Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Αυτή η κλεισούρα στο σπίτι με έκανε πολλές φορές να αναπολήσω το παρελθόν, να βουτηχτώ στις αναμνήσεις που με κατέκλυζαν έντονα, παρηγορώντας με για τη ματαιότητα του βίου. Μικρές χαρές, στιγμές ανεμελιάς τρύπωναν στο νου μου απορροφώντας τους κραδασμούς των μεγάλων υπαρξιακών ερωτημάτων που με βασανίζουν παιδιόθεν.
Ξαναγυρίζω λοιπόν, στο σχολικό τοπίο εκεί που η κορυφαία αγωνία μας ήταν αν πήραμε δέκα στην αντιγραφή ή αν κάναμε ένα λαθάκι στην ορθογραφία. Η τάξη της σωτήριας εξαετίας 1965-1971 στο κατεδαφισμένο 1ο Δημοτικό Σχολείο Λευκάδας έρχεται στο νού μου ολοκάθαρη, όπως οι χαρακτήρες των συμμαθητριών και των συμμαθητών του, τους οποίους έχω την ευτυχία να συναντώ τα καλοκαίρια στο γενέθλιο τόπο.
Διαλέγω να μιλήσω σήμερα για την Κατερίνα Περδικάρη και τη Λίνα Μασμανίδη, δυό συμμαθήτριες που ζούσαν στην ίδια γειτονιά και κατέφθαναν στο σχολείο μαζί, αποτελώντας ένα ακόμη δίδυμο, το Λίνα-Κατερίνα.
Η Κατερίνα ήταν μια πολύ καλή μαθήτρια, σιωπηλή μέσα στην τάξη αλλά με καταπληκτικές επιδόσεις σε όλο το φάσμα των μαθημάτων.’Ηταν κόρη τραπεζικών και μάλιστα μοναχοκόρη και ποτέ δεν προκαλούσε τους συμμαθητές ή τους δασκάλους της με κάποια παρατραβηγμένη συμπεριφορά.
Ήταν καμωμένη απο αυτό το υλικό της διαγωγής κοσμιοτάτης που δεν επιδίωκε ποτέ την καταξίωση ανάμεσα στα παιδιά ή στους μεγάλους. Θα την έλεγα μοναχική, αποτραβηγμένη και με μια απίστευτη για την ηλικία μας ωριμότητα.
Η Κατερίνα έμενε στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου, κοντά στην δυτική παραλία της Λευκάδας και ήταν καμωμένη απο το υλικό του καθωσπρεπισμού χωρίς εξάρσεις και ιδιαίτερες εχθρότητες ή φιλίες. Θα έλεγες πως η συγκατοίκηση στο θρανίο με τη ζωηρή Λίνα της ήταν αρκετό άγχος, μια και η φύση της ήταν να περνάει απαρατήρητη.
Το μόνο στοιχείο που την ξεχώριζε στα μάτια μου ήταν το γεγονός πως ήταν μοναχοκόρη και ήταν κάτι που ζήλευα καθώς απο νωρίς είχα συνειδητοποιήσει πως η αγάπη που μοιράζεται ανάμεσα στα αδέρφια δεν ήταν το δικό μου ζητούμενο. Επιπλέον, ζήλευα που η Κατερίνα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα στον έρανο για την καθαρίστρια έδινε ένα τάληρο, ενώ οι γονείς μου μπορούσαν να προσφέρουν ένα δίφραγκο για το καθένα απο τα τρία παιδιά τους. Αυτή ίσως να ήταν η πρώτη ταξική κρίση που με είχε καταλάβει διότι ήθελα να δίνω κι εγώ τάληρο στην καθαρίστρια.
Η Λίνα ήταν το ακριβώς το αντίθετο. Με σπαστά μαλλάκια και ένα έμφυτο χαμόγελο, ήταν στην όψη και στην κόψη εντελώς στο άλλο άκρο της Κατερίνας, που ξέχασα να πω ότι είχε συνήθως τα μαλλιά της ίσα και κοντοκομμένα και φορούσε ένα ζευγάρι γυαλιά.
Η Λίνα Μασμανίδη ήταν κόρη του Μασμανίδη με τους Νεωτερισμούς στην αγορά, κάτι που δεν περνούσε απαρατήρητο εκείνα τα μετρημένα χρόνια στη Λευκάδα των λιγοστών καταστημάτων. Ναι, ο πατέρας της και η μητέρα της ήταν ταγμένοι στο μαγαζί τους, όπου πουλούσαν υφάσματα με το μέτρο και πολύ αργότερα ρούχα πρετ-α-πορτέ.
Ο πατερούλης, όντας ιερέας στο ξωκκλήσι του Αγίου Βσσιλείου στη δυτική παραλία, ήταν αγαπημένος συνομιλητής των παπουδογιαγιάδων της Λίνας, που ήταν πρόσφυγες απο τη Μικρά Ασία, καλά τακτοποιημένοι και περήφανοι για την καταγωγή τους. Θυμάμαι τη γιαγιά της Λίνας μετά την λειτουργία την Πρωτοχρονιά να μας λέει ιστορίες απο τον τόπο της κι εγώ την άκουγα εκστασιασμένη. Κι ο πατερούλης τόνιζε πως ήταν μια ξεχωριστή οικογένεια με βάθος και πλούσια ιστορική καταγωγή.
Η Λίνα ήταν γελαστή και χαιρόταν με όλους και με όλα. Μερικές φορές ήταν γκαφατζού διότι ήταν καλοπροαίρετη και έπαιρνε ακόμη και τις πλάκες τοις μετρητοίς. Πολλές φορές την έπαιρνε το παράπονο όταν τα παιδιά δεν την έπαιζαν και τότε τρύπωνε στην προστασία της Κατερίνας. Τα μαλλάκια της σπαστά κυμάτιζαν στα κυνηγητά μας στην αυλή του σχολείου και τα λευκά της δόντια έλαμπαν όταν γελούσε δυνατά παρασύροντάς μας όλους στο δυνατό γέλιο της.
Η Λίνα πριν ακόμη τελειώσει το Δημοτικό μετακόμισε σε ένα καινούριο διόροφο σπίτι κοντά στα δικαστήρια, που ήταν νεόχτιστο και όμορφο με τις καμάρες και τα ωραία του λουλούδια στον κήπο. Ο πατέρας της είχε αυτοκίνητο και έπαιρνε την οικογένεια των τεσσάρων (η Λίνα είχε για μεγάλη αδερφή της Βίκυ) και τις Κυριακές πήγαιναν στο εξοχικό τους στο Περιγιάλι, έννοια άγνωστη για τους περισσότερους απο μας, που η εκδρομή μας έφτανε μέχρι τα πατρικά χωριά μας.
Με την Κατερίνα χαθήκαμε νωρίς διότι μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αθήνα τα χρόνια του Πανεπιστημίου. Είχα να τη δω μερικές δεκαετίες αλλά έπεσα πάνω της πριν απο πέντε χρόνια σε συρμό του μετρό όπου τα είπαμε σα να ήμασταν μαζί χθές, προχθές. Συνεχίσαμε την κουβέντα μας στο καφενείο του Public. Η ήσυχη Κατερίνα είχε μεταμορφωθεί σε μια δυναμική τραπεζίτισσα που μετά της συνταξή της ασχολήθηκε με την κτηματομεσιτική. Ήταν παντρεμένη και είχε κόρη παντρεμένη αποκτώντας ήδη εγγόνια. Είχε μεταμορφωθεί σε ένα εντελώς διαφορετικό πλάσμα απο αυτό που γνώριζα, γεγονός που μου προκάλεσε την πιό ευχάριστη έκπληξη.
Η Λίνα έμεινε στη Λευκάδα όπου συνέχισε τη δουλειά των γονιών της στο ιστορικό μαγαζί τους στη Λευκάδα, το οποίο κατέβασε ρολά πέρσι την άνοιξη. Παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.Εγινε ο κρίκος της σύνδεσης ανάμεσα απο τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες καθώς το μαγαζί της βρισκόταν σε κομβικό σημείο. Ετσι αποτελεί μέχρι σήμερα το δίαυλο της επικοινωνίας μας.
Η Λίνα και η Κατερίνα παρότι ζούσαν στην κάτω γειτονιά γεγονός που μας ξεχώριζε καθώς δεν μπορούσαμε να σμίξουμε στα παιχνίδια τα απογεύματα, αποτελούν μέρος μιας τάξης που έχτισε την προσωπική μας ιστορία στον πρώτο κοινωνικό μας χώρο.
Αχ.αυτες οι απλες ιστοριες της παιδικης ηλικιας.ποσο καλα δοσμενες.Ακομη και εμεις που δεν τα ζησαμε νιωθουμε τη νοσταλγια σας.Να ειστε καλα.
ReplyDelete