ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Sunday, September 21, 2025

Αν υπάρχει ουρανός είσαι εκεί....




 Αν υπάρχει ουρανός είσαι εκεί....

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Γλυκειά μου Πεταλούδα,

Πάνε 21 χρόνια απο εκείνη την αποφράδα μέρα που πέταξες ψηλά στον ουρανό κι άφησες τα σύννεφα να βρέξουν αλύπητα τον τόπο, ποτίζοντας με νερό το δικό σου κενοτάφιο. Η κηδεία σου στη Λευκάδα με εκατοντάδες φίλους και συγγενείς από τα πέρατα της οικουμένης ηχεί ακόμη στα αυτιά μου μέσα από τους ήχους της Φιλαρμονικής που σε συνόδευε  με αργό νεκρώσιμο βηματισμό στην τελευταία σου κατοικία.

Η μαμά, ο μπαμπάς, ο Αποστόλης, εγώ, σέρναμε τα βήματά μας έχοντας πλήρη επίγνωση πως ορφανέψαμε για πάντα εκείνη την ημέρα που αποθέσαμε το άψυχο σώμα σου στην ποτισμένη από το φθινόπωρο γή.

Σήμερα είναι σαν εκείνη τη μέρα, μόνο που είναι ηλιόλουστη αλλά μυρίζει φθινόπωρο. Τα φύλλα αρχίζουν να χορεύουν το αποχαιρετιστήριο βαλς τους, κι εγώ κάθομαι να σου γράψω. Όχι για να σε αποχαιρετήσω — γιατί δεν φεύγεις ποτέ από εκεί που έχεις ριζώσει — αλλά για να σου μιλήσω όπως τότε, όταν οι λέξεις μας ήταν ποτάμια ζωής και όχι μνήμες.

Ήσουν η Πεταλούδα μου. Όχι μόνο γιατί πέταξες ψηλά, αλλά γιατί γεννήθηκες μέσα από τη σιωπή, από την κάμπια της ζωής, και άνθισες. Ήσουν χρώμα σε μονόχρωμο κόσμο. Ήσουν φως σε μέρες που δεν τολμούσαν να ξημερώσουν. Ήσουν το κορίτσι  που δεν φοβήθηκε να αγαπήσει, να δώσει, να χάνεται συχνά για να ξαναβρίσκει τον εαυτό της.

Θυμάμαι τα πρωινά μας στη Λευκάδα, με το φως να μπαίνει από τις γρίλιες και να ζωγραφίζει τα πρόσωπά μας. Θυμάμαι τις κουβέντες μας, τις σιωπές μας, τις μικρές μας επαναστάσεις. Θυμάμαι πώς κρατούσες το φλιτζάνι με τα δύο χέρια, σαν να ήθελες να ζεστάνεις όλο τον κόσμο. Θυμάμαι πώς γελούσες — όχι απλώς με ήχο, αλλά με ψυχή. Γελούσες και εύρισκες χαρά σε κάθε μικρό πράγμα. Πάντα αισιόδοξη και συγχωρητική για τα λάθη των ανθρώπων. Πάντα υπεράνω της σκληρής πραγματικότητας.

Ήσουν πολύχρωμη Πεταλούδα που όταν ήρθε η αρρώστια έχασες τα χρωματιστά φτερά σου. Κι έγινες ασπρόμαυρη. Κι εκεί όμως γελούσες κι έλπιζες πως θα άλλαζε το ριζικό σου, το ριζικό μας. Κι όμως η ασθένεια σε κύλησε άσπλαγχνα στο κρεβάτι, προσπάθησε να σε ταπεινώσει. Μα εσύ λεβέντισσα με το κεφάλι ψηλά ,με στήθος αλαβάστρινο της αντιστεκόσουν. Κι όλο με ρωτούσες αν υπήρχε ελπίδα. Αν υπήρχε ελπίδα να ξαναγίνουν πολύχρωμα τα φτερά σου, να πετάξεις ψηλά...

Στο blog μου σε αποκάλεσα «μονόχρωμη κάμπια που έγινε πολύχρωμη πεταλούδα». Και το πιστεύω. Γιατί είδα την μεταμόρφωσή σου. Είδα πώς η ζωή σε δίδαξε να πετάς, πώς ο πόνος έγινε φτερό, πώς η αγάπη έγινε κατεύθυνση. Εσύ δεν περπάτησες απλώς τη ζωή — την χόρεψες.

Ναι τη χόρεψες τη ζωή, την ταρακούνησες, την ανέτρεψες. Δεν στάθηκες σε μιά δουλειά, σε ένα τόπο, σε μια αγάπη. Πετούσες κι έπαιρνες γύρη που τη μετέφερες εδώ κι εκεί και παραπέρα σα νάσουν μέλισσα. ‘Ησουν η πηγή της ζωής που δεν την κράτησες ζηλόφθονα για σένα. Τη μοίραζες με γενναιοδωρία σε όλους σα νάξερες που δεν θα σου έμενε πολλή ακόμη.

Περάσαμε υπέροχα, συναρπαστικά, γυρίσαμε όλη την Κούβα, την Τζαμάικα, το Σάν Ντομίνικαν. Και ρούφαγες άπληστα τα χρώματα, τις εικόνες, τις μικρές χαρές σαν να μην υπήρχε αύριο. Και το αύριο δεν υπήρχε γιατί του ξέφυγες. Τα φτερά σου είχαν δυναμώσει κι είχες αποφασίσει να πετάξεις ψηλά τινάζοντας όλη την επίγεια σκόνη.

Και τώρα, που το σώμα σου έγινε ανάμνηση, η ψυχή σου είναι παντού. Στο άρωμα του βασιλικού, στο χρώμα του δειλινού, στο φτερούγισμα μιας πεταλούδας που περνά ξαφνικά μπροστά μου και με κοιτάζει — ναι, με κοιτάζει. Είσαι εσύ.

Μικρή μου μόβ βεντάλια, δεν σε θρηνώ. Σε τραγουδώ. Σε γράφω. Σε κουβαλώ. Είσαι το ποίημα που δεν τελειώνει, η σελίδα που δεν γυρίζει, η ανάσα που δεν ξεχνάει να είναι δική σου.

Αν υπάρχει ουρανός, είσαι εκεί. Αν υπάρχει φως, είσαι μέσα του. Αν υπάρχει αγάπη, είσαι η πηγή της.


Thursday, September 18, 2025

Συνοδοιπόρος στο Διπλωματικό Ταξίδι μιας Ζωής!

 


Συνοδοιπόρος στο Διπλωματικό Ταξίδι μιας Ζωής!

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

 

Το βιβλίο «Συνοδοιπόρος σε τέσσερις ηπείρους και τρεις ωκεανούς» της  Βασιλικής Τσίρου-Μαρκαντωνάτου, δεν είναι μια απλή αφήγηση ταξιδιών, αλλά ένα οδοιπορικό ζωής, ψυχής και πνεύματος. Πρόκειται για μια βιωματική καταγραφή της συμπόρευσης με τον σύζυγο διπλωμάτη Γιώργο Μαρκαντωνάτο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα που αποπνέει ευγνωμοσύνη, στοχασμό και εσωτερική δύναμη.

Η συγγραφέας  ταξιδεύει λεπτομερώς τον αναγνώστη σε έξι χώρες — Ηνωμένες Πολιτείες, Ισραήλ, Ρωσία, Βέλγιο, Καναδά και Ζιμπάμπουε — εκεί όπου έζησε ακολουθωντας τον σύζυγό της, Πρέσβη ε.τ. Γεώργιο Μαρκαντωνάτο, σε μια πορεία γεμάτη προκλήσεις, συναντήσεις, πολιτισμικές ανακαλύψεις και πνευματικές εμπειρίες.

Όμως το βιβλίο αυτό δεν είναι απλώς γεωγραφικό. Είναι υπαρξιακό. Η Βασιλική δεν καταγράφει μόνο τόπους και γεγονότα. Μοιράζεται με τους αναγνώστες τις εμπειρίες της, πολλές φορές πρωτόγνωρες καθώς επίσης  τις σκέψεις της, τις αγωνίες της, τις στιγμές πίστης και ελπίδας. Μέσα από την αναλυτική εξιστόρηση των γεγονότων αποδεικνύει  πώς η ζωή του διπλωμάτη δεν είναι μόνο πρωτόκολλο και δεξιώσεις, αλλά και οικογένεια, προσφορά, αποστολή.

Οι αφηγήσεις της που έχουν χρονολογική και τοπολογική ακρίβεια εμπλουτισμένες με τις εντυπώσεις της, αναφέρονται στις συναντήσεις και γνωριμίες της με Πατριάρχες, απλούς κληρικούς της Ορθόδοξης Ιεραποστολής,  πολιτικούς ηγέτες, επιστήμονες, καλλιτέχνες με πνευματικό βάθος, με αγάπη για τον άνθρωπο και με πίστη στον Θεό.

Ιδιαίτερης γνωστικής αξίας και περιεχομένου είναι το κεφάλαιο για τη Ζιμπάμπουε όπου βίωσε ως σύζυγός πρέσβη μια άλλα ζωή που ούτε κατά διάνοια δεν φανταζόμαστε στη δύση. Η προσέγγισή της προς την εκεί ομογένεια και την Ορθόδοξη Ιεραποστολή αποτελούν εργαλεία εξερεύνησης για όσους δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για την Αφρικανική ήπειρο και τις ιδαιτερότητές της.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον για μένα προσωπικά είχε το κεφάλαιο για τον Καναδά, όπου μπορούσα να αναγνωρίσω πρόσωπα και καταστάσεις. Η σαφήνεια των περιγραφών της δεν επηρεάσθηκε ούτε στιγμή από την προσωπική της αποτίμηση για τα γεγονότα, που έλαβαν χώρα εκείνη την εποχή στη μεγάλη χώρα της αποδημίας μου.

Σπουδαία ήταν η αναφορά της πρέσβειρας στην ίδρυση του Λυκείου των Ελληνίδων, την οποία εκείνη ενθάρρυνε και παραμένει επίτιμος πρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων Μοντρεάλ. Πρόκειται για μια μεγάλη στιγμή του Ελληνισμού, καθώς το ΛΕΜ έχει προσφέρει στο Μοντρεάλ και στον Καναδά από το 2016 μια σειρά από δραστηριότητες που αναδεικνύουν τη μοντέρνα Ελλάδα σε συνδυασμό με τις παραδόσεις της, με αποκορύφωμα την ανέγερση του Αγάλματος του Ελληνα Μετανάστη, έργου του διεθνούς φήμης γλύπτη Γιώργου Χουλιαρά.

Επίσης, αποκαλυπτικό είναι το κεφάλαιο του διπλωματικού πόστου στα Ιεροσόλυμα , όπου η Βασιλική Μαρκαντωνάτου περιγράφει τη γνωριμία του διπλωματικού ζεύγους με τον Φιλέλληνα ηγέτη των Παλαιστινίων Γιασέρ Αραφατ, ενώ ταυτόχρονα ξεναγεί τον αναγνώστη στην ιερότητα των Αγίων Τόπων και στις ισορροπίες της περιοχής.

Όπως γράφει η ίδια: ««Η μεγαλύτερη ευλογία ήταν όταν και εμείς, ταπεινοί προσκυνητές στους Αγίους Τόπους, αξιωθήκαμε να κλίνουμε το γόνυ μπροστά στα Πανάγια Σκηνώματα, στα οποία διαδραματίστηκε το μυστήριο της Σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.»

Το βιβλίο της Βασιλικής Τσίρου-Μαρκαντωνάτου   είναι αφιερωμένο στον σύζυγό της και στα παιδιά τους. Είναι ένας ύμνος στην κοινή τους πορεία, μια κατάθεση ψυχής που συγκινεί και εμπνέει. Το βιβλίο εξάλλου προλογίζει ο σύζυγός της πρέσβης Γιώργος Μαρκαντωνάτος.

Αξίζει να διαβαστεί από όλους όσους αγαπούν την αλήθεια, την πνευματικότητα και την ανθρώπινη ιστορία. Γιατί τελικά, όπως λέει και η ίδια, «η ζωή είναι ένα ταξίδι — κι εμείς, συνοδοιπόροι». Με  πνευματικό βάθος, η συγγραφέας εναποθέτει στο δημόσιο λόγο τις εμπειρίες της ως συνοδοιπόρος του διπλωμάτη συζύγου της,

Το ύφος είναι νοσταλγικό, στοχαστικό και ειλικρινώς αγηγηματικό προσφέροντας στον αναγνώστη μια ανθρώπινη και ειλικρινή ματιά στον κόσμο της διπλωματίας.

Το έργο «Συνοδοιπόρος σε τέσσερις ηπείρους και τρεις ωκεανούς» είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο από όσους ενδιαφέρονται για τη διπλωματία, αλλά από κάθε αναγνώστη που αναζητά την ουσία της ζωής μέσα από το ταξίδι, την πίστη και την αγάπη. Πρόκειται για ένα αφήγημα που συγκινεί, εμπνέει και προσφέρει τροφή για σκέψη.

Είμαι περήφανη που  ενθάρρυνα την Βασιλική Τσίρου-Μαρκαντωνάτου στα πρώτα βήματα της συγγραφής εκεί στην υπέροχη πρεσβευτική κατοικία της Οττάβας!

Στοιχεία έκδοσης

       Εκδόσεις: Γρηγόρη

       Έτος έκδοσης: 2024

       Σελίδες: 268

 

 Στιγμές με την πρέσβειρα Βασιλική Τσίρου-Μαρκαντωνάτου και το ΛΕΜ στον Καναδά












Tuesday, September 16, 2025

Η Αυλή των Αναμνήσεων!



Η Αυλή των Αναμνήσεων

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Η Λευκάδα εκείνο το απόγευμα μύριζε υγρασία. ‘Εκανε τρομερή ζεστή. Ο ήλιος έγερνε πάνω από τις κεραμοσκεπές, σαν να ήθελε κι αυτός να παρακολουθήσει τη συνάντηση. Αντί γιά την αυλή του Πρώτου Δημοτικού Σχολείου, εκεί όπου κάποτε παιζόταν η ζωή σε δόσεις αθωότητας, συγκεντρώθηκαν ξανά οι συμμαθητές της τάξης του 1965–1971 σε μια ταβέρνα. Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά την αποφοίτηση. Εξήντα από την πρώτη μέρα που στην αυλή του Α Δημοτικού τρέχαμε αμήχανα κι ανυποψίαστα πρωτάκια.

Οι περισότεροι συμμαθητές μένουν στη Λευκάδα κι έχω τη χαρά να τους βλέπω κάθε καλοκαίρι. Μα προστέθηκαν κι άλλες κι άλλοι που είχα να τους δω πολλά χρόνια. Κι εγώ, που είχα λείψει από την προηγούμενη συνάντηση πριν μια δεκαετία, ένιωθα σαν να ξαναβρίσκω ένα κομμάτι του εαυτού μου που είχε χαθεί κάπου ανάμεσα σε υποχρεώσεις, ταξίδια και σιωπές.

Η Λίνα Μασμανίδου, με την ακούραστη φύση της, είχε οργανώσει τα πάντα. Ο Πέρις Βλάχος, με την επιμονή του, είχε εντοπίσει σχεδόν όλους. Ήταν σαν να είχαν υφάνει ένα δίχτυ μνήμης που μας τράβηξε πίσω, εκεί που όλα ξεκίνησαν.

Στην αυλή της ταβέρνας έπεσαν αγκαλιές. Φιλιά. Δάκρυα. Κάποιοι είχαν αλλάξει πολύ. Άλλοι σχεδόν καθόλου. Όλα τα παιδιά όμως κουβαλούσαν μέσα τους εκείνο το κοριτσάκι που κάποτε έτρεχε με μίνι φουστανάκια ή το αγόρι με κοντά παντελονάκια και χρωματιστά όνειρα. Οι κουβέντες ξεκίνησαν διστακτικά, σαν να φοβόμασταν μην ξυπνήσουμε κάτι εύθραυστο. Μα σύντομα, οι αναμνήσεις ξεχύθηκαν σαν ποτάμι. Μιλήσαμε για τη δασκάλα μας, την κυρία Ελπίδα Ρομποτή, που μας μάθαινε όχι μόνο γράμματα αλλά και ευγένεια. Γιά τον κύρ Τάκη τον Καζάζη που ήταν αυστηρός αλλά μας μύησε στην ιστορία αφηγούμενος τις δικές του εμπειρίες από τον Ελληνοίταλικό πόλεμο στα σύνορα της Αλβανίας.

Κάποιοι δεν ήρθαν. Άλλοι δεν είναι πια μαζί μας. Μα η παρουσία τους ήταν εκεί, στις σιωπές, στα βλέμματα, στα «θυμάσαι τότε;» που ψιθυρίζονταν με συγκίνηση.

Εγώ συνόδευα τη Μαριάννα την Καρφάκη με την οποία ήμασταν απόξενες στο Δημοτικό αλλά δεθήκαμε στο Γυμνάσιο. Εκείνη βαριόταν τη συνάντηση γιατί έβλεπε τους περισσότερους συμμαθητές στη Λευκάδα, όπου ζεί. Αλλά γέμισε χαρά όταν είδε τη συγκέντρωση και η συγκίνηση ήταν έκδηλη στο πρόσωπό της.

Μου έλειψε η Αγγελική Σπηλιά, την οποία γνώρισα στην ΣΤ Δημοτικού όταν ήρθε από το Θύρρειο και έχει γίνει έκτοτε αδελφή μου. Υποχρεώσεις την κράτησαν μακριά από τη συνάντηση στην οποία θα ήθελε να παρευρίσκεται.

Η έκπληξη της βραδιάς ήταν η παρουσία του Μπάμπη Κουφοπάνου, ο οποίος είχε εξαφανιστεί επί δεκαετίες καθότι ήταν παιδί δημοσίου υπάλλήλου και όχι ντόπιος. Σχεδόν είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον όλης της τάξης, καθώς όταν αφίχθηκε στην ΣΤ Δημοτικού το 1970-71 ήταν ο εξυπνότερος μαθητής και ένας εξωτικός ξένος. Τον είχε προσεγγίσει ο Θύμιος με τους λεπτούς τρόπους και την απύθμενη μαθηματική διάνοια κι έτσι κατόρθωσε να μας τον φέρει στην παρέα. Είχε αλλάξει πολύ, ήταν ένας άνθρωπος που δέχθηκε άγρια χτυπήματα στη ζωή του.

Ο Θοδωρής ο Μαυρομάτης που κυρολεκτικά μου είχε «κλέψει» τη σημαία λόγω άρρενος φύλου στην ΣΤ Δημοτικού , ομολόγησε την αδυναμία του σε μένα κι εγώ ομολόγησα την αδυναμία μου στο Νότη Βλάχο ο οποίος με συνόδευε στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού καθημερινά στο σπίτι μου.

Επίσης, έκπληξη προκάλεσε η παρουσία της Σοφίας Διγενή, που δεν είχα δει επί δεκαετίες παρότι μένει στη Λευκάδα έχοντας δικές της επιχειρήσεις. Υπήρξε ένα μικροσκοπικό κοριτσάκι με μακριά σπαστά μαλλιά. Την αναγνώρισα αμέσως κι ας είχαν περάσει τόσες πολλές δεκαετίες. Θα την αναγνώριζα παντού από τα μακριά κυματιστά μαλλιά της, παρότι σήμερα έχουν εδώ κι εκεί άσπρες τρίχες.

Η Σοφία η Κοψιδά (ήσυχη τότε, δυναμική σήμερα), η Σοφία η Ζαβιτσάνου (πάντα σεμνή και ολιγόλογη),η Μαριάννα Καρφάκη (μηχανικός της Μαριαννόπολης)  η Σταυρούλα η Καββαδά (γεμάτη φώς και χρώμα), η Νανά η Αραβανή (πάντα τσακπίνα και ζωηρή), η Λίνα η Μασμανίδη (ήσυχη δύναμη), η Θοδώρα η Παπαδοπούλου (αθόρυβη τότε, γεμάτη χιούμορ σήμερα), η Θοδώρα η Κοψιδά (από δημόσιος υπάλληλος αγρότισσα σήμερα), η Αθανασία Κατωπόδη (είχε πάει μετανάστρια στο Σικάγο για μια δεκαετία αλλά επέστρεψε ) ήταν όλες εκεί μαζί μας. Τις συναντώ τα καλοκαίρια και χαιρετιόμαστε σαν παλιές γνώριμες, ανταλλάσσοντας πληροφορίες για τις ζωές μας.

Από τα αγόρια παρόντες ήταν ο Θοδωρής ο Γεωργάκης (γύφτος στο παρατσούκλι), ο Γιώργος Θεμελής, που ήταν πανευτυχείς για τη συνάντηση. Τους αναφέρω ενδεικτικά διότι υπήρξαν τα πιό ζωηρά αγόρια της τάξης και τίποτε δεν προδιέγραφε την μεγάλη επιχιερηματική τους εξέλιξη σήμερα.

Παρόντες ήταν επίσης ο Δημήτρης Φραγκούλης (αμίλητος εκείνα τα χρόνια, ομιλητικός οδοντίατρος σήμερα), ο Θύμιος ο Σκορδάς (αθόρυβος τότε, καθηγητής Μετεωρολογίας σήμερα) , ο Θοδωρής ο Μαυρομάτης (σε χειμερία νάρκη τότε, με έξυπνες ατάκες στην παρέα τώρα), ο Πέρις ο Βλάχος (γλυκός και ενωτικός) ,ο Νότης ο Βλάχος (έξυπνος και σβέλτος τότε, ήσυχος σήμερα) ο Τάσος ο Κοντομίχης (τον συναντούσα συχνά στη Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη όπως τον είχα γνωρίσει από παιδάκι), ο Άρης ο Σκληρός (sui generiς τότε και τώρα), ο Ηλίας ο Μπόρσας (αθόρυβος τότε, εκκωφαντικός οδοντίατρος σήμερα), ο Θωμάς ο Λάζαρης (σεμνός τότε, αναμειγμένος στο σύλλογο Λευκαδίων τώρα) , ο Γιάννης ο Χαλκιόπουλος (ήσυχος τότε, γελαστός και κοινωνικότατος σήμερα).

Καθώς έπεφτε η νύχτα, η αυλή φωτίστηκε από φώτα που άναψαν και γέλια. Κι εγώ, κοιτώντας γύρω μου, ένιωσα πως το παρελθόν δεν είναι πίσω μας. Είναι μέσα μας. Είναι οι άνθρωποι που μας διαμόρφωσαν. Είναι οι στιγμές που μας έκαναν αυτούς που είμαστε.

Κι εκεί, στη συνάντηση έφερνα στο νού μου την αυλή του Πρώτου Δημοτικού Σχολείου Λευκάδας, που πλέον δεν υπάρχει γιατί το κτήριο έχει κατεδαφιστεί. Θυμόμουν όλα τα παιδιά που σε εκείνη την χωματένια αυλή γεύονταν χαρές και απογοητεύσεις, που τρώγαμε ξύλο με το χάρακα από τους δασκάλους για το παραμικρό. Ήμασταν ξανά παιδιά. Παιδιά που συναντήθηκαν για να θυμηθούν, να γελάσουν, να κλάψουν. Και να πουν, χωρίς λόγια: «Εδώ ανήκουμε. Εδώ ξεκινήσαμε. Και πάντα εδώ στη Λευκάδα θα επιστρέφουμε.»

 

 





















Friday, September 5, 2025

Ο Μαστρογιάννης και η Μαϊμού στου Ψυρρή

 


Ο Μαστρογιάννης και η Μαϊμού  στου Ψυρρή

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Ήταν το ’34 όταν ο Μαστρογιάννης, με καρδιά φλογισμένη και μυαλό θολό απ’ τον έρωτα μιας παντρεμένης, χώθηκε σ’ ένα μπαούλο φυγάς και κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Δεν είχε τίποτα δικό του, μόνο μια φωτογραφία της και μια ελπίδα πως μια μέρα θα την ξανάβλεπε.

Στην πρωτεύουσα των κουτσαβάκηδων, γυρνούσε από υπόγειο σε υπόγειο, ψάχνοντας στέγη και παρέα. Οι φίλοι που τον υποδέχτηκαν, τον έριξαν γρήγορα. Τον άφησαν μόνο του στον τάφο της πλούσιας πεθαμένης στη Ραφήνα, όταν αρνήθηκε να της βγάλει τα χρυσά δόντια τον εγκατέλειψαν. Μα ο Μαστρογιάννης είχε το πείσμα του βουνίσιου· ξέφυγε και γύρισε στην Αθήνα, πιο φτωχός αλλά πιο ξύπνιος.Εκείνος, με το ένστικτο του ζώου που δεν θέλει να πεθάνει, βρήκε το δρόμο του για να ξαναρχίσει απ΄την αρχή.

Στην πόλη των υπόγειων καφενείων, των τεκέδων και των ξεχασμένων ανθρώπων, βρήκε άλλες παρέες. Τον έβαλαν να κάνει μικροδουλειές, να κουβαλάει, να στήνει, να εξαφανίζεται. Ώσπου μια μέρα, του φόρτωσαν μια μαϊμού. «Θα γυρνάς με αυτή στους δρόμους, θα παίζει ντέφι, θα μαζεύεις ψιλά και θα μας τα φέρνεις κάθε βράδυ», του είπαν. Ήταν ένα ζώο αλλόκοτο, με μάτια που έμοιαζαν ανθρώπινα και κινήσεις που θύμιζαν παιδί.

Στην αρχή τη φοβήθηκε αλλά μετά εξοικειώθηκε μαζί της και εκείνη τον εμπιστεύθηκε.

Και κάπως έτσι, άρχισε να της μαθαίνει κινήσεις που θα άρεσαν στο φιλοθεάμον κοινό. Της έδειχνε πώς βάφουν τα χείλη τους οι γυναίκες, πώς χτενίζονται, πώς χορεύουν τα κορίτσια στα πανηγύρια. Της έδωσε μια χτένα, ένα ντέφι, κι εκείνη τον μιμούνταν με ακρίβεια που τρόμαζε. Εκείνη κουνιόταν και λυγιόταν κι εκείνος άπλωνε το ντέφι και μάζευε τα κέρματα. Ο Μαστρογιάννης έγινε γνωστός στις γειτονιές του Ψυρρή. «Ο μαϊμουδιάρης με το ντέφι», τον φώναζαν.

Μια μέρα, καθώς περιδιάβαινε τους δρόμους, τον είδε ένας χωριανός απ’ την Εγκλουβή. Τον φώναξε με το όνομά του.  Ο Μαστρογιάννης πάγωσε. Αν μάθαινε η μάνα του πως γύριζε με μαϊμού, θα τον έθαβε ζωντανό. Έκανε πως δεν τον ήξερε και, μέσα στον πανικό του, εγκατέλειψε τη μαϊμού και χάθηκε στα στενά.

Μα η ντροπή δεν κρατάει για πάντα. Γύρισε πίσω, αλλά η μαϊμού πουθενά. Έψαξε αυλές, σοκάκια, μανάβικα. Ίδρωσε απ’ την αγωνία. Και τότε, την είδε: καθισμένη σ’ ένα τελάρο με μήλα, να τρώει ακατάπαυστα και αχόρταγα. Μόλις τον είδε, πήγε να πηδήξει, μα ο Μαστρογιάννης την έπιασε σφιχτά.

Την πήρε αγκαλιά και της ψιθύρισε: «Μη με ξαναφήσεις, ε; Εσύ είσαι η μόνη που δεν με πούλησες».

Λίγα τέρμινα αργότερα, η Αθήνα είχε αρχίσει να μαλακώνει για τον Μαστρογιάννη. Η μαϊμού δεν ήταν πια απλώς σύντροφος του δρόμου· είχε γίνει θεατρίνα αληθινή. Με το ντέφι της, τις μιμήσεις της, τις γκριμάτσες που έφερναν γέλιο και δάκρυ, έβγαζαν λεφτά που ούτε ονειρευόταν ο Μαστρογιάννης όταν είχε φτάσει μες στο μπαούλο. Οι γειτονιές τον φώναζαν «ο καλλιτέχνης με τη μαϊμού», και για πρώτη φορά ένιωθε πως ίσως… ίσως να είχε βρει κάτι σαν πατρίδα.

Μα η Αθήνα δεν συγχωρεί την αφέλεια. Οι παλιοί του φίλοι, εκείνοι που τον είχαν ρίξει στη Ραφήνα, τον παρακολουθούσαν. Είδαν τα κέρματα να πληθαίνουν, τα βλέμματα να στρέφονται, και ζήλεψαν. Ένα βράδυ, του την πήραν. Του την πήραν σαν να ήταν αντικείμενο, σαν να μην είχε ψυχή. «Δική μας  είναι, εμείς είμαστε τα αφεντικά του δρόμου», του είπαν. «Εσύ απλώς την έμαθες τα κόλπα».

Η μαϊμού μαράζωσε μαζί τους. Δεν έτρωγε, δεν χόρευε, δεν μιλούσε με τα μάτια της όπως παλιά. Έψαχνε τον Μαστρογιάννη στις γωνιές, στα τελάρα, στα υπόγεια. Κι εκείνος, σαν φάντασμα, τριγυρνούσε χωρίς σκοπό. Δεν τόλμησε να τη διεκδικήσει. Η Αθήνα δεν είχε χώρο για συναισθηματισμούς.

Μια μέρα, τη βρήκαν νεκρή τη μαίμού. Στο ίδιο μανάβικο, στο ίδιο τελάρο με τα μήλα που τον περίμενε κι εκείνος δεν ερχόταν από τον φόβο των κουτσαβάκηδων. Είχε γείρει το κεφάλι της σαν να κοιμόταν, μα δεν ξύπνησε ποτέ.

Ο Μαστρογιάννης την έθαψε μόνος του, σ’ ένα κομμάτι γης πίσω απ’ το παλιό εργοστάσιο. Δεν είπε λέξη. Μόνο έσκαβε, κι όσο έσκαβε, έθαβε μαζί της την τελευταία του ελπίδα. Όχι για λεφτά, ούτε για δόξα. Για αποκούμπι. Για μια αγκαλιά που δεν μπορούσε να βρεί πουθενά εκεί στην Αθήνα της περιπέτειας και της απόλυτης μοναξιάς.

 

ΥΓ. Οι ιστορίες του Μαστρογιάννη Κοντογιώργη από την Εγκλουβή είναι βασισμένες στις αφηγήσεις του αλλά με πρόσθετη μυθοπλασία από την υπογράφουσα. Μας τις αφηγόταν ο ίδιος ο παραμυθάς και πρόσφατα μου τις υπενθύμισε ο γιός του ο Κώστας Κοντογιώργης-Καλκάνης.

 

 

 


Tuesday, September 2, 2025

Τυμβωρύχος και ζημιωμένος

 


Τυμβωρύχος και ζημιωμένος

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Σας αφηγούμαι τις ιστορίες του Μαστρογιάννη, αδερφού της πατρικής γιαγιάς Κωνσταντίας από την Εγκλουβή, όπως μας τις αφηγόταν ο ίδιος και όπως μου τις μετέφερε πρόσφατα ο γιός του Κώστας Κοντογιώργης.

Ο Μαστρογιάννης δεν ήταν ποτέ από τους τύπους που έκαναν σχέδια. Ήταν μικρόσωμος, σβέλτος, με μάτια που γυάλιζαν σαν να είχαν δει περισσότερα απ’ όσα άντεχε η ψυχή του. Το 34, έφτασε στην Αθήνα σκαστός σε μπαούλο με τοτραίνο.  Το σακάκι του ξεσκισμένο, η όψη του ελεεινή και η καρδιά του βαριά απ’ τη Θεσσαλονίκη. Ο λόγος; Η όμορφη  παντρεμένη που αγάπησε αλλά τον απείλησε ο άντρας της με μαχαίρι στο ζωνάρι. Η ιστορία του συνεχίζεται στην Αθήνα, όπου έμπλεξε με διάφορους περίεργους τύπους.

Στην Αθήνα, η ζωή δεν του χαμογέλασε. Του έδειξε τα δόντια της. Έμπλεξε με τύπους που μιλούσαν ψιθυριστά και έκαναν δουλειές που δεν γράφονται σε χαρτί. Ένα βράδυ, σε ένα υπόγειο με μυρωδιά τσιγαρίλας και υγρασίας, του είπαν για μια πλούσια Αθηναία που πέθανε. Την έθαψαν μόλις στη Ραφήνα, μακριά απ’ τα φώτα της πόλης. Ήταν λέει θαμμένη με τα χρυσαφικά της.

«Εσύ, Μαστρογιάννη, είσαι μικρόσωμος. Θα χωθείς στον τάφο. Θα της βγάλεις τα χρυσαφικά. Και θα βγεις σαν κύριος.»

Έτρεμε. Δεν ήταν για πεθαμένους. Μα τα λεφτά ήταν πολλά. Και η παρέα δεν δεχόταν "όχι".

Το βράδυ, πήδηξαν τη μάντρα του νεκροταφείου σαν σκιές. Με σκοινιά τον κατέβασαν στον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Η κάσα της γυναίκας ήταν απο μαόνι ολοσκάλιστη, την άνοιξε τρέμοντας. Η πεθαμένη με το πρόσωπο παγωμένο, ένας χρυσός κολιές στο στήθος  και τα δάχτυλα στολισμένα με χρυσάφι. Ο Μαστρογιάννης έκλεισε τα μάτια και άρχισε να τα βγάζει ένα-ένα.

«Τα δόντια της να βγάλεις!» του φώναξαν από πάνω.

«Δεν μπορώ...» ψιθύρισε. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό».

Τα ανέβασαν με ένα καλάθι. Μα όταν τελείωσε, δεν του έριξαν το σκοινί. Είχαν θυμώσει οι κουτσαβάκηδες που δεν της είχε βγάλει τα χρυσά δόντια.

Αφησαν το Μαστρογιάννη εκεί.

Εκείνος έτρεμε αλλά άκουγε γέλια. Ξερά, σκληρά, σαν να μην ήταν άνθρωποι από πάνω, αλλά κάτι άλλο.

«Άντε, καληνύχτα, τυμβωρύχε!»του είπαν.

Η φωνή τους απομακρύνθηκε. Τα βήματα χάθηκαν. Και τότε, η σιωπή έγινε απόλυτη.

Ο Μαστρογιάννης έμεινε ακίνητος. Ο αέρας στον τάφο ήταν βαρύς, βουτηγμένος στο φρέσκο χώμα και το θάνατο. Η γυναίκα δίπλα του, με τα μάτια κλειστά, έμοιαζε να ακούει. Να περιμένει.

Τα χέρια του έτρεμαν. Έκανε να πιάσει το χείλος του τάφου, μα το χώμα γλιστρούσε. Ξαναδοκίμασε. Έσκαβε με τα νύχια, με τα δάχτυλα ματωμένα, με το σώμα του να τρέμει από φόβο και κρύο.

Κάθε φορά που ακουμπούσε το σώμα της γυναίκας για στήριγμα, ένιωθε σαν να τον τραβούσε πίσω. Σαν να μην ήθελε να φύγει.

«Δεν είμαι εγώ ο κλέφτης...» ψιθύρισε. «Εγώ απλώς... με ανάγκασαν...»

Μα η νύχτα δεν συγχωρούσε.

Έσκαβε για να δημιουργήσει ένα ανάχωμα.

Έσπρωχνε. Το χώμα έπεφτε πάνω του. Η ανάσα του γινόταν κοφτή. Τα μάτια του έβλεπαν σκιές που δεν υπήρχαν.

Και τότε, ένα φως. Όχι ουράνιο. Ήταν το πρώτο φως της αυγής, που έσκιζε τη νύχτα σαν μαχαίρι.

Με μια κραυγή που δεν ήταν ανθρώπινη, αλλά ζώου που παλεύει για τη ζωή του, ο Μαστρογιάννης σκαρφάλωσε. Τα χέρια του έπιασαν το χείλος. Το σώμα του σύρθηκε έξω. ¨Ηταν γεμάτος υγρό χώμα και μυρωδιά θανάτου. Έπεσε λιωμένος από την προσπάθεια παραδίπλα κι έκλαψε πικρά για την κατάντια του.

Για λίγο δεν κουνήθηκε.

Μετά σηκώθηκε.

Και έτρεξε.

Τα πόδια του δεν τον υπάκουαν, μα η ψυχή του τον έσπρωχνε. Πήδηξε τη μάντρα, έφτασε στον δρόμο. Και δεν γύρισε πίσω.

Έτρεχε προς την Αθήνα με το φόβο να τον κυνηγάει.

Από τότε, κάθε βράδυ, έβλεπε τη γυναίκα. Στεκόταν στην άκρη του κρεβατιού του, με τα δάχτυλα γυμνά και το στόμα της μισάνοιχτο. Δεν μιλούσε. Μόνο κοιτούσε.

Και ο Μαστρογιάννης, όσο κι αν άλλαξε γειτονιές, δουλειές, ακόμα και όνομα, δεν ξέφυγε ποτέ απ’ τη Ραφήνα. Γιατί η σκιά της γυναίκας δεν ήθελε τα χρυσαφικά της πίσω. Ήθελε να του θυμίζει πως μερικά πράγματα δεν τα κλέβεις. Είναι ιερά!