Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Όλα όσα έγραψα εμπνεόμενη
απο το βιβλίο «Η Δική μου Λευκάδα» του Ηλία Γεωργάκη στην παρουσίαση του
βιβλίου του, που πραγματοποιήθηκε στις 9 Αυγούστου στο Κηποθέατρο ‘Αγγελος
Σικελιανός εν μέσω πλήθους κόσμου δεδομένων των συνθηκών της περιοριστικής
πανδημίας.
Ο Ηλίας Γεωργάκης είναι
παιδικός φίλος απο άλλη γειτονιά της Λευκάδας. Φίλος αγαπημένος, γκαρδιακός,
φίλος της νεότητας αλλά και της ωριμότητας.
Φαίνεται ότι τα πνεύματά
μας συναντήθηκαν αρκετά νωρίς στις εφημερίδες του σχολείου, με εκείνον
αποφασισμένο να γίνει δημοσιογράφος κι εμένα αποφασισμένη να σπουδάσω Νομική. Τελικά οι
δρόμοι μας συναντήθηκαν τόσο στη δημοσιογραφία όσο και στην δημιουργική γραφή.
Ο Ηλίας είναι αυτός που
λάτρεψε τη Λευκάδα όχι μόνο ως γέννημα -θρέμμα της, αλλά ως άγγελος-εξάγγελος
της ομορφιάς της. Είναι εκείνος που μας έμαθε να αγαπάμε το νησί μας και να
διαφημίζουμε τις πολλές και ποικίλες ομορφιές του στα πέρατα του κόσμου. Είναι
αυτός που εφηύρε την έννοια της Λευκαδολατρείας, την έκανε σημαία του και την
ανεμίζει στις πέντε ηπείρους. Ο Ηλίας είναι μια απύθμενη δεξαμενή αγάπης για τη
γενέθλια γη που εκφράζεται με ποίηση, με άρθρα, με αναμνήσεις, με ζυμώσεις, με
αστείρευτες προτάσεις και νέες ιδέες .
Είναι εκείνος που
κατέγραψε όλους τους Λευκαδίτες δημοσιογράφους κάποτε στα τέλη της δεκαετίας
του 80 και οργάνωνε ταξίδια με τη συνεργασία του δήμου ή της νομαρχίας ανάλογα,
για να γνωρίσουμε τον τόπο μας και να διαλαλήσουμε τις πολύπτυχες ιδιαιτερότητές
του. Έτσι έκανε το νησί μας γνωστό μέσα απο δεκάδες άρθρα δημοσιευμένα στις
διάφορες ημερήσιες εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής. Ετσι άρχισε η
Λευκάδα να ξεφεύγει απο την εσωστρέφειά της και να στρέφεται στους απάτητους
ακόμη τότε δρόμους του μάρκετινγκ, αγγίζοντας το ευρύτερο κοινό.
Ο Ηλίας που διακηρύσσει την Λευκαδολατρεία
του όπου σταθεί κι όπου βρεθεί είναι ο εφευρέτης του όρου και της πάθησης η
οποία κατατίθεται εν λευκώ στο νέο του βιβλίο με τίτλο Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΛΕΥΚΑΔΑ, ένα
βιβλίο που περιέχει όλα αυτά που εκείνος έχει καταγραψει κατά καιρούς στην
αρθοργραφία και την ποίησή του περί του γενέθλιου τόπου. Πρόκειται για ένα
πάντρεμα προσωπικών εμπειριών, ιστορικών στοιχείων, λαογραφικής κληρονομιάς και
απάτητων διαδρομών απο εμάς τους υπόλοιπους. Γράφει,λοιπόν, ο Ηλίας:
«H Λευκάδα των ποιητών και των λογίων. Των χρωμάτων. Του
απέραντου γαλάζιου, του άλλου μπλε της θάλασσας. Με τα πεύκα να υποκλίνονται
στα κύματα. Η Ομηρική Ιθάκη. Πρωτοπόρος στον πολιτισμό. Με τα μονόξυλα, τους
έρημους αλήτες στον μώλο. Η Λευκάδα των παιδικών μας χρόνων. Η μεγάλη ερωμένη.
«Η αβασίλευτη στο πέλαο δόξα» του Σικελιανού. Η Λευκάδα της καρδιάς μας. Με τις
μοναδικές ομορφιές, την καταπράσινη φύση, τον πολιτισμό της, την ιστορία της,
την παράδοσή της και τους φιλόξενους ανθρώπους της. Όσοι έρχονται στη Λευκάδα
είναι σίγουρο ότι θα ξαναγυρίσουν. Γιατί η Λευκάδα είναι μάγισσα. Σε κερδίζει,
σε αιχμαλωτίζει. Σε καθηλώνει. Λένε πως όσοι επισκέπτονται αυτό το νησί
«μολύνονται» από μία ενδημική, χρόνια, πάθηση, μία μορφή τοξικομανίας, τη
Λευκαδολατρία.»
Το βιβλίο έχει μια
καταπληκτική δομή και αρχίζει την περιήγηση από τη βαθιά Λευκάδα και τον
Πολιτισμό της, απο τους άξονες της διαχρονικής πολιτιστικής της καταγωγής με
αναφορές στους ιστορικούς της και τους λογοτέχνες της και με αιχμή του δόρατος
τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και τον Άγγελο Σικελιανό. Ένα μεγάλο κεφάλαιο
αφιερωμένο στον Λευκάδιο Χέρν τονίζει το διεθνισμό του μικρού νησιού, όπου
γεννήθηκε ο Ιρλανδικής καταγωγής λογοτέχνης ο οποίος ένωσε τη δύση με την
κουλτούρα της Άπω Ανατολής σφραγίζοντας με το έργο του την παγκόσμια
λογοτεχνική σκηνή. Η αναφορά στον φιλότεχνο συλλέκτη Τάκη Ευσταθίου, που
ανάστησε τη μνήμη του Λευκαδογεννημένου Λευκάδιου Χερν στο νησί μας με τη
δημιουργία του μουσείου στο χώρο του Πνευματικού Κέντρου είναι η ελάχιστη τιμή
στον ταγμένο κήρυκα του έργου του Χέρν.
Ο Ηλίας Γεωργάκης
προχωράει στην αναφορά πολιτισμού της Λευκάδας με την ιστορία της Φιλαρμονικής, του Ορφέα, της Νέας Χορωδίας και
τις Γιορτές Λόγου και Τέχνης να χτίζουν το υπόβαθρο για την αποθέωση, που ήρθε
με την αυθόρμητη παράσταση της Μαρίας Κάλας επί σκηνής το 1964. Όπως ο ίδιος
γράφει:» Η μουσική «κυλάει» στο αίμα των Λευκαδιτών. Μπάλος, Μηλιά, Θειακός
είναι χοροί της Λευκάδας που συνοδεύονται από μουσική επηρεασμένη από
στερεοελλαδίτικα στοιχεία, χωρίς όμως να λείπει το νησιώτικο χρώμα. Στην πόλη
θα ακούσετε παραδοσιακές καντάδες. «Καμάρι» στο νησί είναι η ιστορική
«Φιλαρμονική»....
Ο Ηλίας μας παίρνει απο το
χέρι στη συνέχεια για να μας συστήσει στις γειτονιές της Λευκάδας, που συνθέτουν
την διαχρονική ομορφιά της γεννώντας μέσα μας τη νοσταλγία για τον τόπο. Τα Χαβρικα,
του Πουλιού, η Αγία Κάρα, το Μποσκέτο, η Κουζούντελη,οι Ανεμόλυλοι, το Πέραμα,
οι βασιλικές Εκκλησίες, ο Μαρκάς και
άλλες πινελιές συνθέτουν τον πίνακα της παλιάς Λευκάδας όπως τον
κατέγραψε ο Ηλίας στολίζοντας το έργο του με εξαιρετικές φωτογραφίες. Διαβάζω
απόσπασμα που δίνει τον παλμό της νοσταλγικής γραφής του Ηλία:
« Βουτιές στα μουράγια του
Κάστρου. Μπάλα στην άμμο. Μπάνιο στην αμμόγλωσσα και στο φαναράκι. Μια εποχή,
μια ανάμνηση. Μια Λευκάδα. Και θυμόμαστε, γυρίζουμε πίσω στον χρόνο για να
περάσουμε νοερώς όμορφα, να απολαύσουμε την ηδονή της ανάμνησης αφού η ζωή μας
σήμερα έγινε αφόρητη, μοναχική, πληκτική, σημαδημένη από την ανασφάλεια, τον
φθόνο και την υποκρισία. Θυμάμαι πηγαίναμε στο Κάστρο με τον Μαγγελάνο, τη
βάρκα του Αργύρη και του Ντίνου του Μπαμπάρου. To μονόξυλο του πατέρα μου, ο Άι-Λιας. Με τόσο ιδρώτα
ποτισμένο. Το μονόξυλο του ήρωα-πατέρα. Με τόση αγάπη αγκαλιασμένο. Με το
μαϊστράλι να χαϊδεύει τα πρόσωπά μας, να πετάει τα καπέλα. Με τις φθηνές
σαγιονάρες (ή συνήθως ξυπόλυτοι) και το μισοτρύπιο μαγιό. Με την αλμύρα να
ξεραίνεται στο δέρμα. Και να σου φόρα για το μακροβούτι, για το ποιος θα
κερδίσει. Και να τα καλαμπούρια και τα πειράγματα. Και τα απόβραδα με τις
πυγολαμπίδες στην Κουζούντελη, στα καφενεία με τη σουμάδα και τα παξιμάδια.
Βόλτα στο παζάρι και στον μώλο. Αχ αυτά τα παιδικά μας χρόνια.»
Κι ύστερα μας ανεβάζει στο
καϊκι και μας τρέχει σε διαδρομές της θάλασσας και της πολυνησίας της Λευκάδας.
Μέρη απόκρυφα που δεν γνωρίζαμε περνούν με κινηματογραφικό τρόπο απο το βιβλίο.
Κι ύστερα ακολουθούν οι διαδρομές στο νησί,η περιπλάνηση σε μέρη πρωτόγνωρα, η γνωριμία με την
ορεινή Λευκάδα...η παράθεση των τοπικών προϊόντων.
Ναι ο Ηλίας καταγράφει με το
δικό του αγαπητικό τρόπο τα ντόπια προϊόντα δοξάζοντάς τα:Ελαιόλαδο, μέλι ,
κρασί, φακές Εγκλουβής, Σαλάμι Λευκάδας, Το ροζολί ,Τοπικό λικέρ με άρωμα
κίτρου και κανέλα, σουμάδα απο πικραμύγδαλα, αυγοτάραχο, σαλάμι Λευκάδας... Και
εστιάζει στο Λευκαδίτικο κέντημα, την περίφημη καρσάνικη βελονιά προσθέτοντας
στη γνώση μας για όλα αυτά που συνέβησαν εκεί στα σκαλοπάτια της Καρυάς.
Βέβαια, απο το βιβλίο δεν
λείπουν οι λευκαδίτικες πλάκες αλλά και οι μεγάλες φυσιογνωμίες των Μπρανέλων
που σημάδεψαν τη ζωή της Λευκάδας. Ζαχαρής, Πανάγος, Βαλαμόντες, Βούλης Βρεττός
και άλλοι περνούν με ζωντανό τρόπο απο τις σελίδες του βιβλίου. Μια αναφορά στο
μεγάλο μας ηθοποιό Ηλία Λογοθέτη , νονό του Γεωργάκη, φέρνει στην επικαιρότητα
το περίφημο όνομα Ηλίας.
Θα κλείσω όμως με τα λόγια
του δικού μας Ηλία, που πασπαλίζουν με αγάπη την βιωματική σχέση του με τα
ψαράδικα και τους μώλους της Λευκάδας: «Tα μονόξυλα, τα πριάρια, οι ψαρόβαρκες. Οι φίλοι μας. Σαν
μεθυσμένοι αλήτες λικνίζονται στον μώλο. Παρατεταγμένες στη σειρά λες και
ετοιμάζονται για μάχη. Έτοιμες να πετάξουν, κόβοντας τα σχοινιά. Τον χειμώνα
έρμαια του γραιγολεβάντε. Και το καλοκαίρι αναζητούν το γλυκό το μαϊστράλι. Με
την όστρια και τον γαρμπή «συνομιλούν». Με παρέα τους γλάρους. Αχώριστοι φίλοι
των ψαράδων. Με μια «ερωτική» σχέση μεταξύ τους. Και αυτή η σχέση φαίνεται στην
περίοδο κατά την οποία αρχίζουν οι μικροεπισκευές και τα χρωματίσματα. Με την
ευλάβεια που τις ξύνουν από την καρίνα ως τα ίσαλα. Χρησιμοποιώντας το καμινέτο
και το μίνιο για να «γιατρέψουν» τα τραύματα.»
Η ΔΙΚΗ του ΛΕΥΚΑΔΑ είναι η
δική μας Λευκάδα γιατί ο Ηλίας Γεωργάκης με αυτό το έργο του περικλείει όσα
αγάπησε και όσα έμαθε εκεί στις γειτονιές της Χώρας. Μέσα απο το βιβλίο του μας
μυεί σε άγνωστα πεδία και μας κάνει κοινωνούς της Λευκαδολατρείας του.
Καλοτάξιδο το αγαπητικό
για το νησί μας πόνημα.