Η κατσαμομάλλω με ταγεράκι σε γαλάζιο χρώμα ραμμένο από τη δεσπονίδα Τσία. Τα κουμπιά είχαν και φιόγκους!
Της Ιουστίνης
Φραγκούλη-Αργύρη
Η δεσποινίς Τσία από το
Τασία Κακλαμάνη, η θρυλική μοδίστρα των ετών 60-70 της Λευκάδας δεν είναι πιά
ανάμεσά μας. Τα νέα με βρήκαν μερικές μέρες αφότου έφτασα στο νησί. Όλοι
γνώριζαν την αγαπητική μου σχέση με τις κοπέλες του Κακλαμάνη, τις δεσποινίδες Τσία και Κατερίνα που έμειναν ανύπαντρες για
λόγους δικούς τους και δυσεξήγητους.
Η δεσποινίς Τσία ήταν η
επίσημη μοδίστρα μας τα αθώα χρόνια της παιδικότητας. Κι όταν λέω επίσημη,
εννοώ πως μας έραβε τα καλά κυριακάτικα και γιορτινά μας ρούχα, με τα οποία θα
εμφανιζόμασταν τις Κυριακές στην εκκλησία του πατερούλη, καθότι ήμασταν οι
θυγατέρες του εφημέριου.
Η ιστορία μου στο
εργαστήρι της Τσίας, που βρισκόταν λίγα μέτρα από το σπίτι μας, με θέα το
παζάρι, αρχίζει από τα πρώτα μου χρόνια.
Θυμάμαι τη μαμά να με πηγαίνει στης Τσίας το ραφτάδικο, που ήταν στο δεύτερο
όροφο του σπιτιού σε ένα μπαλκόνι όλο τζαμαρία (πόντζος λέγεται στη Λευκάδα) κι
εκεί να βλέπω τις πάνινες κούκλες με τα φορέματα των κυριών καρφιτσωμένα,
έτοιμα για την πρόβα. Τις φανταζόμουν να κυκλοφορούν με τα κομψά φουστάνια , τα
ταγιέρ και τις τουαλέτες που έβγαιναν από τα χεράκια της Τσίας.
Η μαμά, λοιπόν, με
έπαιρνε από το χεράκι και με έφερνε στο εργαστήρι της Τσίας, που δεν ήταν μόνη
της αλλά είχε πάντα μαζί της την αδελφή της Κατερίνα Κακλαμάνη, μια σεμνή
δεσποινίδα με λίγα λόγια και αμήχανη έκφραση. Αργότερα κατάλαβα ότι η σεμνότητά
της είχε διοχετευθεί στην αγάπη της για την εκκλησία και το Κατηχητικό.
Η δεσποινίς Κατερίνα μου
χάιδευε τις ξανθές μπούκλες και ο αδερφός της με φώναζε κατσαρομάλλω, εγώ
έκλαιγα γιατί με αποκαλούσε «κατσαμωμάλλω», όπως πρόφερα τότε τη σύνθετη λέξη.
‘Ενιωθα την αγάπη τους να με πλημμυρίζει, μια αγάπη που προερχόταν από τη σχέση
της οικογένειας με τη δική μου μητρική οικογένεια, καθώς ο πατέρας των
κοριτσιών ήταν επίτροπος στην εκκλησία των Εισοδίων, όπου τότε
λειτουργούσε ο παππούς ο παπα-Κώστας με εκείνη τη στεντορεία φωνή που ξεχυνόταν
σε όλη την αγορά πλημμυρίζοντας την αστική Λευκάδα με ήχους πλάγιους δεύτερους.
Εκεί λοιπόν η δεσποινίς
Κατερίνα άνοιγε το Burda , γερμανικό περιοδικό της εποχής που είχε σχέδια και πατρόν για μεγάλες
κυρίες αλλά και για κοριτσάκια . Η μαμά με τη δεσποινίδα Τσία ξεφύλλιζαν το
φιγουρίνι, κατέληγαν σε ένα σχέδιο που άρεσε και στις δυό , με ρωτούσαν αν
συμφωνούσα. Κι εγώ κουνούσα το κεφαλάκι λέγοντας «ναι».
Τότε η μαμά με έπαιρνε
και πηγαίναμε στην αγορά στα υφασματάδικα του Μασμανίδη , του Βερύκιου και
άλλων και διάλεγε ένα ύφασμα ανάλογο με
εκείνο που είχε εντοπίσει στο φιγουρίνι. Το έκοβε ο υπάλληλος στις
διαστάσεις που είχε δώσει η δεσποινίς Τσία, αν ήταν μονόφαρδο ή διπλόφαρδο
αναλόγως.
Μετά η δεσποινίς
Κατερίνα έβγαζε με γεωμετρικό τρόπο το πατρόν για το μέγεθος του σώματός μου κι
έτσι άρχιζε ο γολγοθάς της πρόβας. Εκείνη η πρώτη πρόβα με το χάρτινο πατρόν
ήταν περίπου μαρτυρική, διότι δεν ήταν από ύφασμα και οι καρφίτσες τσιμπούσαν
αριστερά και δεξιά το παιδικό κορμάκι μου. Κι έβγαζα μια φωνούλα αλλά η μαμά
και η δεσποινίς Τσία με καθησύχαζαν με κάτι αρωματικές καραμέλες χρώματος
κόκκινου με επικάλυψη ζάχαρης.
Η πρώτη επίσημη πρόβα
γινόταν μια εβδομάδα αργότερα κι εγώ με το φόβο ζωγραφισμένο στα μάτια μου
ένιωθα τις τσιμπιές από τις καρφίτσες στο σωματάκι μου και έκλαιγα μερικές φορές,
οπότε οι αρωματικές καραμέλες γίνονταν περισσότερες. Μετά από τρείς πρόβες, επιτέλους το φουστάνι ήταν έτοιμο με
ωραίους γιακάδες, γαρνιρίσματα με δαντέλες και κουμπιά ειδικά φτιαγμένα από το
ύφασμα σε εργαστήριο κουμπιών.
Όταν ολοκληρωνόταν το
φόρεμα η δεσποινίς Τσία το έστελνε με τον πατέρα της τον κύριο Χαράλαμπο τυλιγμένο
σε νάιλον σακούλα και καθώς το έβλεπα από μακριά η καρδιά μου φτερούγιζε από προσμονή
να το στολιστώ την Κυριακή στην εκκλησία και να χαίρεται η μαμά με τα κομπλιμάν
που θα έπαιρνα. Μετά την εκκλησία ήθελα να το βγάλω επειγόντως για να μην το
λερώσω πίνοντας το γάλα μου.
Οι δεσποινίδες στο σπίτι
τους είχαν γατούλες τις οποίες λάτρευαν και πρέπει να πω ότι κι εγώ τις αγαπούσα
πολύ κι έπαιζα μαζί τους. ¨Ηταν οι μόνες κατοικίδιες γάτες στη γειτονιά και δεν
τους επιτρέπονταν να βγούν να παίξουν με τις αλανιάρες. Μα αυτές το έσκαγαν
πότε-πότε και τις κυνηγούσαν να γυρίσουν στο σπιτικό τους.
Περιμένοντας για την
πρόβα πολλές φορές έβλεπα κυρίες και δεσποινίδες που ράβονταν στης δεσποινίδας
Τσίας να κάθονται στημένες στον ολόσωμο
καθρέφτη. Έφερναν μαζί τους τα καλά τους σουτιέν που θα φορούσαν κάτω απ΄το
φουστάνι, μερικές και κορσέδες για να μαζεύουν το γερασμένο σώμα τους. Αυτό
είχε μεγάλη σημασία στα μικρά μου μάτια.
Μεγαλώνοντας προστέθηκε
και η αδελφή μου στη σειρά για να ραφτεί. Η μαμά μας διάλεγε πάντα τα ίδια
υφάσματα για να μη ζηλεύει κι εγώ ντρεπόμουν που ήμουν μεγάλη και φορούσα τα
ίδια ρούχα με τη μικρή μου αδελφή. ‘Όμως η δεσποινίς Κατερίνα έκανε το παν να
πείσει τη μαμά μου να μας φτιάξει τουλάχιστον διαφορετικά σχέδια κι αυτό της το
χρωστάω.
Η δεσποινίς Τσία
ανελήφθη εις ουρανούς πρόσφατα , μα ελπίζω να με βλέπει από ψηλά πως έμαθα το
γούστο εκεί στα πρώιμα παιδικά χρόνια ξεφυλλίζοντας το Burda. Εκεί γνώρισα τα χρώματα, τα υφάσματα και τους συνδυασμούς.
Αγαπημένη δεσποινίς Τσία
πάντα θα μείνεις στις μνήμες μου και την καρδιά μου για πάντα αποτυπωμένη δίπλα
στη λέξη ΜΟΔΑ!.
Ας ειναι καλα εκει που βρισκονται.φιλια στην αγαπημενη μας Λευκαδα και να περασετε πολυ καλα.ενα μπανιο στην αγαπημενη παραλια του Καστρου και για εμενα.
ReplyDeleteΘερμη παρακληση.κανε εναρτηση με φωτογραφιες φετινες απο Λευκαδα.ετσι για παρηγορια που δεν μπορουμε να ερθουμε.
ReplyDelete