Απο μικρή η Αθήνα είχε
φουντώσει μέσα μου ως πρωτεύουσα της Ελλάδας, ως τόπος εσωτερικής αποδημίας
φίλων και συγγενών, ως σημείο αναφοράς μιας μεγαλύτερης διάστασης απο τη μικρή
Λευκάδα μου.
Ηταν και ο μεγαλύτερος
αδελφός μου που πηγαινοερχόταν στην Αθήνα για να κάνει οφθαλμολογικές εξετάσεις
κι αργότερα χειρουργείο, αυτός που περισσότερο μου διόγκωνε την επιθυμία να
επισκεφθώ τη μεγάλη και λαμπερή πρωτεύουσα.
Σε κάθε γεγονός της εν
Αθήναις οικογένειας, η μαμά ευκαίρως ακαίρως έπαιρνε μαζί της τον Αποστόλη,
λόγω των οφθαλμολογικών του θεμάτων κι εγώ ζήλευα και ονειρευόμουν τη μέρα που
θα με έφερνε στην πόλη των ονείρων μου.
Η μέρα άργησε πολύ να
έρθει και ήταν στα εννιά μου χρόνια επ’ αφορμή της βάφτισης του Κώστα
Κακαβούλη, σούπερ τζούνιορ , γιού του θείου Αλέκου . Ναι, μου το είχαν
υποσχεθεί ότι αυτή τη φορά είχε έρθει η σειρά μου κι εγώ απο καιρό ετοίμαζα τη
μικροσκοπική βαλιτσούλα μου μην τύχει και ξεχάσω κάτι. Η μαμά με πήγε στην Τσία
κι έρραψα γιορταστικό φουστάνι για τη βάφτιση που θα γινόταν στην Αγία
Παρασκευή, κέντρο πλατεία του Αττικού προαστείου.
Το πράσινο λεωφορείο,
που μισούσα κατά τα άλλα καθώς ξέρναγα τα σωθικά μου σε κάθε ταξίδι προς τα
χωριά της Λευκάδας, μου φάνηκε διαφορετικό.Tο είδα μεγαλύτερο, καθαρότερο και λαμπρότερο. Ξέχασα με
μιάς όλους τους πόνους του ταξιδιού κι ανέβηκα με τη μαμά και τον λατρεμένο μου
θείο παπα-Νίκο (ίσως και με τον εξάδελφο Κωτσονιό-δεν θυμάμαι) με περισσή χαρά, μάλλον φουντωμένη απο έκσταση
που επιτέλους θα πραγματοποιούσα το προσδοκώμενο της ζωής μου ταξίδι.
Με έβαλαν προς την
πλευρά του παράθυρου να βλέπω έξω κι εγώ δεν χόρταινα να κοιτάζω τη φύση που
ήταν καταπράσινη, τη θάλασσα και τους κολπίσκους της. Δεν χόρταινα να βλέπω και
να ονειρεύομαι τη μεγάλη στιγμή της άφιξης στην πρωτεύουσα. Ο συνήθης ίλιγγος,
τα ανακατώματα στο στομάχι είχαν δια μαγείας εξαφανιστεί, και μόνο η απαντοχή
συγκλόνιζε τα σωθικά μου.
Ο οδηγός έδινε κι
έπαιρνε και γκάζωνε κι έρριχνε το λεωφορείο στις μεγάλες λακκούβες του
χωμάτινου αυτοκινητόδρομου, καθώς δεν είχε κατασκευασθεί ακόμη τότε η νέα εθνική οδός. Κι έξω εκκρεμούσαν τα
υπέροχα χωριά της Αιγιαλείας με τα σπιτάκια μια ανάσα απο τη θάλασσα κι εγω ρουφούσα
αδιαμαρτύρητα τις εικόνες χωρίς παράπονα, πόνους, δυσεντερίες. Και η μαμά με το
θείο κοιμόνταν ήσυχοι αλλά εγώ πού να κοιμηθώ, όλα ήταν τόσο καινούρια και
ζωηρά σε χρώματα και φύση.
Αφού είχαμε κάνει στάση
στο Ρίο μπαίνοντας στο μεγάλο φερυ μπόουτ (έτριβα τα μάτια μου σε τόσο μεγάλο
πλεούμενο πρώτη φορά!) πήραμε ένα σουβλάκι απο τα υπάιθρια σουβλατζίδικα. Ακόμη
θυμάμαι τη μυρωδιά του αέρα της προ γέφυρας εποχής που μοσχοβολούσε ψητά
σουβλάκια , τα ωραιότερα και νοστιμότερα του κόσμου.
Δεύτερη στάση κάναμε έξω
απο τον Ισθμό της Κορίνθου. Ο θείος παπα-Νίκος με πήγε να δώ το βάθος του
Ισθμού, για τον οποίο γνώριζα τα πάντα απο την σχολική μας Ιστορία. Εμεινα
έκθαμβη, εκστατική. Λίγο πιό πέρα μας περίμενε το εστιατόριο Καζινό, όπου
φάγαμε μερίδες φαγητό απο μοσχαράκι νουά με απίστευτες τηγανητές παπάτες. Κι
αυτό το επίσης απίστευτο άρωμα κουζίνας ακόμη συνοδεύει τις μνήμες μου και τις
τσιγκλάει κάθε φορά που περνάω απο τον Ισθμό.
Μετά απο εννιά ώρες
ταξίδι ή μάλλον ταλαιπωρία, επιτέλους φτάσαμε στο σταθμό Πελοποννήσου.
Φορτώσαμε τις βαλίτσες και τα καλούδια που είχαμε φέρει απο τη Λευκάδα σε ένα
τεράστιο ταξί που έκλεισε το πόρτ-μπαγκάζ με σκοινί, και μετά απο περίπου μισή
ώρα καταφθάσαμε στο σπίτι του θείου Τιμόθεου στην Αγία Παρασκευή.
Ημουν απόλυτα ξεκούραστη
κι ας χτυπιόταν το λιλιπούτειο σωματάκι μου σε κάθε στροφή και λακκούβα της
εννιάωρης διαδρομής. Η λεωφόρος Μεσογείων ήταν σχεδόν δεντρόφυτη και το μόνο
της αξιοθέτατο ήταν το επιβλητικό Πεντάγωνο για το οποίο όλοι μιλούσαν με
θαυμασμό.
Φτάσαμε επιτέλους στο
υπέροχο παλιό αρχοντικό το νοικιασμένο απο το θείο Τιμόθεο και τη θεία Κορίννα.
Μεγαλοπρεπής αυλή με εκείνα τα πλακάκια της εποχής του 20, εξωτερικό πηγάδι,
πεύκα τεράστια να τη στολίζουν και το σπίτι επίσης μονοόροφο, χτισμένο απλά και
στολισμένο με τις λεπτομέρειες της εποχής του 20. Παρότι τότε δεν ήξερα τι θα
πεί ρετρό, ξετραλλάθηκα με το αθηναϊκό σπίτι-βίλλα που φάνταζε γοητευτικό στα
δικά μου επαρχιώτικα ματάκια.
Ο θείος Τιμόθεος ανέλαβε
την περιήγησή μου ενώ οι άλλοι ήταν απασχολημένοι με τις προετοιμασίες της
βάφτισης. Με πήγε κατ’ αρχήν στα πέριξ της Αγίας Παρασκευής γνωρίζοντάς μου τη
λαϊκή αγορά των φρούτων και των λαχανικών και αργότερα την πλούσια αγορά του
Χαλανδρίου.
Ο θείος παραμελώντας
τους υπόλοιπους με κατέβασε την επομένη με το λεωφορείο της συγκοινωνίας στην
πλατεία Ρηγίλλης απο όπου με περιήγησε πεζή στον Βασιλικό Κήπο, το Ζάππειο, την
Αίγλη, τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, τον Αγνωστο Στρατιώτη. (Τότε η Ηρώδου
του Αττικού ήταν κάτι σαν μίασμα καθώς εκεί βρισκόνταν τα παλάτια των πάλαι
ποτέ εξορισμένων βασιλέων κι επικρατούσε μια αμηχανία) .
Με τα μικρά μου βηματάκια
να τον ακολουθούν κατά πόδας, φθάσαμε μέχρι τους πρόποδες της Ακρόπολης. Ενα
παγωτό στο Διόνυσο με όλη την ιεροτελεστία των επίσημων γκαρσονιών με απογείωσε
και με έκανε να θαυμάζω πραγματικά την πολυτέλεια της μεγάλης πόλης.
Η επόμενη περιήγηση
περιλάμβανε την οδό Πανεπιστημίου με το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου, την
Ακαδημία και την Εθνική Βιβλιοθήκη. Τούτη η βόλτα κατέληξε στα πολυκαταστήματα Δραγώνας,
Μινιόν και Athenee.
Ξετρελλάθηκα με τις βριτίνες και με τις μεγάλες φωτεινές επιγραφές των
διαφημιστικών κυρίως γύρω απο την Ομόνοια. Η Ομόνοια έγινε μαγική μέσα μου καθώς
έμαθα να ανεβοκατεβαίνω τις ηλεκτρικές σκάλες. Πρώτη μου φορά όλα και προπάντων
οι ηλεκτρικές σκάλες. Α! τι έκσταση ήταν αυτή!
Αφού τελείωσε η βάφτιση
, περί την οποία δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτε, γιατί το μυαλό μου ήταν δοσμένο
στην Αθήνα, οι δικοί μου έφυγαν για τη Λευκάδα κι έμεινα μόνη μου στο σπίτι του
θείου Τιμόθεου και της θείας Κορίνας. Με περιποιήθηκαν καλύτερα απο παιδί τους,
ενώ ο μεγάλος μου ξάδελφος και γιός τους με περιφρονούσε γιατί με έβλεπε ως
ενοχλητική μυγίτσα της ζωής μου.
Η μαμά είχε επιστρέψει στη
Λευκάδα με καροτσάκι παιδικό για την αδελφή μου, ενώ εμένα μου αγόρασε ένα
μικρότατο παιχνίδι. Αλλά δεν με πείραξε αυτό, γιατί ρουφούσα τις εικόνες της
Αθήνας με ένα τρόπο αχόρταγο και μαγικό. Ερωτευθηκα την αιώνια πόλη για όλα της
τα αρχαία και προπάντων για τις πολυκατοικίες της που εμένα μου έμοιαζαν
συγκλονιστικές.
Κάθε φορά που περνούσα
μπροστά απο τα ψηλά κτίρια έπλαθα χίλιες δυό ιστορίες για τους κατοίκους που
έμεναν εντός. Υστερα ήρθε ο πατερούλης στην Αθήνα για δουλειές αλλά και για να
με συνοδεύσει πίσω στο μεγάλο ταξίδι του λεωφορείου.
Ο πατερούλης με πήγε
μπροστά απο το Πανεπιστήμιο και με όρκισε να γίνει όνειρο και στόχος της ζωής
μου να μπώ στις εξετάσεις μια μέρα και να γίνω απόφοιτος Πανεπιστημίου. Αυτό
ήταν το ζητούμενό του. Μετά με πήγε στο Μινιόν και μου αγόρασε κολώνια, παιδική
κολώνια με τη Μίνι Ντάκ στο κουτί της.
Οι μέρες τυλίχτηκαν
γρήγορα κι έτσι μπήκαμε πάλι στο λεωφορείο της επιστροφής. Αυτή τη φορά
κοιμόμουν τις εννιά ώρες της διαδρομής ή κρατούσα κλειστά τα μάτια μου για να
επαναφέρω τις εικόνες της Αθήνας στο ονειρικό πεδίο μου.
Πρώτη μου φορά
ερωτεύθηκα μια πόλη κι αυτή ήταν η Αθηνα! Θα την σκεφτόμουν και θα την
ονειρευόμουν για πάντα απο την μικρή κόχη μου στη Λευκάδας. Σήμερα ακόμη την
αναπολώ και την λαχταρώ κάθε στιγμή απο την Μοντρεάλη της αποδημίας μου.
Τζουστινάκι μου,κατ αρχάς ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ, με Υγείακαι Αγάπη καλή μου, σε σένα καισ την οικογένειά σου.
ReplyDeleteΗ ανάρτησή σου με συγκίνησε και με γύρισε και μενα πολλά-πολλά χρονια πίσω οταν ήρθα απο την επαρχία μου να παραστώ σε γάμο μιας ξαδέλφη ςτου μπαμπά μου,ως παράνυφη!Ούτε εγω θυμάμαι καθόλου το γάμο,αντίθετα θυμάμαι όλ αυτά που περιγράφεις και μου έκαναν τεράστια εντύπωση στα παιδικά μου μάτια!
Φιλιά πολλά και μη μας ξεχνάς
Ιουστίνη μου, αγαπητή φίλη,
ReplyDeleteΘυμάμαι καλά όταν πρωτοπήγα στην Αθήνα, με το βαπόρι από Κεφαλληνία Πειραιά. πολλες οι ώρες δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες η μεγαλύτερή μου εντύπωση τα φώτα, δεν είχα ξαναδεί φωτισμό με ηλεκτρικό ρεύμα, η δεύτερη εντύπωση τα παγωτά χύμα σε χωνάκια θυμάμαι μεγάλη εβδομάδα αγόρασα ένα χωνάκι έρχεται λοιπόν κάποιος και μου λέει είναι αμαρτία απαγορεύεται να το φας. Ρώτησα γιατί, γιατί έχει γάλα
Ομολογώ ότι δεν το ήξερα.
Η τρίτη μου εντύπωση με πήγαν κινηματογράφο στο ΣΙΝΕΑΚ στην οδό Πανεπιστημίου και είδα τον χοντρό και τον Λιγνό...
Μου έδωσες μια ιδέα, θα γράψω τις πρώτες μου εντυπώσεις στην Αθήνα. Ήταν μια άβυσσος η διαφορά...
χαιρετώ σε
Γαβριήλ
...όμορφες, καλογραμμένες αναμνήσεις...
ReplyDeleteΣκουφά και Ομήρου... Πατησίων 11, Ιουλιανού 39... Σύνταγμα... πόσα μου ξύπνησες!
Να είσαι καλά, Φίλη μας.
Οι δε φωτογραφίες σου, συλλεκτικές..
Φιλί της θύελλας,
Υιώτα
ΝΥ