτων των Θεοφανείων με το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου κύριε», την Μεγάλη εβδομάδα με τις παλλόμενες φοβερές καταγγελτικές ριπές των «Ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί», το χαρμόσυνο «Δεύτε λάβετε φως» της Ανάστασης στον προαύλιο χώρο του ναού μας ή την εκφραστικότητα της απόδοσης της επακολουθούμενης χρυσοστομικής ρήσης «Ο άδης φησίν επικράνθη συναντήσας σοι κάτω»?

Θα σταθώ στα ανυπέρβλητα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής. Ο άφθαστος μελωδός με την γλυκιά και αισθαντική φωνή, το αηδόνι της τοπικής μας εκκλησίας, ψάλλοντας το  «Αι γενεαί πάσαι» και το «Έραναν τον τάφον» μας μετουσίωνε και οι στιγμές του θεϊκού πάθους αποκτούσαν μια υπερκόσμια αίσθηση, η ηχώ των οποίων θα αντηχεί μέσα μας μέχρι την τελευτή του βίου μας. Νιώθουμε πραγματικά ευλογημένοι όσοι επί πολλά χρόνια απολαύσαμε ως εκκλησίασμα, με την μελωδική φωνή του πατρός Νικολάου τους εκκλησιαστικούς αυτούς ύμνους και πολλούς άλλους, όπως τα υπέροχα μινόρε της εκτενούς, με αποκορύφωμα το «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών», που μαζί με τη θαυμαστή επτανησιακή τετραφωνία της χορωδίας του ιεροψάλτη μας Πάνου Ορφανού και των λοιπών μελών και συντελεστών της, έδεναν με τέλεια αρμονία και μας απογείωναν και μας μετέφεραν κάθε φορά στους θείους χώρους της Ουράνιας Εκκλησίας, μετατρέποντάς μας σε ακροατές χορού επουρανίων υμνωδούντων αγγέλων!

Ο εκλιπών υπήρξε ένας των αρίστων λειτουργών του Υψίστου. Εγκρατής και ευσυνείδητος, συνδύαζε τη σοβαρότητα του ιερατικού του σχήματος με την απλότητα, την ευπροσηγορία την καλοσύνη, την πραότητα και την αγάπη.

Ως κατηχητής μας, απέπνεε ευγένεια και γλυκύτητα, με τον κατηχητικό του λόγο.

Ως εξομολόγος ενέπνεε σεβασμό με τις σοφές και μεστές συμβουλές του.

Ως εφημέριος του οίκου τούτου, αναδείχθηκε σε υπερβάλλοντα βαθμό δραστήριος και εργατικός, αφήνοντας πίσω του σπουδαίο έργο.

Ανάλωσε τις δυνάμεις του, μεταξύ άλλων και στον ευτρεπισμό και ευπρεπισμό του ναού μας και την αποκατάσταση του κατεστραμμένου από τον σεισμό του 1948 καμπαναριού του. Φέρνω στο νου μου την πρώτη και μεγάλη ανακαίνιση των Αγίων Αναργύρων, των αρχών της 10ετίας του 60, η οποία ανέδειξε τον ναό και αποκάλυψε την επένδυση του τέμπλου του με φύλλα χρυσού. Έργο πραγματικά σπουδαίο.

Μια από τις έγνοιές του, στα πρώτα χρόνια της ιερατείας του, ήταν η αποκατάσταση των ενοριακών μας παρεκκλησίων. Έτσι με κόπο και μόχθο συντελέστηκε η ανοικοδόμηση του κατεστραμμένου από τον σεισμό του 1948 Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, η επισκευή του Ιερού Ναΐσκου του Αγίου Βασιλείου στη συνοικία  Πουλιού, η ανακατασκευή  του Ιερού Ναού της Αγίας Μαρίνας με τα κτιριακά παρακολουθημάτων του, η ανοικοδόμηση του ναΐσκου του Αγίου Βησσαρίωνος. Έργα σπουδαία και λίαν αναγκαία.

Ως Διευθυντής επί σειράν ετών και υπεύθυνος της λειτουργίας του Γηροκομείου της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, εκτέλεσε πανθομολογουμένως άριστα τα καθήκοντά του, ασκώντας ορθή και χρηστή διοίκηση.

Ως οικογενειάρχης -το άφησα τελευταίο- ο εκλιπών ανέδειξε μιαν άριστη οικογένεια. Απέκτησε με την πρεσβυτέρα Μαρία τρία παιδιά που ευτύχησε να τα δει αναγνωρισμένους, διαπρεπείς επιστήμονες και χρηστούς ανθρώπους, πραγματικά κοσμήματα της κοινωνίας μας, τον Αποστόλη, την Ιουστίνη και το στερνοπαίδι του, την ατυχή -φευ- Κωνσταντίνα, το νήμα της ζωής της οποίας τόσο πρόωρα κόπηκε, προξενώντας του πόνο αφόρητο και οδύνη ανείπωτη, όπως ανείπωτη θλίψη του προξένησε και η αποδημία της πρεσβυτέρας Μαρίας που επακολούθησε, δυστυχίες, που όμως τις υπέμεινε αγόγγυστα, με αληθή ιώβειο υπομονή, εγκαρτέρηση και δύναμη, την οποία αντλούσε από Τον νεκρών και ζώντων την εξουσίαν έχοντα.

Ο εκλιπών αγαπούσε πολύ την ενορία του και τους ενορίτες του, του οποίους πρόσεχε «ως η όρνις τα στρουθία αυτής» και αυτοί πάντοτε τον περιέβαλαν με αγάπη και αφοσίωση και του συμπαραστέκονταν στην κάθε δύσκολη στιγμή του.

Ευτυχώς, η ύστατη πικρία της ζωής του, μετατράπηκε σε ανυπέρβλητη χαρά, που του προξένησε η τοποθέτηση διαδόχου εφημέριου στην ενορία των Αγίων Αναργύρων, την οποία πιστά υπηρέτησε και υπερβαλλόντως αγάπησε. Την χαρά του συμμεριστήκαμε όλοι ανεξαιρέτως, ενορίτες και μη και ευχαριστούμε θερμά γι’ αυτό, τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας.

Αγαπημένε μας εφημέριε της ενορίας μας, αείμνηστε παπά Νίκο. Εμείς οι ενορίτες σου κι όχι μόνο, που τόσο σε αγαπούσαμε και σε εκτιμούσαμε, σήμερα, που βρίσκεσαι ενώπιόν Του, καταθέτουμε προς Αυτόν διαπρυσίως την ομολογία μας: Κύριε, ο εκλιπών Σε ἐδόξασε ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσε ὃ δέδωκας αυτώ ἵνα ποιήσει.    

Επαξίως και επιτυχώς.  Άξιος."

 

Σπύρος Αρβανίτης

Συμβολαιογράφος

Αντιπρόεδρος  Πνευματικού Κέντρου

Δήμου Λευκάδος

Wednesday, March 16, 2016

Ο αδελφικός επικήδειος


 

Οι αδελφοί και συλλειτουργούντες του μακαριστού πατέρα μας έδωσαν το συγκινητικό παρόν στην εξόδιο ακολουθία του Σαββάτου, της οποίας προέστη ο Μητροπολίτης Λευκάδος και Ιθάκης κ. Θεόφιλος.

Εκ μέρους του ιερατείου της Λευκάδος τον  επικήδειο εκφώνησε ο π. Παναγιώτης Ζαβιτσάνος αναφερόμενος στην ιερατική ιστορία του πρωτοπρεσβύτερου Νικολάου Φραγκούλη , σκορπώντας όμως και πινελιές της προσωπικής του διαδρομής.

Ηταν ένας επικήδειος γραμμένος με αληθινότητα και εκπεφωνημένος με συγκίνηση απο τον διάδοχο του πατέρα μας στη διεύθυνση του Γηροκομείου Λευκάδος:

 

 

 

«τον εκ της σης σαρκός τραφέντα,

Ελεήμον Χριστέ

των αιωνίων Σου αγαθών αξίωσον

ικεσίαις της Θεοτόκου και των Αναργύρων Σου».

(Κοντάκιον Ρωμανού του Μελωδού. Εις τους πέντε άρτους. (Μεσοπεντηκοστής)).

 

 

Αισθάνομαι βαρύτατο το σημερινό ψυχικό φορτίο που μου ανέθεσε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας να απευθύνω λόγο, εκπροσωπώντας τον ιερό κλήρο της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, για τον αείμνηστο πρωτοπρεσβύτερο π. Νικόλαο Φραγκούλη, αφού τα χρόνια της ζωής μου είναι πολύ λιγότερα από τα χρόνια ιερωσύνης του π. Νικολάου. Ως ελάχιστο, όμως, δείγμα βαθυτάτου σεβασμού, ευγνωμοσύνης και αγάπης, καταθέτω αυτά τα  λόγια, για τον μακροβιότερο στα πρεσβεία κληρικό της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, αφού διηκόνησε τρεις αρχιερείς, τους αειμνήστους μητροπολίτες Δωρόθεο και Νικηφόρο και τον Σεπτό ποιμενάρχη μας κ. Θεόφιλο, σε μια πολυετή ιερατική πορεία εξήντα (60) ετών.

 Ο π. Νικόλαος ήταν  εργάτης του Ευαγγελίου του Χριστού, δίκαιος άνδρας, σεμνός και ευλαβής κληρικός, καλός οικογενειάρχης, αφοσιωμένος σύζυγος και στοργικός πατέρας. Έφυγε απ’ αυτή τη ζωή την Πέμπτη το πρωί, όμως δεν χάθηκε, αφού υπάρχει και θα προσευχόμαστε να υπάρχει για πάντα στη μνήμη του Θεού.

          Ο π. Νικόλαος Φραγκούλης γεννήθηκε στην Εγκλουβή Λευκάδας το  1929 από φτωχούς αλλά ευλαβείς γονείς, τον Απόστολο και την Κων/να. Άνθρωποι του μόχθου και της γης, μεγάλωσαν την οικογένειά τους σ’ αυτό το ορεινό αλλά γραφικό χωριό της Λευκάδας.  Ανατράφηκε πνευματικά στα πρώτα βήματά του, κοντά στην Εκκλησία του χωριού του. Εκεί διδάχτηκε την αγάπη για την Εκκλησία  και εμπνεύστηκε την ιερωσύνη. Την εγκύκλιο παιδεία του την έλαβε στο νησί μας, ενώ το 1957 απεφοίτησε από το Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο Πατρών.

Νυμφεύθηκε τη σύντροφο της ζωής του Μαρία και απέκτησαν τρία παιδιά: τον Απόστολο, την Ιουστίνη και την Κων/να. Χειροτονήθηκε διάκονος στον Ι.Ν. Αγ. Χαραλάμπους Λευκάδος, στις 27 Δεκεμβρίου του 1956, από τον Μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης κυρό Δωρόθεο και πρεσβύτερος από τον ίδιο Επίσκοπο στον Ι.Ν. του Αγίου Νικολάου της πόλεώς μας, στις 18 Αυγούστου του 1957. Από της χειροτονίας του σε πρεσβύτερο διορίστηκε ως εφημέριος στον Ιερό αυτό Ναό, των Αγίων Αναργύρων, όπου και παρέμεινε μέχρι της οικειοθελούς παραιτήσεώς του. Από τον Μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης κυρό Νικηφόρο στις 17-04-1970 έλαβε το οφφίκιο  του Σακελλάριου, στις 27- 5-1970 την Πνευματική Πατρότητα,  στις 16-12-1979 το οφφίκιο του Οικονόμου και στις 06-08-2004 το οφφίκιο του Πρωτοπρεσβυτέρου. Παραιτήθη από την ενεργό υπηρεσία στις 19-04-2010,  χωρίς όμως να αποσυρθεί από τα λειτουργικά του καθήκοντα, αφού με την ευλογία και την ευχή του Επισκόπου μας Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης κ. Θεοφίλου, εξυπηρετούσε με τη θέλησή του – όταν μπορούσε- τις λατρευτικές ανάγκες της ενορίας του, αλλά και των άλλων ενοριών της πόλεώς μας.

Συμπλήρωσε εξήντα ολόκληρα χρόνια ιερατικής πορείας και προσφοράς, χωρίς να αποσυρθεί καθόλου, παρά μόνο τον τελευταίο χρόνο, κατά τον οποίο οι δυνάμεις του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν.

Φιλακόλουθος, ιεροπρεπής, ακούραστος ζηλωτής του Ευαγγελίου του Χριστού, τηρητής των τοπικών εκκλησιαστικών παραδόσεων, βαθύς γνώστης του εκκλησιαστικού τυπικού, δημιουργός της μοναδικής πολυφωνικής εκκλησιαστικής χορωδίας, όλα αυτά αποτελούν γνωρίσματα του έργου και της προσωπικότητός του. Συνδύαζε με επιτυχία τον πνευματικό λόγο με το πηγαίο λευκαδίτικο χιούμορ.  Ενέπνευσε την ιερωσύνη σε νέα παιδιά, τα οποία σήμερα διακονούν την Εκκλησία από διάφορες θέσεις. Κοπίασε για τις ψυχές των ανθρώπων και την ευπρέπεια του Οίκου του Θεού. Αναστήλωσε και ανακαίνισε τον ενοριακό Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων και όλα τα παρεκκλήσια της ενορίας του, τον Άγιο Χαράλαμπο, την Αγία Μαρίνα, τον Άγιο Βασίλειο και τον Άγιο Ιωάννη εκ θεμελίων. Παρέλαβε ημιτελή τον Άγιο Βησσαρίωνα στη θέση «Αγία Κάρα», κατά το διάστημα εκείνο που μετά τον θάνατο του π. Νικολάου Κακαβούλη εξυπηρέτησε τον Μητροπολιτικό Ναό, και επί των ημερών του τον ολοκλήρωσε. Πρωτοστάτησε στην αναστήλωση του Ιερού Ναού του Αγίου Δονάτου του χωριού του, στην Εγκλουβή και καθιέρωσε την μεγάλη πανήγυρη στη μνήμη του. Η ιεροπρεπής παρουσία του στα σοκάκια της πόλεως, με το χαμόγελό του και τον καλοσυνάτο λόγο του, θα μείνει στη θύμηση των Λευκαδίων.

Το 1970 ο αείμνηστος Μητροπολίτης κυρός Νικηφόρος, τον κάλεσε κοντά του για μια ακόμη διακονία, τοποθετώντας τον Διευθυντή του ΟΙΚΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ, του Γηροκομείου της Ιεράς Μητροπόλεώς μας. Στον ευαίσθητο αυτό χώρο της φροντίδας των γερόντων εργάστηκε με ζήλο πολύ και αυταπάρνηση, αφού κάτω από την προστασία του φιλοξενήθηκαν δεκάδες γεροντάκια από την πόλη  και τα χωριά του νησιού μας. Αποκορύφωμα της διακονίας του αποτέλεσε η θεμελίωση το 1994 της νέας πτέρυγας του Γηροκομείου και εν συνεχεία η λειτουργία της, υπερδιπλασιάζοντας έτσι τις θέσεις φιλοξενίας για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας και προσφέροντας φροντίδα μέσα σε σύγχρονες εγκαταστάσεις. Για το έργο του αυτό θα τον ενθυμούμαστε πάντοτε και οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας θα τον ευγνωμονούν, αφού με τους δικούς του κόπους ανέστησε το μοναδικό Ίδρυμα στο νησί μας, αλλά και στις γύρω περιοχές, όπου φιλοξενήθηκαν και φιλοξενούνται μέχρι και σήμερα πάνω από τριακόσια άτομα.

Δίπλα του πάντα στέκονταν διακριτικά σαν λαμπάδα αναμμένη η πρεσβυτέρα του Μαρία. Μαζί παντού. Όχι μόνο στην οικογένεια, αλλά και στην ευρύτερη οικογένειά του, την ενορία. Αντιμετώπισαν μαζί φουρτούνες και τρικυμίες, γεύθηκαν όμως και τους ευλογημένους καρπούς της ιερωσύνης.

Προς τη δύση της ιερατικής του πορείας δέχθηκε αγόγγυστα τον σταυρό της απώλειας της αγαπημένης του κόρης Κων/νας αλλά και αυτόν της αγαπημένης του πρεσβυτέρας Μαρίας. Αντιστάθμισμα του πόνου και της απώλειας των αγαπημένων του προσώπων αποτελούν τα παιδιά του: ο Απόστολος και η Έφη, η Ιουστίνη και ο Θεόδωρος καθώς και τα αγαπημένα του εγγόνια, ο Αλέξανδρος και ο Νικόλαος. Χαιρόταν και καμάρωνε για την επιτυχή πορεία των παιδιών του αλλά και για την πρόοδο των αγαπημένων του εγγονών.

 Η οικογένειά του, η ενορία του, τα πνευματικά του παιδιά, η Μητρόπολή μας γεύθηκαν και θα γεύονται τους καρπούς των κόπων του.

Όλοι εμείς, ιδιαιτέρως οι νέοι κληρικοί της γενιάς μας, που ζήσαμε στο μεταίχμιο της παλιότερης και της νεώτερης γενιάς της τοπικής ιερατικής οικογένειας, αισθανόμαστε την ανάγκη να κρατήσουμε βαθιά μέσα στην καρδιά μας την γνησιότητα των παλαιοτέρων πατέρων της Μητροπόλεώς μας. Αποχαιρετούμε από τα πρόσκαιρα έναν ακόμη πατέρα σήμερα, σε μια εποχή ιδεολογικής και πνευματικής σύγχυσης, που ο κόσμος θέλει τον παπά έναν απλό υπάλληλο, διεκπεραιωτή μυστηρίων και τελετών, χωρίς να ενδιαφέρεται ή τουλάχιστον να υποψιάζεται την οδυνηρή πορεία του Σταυρού και την ανεκλάλητη χαρά της Αναστάσεως που ο παπάς ευαγγελίζεται.

Όμως τα λόγια αυτά είναι δικά μας, ανθρώπινα. Η κρίση ανήκει στο Θεό. Και ο π. Νικόλαος αυτή τη στιγμή βρίσκεται γυμνός μπροστά στην κρίση του Θεού, όπως κάποια ημέρα θα βρεθούμε όλοι μας κληρικοί και λαϊκοί. Και από εμάς δεν θέλει τίποτε άλλο, παρά μόνο τις προσευχές μας. Εμείς όλοι, κλήρος και λαός τα ακουμπούμε όλα στα πόδια του Χριστού και ευχόμαστε μέσα απ’ τα βάθη της καρδιάς μας να είναι «αιωνία η μνήμη  του», όχι για τον κόσμο αυτό, στην ασθενική, ιδιοτελή και πολλές φορές ωραιοποιημένη μνήμη των ανθρώπων, αλλά πρωτίστως στη μνήμη του Θεού. γιατί αυτή έχει αξία, αυτή πρέπει να ποθούμε, γι’  αυτή πρέπει να αγωνιζόμαστε.  «Οὐ γάρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν ἀλλά τήν  μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Εβρ. ΙΓ΄ 14) Γιατί η ζωή είναι ταξίδι. «Ταξιδιώτες είμαστε όλοι μας στην αίθουσα αναμονής αυτού του σταθμού που λέγεται Βίος, περιμένοντας την αμαξοστοιχία που θα μας μεταφέρει στον επόμενο σταθμό μιας μακρινής και κοπιαστικής διαδρομής. Για όλους δεν είναι το ίδιο τρένο που θα τους πάρει∙ όλοι όμως, άλλος αργά, άλλος γρήγορα, θ’  ανέβουμε μια μέρα σε κάποιο τρένο για να συνεχίσουμε την πορεία μας, που διακόψαμε πρόσκαιρα σ’  αυτόν το σταθμό». Για ένα ταξίδι χωρίς αποσκευές.  Γιατί όπως λέει και ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός στο κοντάκιό του που προανέφερα στην αρχή: «Αυτόν που από τις σάρκες Σου Χριστέ μου ελεήμων (εξήντα χρόνια) τράφηκε, αξίωσέ τον, των αγαθών Σου της χαράς, με τις πρεσβείες της Παναγίας (της Φανερωμένης) και των δικών Σου Αναργύρων» (Κοντάκιο Ρωμανού του Μελωδού εις τους πέντε άρτους (Μεσοπεντηκοστής)).

   
Αμήν !

 

Πατήρ Παναγιώτης Ζαβιτσάνος

Monday, March 14, 2016

Στερνός αποχαιρετισμός στον Πατερούλη

Αγαπημένε μου πατέρα, ή πατερούλη όπως σε αποκαλούσα πάντα,

Σήμερα ζούμε το στερνό αποχαιρετισμό επ’ ελπίδι αναστάσεως, όπως μας δίδαξες εσύ και η θρησκεία μας. Ζούμε το τέλος του σώματος και την ανάσταση της ψυχής. Ζούμε την κάθοδο περιμένοντας  το ραντεβού με την αιωνιότητα.

Υπήρξες φάρος όχι μόνο για μας στη στενή σου οικογένεια αλλά για όλους τους ενορίτες σου στο ναό.Εδώ σ’ αυτό το ναό που εσύ αποχαιρέτησες και παρηγόρησες τόσους ανθρώπους, εδώ σου λέμε το στερνό αντίο. Εδώ στους Αγίους Αναργύρους που μας μεγάλωσες λουσμένους στην αγάπη και τον ουμανισμό, εδώ αναχωρείς για να σμίξεις ως σώμα με τον πηλό και ως πνεύμα με τους αγίους.

Υπήρξες ένα φωτεινό πλάσμα χωρίς αγκυλώσεις, γεμάτο όνειρα, φώς και αισιοδοξία μέχρι το τέλος. Ενας ξεχωριστός υπηρέτης του Θεού και των ανθρώπων. Ενα λαμπρό πνεύμα ποτισμένο με γενναιοδωρία και συγχώρεση.Ο  ιερέας μιας ενορίας που πάντρεψε, βάφτιςε, εξομολόγησε, αποχαιρέτησε ανθρώπους με εκείνη τη γλυκειά κοντράλτα φωνή, αυτήν που πάντα θα αντηχεί στη Λευκάδα κάθε Μεγάλη Παρασκευή, Κάθε Ανάσταση, κάθε γιορτή κι ας λείπεις.

Εσύ αναχωρείς αλλά πισω μένει η υπέροχη τρυφερή ιστορία σου και το πολυδιάστατο έργο σου:

Το νήμα της ζωής του Νίκου Φραγκούλη, ξεκινάει από την ορεινή και απόμακρη Εγκλουβή. Εκεί γεννήθηκε ο πρωτότοκος γιός της οικογένειας Νίκος από τον Κωνσταντία Φραγκούλη και τον Απόστολο Φραγκούλη το 1929.


Από μικρός επέδειξε τρομερό ζήλο για τα γράμματα, δουλεύοντας παράλληλα και στις αγροτικές δουλειές του χωριού. Μετά το δημοτικό , μεταφέρθηκε στη Λευκάδα για τις γυμνασιακές σπουδές του, νοικιάζοντας ένα δωματιάκι σε αστικό σπίτι της πόλης. Το όνειρό του ήταν να υπηρετήσει την κοινωνία από τη θέση του ιερέως, αυτό ήθελε να πετύχει στη ζωή του.


Ο πόλεμος τον ανάγκασε να διακόψει το γυμνάσιο αλλά αργότερα στο στρατό παρακολούθησε νυχτερινό σχολείο ολοκληρώνοντας τον κύκλο της μέσης εκπαίδευσης. Επόμενος σταθμός του ήταν οι δίχρονες θεολογικές σπουδές στο Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο της Πάτρας, όπου γνωρίσθηκε με τον μελλοντικό κουνιάδο του Νίκο Κακαβούλη, γιό του πρωτοσύγγελου παπα-Κώστα Κακαβούλη.


Μέσω του συμφοιτητή του γνώρισε τη Μαρία Κακαβούλη, η οποία τον γοήτευσε με την ομορφιά της. Τη ζήτησε σε γάμο αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του και πρίν χειροτονηθεί σε διάκονο. Ο γάμος έγινε με συνοπτικές διαδικασίες το 1956 και σύντομα μετά ο Νίκος χειροτονήθηκε σε διάκονο και παπά το 1957 από τον Μητροπολίτη Λευκάδας κυρό Δωρόθεο.


Ο πρώτος διορισμός του νεαρού παπα-Νίκου ήταν στο πατρικό χωριό της Εγκλουβής. Η Μαρία στην αρχή τρόμαξε με την προοπτική να πάει να ζήσει σε ένα ορεινό χωριό, όπου δεν γνώριζε κανένα. Αλλά η αίσθηση του καθήκοντος ήταν δυνατότερη από τις επιθυμίες της νεαρής γυναίκας.


Τον χρόνο που έζησε εκεί ξεδίπλωσε τη ζεστασιά του χαρακτήρα της κατακτώντας τους συγγενείς και συγχωριανούς της, που τη λάτρεψαν σα δική τους κόρη.


Το 1957 ο παπα-Νίκος διορίσθηκε ως εφημέριος στην ενορία των Αγίων Αναργύρων στη Λευκάδα. Εκεί η Μαρία γέννησε τον πρωτότοκο γιό της Αποστόλη Φραγκούλη. Αποχαιρέτησε το χωριό αλλά η καρδιά της έμεινε δεμένη για πάντα στα ορεινά, γι αυτό το σπίτι της πλημμύριζε καθημερινά από τους αγαπημένους της Εγκλουβησάνους.


Το 1959 ήρθε στη ζωή της η πρώτη κόρη της οικογένειας Ιουστίνη και το 1962 η οικογένεια συμπληρώθηκε με την γέννηση της Κωνσταντίνας.


Ο παπα-Νίκος υπηρέτησε ως εφημέριος στο ναό των Αγίων Αναργύρων από το 1957 έως το 2009 οπότε αποχώρησε ως συνταξιούχος. Λάτρεψε τους ενορίτες του και βοηθησε στην ανακαίνιση  έξι εξωκκλησίων, όπως αρέσκεται να αναφέρει συχνά. Η μεγάλη του αγάπη υπήρξε το εξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας, το οποίο έχτισε από την αρχή μαζί με ένα όμορφο κελί, ποτίζοντας με θρησκευτική ευλάβεια τον κήπο του και μεγαλώνοντας δενδρύλλια και λουλούδια.


Επίσης με τη συμπαράσταση συγχωριανών του αναδόμησε το μικρό ναϊσκο του Αγίου Δονάτου στην ορεινή περιφέρεια της Εγκλουβής αναβιώνοντας το πανηγύρι του Αγίου στις 7 Αυγούστου και την ευλογία της φακής, που παράγεται εκεί στα χωράφια του οροπεδίου γύρω από τους Βόλτους.


Ο παπα-Νίκος υπήρξε διευθυντής του Γηροκομείου Λευκάδας από το τέλος της δεκαετίας του 70, οπότε ο ιδρυτής μακαριστός Μητροπολίτης Δωρόθεος του είχε αναθέσει τα ηνία. Δούλεψε με ήθος και συνέπεια για να χαρίσει όμορφες στιγμές στους μοναχικούς γέρους της Λευκάδας.


Εδωσε μεγάλες γραφειοκρατικές μάχες για να λάβει την άδεια ανέγερσης της νέας πτέρυγας, η οποία μετά από εράνους και με την επιδεικτική αποχή της Ελληνικής πολιτείας ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 90. Οπως είχε ομολογήσει ο τότε υφυπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας Θεόδωρος Κοτσώνης σε ιδιωτικό διάλογο μαζί μου, το κόστος της οικοδόμησης του Γηροκομείου Λευκάδος κόστισε το ένα τέταρτο από τον προϋπολογισμό ενός ανάλογου οικοδομήματος του Δημοσίου.


Ο παπα-Νίκος αποχώρησε από το τιμόνι του Γηροκομείου το 2004 αφού είχε ανεγείρει και θέςει σε λειτουργία το ίδρυμα. Ποτέ δεν έπαψε να επισκέπτεται τα αγαπημένα γεροντάκια του όταν του το επέτρεπαν οι συνθήκες.


Ο παπα-Νίκος και η Μαρία , ήταν σπουδαίοι στο κοινωνικό καθήκον αλλά  είχαν θέσει σε προτεραιότητα την οικογένειά τους. Ο πατέρας ήταν ακοίμητος φρουρός και εμπνευστής της παιδείας και η μάννα ήταν γυναίκα του σπιτιού που φρόντιζε για το νοικοκυριό, την ωραία εμφάνιση των παιδιών και το νοστιμότατο φαγητό.


 Ο παπα- Νίκος ήταν ένας εφημέριος με ατζέντα να υπηρετεί την Εκκλησία του, τους ενορίτες και το Γηροκομείο αργότερα. Τέλεσε το καθήκον του επαρκώς μοιράζοντας αγάπη και συγχώρεση στους ανθρώπους.


Οι δυό γονείς μας μεγάλωσαν με μια βαθειά Χριστιανική και ουμανιστική θεωρία χωρίς αγκυλώσεις, απαγορεύσεις και ενοχές. Μας έπλασαν πολίτες του κόσμου, χαρίζοντάς μας ελευθερία στις επιλογές της ζωής.


Ημασταν μια ευτυχισμένη οικογένεια, ώσπου η ασθένεια χτύπησε την πόρτα της Κωνσταντίνας μας στις αρχές του 2004. Ο θάνατός της μας παρέσυρε στην αθεράπευτη δυστυχία της απώλειας. Η μάννα μας έφυγε το 2010 χτυπημένη από τον πόνο του θανάτου της μικροκόρης της. Το χαμόγελο δεν γύρισε ποτέ στα χείλη της από τότε που η γή αγκάλιασε το άψυχο σώμα της Κωσνταντίνας μας.


Ο πατέρας μας, γαλήνιος αποδέκτης της πραγματικότητας, πίστευε σθεναρά πως όλα είναι κατευθυνόμενα από το Θεό. Ζούσε μέχρι πρόσφατα στη γειτονιά της οδού Μιχαήλ Σκένα στη Λευκάδα, υπηρετώντας την εκκλησία του και τους ανθρώπους. Του έλειψε βαθιά και αναπόδραστα η αγαπημένη πρεσβυτέρα του και η μικρή του κόρη Κωνσταντίνα . Συχνά απέτιε τρισάγια μνήμης στις αγαπημένες απούσες εκεί στο Νεκροταφείο Λευκάδας.


Ο Αποστόλης κι εγώ νιώθουμε τυχεροί που που ανατραφήκαμε σε αυτό το περιβάλλον της αγάπης και της προσφοράς κι ευγνωμονούμε τους γονείς μου για όσα μας πρόσφεραν με την γενναιοδωρία και την αγαθοσύνη της υπέροχης ψυχής τους.

Θα μας ακολουθεί η γεύση του περγαμότου που μας καθάριζες στα σχολικά διαλείμματα, θα μας συντροφεύουν οι μέρες που ερχόσουν με τα αδιάβροχα να μας πάρεις απο την τάξη  να μη βραχούμε, θα μας ρένουν οι λέξεις και ο αριθμοί που με τόση μαστερία μας δίδαξες, θα ζούμε με τους ήρωες των μεγάλων έργων της λογοτεχνίας που εσύ έφερες στη ζωή μου. Θα αναθυμόμαστε τις επισκέψεις στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Λευκάδας για δανεισμό βιβλίων, τις βόλτες στην Κουζούντελη για ένα υποβρύχιο, τα παιχνίδια στο λούνα παρκ.

Πατέρα τώρα σε χαιρετώ, είμαι γενναία, βλέπεις.

 Μαζί σε χαιρετάει η Εγκλουβή όπου γεννήθηκες, έτρεξες, έπαιξες, μεγάλωσες με γυμνά πόδια πατώντας πάνω σε κοφτερές πέτρες. Σε χαιρετάει ο Σύβρος της Μαριώς σου, που τον αγκάλιασες σα δεύτερη πατρίδα. Σε χαιρετάει η Λευκάδα που της στάθηκες και σου στάθηκε σαν μια μεγάλη ευκαιρία στη ζωή και στο καθήκον.

Σε χαιρετούν τα εγγόνια σου , ο Αλέξανδρος και ο Νικόλας που τα έπλασες με την αγαπητικό σου λόγο, σε χαιρετούν η νύφη σου η Εφη και ο γαμπρός σου ο Θοδωρής, που τους υποδέχτηκες στην οικογένεια σαν παιδιά σου.

Τώρα δε μας μένει παρά να περιμένουμε. Περιμένουμε να σμίξουμε κάποτε στο άϋλο μέλλον, όπως μου υποσχέθηκες απο την πρώτη μέρα που άρχισες να μας μιλάς για τη θρησκεία της Αγάπης και της Αθανασίας.

Εσύ πάς «ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός». Κι εμείς μένουμε πίσω να θρηνούμε το τέλος της ιστορίας μας. Εμείς, ο Αποστόλης κι εγώ, ειμαστε πλέον το παρελθόν,  εσύ μαζί με τους υπόλοπους απόντες είστε το διηνεκές παρόν.

Πατέρα, να ξέρεις ότι είμαι σάρξ εκ της σαρκός σου, πνεύμα εκ του πνεύματός σου. Πατέρα σ’ αγαπώ και θα μου λείψεις. Καλό ταξίδι εύχομαι και χαιρετίσματα στην Πεταλούδα και τη μαμά.

Μην μας ξεχάσεις. Να μας σκέφτεσαι απο ψηλά!

Το αστραφτερό σου χαμόγελο, το χιούμορ σου, η ευρύτητα του πνεύματός σου, η κοφτερή ματιά σου θα γλυστρουν από τις μνήμες στους δρόμους της Λευκάδας όπου άφησες για πάντα το στίγμα σου.

Μέχρι να ξαναβρεθούμε

Η δική σου Ιουστίνη