Κάποτε ήταν μια μεγάλη
οικογένεια με τρία κορίτσια και πέντε αγόρια, με τρείς γαμπρούς και πέντε νύφες,
με 23 πρωτοξάδελφα που ήταν συνδεδεμένα όλα με τη ρίζα του πατριάρχη της, πρωτοπρεσβύτερου
Κωνσταντίνου Κακαβούλη. Αυτή η οικογένεια άστραφτε και βρόνταγε στη μικρή
Λευκάδα καθώς ο ισχυρός πατριάρχης την κρατούσε σφιχτοδεμένη στις αξίες της ουμανιστικής
άποψης για τη ζωή.
Ευτύχησα να είμαι μέλος της
οικογένειας Κακαβούλη από την πλευρά της μητέρας μου. Κι έζησα αυτή την αγάπη
των 8 αδελφιών που έχασαν τη μητέρα τους στον ανταρτοπόλεμο προσπαθώντας να
κρατηθούν γύρω από την ιστορία τους δεμένα
σ’ ένα γαϊτανάκι αγάπης.
Εκαναν τη ζωή τους μια
διαρκή γιορτή, εύρισκαν αφορμές για να συγκεντρώνονται στο πατρικό σπίτι του
Σύβρου, να σμίγουν για να διατρανώσουν την αγάπη τους αλλά και να την
μεταδώσουν στα 23 παιδιά της οικογένειας, που είχαν γεννηθεί κι αναπτυχθεί στο
μεταξύ…
Στις 8 οικογένειες των
παιδιών του παπα-Κώστα Κακαβούλη υπήρχε απαραίτητα ένας Κώστας ή μια
Κωνσταντίνα ως φόρος τιμής σε εκείνον και στην εκλιπούσα πρεσβυτέρα του. Ετσι
άρχισαν να γίνονται πολλοί οι Κώστες να μπερδεύονται μεταξύ τους κι , έτσι
προέκυψε το προσδιοριστικό όνομα του κάθε Κώστα ανάλογα με τη μητέρα ή τον
πατέρα του.
Ο πρώτος εγγονός του
παπα-Κώστα Κακαβούλη ήταν ο Κώστας Σκληρός ή Κωτσοπάτσος. Γεννήθηκε από το γάμο
της Παρασκευής Κακαβούλη με το Μήτσο
Σκληρό στο Μαραντοχώρι της Λευκάδας. Ηταν ένα όμορφο παιδί που γνώρισε την
άφατη αγάπη όχι μόνο των γονιών του αλλά ολόκληρης της οικογένειας. Ο Κώστας ή
Κωτσοπάτσος ήταν ο Μεγάλος, ο αδιαμφισβήτητος, ο προστάτης, ο αρχηγός των
πρωτοξαδελφιών της οικογένειας Κακαβούλη.
Η φύση του ήταν ανήσυχη
, δεν τον χωρούσε το σχολειό , δεν τον χωρούσε το χωριό του. Γι αυτό έφυγε
νωρίς για τα καράβια-γύρω στα δεκαπέντε του- για να κατακτήσει τη ζωή όπως εκείνος
την ήθελε. Θυμάμαι να φέρνει τα προικιά της αδελφής του της Μαρίας, ωραίες
πετσέτες, τραπεζομάντηλα και διάφορα υφάσματα που θα έρραβε όταν θα
αρραβωνιαζόταν κι ας ήταν ακόμη 12 ετών. Στα παιδικά μου μάτια τα προικιά από
τα καράβια είχαν αποκτήσει μια μοναδική μαγεία κι έτσι κάθε φορά που πηγαίναμε
στο Μαραντοχώρι η θειά-Παρασκευή άνοιγε και ξεδίπλωνε με περηφάνεια τα καλούδια
τα φερμένα από τα καράβια, τα βουτηγμένα στον τίμιο ιδρώτα ενός έφηβου.
Ο Κωτσοπάτσος ερωτευόταν
κάθε τόσο και όταν επέστρεφε στην Ελλάδα για λίγες μέρες εκμυστηρευόταν στη
μαμά μου ότι θα αρραβωνιαζόταν και θα παντρευόταν σύντομα. Κι όλοι οι αγάπες του ήταν εξωτικές κοπέλες
από τα λιμάνια όπου προσάραζε το καράβι στο οποίο δούλευε ολημερίς κι οληνυχτίς
. Οι έρωτες του Κωτσοπάτσου απασχολούσαν πολύ ιδιαιτέρως τη μαμά μου, που
προσπαθούσε να τους διοχετεύσει στη δική του μαμά κι ας έβλεπε πως ήταν
αμούστακο παιδί . Αλλά η μαμά τον καταλάβαινε και τον ένιωθε πολύ δικό της και
του συγχωρούσε τα πάντα, γιατί είχε τον τρόπο του ο πρωτογέννητος ανηψιός της.
Και την έπαιρνε αγκαλιά και της έρριχνε σβουρηχτά φιλιά να τους ακούσει όλη η
γειτονιά.
Ο Κωτσοπάτσος δεν
νιώσαμε ποτέ να απειλεί την ισορροπία της δικής μας οικογένειας γιατί ήταν πολύ
μεγαλύτερος από εμάς (περίπου μια δεκαετία) και ήταν πολύ εξωτικός καθώς
πηγαινοερχόταν στα περίφημα καράβια.
Ωσπου πραγματικά μια
μέρα έφερε στο σπίτι μας την ξανθογάλανη Σούζυ από την Αγγλία και είπε στη μαμά
: «Τη Σούζυ θα την παντρευτώ και θα σταματήσω τη δουλειά στα καράβια. Θέλω να
κάνω οικογένεια και να ζήσω σαν άνθρωπος της στεριάς».
Ετσι κι έγινε , ο
Κωτσοπάτσος παντρεύτηκε τη Σούζυ του, την οποία κανείς ποτέ δεν αμφισβήτησε
καθώς ο παππούς ο παπα-Κώστας και όλη η οικογένεια είχε πολύ ανοιχτά μυαλά και
την υποδεχτήκαμε όλοι με μια τεράστια αγκαλιά, προπάντων η πεθερά της η Παρασκευή. Λίγο αργότερα
έκλεισε τα μάτια ο παππούς ο Παπακώστας ήρεμος κι ευχαριστημένος που ο ζωηρός
πρωτο-Κώστας του καταλλάγιασε με το γάμο της Σούζυς του.
Δυστυχώς, οι μέρες που
ακολούθησαν αποδείχτηκαν πολύ άγριες για την οικογένεια του Κωτσοπάτσου. Η μάνα
του ανακάλυψε καρκίνο στο στήθος και μάλιστα στο τελευταίο και αναπότρεπτο
στάδιο. Ετσι ,ο άντρας της και τα παιδιά της έζησαν επί μια πενταετία. το
γολγοθά των θεραπειών, του πόνου και της απώλειας της αγαπημένης μας θείας .
Την ίδια περίπου εποχή
αρρώστησαν από καρκίνο και πέθαναν μέσα σε ένα χρόνο άλλα δύο αδέλφια της μαμάς,
ο αγαπημένος θείος παπα-Νίκος και ο λατρεμένος θείος Ανδρέας. Η οικογένεια της χαράς
βυθίστηκε σε ένα αθεράπευτο πένθος, τα δάκρυα είχαν πάρει μόνιμη θέση στο
πρόσωπο της μαμάς. Μια απέραντη λύπη πλημμύριζε τους πάντες , τα παιδιά χάσαμε
την ξεγνοιασιά μας.
Τότε ο Κωτσοπάτσος
αναδύθηκε ως αρχηγός της οικογένειας, παίρνοντας τα σκήπτρα της εξουσίας. Ηδη
είχε μπει σε δουλειές αλλά φρόντιζε πάντα να είναι παρών στα μεγάλα γεγονότα,
να παρηγορεί και να μας συμβουλεύει όλους μας.
Μόλις είχα τελειώσει το
πανεπιστήμιο και αναζητούσα μια δουλειά. Ο Κωτσοπάτσος που είχε μετέλθει
διαφόρων επαγγελμάτων τότε βρισκόταν συνεταίρος σε ένα περιοδικό , το This Week in Athens. Ετσι με προσέλαβε ως πρωτόλια συντάκτρια κι εκεί ανακάλυψα την έμφυτη
κλίση μου προς τη γραφή και τη δημοσιογραφία. Θα έλεγα ότι τυχαίως έγινε ο
νεραϊδούλης της καριέρας μου. Εγκατέλειψα εντελώς τη νομική επιστήμη και
στράφηκα ολοταχώς προς τη δημοσιογραφία.
Τα χρόνια έφευγαν, ο
Κωτσοπάτσος πέρασε διάφορες περιπέτειες με τις δουλειές του, οι αφηγήσεις του
περνούσαν μέσω της μαμάς και ένιωθα πως αυτός ο πρωτογενής ξάδελφος ήταν καμωμένος
από την ύλη των μεγάλων ηρώων. Κάθε καινούρια πτυχή της ζωής του με έκανε να
σκέφτομαι το Γκιούλιβερ, κάθε επιχειρηματική του δραστηριότητα ήταν ένα νέο
κεφάλαιο ζωής. Εμείς ξεχασμένοι στην καθημερινή ρουτίνα μας κι εκείνος ένας πολίτης
του κόσμου και του ρίσκου.
Φεύγοντας από την Ελλάδα
ποτέ δεν επέτρεψε να χαθούμε . Μας επισκεπτόταν στη Λευκάδα στις διακοπές με
τον Αλέξανδρο και τον έκανε φίλο του, διηγούμενος τις παιδικές μας περιπέτειες.
Κι εγώ ποτέ δεν ξέχασα
τον Κωτσοπάτσο ως κύριο αίτιο της δημιουργικής καριέρας μου. Κι όταν έγραψα το
πρώτο μου μυθιστόρημα «Πετάει, Πετάει το Σύννεφο» βασισμένο στα απομνημονεύματα
του παππού μας του παπα-Κώστα, ο Κωτσοπάτσος ήταν ο κρυφός πρωταγωνιστής μου από όλα τα 23 εγγόνια του. Ηταν εκείνος που
ρωτούσε τον παππού συνέχεια , μονότονα και επαναληπτικά :Πετάει, το Σύννεφο ,
πετάει;
Το κλαρίνο τρύπαγε την ατμόσφαιρα του
Σεπτεμβριάτικου απόβραδου στην μεγάλη αυλή του πατρικού στο Σύβρο, ανατολίτικο,
χαρούμενο και μαζί παραπονιάρικο... Κι εκείνος που πετούσε πάνω στο δικό του
σύννεφο, φώναζε δυνατά από ψηλά για να τον ακούσει ο πρώτος του εγγονός, ο
Κωστάκης: «Μια ζωή με βασάνιζε η απορία σου. Και μόνο μια στιγμή μου φτάνει να
σου πω: Πως ναί. Πετάει το σύννεφο! Πετάει!» (το τέλος του μυθιστορήματος)
Πετάει, το σύννεφο
αγαπημένε μου . Κι εσύ το πήρες για να ταξιδέψεις στην αιωνιότητα, να
συναντήσεις τον παππού, τους γονείς σου, τις θείες και τους θείους που τόσο
αγάπησες. Εκεί θα βρεις την Πεταλούδα μας που τόσο έκλαψες. Δώσε σε όλους
χαιρετίσματα και μια μεγάλη υπόσχεση πως όλοι θα βρεθούμε κάποτε στη μεγάλη
αυλή της αιωνιότητας.
Όταν θα περνάει στον
ουρανό το δικό σου σύννεφο, εγώ θα το γνωρίζω και θα σε χαιρετάω … Γιατί
Πετάει, το Σύννεφο Πετάει. Το είπε ο παππούς, το λες κι εσύ με τη φυγή σου!
Η ξαδέλφη σου
Ιουστίνη
ο Θεός να τον ανπαύσει στις ουράνιες σκηνές Του, Αμήν!
Ώστε κοιμήθηκε ο "Κωτσοπάτσος"....
Να ζήσεις να τον θυμάσαι και να προσεύχεσαι για αυτόν...
και να ζήσεις πολλά πολλά χρόνια να σε χαιρόμαστε όλοι όσοι σε αγαπούμε...και είμαστε πολλοί!
Με επισκέφθηκε προχθές ο π.Δημητράκης και περάσαμε ωραία...σε μνημονεύσαμε και γελάσαμε πολύ όπως και τις αλησμόνητες μέρες στον Καναδά. Είχε κι αυτός ματσούκι (self stick) όπως της Παναγούλας !
ο φίλος σου ο "καλόγερος" από την Κρήτη
Αγαπημένε μου,
ReplyDeleteΕυχαριστώ για τις τρυφερές σου σκέψεις. Ναι, πέρσι το καλοκαίρι έλαμψε περισσότερο με την παρουσία σου.
Σε περιμένουμε πάλι να μας ξανάρθεις.
Με την αγάπη μας
Ιουστίνη