Μεγάλωσα σε μια εκκλησιαστική οικογένεια στην επαρχιακή πόλη της Λευκάδας στα χρόνια του 60. Ο πατέρας μου ήταν εφημέριος της αστικής ενορίας των Αγίων Αναργύρων, ο παππούς μου ήταν πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Λευκάδας και Ιθάκης και ο αδελφός της μητέρας μου ήταν εφημέριος στο Μητροπολιτικό ναό της Ευαγγελίστριας Λευκάδας. Ο νονός μου ήταν ο μακαριστός Μητροπολίτης Λευκάδας και Ιθάκης Δωρόθεος με την μακαριστή αδελφή του Ιουστίνη Παλλαδηνού.
Οι Κυριακές μας ήταν ταγμένες στο Κυριακάτικο εκκλησίασμα και στο Κατηχητικό. Η μαμά μας καλόντυνε , μας καλοχτένιζε και μας πήγαινε στην εκκλησιά του πατερούλη, όπου κοινωνούσαμε κάθε Κυριακή αδιαλείπτως καθώς μεγαλώναμε αθώοι και ανυποψίαστοι εκεί στην όμορφη μικρή πόλη μας.
Χωρίς αγκυλώσεις ο πατέρας μου, ένας άκρως προοδευτικός άνθρωπος, μας μύησε στις παραδόσεις της Ορθοδοξίας, προσπαθώντας να μας εμφυσήσει την πίστη σε όσα εκείνος πίστευε και δίδασκε στο εκκλησίασμα.
Το σπιτικό μας ήταν ανοιχτό σε όλους όσους χρειαζόταν τον πατερούλη, στους συγγενείς από το χωριό που ήταν αναλφάβητοι κι έπρεπε να πάνε στους γιατρούς, στους πένητες που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, αλλά και στις Βλάχες που χειμωνιάτικα μέσα στο κρύο ροβολούσαν από την Αιτωλοακαρνανία κουβαλώντας σακιά με άγρια χόρτα να τα πουλήσουν στους Λευκαδίτες για να εξοικονομήσουν τον άρτον τον επιούσιον.
Οι γονείς μου είχαν το σπίτι ανοιχτό σε όλους, το τραπέζι μας τα μεσημέρια είχε πάντα φιλοξενούμενους κι εμείς κάναμε χαρά μεγάλη χωρίς να συνειδητοποιούμε πως τότε ακριβώς διδασκόμασταν τις βασικές αρχές του ουμανισμού που διέπουν τη Χριστιανική θρησκεία. Η φιλικότητα προς τους συγγενείς και η αγάπη για το διπλανό μας είχε πολλά ονόματα: Και ποιός δεν πέρασε από το Φραγκουλέικο εκείνα τα χρόνια, κάτοικοι Εγκλουβής, Σύβρου, Μαραντοχωρίου, Βασιλικής, Καρυάς.
Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές πασπαλίζονταν από τα καλάθια με τα καλούδια που πηγαίναμε με την αγαπημένη θεία μας Κουλίτσα στις φτωχές οικογένειες και ανήμερα δεν τρώγαμε στο σπίτι μας τη γαλοπούλα ή τον αμνό. Πηγαίναμε στο Νοσοκομείο και στο Γηροκομείο να επισκεφθούμε τους άρρωστους και γέρους και καταλήγαμε οικογενειακώς στο σπίτι αργά το μεσημέρι σβήνοντας την πείνα μας με μια σούπα αυγολέμονο.
Κι όταν έγινα 10 ετών ο πατερούλης μου εξήγησε πως τώρα πιά δεν θα κοινωνούσα κάθε Κυριακή, αλλά θα κοινωνούσα όταν ήμουν έτοιμη, δηλαδή όταν ήθελα να απαλλαγώ από όσα «ανάρμοστα» είχα κάνει σε εκείνη την αθώα ηλικία. Και αυτό γινόταν με εξομολόγηση στο θείο παπα-Νίκο που ήταν άκρως συγχωρητικός και αγαπημένος, διότι έλεγε πως ο Χριστός είναι της αγάπης και της συγχώρεσης και κοίτα πώς συγχωρεσε τους δυό ληστές στο σταυρό του μαρτυρίου του.
Και μετά από μια εβδομάδα νηστείας που σήμαινε αφενός εγκράτεια και αφετέρου αποτοξίνωση από τις ζωικές πρωτεΐνες, δηλαδή καθαρισμό του σώματος, πήγαινα στην εκκλησιά με το ωραίο μου φουστάνι (κόκκινο βελούδο με λευκή δαντέλα το χειμώνα, οργάντζα με φουρό το καλοκαίρι) και κοινωνούσα των Αχράντων Μυστηρίων. Κι ένιωθα ανάλαφρη και γελαστή, γιατί παρά τη μικρή μου ηλικία είχα αντιληφθεί πως η ανάγκη του καθαρισμού από τις περιπλοκές της παρακοής και των τύψεων ήταν εκεί δυνατή και μοιραία.
΄Ετσι έμαθα λοιπόν να καθαρίζω εαυτήν από τα ζιζάνια που με τυραννούσαν στον ενήλικο βίο μου. Διδάχθηκα τη μέθοδο της χριστιανοσύνης για να καθαίρομαι σε τακτικά χρονικά διαστήματα και να τακτοποιώ μέσα μου τα ανθρώπινα μίση και πάθη μου. Έτσι έμαθα να τινάζω τα εσώψυχά μου και να επανεκκινώ εξ αρχής. Αυτή η μέθοδος με βοήθησε να ξεπεράσω τους διάφορους της ζωής μου πόνους, τις αμυχές και τις πληγές που έφεραν στο δρόμο μου απρόβλεπτα γεγονότα.
Τώρα οι αρνητές της χριστιανοσύνης έχουν βρει ευκαιρία με την επιδημική εξάπλωση του κορονοϊού να σπείρουν αμφισβήτηση για την λατρευτική ζωή των Ορθοδόξων:
- Οι ιερείς δεν είναι αγράμματοι ταλιμπάν και πληροφορούνται για τους κινδύνους που εγκυμονούνται πανταχού
- Οι πιστοί δεν είναι πρόβατα για να καθοδηγούνται από οποιονδήποτε εγγράμματο ή αγράμματο
- Ο κορονοϊός αποτελεί αφορμή για να διαμφισβητηθούν οι εκκλησιαστικές παραδόσεις με ένα τρόπο αδιάντροπα χλευαστικό
- Η πολιτεία πρέπει να λάβει τα μέτρα της και αν κρίνει πως η μεταδοτικότητα του ιού είναι τέτοιας έκτασης να κλείσει σχολεία, εκκλησίες, γήπεδα κλπ.
Αυτά και νιώθω περήφανη που μεγάλωσα στην εκκλησία ως κόρη παπά
Στην εγκλουβη μια φάρα των Φραγκουλεων που ανήκω ονομαζονταν
ReplyDelete"κοτσανεοι" γιατί πήγαιναν στην εκκλησία
την Κυριακή στοιχησμενοι στη σειρά καθ ύψος και ηλικιακά, μπροστά τα νήπια και πίσω οι μεγαλύτεροι οπότε έμοιαζαν σαν κοτσάνι εξ ου και το παρατσούκλι ΚΟΤΣΑΝΕΟΙ.