«Aπ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα να μη ζητήσουνε να βρουν ποιός ήμουν». (Κωνσταντίνος Καβάφης)
Monday, July 28, 2008
Αγωνία Επιβίωσης
Αγωνία Επιβίωσης Του Σπύρου Βρεττού
Εκδόσεις Γρηγόρη
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Το πρώτο μυθιστόρημα με τίτλο Αγωνία Επιβίωσης της τριλογίας του δρος Σπύρου Βρεττού απο τις εκδόσεις Γρηγόρη συναρπάζει με τη θεματική του αλλά και με τον κινηματογραφικο τρόπο που εμβάλλει στη δομική κατασκευή του ο πολυτάλαντος συγγραφέας Σπύρος Βρεττός, ο οποίος βρίσκεται στο απόγειο ενός βασανιστικού λυρισμού.
Ο Σπύρος Βρεττός- σεμνύομαι να κάνω αναφορά στο έργο του φιλολόγου μου και νιώθω μια απίστευτη αδεξιότητα- στην Αγωνία Επιβίωσης παρουσιάζει με το μελανότερο τρόπο την προοπτική της ανθρώπινης ύπαρξης σε ένα πλανήτη ακινητοποιημένο απο τη μόλυνση και την αθλιότητα της περιβαλλοντικής καταστροφής.
Ο κεντρικός ήρωας του έργου – εκπρόσωπος της υψηλής τεχνοκρατίας συνειδητοποιεί τη δημιουργία μιας τερατώδους πρωτοφανούς οντότητας με τη διαπλοκή άπειρων στοιχείων –άλογης και αθέατης στο σύνολό της που θα εξακολουθήσει για τα επόμενα χρόνια να προσδιορίζει το σύνολο των εκδηλώσεων της ανθρώπινης ζωής και να επικρέμαται ως γενικότερη απειλή αφανισμού. Χρησιμοποιεί για το λόγο αυτό με άκρα επιστημονικότητα κάθε μέσον για την επιβίωσή του ελπίζοντας στην προσωπική του διαφυγή.
Σε ένα δεύτερο αφηγηματικό επίπεδο τα πρόσωπα του έργου και μαζί τους ο αναγνώστης βρίσκονται να συμμετέχουν στον αφηγηματικό μύθο μιας πανοραμικής οθόνης. Ο Δαντης, ο μεγάλος φλωρεντινός ποιητής μέσα σε μια παραίσθηση ονείρου ξεναγεί μαζί με τον Βιργίλλιο στα τοπία μιας αναγνωρίσιμης πλανητικής εμπειρίας σε προοπτική μέλλοντος, όπου όλα γίνονται ζοφερά και σωριάζονται κάτω απο την κυριαρχία της καταστροφής, της μόλυνσης και της διάσπαρτης ασθένειας του ανθρώπινου γένους, που προσωποιείται με δέος στον καρκίνο.
Μέσα σ΄αυτό το μυθιστόρημα που αναδεικνύει ένα συγγραφέα ταλανιζόμενο απο το αέναο μοναδικό κι επαναλαμβανόμενο υπαρξιακό ερώτημα, προβάλλουν οι σκηνές της φύσης ως ιντερμέδια σε ένα κόσμο που έχει αναπόδραστη προοπτική την αυτοκαταστροφή του.
Οι λυρικές πινελιές ενός απαράβατα ποιητικού λόγου γραμμένου με το αβίαστο ταλέντο του Σπύρου Βρεττού κυριολεκτικά αποπλανούν τον αναγνώστη απο την πεσιμιστική προοπτική που διαγράφεται καθόλη την πλοκή του έργου μέσα απο τις αναπόφευκτες εξελίξεις που περνούν απο την κινηματογραφική περιφορά του Δάντη και του Βιργίλιου.
«Αργά το απόγευμα γυρω στις εννιά είχαν φτάσει στο τέρμα του οροπεδίου , βορειοδυτικά. Φυσούσε, ο αέρας ήταν ευχάριστα ψυχρός, Μεγάλο διάζωμα στον ουρανό, ένα σταχτί σύννεφο. Ο ήλιος θαμπά κόκκινος πέρ απ΄τις ελιές μόλις άγγιζε τη θάλασσα. Τους παρακολουθούσε ο ασταμάτητος ήχος των τζιτζικιών, καθώς περνούσαν μια σειρά κυπαρίσσια, τα περισσότερα νεκρά. Ανυψώνονταν ολόξερα και μοναχικά, Κι άλλα που μόλις έπαιρναν οι κορφές τους αν ξεραθούν, ανάμεσα σε συστάδες κυπαρισσιών , περισσότερο ζωντανών»
Οι υποψιασμένοι πρωταγωνιστές διαπλέκονται σε μια πορεία καταστροφής προσπαθώντας μάταια να περιχαρακωθούν σε ένα απυρόβλητο δημιούργημα απο την καταστροφή που επελαύνει. Κι όμως συνεχίζουν να ζούν τις μικρές στιγμές με ένα τρόπο απόλυτα ερωτικό, όπως τον αποδίδει η πέννα του Σπύρου Βρεττού.
«Ενα μελωδικό τοπικό τραγούδι γέμισε με τον κυματισμό του τη βιβλιοθήκη εργαστήριο: Μιλούσε ίσως για τους απλούς ανθρώπους και τους αγώνες τους να επιζήσουν μέσα στη διαδοχή πολλών και σκληρών αιώνων.
Η ειδυλλιακή εικόνα θρυμματίσθηκε, ένας παράξενος ιμπρεσσιονισμός. Βαρύ, μολυβί χρώμα κάλυψε την οθόνη.»
Η Αγωνία Επιβίωσης είναι ένα μυθιστόρημα που δικαιώνει απόλυτα τον τίτλο του περιδιαβαίνοντας μέσα στο υπαρξιακό ερώτημα απο την γωνία της φιλοσοφικής αναζήτησης, που εστιάζεται στην επίμονη αναζήτηση διεξόδου . Παράλληλα όμως βουτάει τον αναγνώστη στο λυρισμό τη γραφής, μιας σπάνιας γραφής που παίρνει τα απλά υλικά των λέξεων και τα αναδεικνύει σε ποιητικό γαϊτανάκι.
Διαβάζοντας το βιβλίο του καθηγητού μου Σπύρου Βρεττού για πολλοστή φορά ένιωσα τυχερή που τον γνωρίζω, που εξακολουθπώ να τον ανακαλύπτω απο παιδί μέσα απο το κυματισtό λογοτεχνικό του τάλαντο, αυτό που σπανίζει πλέον στις μυθιστορηματικές μέρες μας.
Wednesday, July 23, 2008
Η τέλεια μέρα
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Το καλοκαίρι πάντα ένα Σαββατοκύριακο είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στη Νέα Υόρκη, την πόλη των θαυμάτων και των τεράτων. Ετσι, το προηγούμενο Σαββατοκύριακο βρεθήκαμε εκεί απολαμβάνοντας ένα ηλιόλουστο διήμερο με φίλους , ρουφώντας τις καυτές ηλιχατίδες που αντανακλούσαν στους γιάλινους ουρανοξύστες της, προκαλώντας σου την αίσθηση πως περπατάς ανάμεσα σε δεκάδες πολύχρωμα πρίσματα.
Η Κυριακή ήταν η τέλεια μέρα, καθώς είχα αποφασίσει πως δεν θα παρασυρόμουν απο τις σειρήνες του Τέντ και θα αφιέρωνα το χρόνο μου σε όσα είχα διαλέξει να κάνω στην πόλη που αγαπώ.
Ετσι άρχισα το πρωινό μου απο την έκθεση του Σαλβαντόρ Νταλί στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Εκεί ήρθα σε επαφή όχι μόνο με το έργο αλλά με την πολυδιάστατη προσωπικότητα του μεγάλου σουρρεαλιστή, ο οποίος απο τη δεκαετία του 20 προφήτευε την κυριαρχία της τεχνολογίας και την απόλυτη ερημιά του πλανήτη μας.
Παρότι είχα δεί πολλά έργα του Σαλβαντόρ Νταλί τόσο στην Ισπανία όσο και σε άλλα σποραδικά μουσεία του κόσμου, στο ΜΟΜΜΑ τελικά μέσα απο την προσεκτική παρατήρηση της συνολικής έκθεσης (έργα του είχαν έρθει απο την γκαλερί Tate του Λονδίνου, το Guggenheim άλλα πολλά μουσεία του κόσμου) μπήκα κρυφά στις αγωνίες του καλλιτέχνη, που έδωσε στην ανθρωπότητα ένα έργο σχεδόν παραβατικό για τις συνθήκες της εποχής του.
Η εκπληκτική και διαρκής συμμετοχή του στον κινηματογράφο του Χόλλουγουντ, η συνεργασία του με τους αδελφούς Μάρξ, με τον Γουόρνερ αλλά και με τον ίδιο τον Ντίσνεϊ με άφησαν άναυδη για το πολυδιάστατο ταλέντο του ισπανού που κατέκτησε την σκηνή της Αμερικής όταν εκείνη βρισκόταν στο απόγειό της.
Και βέβαια, έμεινα με την πικρή διαπίστωση πως αυτός ο άνδρας διάλεξε τον παραβατικό σουρρεαλισμό για να αναδείξει τις σπαρακτικές αγωνίες που κατέτρωγαν το νού και την ψυχή του, όταν οι σύγχρονοί του καλλιτέχνες στη διεθνή σκηνή της τέχνης περούσαν απαλά και ήρεμα απο τον νατουραλισμό στον ιμπρεσιονισμό. Πραγματικά, συγκινήθηκα όχι μόνο απο την αιρετική άποψη του Νταλί, αλλά απο τον βαθύ πόνο που δάγκωνε της σάρκα του στην προπολεμική Ευρώπη και την μεταπολεμική Αμερική.
Αφού φόρτωσα τις μπαταρίες μου με ασυμβίβαστη τέχνη, ξεκίνησα το μακρύ δρόμο της 5ης Λεωφόρου. Ηθελα για πολλοστή φορά να ανέβω στο Rainbow Room του Rockfeller Center να θαυμάσω τον απόλυτο ουρανό των ουρανοξυστών, την απεραντοσύνη του 20ου αιώνα, το μεγαλείο της πόλης που ξαναζεί στιγμές ευφορίες παρά το βαθύ αμετάκλητο τραύμα της 11ης Σεπτέμβρη.
Ετσι, βγήκα με τη φίλη μου στον εξώστη και φωτογραφήθηκα με φόντο το Empire State Building καθώς αποτελεί για μένα την επιτομή της νεοϋορκέζικης αριτεκτονικής. Ξαναφωτογράφησα αχόρταγα το ποτάμι Hudson, το Central Park, τους ουρανοξύστες που συνεχίζουν ανερυθρίαστα να σκίζουν τους αιθέρες της αγαπημένης πόλης.
Ρούφηξα εντυπώσεις, εικόνες, ομορφιά για να τα κουβαλήσω μαζί μου στο Μόντρεαλ της ηρεμίας και της δροσιάς. Κι άφησα για τελευταία μια στάση το Saks 5th Avenue, προκειμένου να δώ συνολικά την άποψη για την τέχνη του καταναλωτισμού. Αν ο καταναλωτισμός έχει αναχθεί σε σύγχρονη τέχνη, το Saks της 5ης λεωφόρου προσφέρει απλόχερα και με μια μοναδική αισθητική αυτή την άποψη του αμερικάνικου όνειρου, που σίγουρα ξεπερνάει παρασάγκας το αντίστοιχο ευρωπαϊκό.
Δεν θα χαθώ σε λεπτομέρειες για τα αρώματα και τα κοσμήματα, για τι τσάντες και τα παπούτσια, καθώς κάθε μεγάλος οίκος αφεαυτού φιγουράρει στην 5η λεωφόρο με τις δημιουργίες του. Θέλω να σας ξεναγήσω στο δεύτερο όροφο του ιστορικού πολυκαταστήματος, που έχει μεταμορφωθεί σε μια γκαλερί της μόδας τον τελευταίο χρόνο.
Ενας κυκλικός διάδρομος, που θαρρείς πως είναι σε ταινία, οδηγεί τον περιπατητή και την περιπατήτρια στις μπουτίκ των μεγάλων σχεδιαστών, που έχουν βάλει τη μέγιστη αισθητική όχι μόνο για να σχεδιάσουν τα ρούχα τους αλλά να τα αναδείξουν με τον πιό μεταμοντέρνο τρόπο.
Θεέ μου! χόσρτασα ιδέες, στύλ και κομψότητα μέσα στο ναό των Αμερικανών. Και πιστέψτε με, κανένα πολυκατάστημα στην Ευρώπη δεν πλησιάζει αυτή την ακατανίκητη άνωση που νιώθεις περιδιαβαίνοντας το Saks 5th Avenue της 5ης λεωφόρου.
Η τέλεια μέρα μου τελείωσε στην Αστόρια με την παρέα των Ελλήνων φίλων μας , όπου απολαύσαμε τα ωραιότερα steaks της Νέας Υόρκης στο Christos Steak House.
Με φόντο το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ. Διαρκής έρωτας με την πόλη!
Μια άλλη κάτοψη απο το Ροκφέλερ
Το Σέντραλ Πάρκ είναι ο πνεύμονας ζωής της Νέας Υόρκης
Το θαύμα των ουρανοξυστών παραμένει ανέπαφο παρά το χτύπημα της 11ης Σεπτέμβρη στην αμερικάνικη μητρόπολη
Δεν έχω ξανανιώσει εγγύτερα τον Σαλαβαντόρ Νταλί απ΄ότι τούτη τη φορά στο ΜΟΜΜΑ
Στο ξενοδοχείο μας Beekman Towers που αποτελεί δείγμα της αρτ ντεκό αρχιτεκτονικής της Νέας Υόρκης
Το καλοκαίρι πάντα ένα Σαββατοκύριακο είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στη Νέα Υόρκη, την πόλη των θαυμάτων και των τεράτων. Ετσι, το προηγούμενο Σαββατοκύριακο βρεθήκαμε εκεί απολαμβάνοντας ένα ηλιόλουστο διήμερο με φίλους , ρουφώντας τις καυτές ηλιχατίδες που αντανακλούσαν στους γιάλινους ουρανοξύστες της, προκαλώντας σου την αίσθηση πως περπατάς ανάμεσα σε δεκάδες πολύχρωμα πρίσματα.
Η Κυριακή ήταν η τέλεια μέρα, καθώς είχα αποφασίσει πως δεν θα παρασυρόμουν απο τις σειρήνες του Τέντ και θα αφιέρωνα το χρόνο μου σε όσα είχα διαλέξει να κάνω στην πόλη που αγαπώ.
Ετσι άρχισα το πρωινό μου απο την έκθεση του Σαλβαντόρ Νταλί στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Εκεί ήρθα σε επαφή όχι μόνο με το έργο αλλά με την πολυδιάστατη προσωπικότητα του μεγάλου σουρρεαλιστή, ο οποίος απο τη δεκαετία του 20 προφήτευε την κυριαρχία της τεχνολογίας και την απόλυτη ερημιά του πλανήτη μας.
Παρότι είχα δεί πολλά έργα του Σαλβαντόρ Νταλί τόσο στην Ισπανία όσο και σε άλλα σποραδικά μουσεία του κόσμου, στο ΜΟΜΜΑ τελικά μέσα απο την προσεκτική παρατήρηση της συνολικής έκθεσης (έργα του είχαν έρθει απο την γκαλερί Tate του Λονδίνου, το Guggenheim άλλα πολλά μουσεία του κόσμου) μπήκα κρυφά στις αγωνίες του καλλιτέχνη, που έδωσε στην ανθρωπότητα ένα έργο σχεδόν παραβατικό για τις συνθήκες της εποχής του.
Η εκπληκτική και διαρκής συμμετοχή του στον κινηματογράφο του Χόλλουγουντ, η συνεργασία του με τους αδελφούς Μάρξ, με τον Γουόρνερ αλλά και με τον ίδιο τον Ντίσνεϊ με άφησαν άναυδη για το πολυδιάστατο ταλέντο του ισπανού που κατέκτησε την σκηνή της Αμερικής όταν εκείνη βρισκόταν στο απόγειό της.
Και βέβαια, έμεινα με την πικρή διαπίστωση πως αυτός ο άνδρας διάλεξε τον παραβατικό σουρρεαλισμό για να αναδείξει τις σπαρακτικές αγωνίες που κατέτρωγαν το νού και την ψυχή του, όταν οι σύγχρονοί του καλλιτέχνες στη διεθνή σκηνή της τέχνης περούσαν απαλά και ήρεμα απο τον νατουραλισμό στον ιμπρεσιονισμό. Πραγματικά, συγκινήθηκα όχι μόνο απο την αιρετική άποψη του Νταλί, αλλά απο τον βαθύ πόνο που δάγκωνε της σάρκα του στην προπολεμική Ευρώπη και την μεταπολεμική Αμερική.
Αφού φόρτωσα τις μπαταρίες μου με ασυμβίβαστη τέχνη, ξεκίνησα το μακρύ δρόμο της 5ης Λεωφόρου. Ηθελα για πολλοστή φορά να ανέβω στο Rainbow Room του Rockfeller Center να θαυμάσω τον απόλυτο ουρανό των ουρανοξυστών, την απεραντοσύνη του 20ου αιώνα, το μεγαλείο της πόλης που ξαναζεί στιγμές ευφορίες παρά το βαθύ αμετάκλητο τραύμα της 11ης Σεπτέμβρη.
Ετσι, βγήκα με τη φίλη μου στον εξώστη και φωτογραφήθηκα με φόντο το Empire State Building καθώς αποτελεί για μένα την επιτομή της νεοϋορκέζικης αριτεκτονικής. Ξαναφωτογράφησα αχόρταγα το ποτάμι Hudson, το Central Park, τους ουρανοξύστες που συνεχίζουν ανερυθρίαστα να σκίζουν τους αιθέρες της αγαπημένης πόλης.
Ρούφηξα εντυπώσεις, εικόνες, ομορφιά για να τα κουβαλήσω μαζί μου στο Μόντρεαλ της ηρεμίας και της δροσιάς. Κι άφησα για τελευταία μια στάση το Saks 5th Avenue, προκειμένου να δώ συνολικά την άποψη για την τέχνη του καταναλωτισμού. Αν ο καταναλωτισμός έχει αναχθεί σε σύγχρονη τέχνη, το Saks της 5ης λεωφόρου προσφέρει απλόχερα και με μια μοναδική αισθητική αυτή την άποψη του αμερικάνικου όνειρου, που σίγουρα ξεπερνάει παρασάγκας το αντίστοιχο ευρωπαϊκό.
Δεν θα χαθώ σε λεπτομέρειες για τα αρώματα και τα κοσμήματα, για τι τσάντες και τα παπούτσια, καθώς κάθε μεγάλος οίκος αφεαυτού φιγουράρει στην 5η λεωφόρο με τις δημιουργίες του. Θέλω να σας ξεναγήσω στο δεύτερο όροφο του ιστορικού πολυκαταστήματος, που έχει μεταμορφωθεί σε μια γκαλερί της μόδας τον τελευταίο χρόνο.
Ενας κυκλικός διάδρομος, που θαρρείς πως είναι σε ταινία, οδηγεί τον περιπατητή και την περιπατήτρια στις μπουτίκ των μεγάλων σχεδιαστών, που έχουν βάλει τη μέγιστη αισθητική όχι μόνο για να σχεδιάσουν τα ρούχα τους αλλά να τα αναδείξουν με τον πιό μεταμοντέρνο τρόπο.
Θεέ μου! χόσρτασα ιδέες, στύλ και κομψότητα μέσα στο ναό των Αμερικανών. Και πιστέψτε με, κανένα πολυκατάστημα στην Ευρώπη δεν πλησιάζει αυτή την ακατανίκητη άνωση που νιώθεις περιδιαβαίνοντας το Saks 5th Avenue της 5ης λεωφόρου.
Η τέλεια μέρα μου τελείωσε στην Αστόρια με την παρέα των Ελλήνων φίλων μας , όπου απολαύσαμε τα ωραιότερα steaks της Νέας Υόρκης στο Christos Steak House.
Με φόντο το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ. Διαρκής έρωτας με την πόλη!
Μια άλλη κάτοψη απο το Ροκφέλερ
Το Σέντραλ Πάρκ είναι ο πνεύμονας ζωής της Νέας Υόρκης
Το θαύμα των ουρανοξυστών παραμένει ανέπαφο παρά το χτύπημα της 11ης Σεπτέμβρη στην αμερικάνικη μητρόπολη
Δεν έχω ξανανιώσει εγγύτερα τον Σαλαβαντόρ Νταλί απ΄ότι τούτη τη φορά στο ΜΟΜΜΑ
Στο ξενοδοχείο μας Beekman Towers που αποτελεί δείγμα της αρτ ντεκό αρχιτεκτονικής της Νέας Υόρκης
Thursday, July 17, 2008
Υγρός Χρόνος απο την Ελένη Γκίκα
Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Με το ψυχογραφικό μυθιστόρημα Υγρός Χρόνος η Ελένη Γκίκα ολοκληρώνει την τριλογία του πένθους (Αν μά αγαπάς, μη μ’ αγαπάς,Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω, Υγρός Χρόνος) , για έναν άντρα που φαίνεται πως άφησε να της γλιστρήσει απ΄τη ζωή και την αγάπη της.
Αυτός ο τίτλος του δεύτερου βιβλίου της «Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω» είναι χαρακτηριστικός της ετεροχρονισμένης σχέσης με τον μυστηριώδη άντρα, που χάθηκε πρόωρα αφήνοντας στη συγγραφέα μεγάλα ερωτήματα αλλά και απροσδιόριστες προσδοκίες με τον κίνδυνο να μην επαληθευτούν ή να μην ακυρωθούν ποτέ.
Ετσι, το μυστήριο του πνιγμού ενός ογκολόγου , του Αγγελου, γίνεται το αντικείμενο έρευνας της αστυνομικής συντάκτριας Μάνιας, η οποία φαίνεται να τον αγαπά μακρόθεν με μια αινιγματική λατρεία που δεν εκφράζεται και που μεγαλώνει ολοένα με την απόσταση και την απουσία. Γιατί ο Αγγελος κάνει στο μεταξύ τη ζωή του , παντρεύεται και αποκτά κοινωνική εταίρο, την κυρία του σπιτιού, που δίνει εντολές για την κηδεία του, για την επισημότητα του τελευταίου αποχαιρετισμού.
Αυτή η Μάνια είναι η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου , μια καθημερινή γυναίκα με αντικείμενο το κυνήγι του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ. Αυτή η Μάνια λοιπόν χρεώνεται τη διαλεύκανση του πνιγμού του Αγγελου. Αυτή που δεν μπόρεσε να αρθεί στο ύψος της αγάπης και γινόταν κλέφτρα των στιγμών της, η Μάνια που πίστευε πως δεν της άξιζε ο Αγγελος γι αυτό τον άφησε να της γλιστρήσει απ τη ζωή και να χαθεί στην υγρασία του χρόνου. Η Μάνια καλείται να ανακαλέσει όλες τις τρυφερές λεπτομέρειες του παρελθόντος για να εξηγησει τα δυσεξήγητα για τον ακατάληπτο πνιγμό του Αγγελου.
Είναι φανερό πως σ΄αυτό το τρίτο μυθιστόρημα της τριλογίας η Ελένη Γκίκα αποκαλύπτει με τον πιό εναργή τρόπο το παγανιστικό βούτηγμά της στην αυτοψυχανάλυση με στόχο την αυτοκάθαρση. Παρόλο που χρησιμοποιεί πέντε γυναικεία πρόσωπα για να συνθέσει τα κομμάτια του Αγγελου, τελικά η ίδια αποβαίνει αρχιέρεια της αλήθειας της.
Τα εργαλεία της ψυχανάλυσής είναι τα διαβάσματά της μέσα στο χρόνο,που έγινε υγρός απο τον πνιγμό του Αγγελου αλλά και απο τα δάκρυά της για τη λιποψυχία ενώπιον του μεγάλου έρωτά.
Η τραγική αυτόχειρ Σύλβια Πλάθ, ο Αντόνιο Ταμπούκι, ο Ζάκ Πρεβέρ ο Χόρχε Σεμπρούν, ο Μπορίς Σιρούλνικ, ο Μπόρχες και τόσοι άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων και των ιδεών περνάνε μέσα απο τις σελίδες του μυθιστορήματος σαν αγαπημένα αναγνώσματα της συγγραφέως. Αλλοτε ως αυτούσιες παρουσιάσεις κι άλλοτε ως σπαράγματα λόγου, δονούν κυριολεκτικά την ψυχή της πρωταγωνίστριας οδηγώντας ταυτόχρονα τον προσεκτικό αναγνώστη σε μια μοναδική περιπλάνηση στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η Ελένη Γκίκα όμως ξέρει την ίδια στιγμή να σκορπίζει απλόχερα τις δικές της μύχιες σκέψεις για όλα τα υπαρξιακά ερωτήματα παίρνοντας αφορμή απο τις αγωνίες , τις φοβίες, τις αναζητήσεις, τα πικραμένα πρωθύστερα των συναισθημάτων, τα διαρκώς ανεπίδοτα γράμματά της στον Αγγελο.
Ενα απο τα ανεπίδοτα γράμματα επιλέγω να βάλω αυτούσιο στο κείμενό μου:
Αγαπημένε μου,
Γραφω αυτό το γράμμα για τον εαυτό μου. Κράτησα το στόμα μου κλειστό για πάρα πολύ καιρό και θέλω να ξεκαθαρίσω τα αισθήματά μου . Σεβάστηκα υπερβολικά τα δικά σου συναισθήματα και τελικά ήρθε η ώρα να σεβαστώ και τα δικά μου. Μερικές φορές, στην προσπάθειά μου να κατανοήσω τους άλλους, ξεχνώ ότι μια σχέση είναι δρόμος διπλής κατεύθθυνσης.
Πίστεψα ότι είσαι αδελφό πενύμα, μια τρθυφερή ψυχή που καταλαβάινει ότι η αμείλικτη καθημερινότητα μας απομακρύνει απο την ομορφιά της ανθρω΄πινης εμπειρίας. Περπάτησα σε τεντωμένο σκοινό ανάμεσα σε σένα και την Ντόρις...»
Ο Υγρός Χρόνος είναι εν τέλει ένα αυτοψυχαναλυτικό κείμενο με δεκάδες αναφορές σε άλλα κείμενα (χωρίς αυτό να σημαίνει διακειμενισμό) καθώς η συγγραφέας του Ελένη Γκίκα αναγωρίζει πως δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη του γράφειν, μια τέχνη που παλεύει απο γένεσης του κόσμου να προσπορίσει παρηγορία στα μεγάλα ανθρώπινα δεινά και προπάντων να δώσει τις ίδιες και απαράλλαχτες απαντήσεις στο αέναο και αναπάντητο ερώτημα της ζωής και του θανάτου.
Αγαπημένη μου Ελένη, αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω γιατί μου χάρισες μοναδικές στιγμές λογοτεχνίας και ιδεολαγνείας με την τριλογία σου.
Σ΄ευχαριστώ
Monday, July 14, 2008
Ενα αναπάντεχο πάρτυ
Της Ιουστίνης
Ζήλεψα τη φόρα του καλοκαιριού, την ανεμελιά στις παραλίες της πατρίδας, της Μελισσούλας τα ξεσαλώματα και αποφάσισα να αφιερώσω αυτό το πόστ σε ένα πάρτυ, που προέκυψε αναπάντεχα την περασμένη Παρασκευή στο Μόντρεαλ.
Ολα ξεκίνησαν ομαλά στο ελληνικό εστιατόριο Gousto με τις εκπληκτικές ψαροσπεσιαλιτέ απο τα μαγικά χέρια του σέφ Γιώργου Αναγνώστου. Κι ενώ η παρέα κατέβαζε τα λευκά και κόκκινα κρασιά, τα ακούσματα του Καζαντζίδη ξεσήκωσαν τα κορμιά. Και βρεθήκαμε εν μέσω καλοκαιριού να τα δίνουμε όλα στην πίστα με πρωταγωνιστή του ζεμπέϊκικου το νεαρό Αντώνη Εμιρζά, γιό της συναδέλφου Ιωάννας Κολοβού, που φιλοξενούμε αυτό τον Ιούλιο στο Μόντρεαλ.
Φυσικά, οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες του κεφιού, το ζεύγος Σούλας και Μιχάλη Τελλίδη, η γοητευτική φίλη μου Elaine Landry, η Ιωάννα , ο Τέντυ και η αφεντιά μου χορέψαμε μέχρι τελικής πτώσεως.
Ηταν η βραδυά, ήταν η συγκυρία, ήταν η μουσική, ήταν το κρασί; Δεν μπορώ να απαντήσω στο υπαρξιακό ερώτημα για την απόλυτη βραδυά στο Gousto,που ο δωδεκάχρονος Αντώνης ζητάει να επαναληφθεί!
Ο 12χρονος Αντώνης Εμιρζάς τα δίνει όλα στο ζεμπέικο!
Τα θηλυκά της παρέας: Ιουστίνη, Ιωάννα, Σούλα και Elaine
Η παρέα εν παρατάξει:Απο αριστερά ο Τέντ, η Ιουστίνη, ο Αντώνης, ο Μιχάλης Τελλίδης, η σύζυγός του Σούλα, η Ιωάννα, η Elaine και ο Ηρακλής
Δυό φίλες απο δυό διαφορετικούς κόσμους. Η Ιωάννα Κολοβού απο την Ελλάδα και η Elaine Landry απο το Κεμπέκ
Με τον ιδιοκτήτη του Gousto Ηρακλή Θεοδωρακόπουλο
Ζήλεψα τη φόρα του καλοκαιριού, την ανεμελιά στις παραλίες της πατρίδας, της Μελισσούλας τα ξεσαλώματα και αποφάσισα να αφιερώσω αυτό το πόστ σε ένα πάρτυ, που προέκυψε αναπάντεχα την περασμένη Παρασκευή στο Μόντρεαλ.
Ολα ξεκίνησαν ομαλά στο ελληνικό εστιατόριο Gousto με τις εκπληκτικές ψαροσπεσιαλιτέ απο τα μαγικά χέρια του σέφ Γιώργου Αναγνώστου. Κι ενώ η παρέα κατέβαζε τα λευκά και κόκκινα κρασιά, τα ακούσματα του Καζαντζίδη ξεσήκωσαν τα κορμιά. Και βρεθήκαμε εν μέσω καλοκαιριού να τα δίνουμε όλα στην πίστα με πρωταγωνιστή του ζεμπέϊκικου το νεαρό Αντώνη Εμιρζά, γιό της συναδέλφου Ιωάννας Κολοβού, που φιλοξενούμε αυτό τον Ιούλιο στο Μόντρεαλ.
Φυσικά, οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες του κεφιού, το ζεύγος Σούλας και Μιχάλη Τελλίδη, η γοητευτική φίλη μου Elaine Landry, η Ιωάννα , ο Τέντυ και η αφεντιά μου χορέψαμε μέχρι τελικής πτώσεως.
Ηταν η βραδυά, ήταν η συγκυρία, ήταν η μουσική, ήταν το κρασί; Δεν μπορώ να απαντήσω στο υπαρξιακό ερώτημα για την απόλυτη βραδυά στο Gousto,που ο δωδεκάχρονος Αντώνης ζητάει να επαναληφθεί!
Ο 12χρονος Αντώνης Εμιρζάς τα δίνει όλα στο ζεμπέικο!
Τα θηλυκά της παρέας: Ιουστίνη, Ιωάννα, Σούλα και Elaine
Η παρέα εν παρατάξει:Απο αριστερά ο Τέντ, η Ιουστίνη, ο Αντώνης, ο Μιχάλης Τελλίδης, η σύζυγός του Σούλα, η Ιωάννα, η Elaine και ο Ηρακλής
Δυό φίλες απο δυό διαφορετικούς κόσμους. Η Ιωάννα Κολοβού απο την Ελλάδα και η Elaine Landry απο το Κεμπέκ
Με τον ιδιοκτήτη του Gousto Ηρακλή Θεοδωρακόπουλο
Friday, July 11, 2008
Aρωμα Υάκινθου στη Μαδρίτη
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Απο τη συλλογή διηγημάτων του εγχειριδίου Στις Αγορές του Κόσμου
Απροετοίμαστος για τον έρωτα, ανοχύρωτος απέναντι στην καταιγίδα βρέθηκα στην αυτοκρατορική πόλη. Σύνεδρος ενός άχρωμου συνεδρίου απ αυτά που διοργανώνονται με τις ντουζίνες κάθε χρόνο στη Μαδρίτη. Ενας στεγνός γραφειοκράτης με καλοσιδερωμένα κοστούμια στις βαλίτσες κι ασορτί γραβάτες κατέφθασα στο Ρίτζ σαν μέρος ενός προδιαγεγραμμένου όλου.
Την ώρα που υπέγραφα ανυποψίαστος την παραμονή μου στον χαμογελαστό ρεσεψιονίστ αφήνοντας ως παρακαταθήκη το διαβατήριό μου ένιωσα ένα βαρύ αρωματισμένο ίσκιο. Μιά ζάλη με συνεπήρε σα ν’ αναποδογύριζε το τοπίο μπροστά στα μάτια μου. Γύρισα το βλέμμα προς τα κεί, απο όπου ερχόταν η ανείπωτη μυρωδιά των υακίνθων. Κι αντίκρυσα μια γυναίκα μελαχρινή και δακρυσμένη, μια απαρηγόρητη έυθραυστη γυναίκα με δύο μαύρα μάτια σα λίμνες που είχαν πλημμυρίσει απο τα νερά της βροχής.
Εμεινε η ανάσα μου καρφωμένη στο σημείο μηδέν μην τύχει κι ακουστεί , μην τύχει και διακόψω τα δάκρυά της, μην ξεκλέψω τούτη τη μοναδική αφοσίωση στο κλάμα της. Εκαμα με βουβό νόημα ένα σσσς... στον υπάλληλο της ρεσεψιόν να γίνει κι αυτός συνένοχος της θλίψης της.
Πέρασε απο μπροστά μας σα να μή μάς είδε. Τα απαλά της αναφιλλητά καταργούσαν το χώρο και το χρόνο οριοθετώντας τη σιωπή μέσα στο σύννεφο των υακίνθων της . Η λεπτή σιλουέτα κατευθύνθηκε στο μεγαλοπρέπές σαλόνι με το μπαρόκ ουρανό. Τα χρυσοποίκιλτα παχουλά αγγελάκια της χαμογελούσαν απο ψηλά ανυποψίαστα για τον καταιγισμό των δακρύων της. Εμοιαζαν ασήμαντα και γελοία μπροστά στο μελαχροινό πόνο που ανάβλυζε απο το μέρος της καρδιάς. Νόμιζα πως θα τρελλαινόμουν απο την υπόκωφη βοή του σπαραγμού της, πως ξαφνικά θα πάθαινε συγχρονισμό ο χτύπος της καρδιάς μου με τους ρυθμούς των αναφιλλητών της κι εκεί ακριβώς θα τέλειωνα σα μια παλιά γέφυρα που την κατάργησε ο φυσικός νόμος.
Την παρακολούθησα να κάθεται με μια αεράτη κίνηση στη φαρδειά πολυθρόνα με τα ξυλόγλυπτα χερούλια. Ηθελα να τρέξω να πιάσω τους καρπούς της να τους αποθέσω απαλά πάνω στο στήριγμα απο φόβο πως θα της τρυπούσαν το διάφανο δέρμα. Το φόρεμα σκέπαζε μόνο τους ώμους της. Σαν ιερόσυλος παρατηρούσα το λεπτό σκελετό της που κούρνιαζε κάτω απο το μαύρο φουστάνι καλύπτοντας το σώμα μέχρι τις λευκές γάμπες. Κάθε της κίνηση κορύφωνε την αγωνία μου καθώς ανάδινε μιά δόση πνοής απο το άρωμα των υακίνθων.
Ηθελα να ακινητοποιήσω τον περιβάλλοντα χώρο, να μην επιτρέψω σε κανένα να διακόψει την παράδοσή της στον απόλυτο πόνο. Με γέμιζε ένοχη ικανοποίηση το κλάμα της που κατέβαινε βουβό απο τα μάτια αυλακώνοντας το αλαβάστρινό πρόσωπό της. Πονούσα κι εγώ απο την ικανοποίηση της τέλειας στιγμής.
Μια ισπανίδα θεά, μια χορεύτρια που άλλες ώρες ίσως να τύλιγε το σώμα της σε κατακκόκινη στόφα για να χορέψει φλαμέγκο χτυπώντας με πάθος τα τακούνια στη γή, καθόταν λίγα βήματα πιό πέρα με την ανάσα της ν΄ανεβοκατεβαίνει λυγμικά απο ένα άγνωστο πόνο. Ερμαιο στην αδηφάγα ματιά μου,μόνη κι εύθραυστη, ξέπλενε το δώρο της ομορφιά της στα δάκρυα αναπέμποντας το άρωμά της.
Με συνέλαβε απροετοίμαστο η στιγμή, ανίκανο να μαζέψω το νού μου, ανώριμο να κάμω ένα βήμα, άλαλο να της μιλήσω. Με μικρά αθόρυβα βήματα χορτασμένος απο την πνοή του υάκινθού της απομακρύνθηκα για να μη χαλάσω την τελειότητα. Ξεχύθηκα έξω απο το ξενοδοχείο στη λεωφόρο των δέντρων που δεν είχα την ψυχραιμία ούτε να τα προσέξω. Στο βάθος το πάρκο Del Retiro με το πλούσιο πράσινο και τη λίμνη που έβγαζε στους Βοτανικούς Κήπους με άφησε εντελώς αδιάφορο. Δεν με παρηγορούσε μια βόλτα στους γεωπονημένους και συντεταγμένους κήπους με τα πλούσια συντριβάνια. Είχα ανάγκη να συντονίσω την αναστάτωση της ψυχής μου με τη ρευστή κι ανάστατη ατμόσφαιρα της πόλης. Στη στάση του λεωφορείου περίμενε κόσμος. Χώθηκα κι εγώ μέσα στο πλήθος κουβαλώντας μαζί μου την εικόνα της.
Με βασάνιζε το αίνιγμα του πόνου της. Χίλιες δυό υποθέσεις περνούσαν απο το μυαλό μου και ανακατευόνταν με τα αυτοκρατορικά κτίσματα, την πλατεία των ανακτόρων, τα πάρκα που περνούσαν μπροστά απο τη θέα μου μέσα απο τα σκονισμένα τζάμια του λεωφορείου. Αίφνης σα να μού φάνηκε πως άκουσα ελληνικά . Γύρισα τα μάτια αλλά δεν αναγνώρισα τίποτε οικείο. Συνέχιζα να κοιτάζω με αναίδεια τα πρόσωπα των γυναικών μήπως ανακαλύψω κάτι απο το μάυρο βελούδινο βλέμμα της γυναίκας του υακίνθου. Ξεθάρρεψα και άπλωνα την εξεταστική μου ματιά στους άντρες. Κάποιος απ’ αυτούς τους μελαχροινούς αρσενικούς με τα αρμονικά χαρακτηριστικά μπορεί και να ήταν ένοχος για τα καυτά της δάκρυα. Αφριζε η ψυχή μου απο ένα ανεξήγητο θυμό κι έσφιγγα τις γροθιές μου για επίθεση.
Σε κάθε στροφή του δρόμου με καταδίωκαν τα φρένα του λεωφορείου που έτριζαν σαν τις πανοπλίες των ιπποτών της Μαδρίτης. Ο Δόν Κιχώτης με τον Πάντσο πήραν τη θέση τους στους συνειρμούς μου χαρίζοντάς μου ένα νοσταλγικό ερέθισμα της μνήμης. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ποτέ δεν με έπεισε ο δον Κιχώτης. Εγώ ήμουν παράγωγο του Λούκυ Λούκ. Και μέσα σ’ αυτή την πεζή διαπίστωση η καρδιά μου έγερνε απο το αβάσταχτο βάρος ενός πρωτόγνωρου έρωτα για μια γυναίκα που δεν τόλμησα να γνωρίσω.
Εφερα γύρο όλη την πόλη με το λεωφορείο. Μέσα σε μια ασαφή ονειροπόληση περνούσαν απο μπροστά διάφορα μεγαλόπρεπα κτίρια μαζεμένα στην καρδιά της πόλης. Αλλοτε θα έδινα σημασία στον καθεδρικό της Αlmudena, γιατί είχα μια προσήλωση στα θρησκευτικά μουσεία των λαών. Ισως να με συνέπαιρνε η θέα του Δημαρχείου ή οι φοντάνες με τα αγάλματα των ισπανών βασιλιάδων και των ηρώων τους. Ισως να με εκνεύριζε κιόλας η καινούρια πόλη με τους ουρανοξύστες και τα σκόρπια χτίσματα που νομιμοποιούνται στο όνομα του Πάμπλο Πικάσο, που επικαλύπτονται απο τις ζωγραφιές του Ντε Μίρο και απο κάποια επιπόλαια αγγίγματα της αισθητικής του Σαλβατόρ Νταλί. Αλλά εγώ αντλούσα απόλαυση μόνο απο τα πρόσωπα των συνεπιβατών μου.
Κατέβηκα στη στάση για το μουσείο Prado. Περίμενα υπομονετικά στην ουρά για ένα εισιτήριο.Ολη η παρατηρητικότητά μου στους επιβάτες του λεωφορείου λίγο πρίν, μεταβλήθηκε ξαφνικά σε μια αιρετική απάθεια για τους τουρίστες-συνδαιτυμόνες μου στο μουσείο.Μπήκα μέσα και παρέλειψα επιδεικτικά να περιπλανηθώ στους μεγάλους ισπανούς ζωγράφους σαν τον Velázquez και τον Goya και τον Ribera . Ηρθα αποκλειστικά εδώ για να σταθώ ακίνητος μπροστά στους πίνακες του Ελ Γκρέκο.Εβαλα πίσω μου τις νωπές εντυπώσεις, τη συγκίνηση της μέρας νιώθοντας την ανάγκη να ταυτιστώ με κάτι δικό μου αλλά εις μάτην.
Ασκητικές μορφές, λιτός πόνος κι ένα ασήκωτο βάρος στο μέρος του Σταυρού. Σα να εξαργύρωνε ο Θεοτοκόπουλος το ταλέντο του εξαγοράζοντας την εύνοια του Θεού του.Αυτές οι σκέψεις κατέκλυζαν το νού μου, χιλιοειπωμένες και μονότονες σα ν’ ανάβλυζαν απο τα πέτρινα χρόνια του σχολείου. Οχι πως είχα την ικανότητα να συγκεντρωθώ, να παρατηρήσω έστω και το ελάχιστο.Κι αυτό γιατί η εικόνα της γυναίκας του ξενοδοχείου ερχόταν εντονότερη τώρα να καταργήσει την ελάχιστη ευχαρίστηση που μού έδινε η θέα προς τους πίνακες.
Το αλαβάστρινο πρόσωπό της, τα βελούδινα μάτια,τα ήρεμα δάκρυα, τα σιωπηλά αναφυλλητά κατέκλυζαν την ύπαρξή μου και με συγκλόνιζαν ολάκερο. Πόσο θάθελα νάμουν ζωγράφος, να αποτυπώσω αυτή την ιέρεια του πόνου σ’ ενα κομμάτι μουσαμά. Αλλά μού λείπει και το παραμικρό εργαλείο έκφρασης. Είμαι ένας στεγνός πολίτης σαν τους ατάλαντους όλους.
Ζηλεύω το Θεοτοκόπουλο , ζηλεύω τους ζωγράφους, τους ποιητές, τους λογοτέχνες . Ζηλεύω τους φωτογράφους γιατί κι αυτοί έχουν μια ψυχραιμία που εμένα μού λείπει ολότελα. Εγώ το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ τη ώρα που με συγκλόνιζε σαν κύμα ο άγνωστος έρωτας ήταν ν’ ακινητοποιήσω τη στιγμή, να κρατήσω για πάντα εκεί αιχμάλωτη στον πόνο τη γυναίκα των δακρύων.Αυτή θάταν η ολοκλήρωσή μου.
Το Prado είναι λίγα βήματα απο το Ρίτζ. Παίρνω το δρόμο της επιστροφής καταπονημένος απο το μεσημεριάτικο ήλιο της Μαδρίτης. Αυτές οι ακτίνες που στην Αθήνα με γεμίζουν αισιοδοξία, εδώ τρυπούν το μεδούλι αποστάζοντας μια δόση ανικανοποίητου, που δεν ήξερα πως ήταν συστατικό του οργανισμού μου.
Καθώς οδεύω προς το ξενοδοχείο, που μπορεί να έχει αδειάσει απο την παρουσία της, διάφορες ιδέες με κυριεύουν.Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι γιατί οι ισπανοί χορεύουν μέχρι τελικής πτώσεως λιώνοντας τα τακούνια τους, συνθλίβοντας τα δάχτυλα στις κλακέτες. Για να κάνουν επίδειξη του νάρκισου πάθους τους.Τώρα κατανοώ το αυθάδικο ταγκό τους, όπου αντί να αγκαλιάζονται και να νιώθουν καυτές τις ανάσες ο ένας του άλλου, επιδίδονται σε αυτάρεσκες φιγούρες. Για να κερδίσουν το θαυμασμό του ακροατηρίου. Τώρα συνειδητοποιώ γιατί χώνουν επιδεικτικά στα μάτια του αχρωματόπτη ταύρου τα κόκκινο μαντήλι, παρασύροντας το κοινό σε χειροκρότημα βάζοντας στοίχημα με τη ζωή τους. Για το πέρασμα στην αιωνιότητα.
Τα βήματά μου φτάνουν στην είσοδο του ξενοδοχείου. Μετά απο τόσες ώρες περιπλάνησης στην πόλη, το μόνο που ελπίζω είναι να μην έχουν στεγνώσει τα δάκρυά της, αυτά που σαν παχύς χείμαρρος με παρέσυραν στη Μαδρίτη μηδενίζοντας τις εντυπώσεις μου τις οποίες θα άγρευα αχόρταγα σε άλλη περίπτωση. Η καρδιά μου πάλλεται απο αγωνία και φόβο μήπως δεν είναι εκεί. Η πολυθρόνα της είναι στραμμένη με την πλάτη προς τα μένα. Ενα σύννεφο καπνού αναδύεται προς τον ουρανό με τα βεβαρυμένα απο το χρυσή πάστα αγγελάκια. Προτιμώ την ψευδαίσθηση πως χύνει ακόμη ποταμούς δακρύων, βουβών και ανεξήγητων.
Ηρθα στη Μαδρίτη απροετοίμαστος για ένα ξαφνικό έρωτα, ανοχύρωτος για μια επέλαση ψυχής...Ενας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό μου μπολιασμένος απο την αίσθηση του ανικανοποίητου και της ατολμίας μου. Μα ποιός είμαι επιτέλους για ν’ αντέξω την αβάσταχτη ομορφιά μιάς γυναίκας; Ας υποκύψω λοιπόν στο καλοβολεμένο μου είναι. Αύριο αναχωρώ για την Αθήνα.
Απο τη συλλογή διηγημάτων του εγχειριδίου Στις Αγορές του Κόσμου
Απροετοίμαστος για τον έρωτα, ανοχύρωτος απέναντι στην καταιγίδα βρέθηκα στην αυτοκρατορική πόλη. Σύνεδρος ενός άχρωμου συνεδρίου απ αυτά που διοργανώνονται με τις ντουζίνες κάθε χρόνο στη Μαδρίτη. Ενας στεγνός γραφειοκράτης με καλοσιδερωμένα κοστούμια στις βαλίτσες κι ασορτί γραβάτες κατέφθασα στο Ρίτζ σαν μέρος ενός προδιαγεγραμμένου όλου.
Την ώρα που υπέγραφα ανυποψίαστος την παραμονή μου στον χαμογελαστό ρεσεψιονίστ αφήνοντας ως παρακαταθήκη το διαβατήριό μου ένιωσα ένα βαρύ αρωματισμένο ίσκιο. Μιά ζάλη με συνεπήρε σα ν’ αναποδογύριζε το τοπίο μπροστά στα μάτια μου. Γύρισα το βλέμμα προς τα κεί, απο όπου ερχόταν η ανείπωτη μυρωδιά των υακίνθων. Κι αντίκρυσα μια γυναίκα μελαχρινή και δακρυσμένη, μια απαρηγόρητη έυθραυστη γυναίκα με δύο μαύρα μάτια σα λίμνες που είχαν πλημμυρίσει απο τα νερά της βροχής.
Εμεινε η ανάσα μου καρφωμένη στο σημείο μηδέν μην τύχει κι ακουστεί , μην τύχει και διακόψω τα δάκρυά της, μην ξεκλέψω τούτη τη μοναδική αφοσίωση στο κλάμα της. Εκαμα με βουβό νόημα ένα σσσς... στον υπάλληλο της ρεσεψιόν να γίνει κι αυτός συνένοχος της θλίψης της.
Πέρασε απο μπροστά μας σα να μή μάς είδε. Τα απαλά της αναφιλλητά καταργούσαν το χώρο και το χρόνο οριοθετώντας τη σιωπή μέσα στο σύννεφο των υακίνθων της . Η λεπτή σιλουέτα κατευθύνθηκε στο μεγαλοπρέπές σαλόνι με το μπαρόκ ουρανό. Τα χρυσοποίκιλτα παχουλά αγγελάκια της χαμογελούσαν απο ψηλά ανυποψίαστα για τον καταιγισμό των δακρύων της. Εμοιαζαν ασήμαντα και γελοία μπροστά στο μελαχροινό πόνο που ανάβλυζε απο το μέρος της καρδιάς. Νόμιζα πως θα τρελλαινόμουν απο την υπόκωφη βοή του σπαραγμού της, πως ξαφνικά θα πάθαινε συγχρονισμό ο χτύπος της καρδιάς μου με τους ρυθμούς των αναφιλλητών της κι εκεί ακριβώς θα τέλειωνα σα μια παλιά γέφυρα που την κατάργησε ο φυσικός νόμος.
Την παρακολούθησα να κάθεται με μια αεράτη κίνηση στη φαρδειά πολυθρόνα με τα ξυλόγλυπτα χερούλια. Ηθελα να τρέξω να πιάσω τους καρπούς της να τους αποθέσω απαλά πάνω στο στήριγμα απο φόβο πως θα της τρυπούσαν το διάφανο δέρμα. Το φόρεμα σκέπαζε μόνο τους ώμους της. Σαν ιερόσυλος παρατηρούσα το λεπτό σκελετό της που κούρνιαζε κάτω απο το μαύρο φουστάνι καλύπτοντας το σώμα μέχρι τις λευκές γάμπες. Κάθε της κίνηση κορύφωνε την αγωνία μου καθώς ανάδινε μιά δόση πνοής απο το άρωμα των υακίνθων.
Ηθελα να ακινητοποιήσω τον περιβάλλοντα χώρο, να μην επιτρέψω σε κανένα να διακόψει την παράδοσή της στον απόλυτο πόνο. Με γέμιζε ένοχη ικανοποίηση το κλάμα της που κατέβαινε βουβό απο τα μάτια αυλακώνοντας το αλαβάστρινό πρόσωπό της. Πονούσα κι εγώ απο την ικανοποίηση της τέλειας στιγμής.
Μια ισπανίδα θεά, μια χορεύτρια που άλλες ώρες ίσως να τύλιγε το σώμα της σε κατακκόκινη στόφα για να χορέψει φλαμέγκο χτυπώντας με πάθος τα τακούνια στη γή, καθόταν λίγα βήματα πιό πέρα με την ανάσα της ν΄ανεβοκατεβαίνει λυγμικά απο ένα άγνωστο πόνο. Ερμαιο στην αδηφάγα ματιά μου,μόνη κι εύθραυστη, ξέπλενε το δώρο της ομορφιά της στα δάκρυα αναπέμποντας το άρωμά της.
Με συνέλαβε απροετοίμαστο η στιγμή, ανίκανο να μαζέψω το νού μου, ανώριμο να κάμω ένα βήμα, άλαλο να της μιλήσω. Με μικρά αθόρυβα βήματα χορτασμένος απο την πνοή του υάκινθού της απομακρύνθηκα για να μη χαλάσω την τελειότητα. Ξεχύθηκα έξω απο το ξενοδοχείο στη λεωφόρο των δέντρων που δεν είχα την ψυχραιμία ούτε να τα προσέξω. Στο βάθος το πάρκο Del Retiro με το πλούσιο πράσινο και τη λίμνη που έβγαζε στους Βοτανικούς Κήπους με άφησε εντελώς αδιάφορο. Δεν με παρηγορούσε μια βόλτα στους γεωπονημένους και συντεταγμένους κήπους με τα πλούσια συντριβάνια. Είχα ανάγκη να συντονίσω την αναστάτωση της ψυχής μου με τη ρευστή κι ανάστατη ατμόσφαιρα της πόλης. Στη στάση του λεωφορείου περίμενε κόσμος. Χώθηκα κι εγώ μέσα στο πλήθος κουβαλώντας μαζί μου την εικόνα της.
Με βασάνιζε το αίνιγμα του πόνου της. Χίλιες δυό υποθέσεις περνούσαν απο το μυαλό μου και ανακατευόνταν με τα αυτοκρατορικά κτίσματα, την πλατεία των ανακτόρων, τα πάρκα που περνούσαν μπροστά απο τη θέα μου μέσα απο τα σκονισμένα τζάμια του λεωφορείου. Αίφνης σα να μού φάνηκε πως άκουσα ελληνικά . Γύρισα τα μάτια αλλά δεν αναγνώρισα τίποτε οικείο. Συνέχιζα να κοιτάζω με αναίδεια τα πρόσωπα των γυναικών μήπως ανακαλύψω κάτι απο το μάυρο βελούδινο βλέμμα της γυναίκας του υακίνθου. Ξεθάρρεψα και άπλωνα την εξεταστική μου ματιά στους άντρες. Κάποιος απ’ αυτούς τους μελαχροινούς αρσενικούς με τα αρμονικά χαρακτηριστικά μπορεί και να ήταν ένοχος για τα καυτά της δάκρυα. Αφριζε η ψυχή μου απο ένα ανεξήγητο θυμό κι έσφιγγα τις γροθιές μου για επίθεση.
Σε κάθε στροφή του δρόμου με καταδίωκαν τα φρένα του λεωφορείου που έτριζαν σαν τις πανοπλίες των ιπποτών της Μαδρίτης. Ο Δόν Κιχώτης με τον Πάντσο πήραν τη θέση τους στους συνειρμούς μου χαρίζοντάς μου ένα νοσταλγικό ερέθισμα της μνήμης. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ποτέ δεν με έπεισε ο δον Κιχώτης. Εγώ ήμουν παράγωγο του Λούκυ Λούκ. Και μέσα σ’ αυτή την πεζή διαπίστωση η καρδιά μου έγερνε απο το αβάσταχτο βάρος ενός πρωτόγνωρου έρωτα για μια γυναίκα που δεν τόλμησα να γνωρίσω.
Εφερα γύρο όλη την πόλη με το λεωφορείο. Μέσα σε μια ασαφή ονειροπόληση περνούσαν απο μπροστά διάφορα μεγαλόπρεπα κτίρια μαζεμένα στην καρδιά της πόλης. Αλλοτε θα έδινα σημασία στον καθεδρικό της Αlmudena, γιατί είχα μια προσήλωση στα θρησκευτικά μουσεία των λαών. Ισως να με συνέπαιρνε η θέα του Δημαρχείου ή οι φοντάνες με τα αγάλματα των ισπανών βασιλιάδων και των ηρώων τους. Ισως να με εκνεύριζε κιόλας η καινούρια πόλη με τους ουρανοξύστες και τα σκόρπια χτίσματα που νομιμοποιούνται στο όνομα του Πάμπλο Πικάσο, που επικαλύπτονται απο τις ζωγραφιές του Ντε Μίρο και απο κάποια επιπόλαια αγγίγματα της αισθητικής του Σαλβατόρ Νταλί. Αλλά εγώ αντλούσα απόλαυση μόνο απο τα πρόσωπα των συνεπιβατών μου.
Κατέβηκα στη στάση για το μουσείο Prado. Περίμενα υπομονετικά στην ουρά για ένα εισιτήριο.Ολη η παρατηρητικότητά μου στους επιβάτες του λεωφορείου λίγο πρίν, μεταβλήθηκε ξαφνικά σε μια αιρετική απάθεια για τους τουρίστες-συνδαιτυμόνες μου στο μουσείο.Μπήκα μέσα και παρέλειψα επιδεικτικά να περιπλανηθώ στους μεγάλους ισπανούς ζωγράφους σαν τον Velázquez και τον Goya και τον Ribera . Ηρθα αποκλειστικά εδώ για να σταθώ ακίνητος μπροστά στους πίνακες του Ελ Γκρέκο.Εβαλα πίσω μου τις νωπές εντυπώσεις, τη συγκίνηση της μέρας νιώθοντας την ανάγκη να ταυτιστώ με κάτι δικό μου αλλά εις μάτην.
Ασκητικές μορφές, λιτός πόνος κι ένα ασήκωτο βάρος στο μέρος του Σταυρού. Σα να εξαργύρωνε ο Θεοτοκόπουλος το ταλέντο του εξαγοράζοντας την εύνοια του Θεού του.Αυτές οι σκέψεις κατέκλυζαν το νού μου, χιλιοειπωμένες και μονότονες σα ν’ ανάβλυζαν απο τα πέτρινα χρόνια του σχολείου. Οχι πως είχα την ικανότητα να συγκεντρωθώ, να παρατηρήσω έστω και το ελάχιστο.Κι αυτό γιατί η εικόνα της γυναίκας του ξενοδοχείου ερχόταν εντονότερη τώρα να καταργήσει την ελάχιστη ευχαρίστηση που μού έδινε η θέα προς τους πίνακες.
Το αλαβάστρινο πρόσωπό της, τα βελούδινα μάτια,τα ήρεμα δάκρυα, τα σιωπηλά αναφυλλητά κατέκλυζαν την ύπαρξή μου και με συγκλόνιζαν ολάκερο. Πόσο θάθελα νάμουν ζωγράφος, να αποτυπώσω αυτή την ιέρεια του πόνου σ’ ενα κομμάτι μουσαμά. Αλλά μού λείπει και το παραμικρό εργαλείο έκφρασης. Είμαι ένας στεγνός πολίτης σαν τους ατάλαντους όλους.
Ζηλεύω το Θεοτοκόπουλο , ζηλεύω τους ζωγράφους, τους ποιητές, τους λογοτέχνες . Ζηλεύω τους φωτογράφους γιατί κι αυτοί έχουν μια ψυχραιμία που εμένα μού λείπει ολότελα. Εγώ το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ τη ώρα που με συγκλόνιζε σαν κύμα ο άγνωστος έρωτας ήταν ν’ ακινητοποιήσω τη στιγμή, να κρατήσω για πάντα εκεί αιχμάλωτη στον πόνο τη γυναίκα των δακρύων.Αυτή θάταν η ολοκλήρωσή μου.
Το Prado είναι λίγα βήματα απο το Ρίτζ. Παίρνω το δρόμο της επιστροφής καταπονημένος απο το μεσημεριάτικο ήλιο της Μαδρίτης. Αυτές οι ακτίνες που στην Αθήνα με γεμίζουν αισιοδοξία, εδώ τρυπούν το μεδούλι αποστάζοντας μια δόση ανικανοποίητου, που δεν ήξερα πως ήταν συστατικό του οργανισμού μου.
Καθώς οδεύω προς το ξενοδοχείο, που μπορεί να έχει αδειάσει απο την παρουσία της, διάφορες ιδέες με κυριεύουν.Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι γιατί οι ισπανοί χορεύουν μέχρι τελικής πτώσεως λιώνοντας τα τακούνια τους, συνθλίβοντας τα δάχτυλα στις κλακέτες. Για να κάνουν επίδειξη του νάρκισου πάθους τους.Τώρα κατανοώ το αυθάδικο ταγκό τους, όπου αντί να αγκαλιάζονται και να νιώθουν καυτές τις ανάσες ο ένας του άλλου, επιδίδονται σε αυτάρεσκες φιγούρες. Για να κερδίσουν το θαυμασμό του ακροατηρίου. Τώρα συνειδητοποιώ γιατί χώνουν επιδεικτικά στα μάτια του αχρωματόπτη ταύρου τα κόκκινο μαντήλι, παρασύροντας το κοινό σε χειροκρότημα βάζοντας στοίχημα με τη ζωή τους. Για το πέρασμα στην αιωνιότητα.
Τα βήματά μου φτάνουν στην είσοδο του ξενοδοχείου. Μετά απο τόσες ώρες περιπλάνησης στην πόλη, το μόνο που ελπίζω είναι να μην έχουν στεγνώσει τα δάκρυά της, αυτά που σαν παχύς χείμαρρος με παρέσυραν στη Μαδρίτη μηδενίζοντας τις εντυπώσεις μου τις οποίες θα άγρευα αχόρταγα σε άλλη περίπτωση. Η καρδιά μου πάλλεται απο αγωνία και φόβο μήπως δεν είναι εκεί. Η πολυθρόνα της είναι στραμμένη με την πλάτη προς τα μένα. Ενα σύννεφο καπνού αναδύεται προς τον ουρανό με τα βεβαρυμένα απο το χρυσή πάστα αγγελάκια. Προτιμώ την ψευδαίσθηση πως χύνει ακόμη ποταμούς δακρύων, βουβών και ανεξήγητων.
Ηρθα στη Μαδρίτη απροετοίμαστος για ένα ξαφνικό έρωτα, ανοχύρωτος για μια επέλαση ψυχής...Ενας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό μου μπολιασμένος απο την αίσθηση του ανικανοποίητου και της ατολμίας μου. Μα ποιός είμαι επιτέλους για ν’ αντέξω την αβάσταχτη ομορφιά μιάς γυναίκας; Ας υποκύψω λοιπόν στο καλοβολεμένο μου είναι. Αύριο αναχωρώ για την Αθήνα.
Tuesday, July 8, 2008
Ομογένεια και γενικότητες
Με αφορμή το συνέδριο της ΑΧΕΠΑ στην Ελλάδα αλλά και τις διάφορες δραστηριότητες του ΣΑΕ, οι φακοί της δημοσιότητας στράφηκαν πάλι στην ομογένεια μ’ ένα τρόπο γραφικό και επιπόλαιο, όπως συνηθίζεται στη μακρινή πατρίδα.
Στο πλαίσιο αυτό η εκπομπή Ανεμολόγιο φιλοξένησε μια θεματική ενότητα με επίκεντρο την Ομογένεια. Κι ενώ είχαμε ετοιμασθεί μετά της Δεσποινούλας και Μελισσούλας να συμμετάσχουμε καταθέτοντας την εμπειρία μας στον αέρα, μεσολάβησε ένα ακαταλαβίστικο ένθετο κι έτσι τα κορίτσια δεν βγήκαν.
Εγώ χάθηκα στα μπάρμπεκιου καθώς φιλοξενώ από χθές τη συνάδελφο και φίλη μου Ιωάννα Κολοβού μετα του γιού της Αντώνη. Ετσι, δεν κατάλαβα τί έτρεχε το πρώτο τρίωρο. Ακουσα μόνο κάποιον παραπονεμένο Ελληνα της Γερμανίας να λέει τα δικά του και αποφάσισα να παρέμβω γιατί απεχθάνομαι τη γενίκευση και την προχειρότητα σε θέματα σοβαρά όπως είναι ο Απόδημος Ελληνισμός.
Ετσι έκανα μια διορθωτική παρέμβαση -πολύ αργά και πολύ γενικά- λόγω έλλειψης χρόνου. Πάντως, αναφέρθηκα στις μπλογκογειτόνισσες που δεν μίλησαν κι ένα σύνδρομο στέρησης με κατακυρίευσε.
Σε μια άλλη εκπομπή με θέμα Τις Μπλογκογειτονιές του Κόσμου, ίσως να χαρώ τις φωνούλες τους. Πάντως, δεν έχω ακόμη καταλάβει τί έγινε χθές βράδυ απο τη 1 μέχρι τις 2 το πρωί στο Ανεμολόγιο!
Τέλος, μπορείτε να ακούσετε το απόσπασμα της εκπομπής όπου κατέθεσα τη δική μου άποψη για την ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ! (όπως τη ζώ απο κοντά).
Φιλιά λουσμένα σε ήλιο.
Στο πλαίσιο αυτό η εκπομπή Ανεμολόγιο φιλοξένησε μια θεματική ενότητα με επίκεντρο την Ομογένεια. Κι ενώ είχαμε ετοιμασθεί μετά της Δεσποινούλας και Μελισσούλας να συμμετάσχουμε καταθέτοντας την εμπειρία μας στον αέρα, μεσολάβησε ένα ακαταλαβίστικο ένθετο κι έτσι τα κορίτσια δεν βγήκαν.
Εγώ χάθηκα στα μπάρμπεκιου καθώς φιλοξενώ από χθές τη συνάδελφο και φίλη μου Ιωάννα Κολοβού μετα του γιού της Αντώνη. Ετσι, δεν κατάλαβα τί έτρεχε το πρώτο τρίωρο. Ακουσα μόνο κάποιον παραπονεμένο Ελληνα της Γερμανίας να λέει τα δικά του και αποφάσισα να παρέμβω γιατί απεχθάνομαι τη γενίκευση και την προχειρότητα σε θέματα σοβαρά όπως είναι ο Απόδημος Ελληνισμός.
Ετσι έκανα μια διορθωτική παρέμβαση -πολύ αργά και πολύ γενικά- λόγω έλλειψης χρόνου. Πάντως, αναφέρθηκα στις μπλογκογειτόνισσες που δεν μίλησαν κι ένα σύνδρομο στέρησης με κατακυρίευσε.
Σε μια άλλη εκπομπή με θέμα Τις Μπλογκογειτονιές του Κόσμου, ίσως να χαρώ τις φωνούλες τους. Πάντως, δεν έχω ακόμη καταλάβει τί έγινε χθές βράδυ απο τη 1 μέχρι τις 2 το πρωί στο Ανεμολόγιο!
Τέλος, μπορείτε να ακούσετε το απόσπασμα της εκπομπής όπου κατέθεσα τη δική μου άποψη για την ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ! (όπως τη ζώ απο κοντά).
Φιλιά λουσμένα σε ήλιο.
Saturday, July 5, 2008
Θεματική βραδιά: Φεγγάρι μου χλωμό
Το πόστ αυτό το αφιερώνω εξαιρετικά στην Αλεξάνδρα Μπλάνα, που ως Ανεμολογίτισσα με προσκάλεσε στο Ανεμολόγιο του Κωνσταντίνου Λαβίθη, στον ραδιοφωνικό σταθμό SKY FM την περασμένη Παρασκευή.
Πέρασα όμορφα γράφοντας το κείμενο για το φεγγάρι, μιλώντας με τον Κωνσταντίνο απο ραδιοφώνου και διαβάζοντας το εφημεριδάκι των Ανεμολογιτών στην ιστοσελίδα τους. Στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμη άνθρωποι με φαντασία και πάθος, κι αυτό με κάνει ν΄ανασαίνω.
Την Αλέκα θα την βρείτε στο ιστολόγιό της:
http://gefyrismoi.blogspot.com/
Α! Ξέχασα να σας ζητήσω να μου παίξετε το θρυλλικό Χάρτινο το Φεγγαράκι του Μάνου Χατζηδάκι. Παραγγελιά για τη Δευτέρα!
Ιουστίνη
Απ’τους Ανεμολογίτες
Ακούστε απόσπασμαhhh
hπου φιλοξενεί συνέντευξηh
hτης Ιουστίνης Φραγκούληh
Φεγγάρι μου χλωμό
Της ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ*
Φεγγαράκι μου λαμπρό/Φέγγε μου να περπατώ…
Έτσι καταγράφηκε το φεγγαράκι στην παιδική μου μνήμη ως σημείο αναφοράς των σκλαβωμένων Ελληνόπουλων που πήγαιναν κρυφά στις εκκλησιές τις νύχτες να μυηθούν στα γράμματα και την Ορθοδοξία.
Το λάτρεψα στα παιδικά μου χρόνια γιατί έφεγγε την στράτα μου εκεί στα σκοτεινά σοκάκια της μικρής πολίχνης μου, όπου ο ουρανός ντυνόταν κατάμαυρος μετά την πρόωρη δύση του χειμωνιάτικου ήλιου.
Μου άρεσε να το θωρώ τις καλοκαιρινές νύχτες όταν έβγαινε τη βόλτα του στον ουρανό μέσα απο τα βουνά της Λάμιας βιαστικό και ανυπόμονο πριν ακόμη καλά καλά ο ήλιος πάρει τη νυχτερινή του βουτιά στη θάλασσα. Αυτό το ετερόφωτο φεγγάρι ξεπρόβαλε μεγάλο και καμαρωτό κάνοντας ζήλιες στον ηλιάτορα που αναχωρούσε γι΄ άλλες πολιτείες. Πόσο τολμηρό και αγνώμον φεγγάρι, συλλογιζόμουν συχνά πυκνά εκείνες τις ώρες που ο νους και οι ιδέες δεν είχαν ακόμη σχετικοποιηθεί μέσα μου!
Λάτρευα να βλέπω να μαζεύονται μέσα του τα συννεφάκια και να δημιουργούνται σχήματα, που προσπαθούσα να ερμηνεύσω με το παιδικό μυαλό μου. Κι όταν στο τέλος του κύκλου του γινόταν μια στενή φέτα, τότε ήθελα να πετάξω μέχρι εκεί σαν τον Μικρό Πρίγκιπα να κάνω αιώρα στη χλωμή αγκαλιά του.
Κι ύστερα στα χρόνια του γυμνασίου το φεγγαράκι έγινε σελήνη με τον πύραυλο Απόλλωνα ΙΙ να προσγειώνεται στο έδαφός του. Ολάκερη η πόλη κολλημένη στην ασπρόμαυρη τηλεόραση να χαζεύει το φαντασμαγορικό πάτημα του ανθρώπου στο φεγγάρι. Κι ο παππούς μου να με παίρνει παραδίπλα να μου ψυθυρίζει στ’ αυτί πως αυτό είναι μια απάτη, μια καλοστημένη προπαγάνδα των Αμερικάνων για να πιστέψει η υφήλιος πως μπορούν να κατακτήσουν όλο το σύμπαν.
Το απέρριψα το πατημένο απ΄ τους ανθρώπους φεγγάρι, που έτσι κι αλλιώς ήταν θύμα της πλεκτάνης ενός λαού που δολοφονούσε προέδρους και πολιτικούς. Είχα θυμώσει τόσο πολύ μαζί του, που δεν κοίταζα κατά το μέρος του στις βραδινές εξόδους. Άλλωστε, η γειτονιά είχε φωτισθεί με ηλεκτρικές κολώνες.
Ξαναφιλιώθηκα με το φεγγάρι στα φοιτητικά χρόνια, όταν στο γέμισμά του ξεσηκωνόμασταν και τρέχαμε στις παραλίες με όλα τα παιδιά της παρέας ν΄ ανάψουμε φωτιές, να κολυμπήσουμε στα νερά που γίνονταν ασημένια από την αντανάκλαση του. Στις πανσέληνους αφήναμε με την αδελφή μου τα παράθυρα του υπνοδωματίου μας ανοιχτά να μην κοιμηθούμε όλη τη νύχτα για να φτιάξουμε ιστορίες του φεγγαριού κι ας ήμασταν γυναίκες πια.
Εκείνη είχε άλλη σχέση με το φεγγάρι, το κοίταζε κατάματα κι εγώ της έλεγα να χαμηλώσει το βλέμμα μην κάψει τη ματιά της. Αλλά η μικρή μου αδελφή δεν χόρταινε να το ρουφάει, να παίρνει από την ετερόφωτη λάμψη του λες και ήξερε πως και τούτη η αγάπη της θάταν περαστική.
Στο Μόντρεαλ το φεγγάρι έχει δυο πρόσωπα. Το χειμώνα γίνεται μεγάλο και φωτεινό ακόμη και στο τελείωμά του. Λάμπει σαν το βόρειο σέλας ολάκερες τις νύχτες αντανακλώντας το φως του χιονιού, δίνοντας λάμψη στη λευκή παγωμένη ατμόσφαιρα. Σα να πανηγυρίζει το χειμώνα τούτο το μεγάλο φεγγάρι, μου φαίνεται, που εξοστρακίζει τον ήλιο από νωρίς το απόγευμα για να μονοπωλήσει τις πολιτείες του βορρά.
Κι όταν έρχεται το καλοκαίρι, εδώ στην πόλη μου το φεγγάρι μικραίνει, χάνεται στα ύψη του ουρανού αφήνοντας λίγες άνευρες και μακρινές ακτίδες τις θερμές νύχτες. Πώς να διεκδικήσει θέση στον ορίζοντα όταν ο ήλιος, ο ηλιάτορας ,ο βασιλιάς ο ήλιος κάθεται στο θρόνο του 16 ώρες το 24ωρο;
Τότε το φεγγάρι χλωμιάζει από ντροπή γιατί δείχνει την αδυναμία του. Η φύση αποκαλύπτει πως δεν είναι παρά ένας ετερόφωτος δορυφόρος που ζει στο περιθώριο του ζωογόνου ήλιου.
Τότε βγαίνω στο μπαλκόνι της λίμνης και του τραγουδώ με μια καρδιά γεμάτη συμπόνια για την ταπείνωσή του:
Φεγγάρι μου χλωμό/Μάθε πως σ’ αγαπώ/Γιατί εσύ μόνο μπορείς/Στην πεταλούδα μου να πεις/Πως η ζωή μου έχει χάσει/Τη λάμψη της τη μαγική/Τρελό, ανυπότακτο φεγγάρι/Είμαι αφώτιστη, λειψή!
* Η Ιουστίνη Φραγκούλη είναι δημοσιογράφος και λογοτέχνις, ανταποκρίτρια του ΑΠΕ στο Μόντρεαλ.
Έτσι καταγράφηκε το φεγγαράκι στην παιδική μου μνήμη ως σημείο αναφοράς των σκλαβωμένων Ελληνόπουλων που πήγαιναν κρυφά στις εκκλησιές τις νύχτες να μυηθούν στα γράμματα και την Ορθοδοξία.
Το λάτρεψα στα παιδικά μου χρόνια γιατί έφεγγε την στράτα μου εκεί στα σκοτεινά σοκάκια της μικρής πολίχνης μου, όπου ο ουρανός ντυνόταν κατάμαυρος μετά την πρόωρη δύση του χειμωνιάτικου ήλιου.
Μου άρεσε να το θωρώ τις καλοκαιρινές νύχτες όταν έβγαινε τη βόλτα του στον ουρανό μέσα απο τα βουνά της Λάμιας βιαστικό και ανυπόμονο πριν ακόμη καλά καλά ο ήλιος πάρει τη νυχτερινή του βουτιά στη θάλασσα. Αυτό το ετερόφωτο φεγγάρι ξεπρόβαλε μεγάλο και καμαρωτό κάνοντας ζήλιες στον ηλιάτορα που αναχωρούσε γι΄ άλλες πολιτείες. Πόσο τολμηρό και αγνώμον φεγγάρι, συλλογιζόμουν συχνά πυκνά εκείνες τις ώρες που ο νους και οι ιδέες δεν είχαν ακόμη σχετικοποιηθεί μέσα μου!
Λάτρευα να βλέπω να μαζεύονται μέσα του τα συννεφάκια και να δημιουργούνται σχήματα, που προσπαθούσα να ερμηνεύσω με το παιδικό μυαλό μου. Κι όταν στο τέλος του κύκλου του γινόταν μια στενή φέτα, τότε ήθελα να πετάξω μέχρι εκεί σαν τον Μικρό Πρίγκιπα να κάνω αιώρα στη χλωμή αγκαλιά του.
Κι ύστερα στα χρόνια του γυμνασίου το φεγγαράκι έγινε σελήνη με τον πύραυλο Απόλλωνα ΙΙ να προσγειώνεται στο έδαφός του. Ολάκερη η πόλη κολλημένη στην ασπρόμαυρη τηλεόραση να χαζεύει το φαντασμαγορικό πάτημα του ανθρώπου στο φεγγάρι. Κι ο παππούς μου να με παίρνει παραδίπλα να μου ψυθυρίζει στ’ αυτί πως αυτό είναι μια απάτη, μια καλοστημένη προπαγάνδα των Αμερικάνων για να πιστέψει η υφήλιος πως μπορούν να κατακτήσουν όλο το σύμπαν.
Το απέρριψα το πατημένο απ΄ τους ανθρώπους φεγγάρι, που έτσι κι αλλιώς ήταν θύμα της πλεκτάνης ενός λαού που δολοφονούσε προέδρους και πολιτικούς. Είχα θυμώσει τόσο πολύ μαζί του, που δεν κοίταζα κατά το μέρος του στις βραδινές εξόδους. Άλλωστε, η γειτονιά είχε φωτισθεί με ηλεκτρικές κολώνες.
Ξαναφιλιώθηκα με το φεγγάρι στα φοιτητικά χρόνια, όταν στο γέμισμά του ξεσηκωνόμασταν και τρέχαμε στις παραλίες με όλα τα παιδιά της παρέας ν΄ ανάψουμε φωτιές, να κολυμπήσουμε στα νερά που γίνονταν ασημένια από την αντανάκλαση του. Στις πανσέληνους αφήναμε με την αδελφή μου τα παράθυρα του υπνοδωματίου μας ανοιχτά να μην κοιμηθούμε όλη τη νύχτα για να φτιάξουμε ιστορίες του φεγγαριού κι ας ήμασταν γυναίκες πια.
Εκείνη είχε άλλη σχέση με το φεγγάρι, το κοίταζε κατάματα κι εγώ της έλεγα να χαμηλώσει το βλέμμα μην κάψει τη ματιά της. Αλλά η μικρή μου αδελφή δεν χόρταινε να το ρουφάει, να παίρνει από την ετερόφωτη λάμψη του λες και ήξερε πως και τούτη η αγάπη της θάταν περαστική.
Στο Μόντρεαλ το φεγγάρι έχει δυο πρόσωπα. Το χειμώνα γίνεται μεγάλο και φωτεινό ακόμη και στο τελείωμά του. Λάμπει σαν το βόρειο σέλας ολάκερες τις νύχτες αντανακλώντας το φως του χιονιού, δίνοντας λάμψη στη λευκή παγωμένη ατμόσφαιρα. Σα να πανηγυρίζει το χειμώνα τούτο το μεγάλο φεγγάρι, μου φαίνεται, που εξοστρακίζει τον ήλιο από νωρίς το απόγευμα για να μονοπωλήσει τις πολιτείες του βορρά.
Κι όταν έρχεται το καλοκαίρι, εδώ στην πόλη μου το φεγγάρι μικραίνει, χάνεται στα ύψη του ουρανού αφήνοντας λίγες άνευρες και μακρινές ακτίδες τις θερμές νύχτες. Πώς να διεκδικήσει θέση στον ορίζοντα όταν ο ήλιος, ο ηλιάτορας ,ο βασιλιάς ο ήλιος κάθεται στο θρόνο του 16 ώρες το 24ωρο;
Τότε το φεγγάρι χλωμιάζει από ντροπή γιατί δείχνει την αδυναμία του. Η φύση αποκαλύπτει πως δεν είναι παρά ένας ετερόφωτος δορυφόρος που ζει στο περιθώριο του ζωογόνου ήλιου.
Τότε βγαίνω στο μπαλκόνι της λίμνης και του τραγουδώ με μια καρδιά γεμάτη συμπόνια για την ταπείνωσή του:
Φεγγάρι μου χλωμό/Μάθε πως σ’ αγαπώ/Γιατί εσύ μόνο μπορείς/Στην πεταλούδα μου να πεις/Πως η ζωή μου έχει χάσει/Τη λάμψη της τη μαγική/Τρελό, ανυπότακτο φεγγάρι/Είμαι αφώτιστη, λειψή!
* Η Ιουστίνη Φραγκούλη είναι δημοσιογράφος και λογοτέχνις, ανταποκρίτρια του ΑΠΕ στο Μόντρεαλ.
- Κατεβάστε το εφημεριδάκι μας σε μορφή αρχείου pdf, με το κείμενο και το βιογραφικό της Ιουστίνης.
- Κατεβάστε το αφιέρωμα στο φεγγάρι, επίσης σε αρχείο pdf
Friday, July 4, 2008
Πρόσκληση στο Ανεμολόγιο του ΣΚΑΙ απόψε με το χλωμό φεγγάρι!
Την εκπομπή Ανεμολόγιο http://anemologio-skai.blogspot.com/ θα τη γνωρίζετε όσοι ακούτε πιστά κι επαναλαμβανόμενα το ιερό ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ (Ειρήσθω εν παρόδω πως αποτέλεσα μία απο τις πρωτεργάτριες της δημιουργίας του κατα τη λαμπρή περίοδο ).
Απόψε λοιπόν, μπορείτε να με ακούσετε κι εμένα ζωντανά στην εκπομπή, που αρχίζει στη 1 το πρωί (ώρα Ελλάδας) ή έξι το απόγευμα (ώρα ανατολικών ΗΠΑ) με θέμα το «Φεγγάρι μου Χλωμό». Η πρόσκληση ήρθε απο την ανεμολογίτισσα Αλεξάνδρα Μπλάνα και την ευχαριστώ πολύ όπως και το συνάδελφο Κωνσταντίνο Λαββίθη για την φιλοξενία στην εκπομπή του.
Ανεμολόγιο
Η νυκτερινή ζώνη του ΣΚΑΪ (1-5 το πρωί) εδώ και τρία σχεδόν χρόνια καλύπτεται από την εκπομπή "Ανεμολόγιο", όλες τις ημέρες εκτός από Σάββατο, του αγαπητού συναδέλφου μου Κωνσταντίνου Λαβίθη.
Η εκπομπή δίνει ένα βήμα λόγου στους ακροατές 3 φορές την εβδομάδα με ελεύθερο θέμα συζήτησης και τις άλλες 3 με συγκεκριμένο (θεματικές βραδιές) έχει σήμα κατατεθέν τον Λύκο και μουσικό χαλί αντίστοιχο (Νίκος Χατζηιωαννίδης-ηχολήπτης του ΣΚΑΪ).
Το τελευταίο έτος, 2-3 νέοι άνθρωποι δημιούργησαν μια σελίδα φίλων της εκπομπής όπου γράφουν σχόλια εκείνοι που παρακολουθούν μέσω διαδικτύου (από την Ελλάδα και από 30 χώρες όλων των ηπείρων).
Ορισμένες από αυτές τις δραστηριότητες είναι ο θεσμός των "Καλεσμένων" στις θεματικές βραδιές!
Απόψε λοιπόν, μπορείτε να με ακούσετε κι εμένα ζωντανά στην εκπομπή, που αρχίζει στη 1 το πρωί (ώρα Ελλάδας) ή έξι το απόγευμα (ώρα ανατολικών ΗΠΑ) με θέμα το «Φεγγάρι μου Χλωμό». Η πρόσκληση ήρθε απο την ανεμολογίτισσα Αλεξάνδρα Μπλάνα και την ευχαριστώ πολύ όπως και το συνάδελφο Κωνσταντίνο Λαββίθη για την φιλοξενία στην εκπομπή του.
Ανεμολόγιο
Η νυκτερινή ζώνη του ΣΚΑΪ (1-5 το πρωί) εδώ και τρία σχεδόν χρόνια καλύπτεται από την εκπομπή "Ανεμολόγιο", όλες τις ημέρες εκτός από Σάββατο, του αγαπητού συναδέλφου μου Κωνσταντίνου Λαβίθη.
Η εκπομπή δίνει ένα βήμα λόγου στους ακροατές 3 φορές την εβδομάδα με ελεύθερο θέμα συζήτησης και τις άλλες 3 με συγκεκριμένο (θεματικές βραδιές) έχει σήμα κατατεθέν τον Λύκο και μουσικό χαλί αντίστοιχο (Νίκος Χατζηιωαννίδης-ηχολήπτης του ΣΚΑΪ).
Το τελευταίο έτος, 2-3 νέοι άνθρωποι δημιούργησαν μια σελίδα φίλων της εκπομπής όπου γράφουν σχόλια εκείνοι που παρακολουθούν μέσω διαδικτύου (από την Ελλάδα και από 30 χώρες όλων των ηπείρων).
Ορισμένες από αυτές τις δραστηριότητες είναι ο θεσμός των "Καλεσμένων" στις θεματικές βραδιές!
Wednesday, July 2, 2008
Ο Δημήτρης Κωνσταντάρας με νέο μυθιστόρημα
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Τον γνώρισα στην εφημερίδα 24 Ωρες, όπου μας υποδέχθηκε ως προϊστάμενος του ειδικού τεύχους με καλωσύνη, γενναιόδωρία και μια μεγάλη αγαπητική αγκαλιά.
Ο Δημήτρης Κωνσταντάρας ήταν ήδη φτασμένος δημοσιογράφος και τηλεοπτικός στάρ της κρατικής τηλεόρασης κι όμως έθεσε τον εαυτό του στη διάθεσή μας, αναγνωρίζοντας τα ιδιαίτερα ταλέντα ημών των νεαρών δημοσιογράφων.
Τον λάτρεψα εξ αρχής για την αρχοντιά του, τη γνώση του, την ανθρωπιά του και την προσήνειά του. Δούλεψα μαζί του με πραγματικό ενθουσιασμό καθώς το αφεντικό μας, ο Γιώργος Κοσκωτάς, μας έκανε να νιώσουμε πρίγκηπες στις νέες τότε εγκαταστάσεις της Γραμμής στην Παλλήνη.
Ανάμεσα στους δημοσιογραφικούς αστέρες ήταν ο Παύλος Αλέπης, η Ελλη Στάη, η Ολγα Τρέμη, ο Δημήτρης Κωνσταντάρας, η Σόνια Ζαχαράτου και άλλοι ώς ουκ έστι αριθμός. Στη δεύτερη γραμμή των ασκουμένων ήταν και η Αμάντα Μιχαλοπούλου, που δούλευε με προσήλωση στο μεταφραστικό τμήμα του ενθέτου μας.
Ετσι, οι 24 Ωρες έγιναν φυτώριο συγγραφέων θάλεγε κανείς, αν και κανείς μας δεν είχε υποπτευθεί τότε πως θα ξεφεύγαμε απο το ρεπορτάζ για να ανοιχτούμε στα πελάγη της συγγραφής. Πάντως, ο Δημήτρης πρώτος έβαλε το λίθο στη λογοτεχνική καριέρα με την υπέροχη βιογραφία του πατέρα του Λάμπρου Κωνσταντάρα. Εκτοτε ακολούθησαν κι άλλα βιβλία του, το καθένα σμιλεμένο με τον ιδιαίτερο τρόπο του Δημήτρη.
Αυτό που λάτρεψα σε τούτο τον άνθρωπο ήταν πως ποτέ δεν σκιάστηκε η λαμπερή προσωπικότητά του απο τη φήμη του γεννήτορά του. Με το ταλέντο και τη λεβεντιά του χάραξε τη δική του πετυχημένη πορεία τόσο στη δημοσιογραφία όσο και στη λογοτεχνία και στην πολιτική.Είναι απο τα ελάχιστα παραδείγματα παιδιών που ακολούθησαν το σπαρτιάτικο ρητό : Αμες δε γεσόμεθα πολλώ κάρρονες! Γιατί ο Δημήτηρης έγινε κάρρων του πατρός του.
Αυτό το καλοκαίρι ο Δημήτρης διεκδικεί τους αναγνώστες με ένα νέο του μυθιστόρημα υπο τον τίτλο Η Τελευταία Καληνύχτα απο τις εκδόσεις Καστανιώτης. Πρόκειται για μια απόπειρα του Κωνσταντάρα να αποτιμήσει τη χαμένη γενιά του Πολυτεχνείου στην οποία εν πολλοίς ανήκε ο ίδιος και η παρέα του.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ
ΣΧΗΜΑ: 13x21,5 ΣΕΛΙΔΕΣ: 304 ΕΥΡΩ:16.00 Ι5ΒΝ: 978-960-03-4651.0
Όλοι εμείς. του '60 η γενιά, όπως και ο ήρωας της Τελευταίας Καληνύχτας. περάσαμε μέσα από γεγονότα που δεν πολυκαταλαβαίναμε, που θαρρούσαμε ότι μας δικαίωναν, που άρχισαν να μας υποψιάζουν, καθώς και μέσα από τα τανκς του Απρίλη του '67 που μας μαστίγωσαν. Επιζήσαμε. Χωρίς μεγάλες απώλειες. Και με γεμάτες μπαταρίες. Τελειώσαμε το πανεπιστήμιο δουλεύοντας από δω κι από κει, βγάζοντας χαρτζιλίκι, άλλος μεγάλο κι άλλος μικρό, δείξαμε ποιοι ήμασταν και τι θέλαμε δίχως να κρυφτούμε από κανέναν, γνωρίσαμε τις γυναίκες μας, που άλλοι τις κράτησαν κι άλλοι όχι. Το '67 «κρυφτήκαμε» ή απλώς επιζήσαμε λάθρα βιώνοντας, ματώσαμε λίγο ή πολύ, ή και καθόλου, μέσα ή και έξω από το Πολυτεχνείο, είπαμε τις αλήθειες και τα ψέματά μας, αμπαρωθήκαμε πίσω από μύθους που μόνοι μας φτιάξαμε και συντηρήσαμε, μπήκαμε στη ζωή με «τα μούτρα», ο καθένας στο δικό του «μεροκάματο», δεχτήκαμε ο καθένας τα δικά του τραύματα κι ανταμώσαμε τη μεταπολίτευση τραυματίες μεν αλλά ώριμοι. Όλα σχεδόν τα παιδιά της «χαμένης γενιάς», τα παιδιά που γεννήθηκαν στον εμφύλιο και λίγο μετά, πέρασαν μέσα από τις ίδιες μυλόπετρες. Εκτός βέβαια των ελαχίστων «εκλεκτών», που και σήμερα άλλωστε αποτελούν την αδιαφιλονίκητη νομενκλατούρα, διότι γι' αυτό ακριβώς γεννήθηκαν. Ένα απλό. σαν κι εμάς. παιδί είναι κι ο ήρωας της Τελευταίας Καληνύχτας. Όχι κραυγαλέο θύμα. Τυπικό. Γενναίο πριν από το τελευταίο του δρομολόγιο.
Δ.Κ.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Δημήτρης Κωνσταντάρας γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου εργάζεται και ζει έως σήμερα. Είναι γιος των ηθοποιών Λάμπρου Κωνσταντάρα και Γιούλης Γεωργοπού-λου. Αφού τελείωσε το σχολείο στην Αμερική, σπούδασε στο Τμήμα Αγγλικών και Ελληνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Άσκησε τη δημοσιογραφία, από το 1968, επί τριάντα πέντε χρόνια στις εφημερίδες, στα περιοδικά, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Στην τηλεόραση, ειδικότερα, άρχισε να εργάζεται το 1976, ενώ στο ραδιόφωνο, με το ξεκίνημα της «ελεύθερης ραδιοφωνίας», το 1987. Ειδικεύτηκε στις τηλεοπτικές μεταδόσεις στίβου, τένις, ιππασίας, ενόργανης γυμναστικής, Φόρμουλας 1 και στα τηλεοπτικά Δελτία Ειδήσεων. Υπήρξε επίσης αθλητής στίβου και κολύμβησης στην Ελλάδα και την Αμερική. Το 2002 εξελέγη πρώτος νομαρχιακός σύμβουλος Αθηνών-Πειραιώς και το 2004 βουλευτής της Α' Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία. Στις εκλογές του 2007 δεν επανεξελέγη στο Κοινοβούλιο.
Έχει γράψει στίχους, μουσική, την ιστορία της Φόρμουλας 1, παραμύθια, διηγήματα, θεατρικά έργα, επιθεωρησιακά νούμερα, κινηματογραφικά σενάρια, τηλεοπτικές σειρές, καθώς και τα βιβλία: Λάμπρος Κωνσταντάρας -Μέσα απ'τα δικά μου μάτια, Απόψε θα σου ορκιστώ πως σ' αγαπάω, Στα δύσκολα σε θέλω, Το μαύρο κουτί, Δόξα χαι δάκρυ - Η ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων (σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέων), Γράμματα στον Παράδεισο, 24 Δευτερόλεπτα και Η τελευταία καληνύχτα. Ασχολήθηκε ενεργά με την προετοιμασία και τη διεκδίκηση από την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων' του 1996 και του 2004. Σχεδίασε και οργάνωσε την τηλεοπτική παραγωγή των Πανευρωπαΐκών Αγώνων Ανοιχτού Στίβου του 1982, των Πανευρωπαϊκών Αγώνων Κλειστού Στίβου του 1985, του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Κολύμβησης του 1991 και των Μεσογειακών Αγώνων, επίσης του 1991.
Έχει τιμηθεί με διακρίσεις, επαίνους, μετάλλια και με το Βραβείο Ελληνοτουρκικής Ειρήνης και Φιλίας «Αμπντί Ιπεκτσί».
Είναι παντρεμένος από το 1973 με τη Βίκυ Βουρλάκη, με την οποία έχουν δύο παιδιά, την Παυλίνα, σκηνοθέτρια και παραγωγό ραδιοφώνου, και τον Λάμπρο, δημοσιογράφο και παρουσιαστή τηλεοπτικών εκπομπών.
Subscribe to:
Posts (Atom)