ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Monday, November 17, 2025

Το Πολυτεχνείο Ζεί!

 


Το Πολυτεχνείο Ζεί!

Της Ιουστίνης φραγκούλη-Αργύρη

 

Ήμουν δεκατεσσάρων. Έφηβη. Από τη Δευτέρα Δημοτικού, τουτέστιν το σωτήριον έτος του 1967,  δεν είχα γνωρίσει ελευθερία. Στο σχολείο ποδιές γαλάζιες με λευκό γιακαδάκι και να έχουν καταργηθεί ακόμη και τα Αποκριάτικα πάρτυ στην αυλή του 1ου Δημοτικού. Κι αργότερα στο γυμνάσιο ποδιές μακριές , σοσόνια λευκά, και απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 7 το βράδυ.

Ζούσα σε μια Ελλάδα φιμωμένη, όπου η σιωπή δεν ήταν επιλογή αλλά επιβολή. Η απαγόρευση κυκλοφορίας δεν σήμαινε απλώς να μείνεις σπίτι· σήμαινε να μην κοιτάς ψηλά, να μην σκέφτεσαι ελεύθερα, να μην ονειρεύεσαι.

Ο πατερούλης μου, βαθειά πολιτικοποιημένος -παρότι της συντηρητικής παράταξης-, άνοιγε κάθε βράδυ τη Ντόιτσε Βέλλε. Από εκεί μαθαίναμε τα νέα που δεν τολμούσε να πει η ΥΕΝΕΔ. Ήταν σα να ανοίγαμε ένα παράθυρο στον κόσμο, να ανασαίνουμε λίγο αέρα ελευθερίας μέσα στο πνιγηρό δωμάτιο της χούντας. Κι εγώ, με την καρδιά μου να πάλλεται δυνατά, άκουγα τις φωνές των φοιτητών να διαπερνούν τα σύρματα του ραδιοφώνου και να φτάνουν ως το μεδούλι μου.

«Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία». Δεν ήταν σύνθημα. Ήταν κραυγή. Ήταν η φωνή της γενιάς που αρνήθηκε να υποταχθεί. Μια χούφτα φοιτητές, παιδιά σχεδόν, κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο και ύψωσαν το ανάστημά τους απέναντι στην επταετία της τυραννίας. Και η Χούντα, τυφλή από φόβο, έστειλε ερπύστριες με νεαρούς στρατιώτες συνομήλικους να ισοπεδώσουν τη νιότη σαρώνοντας τα σιδερένια κάγκελα του Πολυτεχνείου και τους φοιτητές της εξέγερσης.

Θυμάμαι εκείνη τη νύχτα σαν να μην πέρασε ούτε λεπτό. Θυμάμαι το τρέμουλο στα χέρια μου, το σφίξιμο στο στομάχι, την αίσθηση πως κάτι τραγικό συνέβαινε, κάτι όμως που θα άλλαζε για πάντα την πορεία μας. Δεν ήμουν εκεί, μα ήμουν παρούσα. Με το νου, με την ψυχή, με το σώμα μου που πάλλονταν στους ρυθμούς της εξέγερσης.

Πενήντα δύο χρόνια πέρασαν. Οι φωνές εκείνες, που κάποτε έσκιζαν τον αέρα, σήμερα ακούγονται σαν ψίθυροι. Οι ηγέτες της εξέγερσης ενσωματώθηκαν στην πολιτική ζωή του τόπου, έγιναν Λαλιώτηδες και Δαμανάκισσες. Η αγνότητα εκείνων των ημερών φθάρηκε από την τριβή με την εξουσία.

Η σημερινή γενιά, μεγαλωμένη με ελευθερίες που τότε ήταν όνειρο, δεν γνωρίζει καν ποιους τιμούμε σήμερα. Δεν φταίνε· δεν τους μάθαμε να θυμούνται. Τους δώσαμε ανοριακή ελευθερία να παίζουν με τα κινητά , να βιντεοσκοπούν τους συμμαθητές τους όταν τους δέρνουν, γενικά έχουμε επιτρέψει στην εθνική παιδεία την παρεκτροπή από την σύγχρονη ιστορία της χώρας μας.

Μα εγώ θυμάμαι. Θυμάμαι το Πολυτεχνείο όχι ως κτίριο, αλλά ως σύμβολο. Ως φλόγα που άναψε μέσα στο σκοτάδι και δεν έσβησε ποτέ. Θυμάμαι τους φοιτητές όχι ως ήρωες, αλλά ως ανθρώπους που τόλμησαν. Που είπαν «όχι» όταν όλοι έλεγαν «ναι». Που ύψωσαν τη φωνή τους και την έκαναν σεισμό.

Σήμερα, 17 Νοέμβρη, καταθέτω νοερά ένα στεφάνι. Όχι από λουλούδια, αλλά από λέξεις. Από λέξεις που δεν ξεχνούν. Από λέξεις που αντιστέκονται. Γιατί η μνήμη είναι πράξη. Και η πράξη είναι απόρροια πολιτικής και ηθικής ευθύνης.

Αιωνία η μνήμη όλων αυτών που ξεκίνησαν το ξήλωμα της Χούντας. Αιωνία η αγρύπνια μας. Για να μην ξαναζήσουμε τη σιωπή. Για να μην ξαναδούμε ερπύστριες να ισοπεδώνουν την ελπίδα, τη νιότη, τη σπίθα της αντίστασης.


Wednesday, November 5, 2025

Θανάσης Σίδερης, ο Πρίγκηπας των χρωμάτων και των ήχων!

 


Θανάσης Σίδερης, ο Πρίγκηπας των χρωμάτων και των ήχων

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Στη Λευκάδα, εκεί όπου το φως έχει μνήμη και τα σοκάκια ψιθυρίζουν ιστορίες, έζησε ένας άνθρωπος που δεν χώρεσε ποτέ σε τίτλους. Ο Θανάσης Σίδερης δεν ήταν απλώς ζωγράφος, μουσικός, αγιογράφος, σκηνογράφος. Ήταν φορέας μιας παράδοσης που δεν έμεινε στο παρελθόν — την ανέπνεε, την ανανέωνε, την πρόσφερε.

‘Ομορφος με την κλασική ένοια του όρου, είχε έντονα ζυγωματικά και καταγάλανα μάτια που καθρέφτιζαν τη θάλασσα. Ήταν και παρέμεινε καλλονός μέχρι το τέλος, «ζωγραφισμένος με την ομορφιά του Σιδερέικου», όπως συνήθιζε να λέει η μαμά μου.

Απόγονος των ζωγράφων Σίδερη, με ρίζες στους Δοξαρά και Γαζή, κουβαλούσε στο αίμα του την τέχνη της Επτανήσου και και την ευθύνη της. ‘Ηταν απόγονος των ζωγράφων και αγιογράφων της Αναγέννησης. Μα δεν αρκέστηκε στην κληρονομιά. Την έπλασε ξανά, με τα δικά του χρώματα, με τους δικούς του ήχους.

 Ίδρυσε την Αγιομαυρίτικη Παρέα για να κρατήσει ζωντανή την επτανησιακή καντάδα. ¨Επαιζε καντάδες σε γιορτές, σε συναυλίες, σε μαγαζιά  κι έβγαζε αυτή την φωνή τη γλυκειά, τη νοσταλγική που συνέπαιρνε τον κόσμο, έχοντας δικό της ηχόχρωμα. Με το κόκκινο φουλάρι στο λαιμό, με τη ριγέ ασπρόμαυρη μπλούζα, την ψάθα στο κεφάλι μαζί με τους υπόλοιπους της παρέας, όταν τραγούδούσαν θύμιζαν τους γονδολιέρηδες της Βενετίας.

Ο Θανάσης Σίδερης, έδωσε πνοή σε εικόνες, σκηνικά, τοιχογραφίες, μουσικές. Και όλα αυτά, όχι από φιλοδοξία, αλλά από αγάπη. Για τον τόπο, για την ομορφιά, για τη μνήμη. Ο Θανάσης έγινε ένα με τον τόπο του, έγινε συνώνυμος της Λευκάδας και των πολλαπλών χαρισμάτων  της.

Η μορφή του, πάντα με το ποδήλατο στο κέντρο της πόλης ή στην Κουζούντελη , ήταν σύμβολο της Λευκάδας. Ένας περιπατητής του φωτός, ένας τεχνίτης της ψυχής. Στον «Ορφέα» υπήρξε σύμβουλος και συνοδοιπόρος. Στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας, το αρχείο του φυλάσσεται σαν ιερό κειμήλιο. Στις καρδιές όσων τον γνώρισαν, παραμένει ζωντανός.

Ο Θανάσης Σίδερης ήταν ο αγαπημένος ζωγράφος του πατερούλη. Σε εκείνον ανέθετε τον επαναχρωματισμό των Αγίων Αναργύρων ‘διότι μόνο «ένας Θανάσης Σίδερης ήξερε από επτανησιακή αναγενεννησιακή τέχνη και την τιμούσε», όπως συνήθιζε να λέει. Ακόμη και για τον χρωματισμό του αστικού σπιτιού μας, τον Θανάση επέλεξε. Με τα χρώματα ο πατερούλης δεν εμπιστευόταν κανέναν άλλον. Μόνο τον Σίδερη με την βαριά κληρονομιά και ιστορία στην τέχνη.

Και τη Μεγάλη Παρασκευή ο Θανάσης Σίδερης έσμιγε με την χορωδία του Πάνου του Ορφανού νστην εκκλησία μας και κορυφωνόταν η ψαλμωδία των εγκωμίων με τον πατερούλη να κάνει τα κρεσέντα του και να σείεται η αγορά από ήχους και αρώματα του Επιταφίου.

Ο Θανάσης Σίδερης δεν έφυγε. Απλώς πέρασε στην άλλη όχθη του φωτός. Εκεί όπου οι ήχοι δεν σβήνουν και τα χρώματα δεν ξεθωριάζουν. Εκεί όπου οι ψυχές των δημιουργών συνεχίζουν να ζωγραφίζουν τον κόσμο, όχι με πινέλα, αλλά με ανάσες.

Και η Λευκάδα απέμεινε λίγο πιο σιωπηλή. Οι καντάδες έχουν μια νότα λιγότερη. Οι εικόνες στις εκκλησίες μοιάζουν να τον ψάχνουν. Το ποδήλατο, ακίνητο. Μα η μνήμη του, ζωντανή. Σαν φλόγα που δεν σβήνει, σαν χρώμα που δεν ξεθωριάζει, σαν ήχος που δεν παύει.

Ο πρίγκηπας των χρωμάτων και των ήχων δεν πέθανε. Απλώς γύρισε πίσω στο φως που τον γέννησε.

Το μόνο που με έχει λυπήσει είναι ότι έτσι πολυάσχολη που είμαι στη Λευκάδα, δεν κατόρθωσα να του πάρω μια συνέντευξη εφ όλης της ύλης. Να μου αφηγηθεί όσα έζησε, κι άκουσε, όσα δημιούργησε.

Αιωνία του η μνήμη. Και ας είναι το έργο του φάρος για όσους συνεχίζουν να πιστεύουν πως η τέχνη είναι τρόπος ζωής — και η ζωή, μια πράξη αγάπης.

Wednesday, October 22, 2025

Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια ταξιδεύει τώρα ο Διονύσης Σαββόπουλος

 


Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια ταξιδεύει τώρα ο Διονύσης Σαββόπουλος

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Ήταν ένα απόγευμα στην Αθήνα, στο σπίτι του ξαδέλφου μου του Κώστα Κακαβούλη (Κωτσομότσου), όταν άκουσα για πρώτη φορά το «Φορτηγό». Θα ήταν 7 χρόνια αφότου κυκλοφόρησε ο δίσκος (1966) κι εγώ θα ήμουν τότε στην αρχή της εφηβείας μου (1973). Από το Βιετνάμ, μέχρι τα Κορίτσια, μέχρι τη Συννεφούλα, μέχρι το Μη μιλάς άλλο γι αγάπη, ήρθαν τα τραγούδια και φώλιασαν στο μυαλό και την καρδιά μου. Για μένα το επαρχιωτάκι, ήταν μια αποκάλυψη στην Αθήνα αυτή η μουσική πρόταση που έμελλε να με ακολουθήσει σε όλη τη ζωή μου. Η φωνή του Σαββόπουλου έμοιαζε να βγαίνει από κάποιο υπόγειο της ψυχής, εκεί όπου η ιστορία, η ποίηση και η αμφισβήτηση σμίγουν. Οι στίχοι του δεν ήταν απλά  λόγια με συνθήματα· μιλούσαν. Και μιλούσαν σε μένα.

Από εκείνη τη στιγμή, τον ακολούθησα με μια βαθειά θρησκευτικότητα, με μια απίστευτη προσήλωση. Ειχε γίνει ο προφήτης μου. Κάθε δίσκος του ήταν ένα κεφάλαιο στο προσωπικό εικονοστάσι των βιωμάτων μου. «Το Περιβόλι του Τρελού», «Η Ρεζέρβα», «Βρώμικο Ψωμί», «Τα Τραπεζάκια Έξω» — δεν ήταν απλώς μουσικά έργα· ήταν πνευματικά τοπία, όπου η Ελλάδα συναντούσε τον εαυτό της, άλλοτε με θυμό, άλλοτε με τρυφερότητα, πάντα με φόντο την άκαμπτη πραγματικότητα, που μπορούσε να είναι τα πάντα (τρύγος, θέρος, πόλεμος, ειρήνη).

Ο Σαββόπουλος δεν ήταν ποτέ απλώς τραγουδοποιός. Ήταν ο μύστης μιας εποχής που πάλευε να βρει το νόημά της. Με λόγο που έσταζε φιλοσοφία, ειρωνεία και αγάπη για τον τόπο, με λατρεία αλλά και με βλασφημία ενίοτε μας έμαθε να ακούμε πίσω από τις λέξεις. Να διαβάζουμε την Ιστορία μέσα από το τραγούδι. Να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τον μύθο.

Στις συναυλίες του ή στις μπουάτ όπου είχα την ευτυχία να παρακολουθήσω ζωντανά τη μουσική του όταν πηγαινοερχόμουν στην Ελλάδα ένιωθα πως η πατρίδα μου ήταν εκεί: Όχι η γεωγραφική· η υπαρξιακή. Η Ελλάδα του Καραγκιόζη και του Καζαντζάκη, του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, του χωριού και της πόλης, του παλιού και του καινούργιου. Κι εκείνος, με το μυωπικό βλέμμα του πίσω από τα χοντρά γυαλιά του έμοιαζε να μας καθοδηγεί σε μια εσωτερικότητα που δεν ήταν μόνο της στιγμής αλλά της διαχρονικότητας.

Ο Σαββόπουλος σημάδεψε τη γενιά μας γιατί δεν μας χάιδεψε. Μας προκάλεσε. Μας έβαλε να σκεφτούμε, να θυμώσουμε, να αγαπήσουμε. Και πάνω απ’ όλα, να τραγουδήσουμε. Όχι για να ξεχάσουμε, αλλά για να θυμόμαστε.

Θα γράψω για μερικά από τα τραγούδια του που πάνω τον εαυτό μου να τα σιγοτραγουδάω μέχρι σήμερα σε έκείνο το άβατο κομμάτι του μυαλού μου, όταν σιγούν οι σκέψεις μου:

«Είδα την Άννα κάποτε»

Ένα τραγούδι-εικόνα, μια εσωτερική κινηματογραφική σκηνή. Η Άννα δεν είναι απλώς πρόσωπο· είναι σύμβολο της χαμένης αθωότητας, της εφηβικής λαχτάρας, της πολιτικής αφύπνισης. Ο Σαββόπουλος την είδε «κάποτε» — κι εμείς την βλέπουμε πάντα, σαν φάντασμα μιας εποχής που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο με βλέμματα και πορείες. Το τραγούδι αυτό με έκανε να καταλάβω πως η μνήμη δεν είναι παρελθόν· είναι παρόν που επιμένει.

 «Βρώμικο Ψωμί»

Από τα πιο σπαρακτικά του έργα. Ένα τραγούδι που δεν χαρίζεται σε κανέναν. Μιλά για την Ελλάδα της παρακμής, της διαφθοράς, της απελπισίας. Όμως μέσα από τη βρωμιά, αναδύεται η ανάγκη για κάθαρση. Το άκουσα σε μια περίοδο που όλα γύρω μου έμοιαζαν να καταρρέουν. Και όμως, η φωνή του Σαββόπουλου με κράτησε όρθια. Το «βρώμικο ψωμί» είναι η αλήθεια που πρέπει να φάμε για να ζήσουμε.

«Για τα παιδιά που χάθηκαν»

Ένα παραμύθι για τους χαμένους. Για εκείνους που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν, να αγαπήσουν, να σωθούν. Οι στίχοι του μιλούν για παιδιά που χάθηκαν «στο στοιχειωμένο δάσος», «στου δράκου το πηγάδι», «στις αγορές της Αφρικής» — μια παγκόσμια Ωδή στους αδικημένους, στους ξεχασμένους, στους αόρατους. Το τραγούδι αυτό με συγκλόνισε. Με έκανε να δω τον κόσμο αλλιώς. Να νιώσω πως η τέχνη μπορεί να είναι μνημόσυνο και προσευχή.

Κωλλοέλληνες

Δεν είναι εύκολο να κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη όταν ο καθρέφτης είναι σπασμένος. Ο Σαββόπουλος, με το τραγούδι «Κωλοέλληνες», δεν μας χάρισε έναν ύμνο· μας πέταξε έναν καθρέφτη στα μούτρα. Και μας έβαλε ωμά χωρίς οίκτο να κοιταχτούμε με τον προβολέα στραμμένο στη συλλογική μας πραγματικότητα.

Οι στίχοι του είναι ωμοί, σχεδόν βλάσφημοι. Μιλούν για «κράτος ασυστόλων και πεσμένων κώλων», για «μαλλιαρούς Ελλαδίτες» και «θλιβερές πορδές». Δεν είναι απλώς σάτιρα· είναι κραυγή. Μια κραυγή που βγαίνει από τα σπλάχνα ενός ανθρώπου που αγάπησε βαθιά την Ελλάδα — και γι’ αυτό την κατηγορεί. Γιατί μόνο όποιος αγαπά, μπορεί να πονά τόσο.

Το «Κωλοέλληνες» είναι ένα τραγούδι-καθαρτήριο. Δεν τραγουδιέται· είναι άυπνο εγερτήριο σε στρατώνα. Είναι η στιγμή που ο καλλιτέχνης γίνεται μάντης, και η μουσική γίνεται μαστίγιο. Όχι για να τιμωρήσει, αλλά για να αφυπνίσει.

Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια

Η συνεργασία του Διονύση Σαββόπουλου με τη Σωτηρία Μπέλλου υπήρξε μια από τις πιο συγκλονιστικές και ιστορικές συναντήσεις στην ελληνική μουσική. Δύο κόσμοι φαινομενικά ασύμβατοι — η ρεμπέτικη ψυχή της Μπέλλου και η πολιτικοποιημένη, ποιητική φωνή του Σαββόπουλου — ενώθηκαν στο τραγούδι «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» το 1972, εν μέσω δικτατορίας.

Η συνεργασία τους δεν ήταν μόνο μουσική. Ήταν μια πράξη αντίστασης, μια γέφυρα ανάμεσα στις γενιές, μια υπενθύμιση πως η τέχνη μπορεί να μιλήσει εκεί που η Ιστορία σωπαίνει. Ο Σαββόπουλος, με τον λόγο του που έσταζε μνήμη και ειρωνεία, και η Μπέλλου, με την φωνή της που κουβαλούσε τον πόνο και την περηφάνια του λαού, έφτιαξαν μαζί ένα τραγούδι που δεν είναι απλώς διαχρονικό· είναι διαχρονισμός.

Θα μπορούσα να γράφω για ώρες, για κάθε τραγούδι του Διονύση, που έχει καθίσει στη μνήμη και την βιωτή μου, αποτελώντας μέρος της προσωπικής μου ανάπτυξης και καλλιέργειας.  Κάθε φορά που ακούω το «Φορτηγό» όμως -και το ακούω συχνά-, επιστρέφω σ’ εκείνο το απόγευμα στην Αθήνα. Στο σπίτι του ξαδέλφου μου του Κώστα . Εκεί που ξεκίνησαν όλα με τον Σαββόπουλο και δεν θα σβήσουν μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Ή μήπως ο Νιόνιος θα μας παίζει τα τραγούδια του και στα ουράνια;

 

 

Monday, October 20, 2025

Τα Φθινόπωρα του Νιαγάρα

 


Τα Φθινόπωρα του Νιαγάρα

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

 

Ο πατερούλης από την ώρα που ήμασταν παιδιά μας έδειχνε στο viewmaster τους καταρράκτες του Νιαγάρα σαν ένα φυσικό φαινόμενο που τον μάγευε και τον έκανε να υποκλίνεται στη θεία φύση.

Ετσι όταν τον φέραμε στο Μόντρεαλ εκείνο το φθινόπωρο μετά την απώλεια της μαμάς, ο πρώτος μας προορισμός ήταν οι Καταρράκτες , ήταν η πραγμάτωση εκείνου του ονείρου, που είχε πάθος και ορμητικότητα και το σύνθημα ‘πάντα εν σοφία εποίησεν’.

Φθάσαμε λοιπόν στο πολύπόθητο σημείο όπου τα νερά έπεφταν σφαδάζοντας κι εκείνος έμεινε αμίλητος να καμαρώνει την ακατάπαυστη δύναμη της φύσης. Το φθινόπωρο είχε ντύσει το τοπίο με χρώματα που δεν ζωγραφίζονται — μόνο βιώνονται. Χρυσοκόκκινα φύλλα  ήταν στρωμένα παντού ορίζοντας ένας πολύχρωμο χαλί και ο ουρανός είχε εκείνο το βαθύ γαλάζιο που μοιάζει με υπόσχεση.

Στεκόμασταν εκεί, εγώ και ο παπα Νίκος. Δεν ήταν απλώς ο πατέρας μου. Ήταν ο φάρος μου. Με το ράσο του να ανεμίζει έντονα και το βλέμμα του  βρεγμένο από τα ορμητικά νερά ,έμοιαζε  σαν να συνομιλούσε με τον Θεό. Κρατούσε το καλλιμαύκι του να μην το πάρει ο αέρας και το σκορπίσει στη δύναμη των υδάτων.

«Ο Θεός δεν φωνάζει», μου είπε. «Μιλάει μέσα από το νερό, τα φύλλα, το φως. Αρκεί να έχεις καρδιά να ακούσεις.»

Περπατήσαμε πλάι στους καταρράκτες. Ο ήχος τους ήταν σαν  μια ωδή σε διαρκές κρεσέντο. Το νερό έπεφτε με πάθος, έντονα,σφραγισμένο με θυμό. Σαν να ήξερε πως η πτώση είναι μέρος της πορείας, όχι το τέλος της. Ο πατερούλης μου σταμάτησε σε ένα σημείο όπου το φως έσπαγε πάνω στο νερό και δημιουργούσε ουράνιο τόξο. «Εκεί είναι η υπόσχεση», είπε. «Ότι μετά την πτώση, έρχεται η ανάσταση.»

Καθίσαμε σε έναν ξύλινο πάγκο, με τα νερά να ουρλιάζουν πέφτοντας από ψηλά  και τα φύλλα να φυλλορροούν σε άλλους πιό ήπιους ρυθμούς. Ο παπα Νίκος μου μίλησε για τη Λευκάδα, για τα Θεοφάνεια, για τις στιγμές που αγίαζε τα αστικά σπίτια με το σταυρό στο χέρι και το χαμόγελο στα χείλη. Μου μίλησε για τις νύχτες που ξαγρυπνούσε δίπλα σε άρρωστους, για τις Κυριακές που η λειτουργία ήταν πιο δυνατή κι από το φως του ήλιου.

«Η αγάπη είναι σαν το νερό», μου είπε. «Δεν σταματάει ποτέ. Απλώς αλλάζει μορφή.»

Κοίταξα το πρόσωπό του. Οι ρυτίδες του ήταν σαν χαρακιές μνήμης. Κάθε γραμμή, μια ιστορία. Κάθε βλέμμα, μια ευλογία. Και τότε κατάλαβα: δεν είχε έρθει στους καταρράκτες για να δει την ορμή των νερών. Είχε έρθει για να αποκαλύψει στον ώριμο εαυτό του πως τα πάντα ρεί. Και πως η φυγή της κόρης του και της γυναίκας του ήταν θέλημα Θεού. Κι εγώ πλάι του να ζω την πίστη του, την υπομονή του, την αγάπη του να καθρεφτίζεται σε κάθε σταγόνα.

Ο ήλιος έγερνε, και το φως έγινε πιο ζεστό, πιο βαθύ. Τα φύλλα συνέχισαν να πέφτουν, χορεύοντας, ακολουθώντας τη βουή των υδάτων . Ο παπα Νίκος σηκώθηκε, τίναξε ελαφρά το ράσο του και μου χαμογέλασε. «Πάμε», είπε. «Η ζωή είναι ωραία όταν την περπατάς με πίστη.»

Κι εγώ, παιδί ακόμα στην ψυχή, ένιωσα πως η αγάπη δεν είναι μόνο συναίσθημα. Είναι μνήμη. Είναι παρουσία. Είναι ο πατέρας που στέκεται δίπλα σου, σιωπηλός, αλλά πιο δυνατός από κάθε λέξη.

Πάνε δεκαπέντε χρόνια. Δεκαπέντε φθινόπωρα από τότε που ο πατερούλης μου, ο παπα Νίκος Φραγκούλης, στάθηκε μπροστά στους καταρράκτες του Νιαγάρα. Δεν ήταν απλώς ένα ταξίδι. Ήταν μια λειτουργία χωρίς ψαλμούς, μια προσευχή χωρίς λόγια, μια συνάντηση με το μεγαλείο της φύσης που μόνο η ψυχή μπορεί να κατανοήσει.

Κάθε φθινόπωρο, επιστρέφω εκεί. Όχι με το σώμα, αλλά  με τις αναμνήσεις . Με τη μνήμη που δεν ξεθωριάζει, με τις εικόνες που δεν ζητούν φωτογραφία για να υπάρξουν. Κλείνω τα μάτια και τον βλέπω: με το ράσο του να ανεμίζει, το βλέμμα του να χάνεται στο νερό που πέφτει ασυγκράτητο, σαν να συνομιλεί με τον Θεό.

Καληνύχτα αλησμόνητε πατερούλη!

 

 




Tuesday, October 14, 2025

Λευκαδίτικες συνταγές με ιστορία

 


Λευκαδίτικες συνταγές με ιστορία

Όλγα Μανωλίτση, Εκδόσεις Οσελότος, 2025

 

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Σε μια εποχή όπου η γαστρονομία συχνά μετατρέπεται σε θέαμα και η παράδοση σε τουριστικό προϊόν, η Όλγα Μανωλίτση έρχεται να μας θυμίσει ότι η μαγειρική είναι, πρωτίστως, μνήμη. Το βιβλίο της «Λευκαδίτικες συνταγές με ιστορία» δεν είναι απλώς ένα σύνολο τοπικών συνταγών· είναι ένα έργο πολιτισμικής καταγραφής, μια πράξη αγάπης προς τη Λευκάδα και τις γυναίκες που τη μαγείρεψαν.

Η Όλγα μέσα από την αγάπη της για τα φυσικά προϊόντα του τόπου μας αλλά και με μια αισθητική υπέρβαση έχει αναδείξει την παλιά, αυθεντική κουζίνα της Λευκάδας. Συνταγές παλιές και ταυτόχρονα κλασικές φιγουράρουν στο βιβλίο της :τράγιο γιουβέτσι,μπακαλιάρο μπιάνκο, χταπόδι στο φούρνο με μανέστρα, σουπιές μαγειρεμένες με το μελάνι τους ή σουπιές με μάραθο και ντομάτα, χταπόδι κρασάτο φούρνου με πατατούλες, μπομπάρι, γαριδούλα τηγανητή από τη λιμνοθάλασσα της Λευκάδας, μαριδόπιτα (ανοιχτή πίτα με φύλλο, μικρή μαρίδα και ρύζι), καθώς και τα παλαμίδια ή κολιό στο κεραμίδι (που λειτουργεί σαν σκεύος για ψήσιμο στη φωτιά), σοφιγάδο, σοφρίτο, διάφορες σούπες , κουκούτσες, αλμυρίθρες,σαβόρο ,τριανταφυλόξυδο,βοδινό μανέστρα, λαχανόπιτα με μυρωδάτα άγρια χόρτα, μελιτζάνες μαγειρεμένες με γλυκοπατάτες και κυδώνια ρυζόπιτα, η μακαρονόπιτα (με αυγά, γάλα, λάδι και τυρί) , το μπριάμ, μια πίτα από χοντρά πράσινα κολοκύθια.Και φυσικά είναι κορυφαία στην παραδοσιακή λαδόπιτα καθώς και σε πολλά γλυκά του κουταλιού’.

Η λατρεία της Όλγας για τη μαγειρική που ξεκίνησε από μια παρόρμηση να μοιραστεί τις ομορφιές της γεύσης με τους αγαπημένους της  και ιδιαίτερα με την λατρεμένη της εγγονή Φιλίππα, την οδήγησαν στην καταγραφή, αναπαραγωγή και δημιουργία των γεύσεων της Λευκάδας τις οποίες φωτογράφιζε με το κινητό της.

Αυτές οι φωτογραφίες χωρίς προσποίηση και στυλιστικές παρεμβάσεις όπως συμβαίνει στα εμπορικά βιβλία μαγειρικής, αναδείχθηκαν μέσα στο βιβλίο της , που αποτελεί θησαυρό γνώσεων για όλες τις γυναίκες που αναζητούν στην κουζίνα τους παραδοσιακές συνταγές.

Διαβάζοντας τις συνταγές και βλέποντας τις φωτογραφίες θαρρείς πως είσαι στους αγρούς της Λευκάδας και σου έρχεται στη μύτη το άρωμα του θυμαριού, της δάφνης, του βασιλικού, της ματζουράνας... θέλεις επιτόπου να δοκιμάσεις το πιάτο με τις μελιτζάνες, τις ντομάτες, τα τοπικά κρέατα που στα χέρια και στην ψυχή της Όλγας γίνονται έργα καθημερινής μαγειρικής τέχνης. Τα φαγάκια της Όλγας σου θυμίζουν τη μάνα σου που συζητούσε με τη γειτόνισσα τι θα μαγειρέψουν σήμερα βγαίνοντας πρωί στα μπαλκόνια τους να τινάξουν και να λιάσουν τα σεντόνια. Μπόλικο λευκαδίτικο λάδι, βούτυρο Κερκύρας, ξύδι από τριαντάφυλλα και πετιμέζι πλημμυρίζουν τις μνήμες σου μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της.

Η συγγραφέας δεν στήνει ένα γαστρονομικό εγχειρίδιο. Αντιθέτως, ξεδιπλώνει έναν κόσμο όπου η κουζίνα είναι τόπος μετάδοσης αξιών, βιωμάτων και ιστοριών. Κάθε συνταγή συνοδεύεται από ένα αφήγημα — άλλοτε τρυφερό, άλλοτε πικρό, πάντα αληθινό. Η γιαγιά, η μάνα, η γειτόνισσα γίνονται φορείς μιας σοφίας που δεν διδάσκεται σε σχολές αλλά προκύπτει στην καθημερινότητα.

«Η ουσία κρύβεται στην απλότητα, στη σοφία που διδάσκει η ίδια η ζωή – μέσα από τις μικρές χαρές και τις βαθιές λύπες της» γράφει η Μανωλίτση, και αυτή η φράση συνοψίζει το πνεύμα του βιβλίου.

Η γλώσσα της είναι καθαρή, ανεπιτήδευτη, σχεδόν προφορική — σαν να ακούς μια γυναίκα να σου μιλάει στην κουζίνα της, ενώ ανακατεύει το λαδοπίταρο ή σερβίρει φακές με σκορδαλιά. Οι μυρωδιές, οι υφές, οι εποχές περνούν μέσα από τις λέξεις, και ο αναγνώστης δεν διαβάζει απλώς· συμμετέχει.

Το βιβλίο είναι επίσης μια πράξη αντίστασης στη λήθη. Ανασύρει από τη σιωπή μορφές που χάθηκαν — γυναίκες φιλόσοφοι της καθημερινότητας, αφανείς ηρωίδες της γεύσης και της φροντίδας. Η Λευκάδα δεν είναι εδώ απλώς ως τόπος· είναι χαρακτήρας, είναι πατρίδα, είναι μήτρα.

Η Όλγα Μανωλίτση δεν γράφει για να εντυπωσιάσει. Γράφει για να θυμίσει. Και το καταφέρνει με τρόπο βαθιά ανθρώπινο, σχεδόν ποιητικό.

Το βιβλίο της είναι μια παρακαταθήκη της παραδοσιακής λευκαδίτικης κουζίνας για τις γενιές που έρχονται. Η αυθεντική κουζίνα της Όλγας Μανωλίτση εναρμονίζεται με την καινούρια εποχή της ελληνικής γαστρονομίας που διακηρύσσει: δεν θέλουμε άλλα «πειραγμένα» ελληνικά φαγάκια. Θέλουμε τα αληθινά , εκείνα των μαμάδων μας.