Σε γνώρισα το 1995
καθ΄οδόν για Βαραντέρο. Εσύ με ένα μικρό κοριτσάκι, τη Δημητρούλα σου κι εγώ με
ένα μικρό αγόρι, τον Αλέξανδρό μου. Κι απ΄’ την πρώτη στιγμή ένιωσα την
αληθινότητά σου και την ομορφιά του χαρακτήρα σου. Και ζήσαμε τις πιό ωραίες
στιγμές στην Κούβα και συνεχίσαμε τις διακοπές σε άλλα εξωτικά νησιά του νότου τα
χρόνια που ακολούθησαν.
Με αφορμή τα παιδιά μας
συνεχίσαμε τη φιλία μέσα στα χρόνια σαν ζευγάρια , σαν γονείς και σαν γυναίκες.
Στο λευκό πρόσωπό σου το στεφανωμένο με
τα πυκνά μαύρα μαλλιά βρήκα τη φίλη, την αδελφή, την έμπιστη. Στην εχεμύθειά
σου εμπιστεύθηκα τις αγωνίες μου, στη σοφία σου ακούμπησα τα ερωτήματά μου για
πολλές πλευρές του βίου που δεν έπιανε η ματιά μου.
Σε είδα να περιποιείσαι το
θείο σου, να στέκεσαι κερί άσβεστο στον πατέρα σου, να αποτίεις σεβασμό στα
πεθερικά σου. Σε παρακολούθησα να είσαι μια απίστευτη νοικοκυρά με χρυσά χέρια,
μια γενναιόδωρη οικοδέσποινα, μια μοναδική μητέρα με λατρεία και σεβασμό για
την κόρη σου. Σε λάτρεψα για την αφοσίωσή σου στην οικογένειά σου, στον άντρα
σου, στο παιδί σου.
Και τώρα στην αρρώστια σου
διαπίστωσα τη γενναιότητά σου, τη μαγκιά σου, τη λεβεντιά που αρύεται απο τη
Σπαρτιάτικη καταγωγή σου. Δε λύγισες όταν άκουσες πως είχες μεταστατική νόσο, δεν κάμφθηκες
όταν έμαθες πως η χημειοθεραπεία δεν δάμαζε την ασθένεια, δεν έδειξες σημάδια
ήττας ούτε όταν οι γιατροί σου είπαν πως ερχόταν το ανελέητο τέλος. Εσύ εκεί
στάθηκες ακλόνητη με κέντρο βάρους την υπέροχη αξιοπρέπειά σου.
Κι όμως όλα ξεκίνησαν ανυποψίαστα
με μια μαστογραφία που έδειχνε ένα μικρό όγκο. Δεν είναι τίποτε μου είπες, απλά
έπρεπε να κάνεις υπερηχογράφημα για να διαπιστωθεί πως ήταν κύστη ή ασβέστωμα.
Και ήρθαν τα αποτελέσματα
και πάλι με παρηγορούσες πως δεν ήταν κάτι σοβαρό, να μην ανησυχώ. Να μην
ανησυχώ... Και ας έγραφε το χαρτί «μεταστατικό». Και να το κρύψεις προσπαθούσες
από τους αγαπημένους σου μην τύχει και στεναχωρηθούν, μην τύχει και δακρύσουν.
Κι έκανες όσα πρόταζε το
σύστημα, θεραπείες πίσω απο θεραπείες κι όλο έλπιζες πως η επόμενη θάταν
αποτελεσματική. Και δεν τόβαζες κάτω με τίποτε. Κι ερχόσουν με τα κορίτσια και
γελούσαμε ανέμελα γιατί «μπόρα ήταν θα περνούσε» μας έλεγες. Η ζωή σου φύλαγε
εκπλήξεις στη στροφή. «Μια δοκιμασία είναι, θα περάσει» με καθησύχαζες κι εγώ
σώπαινα, σώπαινα γιατί εσύ ήσουν ο αρχηγός.
Και ήθελες να βγαίνουμε συνέχεια
για καφέ, για βόλτες και σούλεγα να μείνεις σπίτι να ξεκουραστείς και μούλεγες «ασε με να ζήσω». Εσύ με τις μικρές
καθημερινές αποδράσεις σου με δίδασκες ποιά είναι η ζωή κι εγώ κλεισμένη στο
κλουβί μου σούλεγα αυτά που λένε οι γιατροί.
Αλλά εσύ τους αγνόησες,
μας αγνόησες... Και γιόρταζες και χόρευες κι έβγαινες και ψώνιζες τα φούξια
φουστάνια σου. Και σχεδίαζες το επόμενο καλοκαίρι... Κι έκανες όνειρα για τη
Δημητρούλα σου. Και μας καθησύχαζες πως ο πυρετός δεν ήταν τίποτε, δέκατα ήταν
απο τη θεραπεία. Και όλα θα περάσουν και θάμαστε όλες μια χαρά και θα χορεύουμε
στις πίστες πάλι. Εσύ εγώ, η Λίτσα κι η Γιούλα θα καταθέτουμε ζεμπέικικα
φορώντας τα ψηλά τακούνια. Εσύ και η Γιούλα τα ψηλότερα ...
Και δεν έβγαλες ούτε ένα
αναστεναγμό ούτε μια βαρυγγόμια για την ασθένεια, την θεωρούσες μια δοκιμασία
του βίου σου, ένα Γολγοθά που έπρεπε ν΄ανεβείς αγόγγυστα. Ούτε μια φορά δεν σ’
άκουσα να λές «γιατί σε μένα». Με υπομονή κι ελπίδα, με το βλέμμα στραμμένο στο
Θεό προσδοκούσες το θαύμα.
Και μιλούσαμε κάθε μέρα.
Σου έλεγα μια τραγουδιστή καλημέρα κι εσύ απαντούσες με την καλημέρα στον ίδιο
τόνο. Κι εγώ ζύγιζα τη φωνή σου για να διαπιστώσω αν ήσουν καλά, αν ένιωθες
εντάξει, αν όλα πήγαιναν ρολόι μετά τη θεραπεία. ‘Ετρεμα όταν άκουγα τη φωνή
σου αδύναμη , η μέρα μου περνούσε μέσα στην αγωνία ώσπου να σου ξανατηλεφωνήσω
το βράδυ ν’ ακούσω πως ήσουν καλύτερα.Η καληνύχτα δεν ήταν τραγουδιστή ούτε
χαρούμενη.
Η μόνη φορά που σε είδα να
κλαις ήταν στα γενέθλιά σου φέτος το Φλεβάρη. Είπες πως ήταν απο συγκίνηση που
είμαστε όλες μαζί τα κορίτσια. Κι είπα μέσα μου είναι τα στερνά γενέθλια του
αποχαιρετισμού και μας προετοίμαζες για όσα θα ερχόνταν καταιγιστικά και
αναπόδραστα μέχρι το τέλος. Για όσα ένιωθες και δεν μας έλεγες για να μη μας
στεναχωρέσεις.
Σε είδα να χορεύεις για
τελευταία φορά στην εκδήλωση του Λυκείου των Ελληνίδων στο Souvlaki bar όπου έδωσες ρέστα με τα μπεζ ψηλοτάκουνα παπούτσια σου. Κι εγώ
ανησυχούσα, μα εσύ έλεγες πως ήταν άνετα.
Και οι τελευταίες σου δύο
έξοδοι ήταν την 25η Μαρτίου στην Κοινότητα όπου ήρθες για να με
καμαρώσεις «Ελληνίδα της Χρονιάς» και στο Σύλλογο Λευκαδίων όπου πήγαμε μετά
την παρέλαση για το μπακαλιάρο.
Κι ύστερα κάθε μερα
γλιστρούσες αλλά δεν έλεγες τίποτε, δεν ξεστόμιζες τους πόνους και τους φόβους
σου, Μόνη σου με το σταυρό του μαρτυρίου όδευες στην ανηφόρα σου. Και ο άντρας
σου υποστηρικτικός με το χαμόγελο στα χείλη. ¨Ωσπου έφτασες στην κορυφή και δεν
είχες άλλη ανάσα. Κι έτσι έφυγες.
Εφυγες στην αγκαλιά του άντρα σου Νίκου και της
μονάκριβης κόρης σου Δήμητρας .
Εφυγες
περιτριγυρισμένη από την αγάπη όλων μας.
Εφυγες αφού
είχες μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων
Εφυγες με το
κεφάλι ψηλά, Σπαρτιάτισσα του ταν η επι τας.
Μοναδική Μαρία , μου δίδαξες το ήθος της μάχης, του
αγώνα, της πάλης μέχρι τελικής πτώσεως..
Δε νικήθηκες, Νίκησες.
Η καρδιά μου θα είναι για πάντα μαζί σου.
Οι αναμνήσεις μας θα στολίζουν τη ζωή μας.
Καλό ταξίδι αγαπημένη!
Το Τζουστινάκι σου
It breaks my heart, such a beautiful young woman!
ReplyDeleteKαλό ταξίδι τη φίλη σας!Μακάρι να είχαμε όλοι την δύναμή της....
ReplyDeleteΣας διαβάζω, χωρίς να αφήνω σχόλια, όμως για την Μαρία...έπρεπε..Να γράψω: ΚΑΛΌ ΤΑΞΊΔΙ!Όλοι μας έχουμε ημερομηνία ταξιδιού.Μακάρι να τα αντιμετωπίζουμε με την δύναμή της...
...
ReplyDelete!!!!!!!!!!
Σας αγαπώ!
Υιώτα
Αστοριανή
ΝΥ