Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Ενα βιβλίο –ιδίως μυθιστόρημα- έχει τρείς πράξεις. Την περίοδο της συγγραφής, οπότε ο γράφων ή η γράφουσα ενδοσκοπείται επί μακρόν για να αποτυπώσει την εσωτερική αλήθεια στο λόγο. Ο χρόνος τούτος είναι της μοναξιάς και της αυτοσυγκέντρωσης, καθώς η γραφή είναι μιά περίοδος επώασης συναισθημάτων ώσπου να γίνει η προβολή του εγώ στη σφαίρα του εμείς. Είναι μια εποχή επώδυνη, αφού ο συγγραφέας καλείται να κλείσει τ΄αυτιά και τα μάτια στις σειρήνες της περιρρέουσας ατμόσφαιρας προκειμένου να παρουσιάσει τις δικές του εικόνες και ιδέες, απαλλαγμένες απο τη διακειμενικότητα και τα άλλα σύνδρομα των έξωθεν επιρροών.
Η δεύτερη πράξη κι αυτή μοναχική λογαριάζεται. Ο συγγραφέας, μετά απο διορθώσεις επί διορθώσεων , παραδίδει το κείμενο στο εκδότη του. Κι εδώ στέκεται μόνος (εξαιρούνται οι ευπώλητοι συγγραφείς που έχουν μομέντουμ στην αγορά) απέναντι σε μιά ομάδα ανθρώπων του εκδοτικού οίκου που θα αποφασίσουν για την τύχη του έργου του: αν θα προχωρήσουν στην έκδοση, πότε , πώς και πόσα αντίτυπα θα εκδοθούν,ποιά διαφημιστική υποστήριξη θα απολαύσει το βιβλίο.
Η τρίτη πράξη είναι η μοναχικότερη. Το βιβλίο εκδίδεται και απλώνεται στα βιβλιοπωλεία δίνοντας τη μάχη να κερδίσει τον αναγνώστη κατ αρχήν και την ευρύτερη σκηνή της προβολής εκ μέρους των μέσων ενημέρωσης. Εδώ ο συγγραφέας μένει μονάχος να δώσει την πιό άνιση μάχη με ένα σύστημα, που έχει ήδη τους αγαπημένους του συγγραφείς και αρνείται να δώσει χώρο και χρόνο σε νέα πρόσωπα. Εδώ ο συγγραφέας υφίσταται την κορυφαία απομόνωση, καθώς βλέπει τους «διαπλεκόμενους» συγγραφείς (με την καλή την έννοια!) να απολαμβάνουν δημοσιευμάτων, συνεντεύξεων και κριτικών απο τους φίλους δημοσιογράφους και κριτικούς του χώρου.
Αυτή η περίοδος είναι της απόλυτης μοναξιάς και κορυφώνεται , όταν σε πείσμα κάθε έννοιας αξιοκρατίας, τα διάφορα συστήματα προβολής και προώθησης του ελληνικού βιβλίου, κάνουν μιά επιλεκτική πολιτική προκειμένου να δώσουν τα βραβεία της καλής λογοτεχνίας σε κάποιους εκλεκτούς του κύκλου. Τα ίδια βιβλία των ίδιων συγγραφέων, που αναπαράγουν τις κριτικές και τη δημοσιότητα βρίσκουν κατά το πλείστον το δρόμο να καταταχθούν στα καλύτερα της χρονιάς απο ομάδες κριτών, που δεν έχουν μπεί στον κόπο να διαβάσουν κάν τα οπισθόφυλλα άλλων πλήν ενίων βιβλίων.
Επομένως, τούτος ο κύκλος των επιβραβευόμενων βιβλίων είναι διάτρητος σε πολλά σημεία και γι αυτό τούτα τα αριστεία όπως και οι κριτικοί χάνουν ολοένα την πειστικότητά τους απέναντι στο αναγνωστικό κοινό.
Σε πείσμα αυτού του κύκλου σάς παρουσιάζω σήμερα ένα βιβλίο νεανικό, που τραβάει την ανηφόρα της μοναξιάς του αλλά θεωρώ πως είναι ένα μικρό διαμάντι στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή.
Ο τίτλος του είναι Ανθρωποχάταν (εκδόσεις Κέδρος) και συγγραφέας του είναι η Εφη Πυλαρινού, μαθηματικός και οικονομολόγος της Γούλ Στρίτ κατ’ επάγγελμα. Βγήκε στο χώρο της μυθοπλασίας έτσι ξαφνικά από διάθεση να μοιραστεί τις εμπειρίες της στο Μεγάλο Μήλο, όπως αποκαλεί σε όλο το βιβλίο της τη Νέα Υόρκη.
Πρόκειται για ένα πρωτότυπο ταξίδι στη φανταστική πόλη του Ανθρωποχάταν(μετάφραση του Manhattan) , δύο δίδυμοι ήρωες με κουλ γονείς και έξτρα κουλ γιαγιά που καταφέρνουν να πάρουν μέρος σ΄ ένα ξεχωριστό διαγωνισμό, το Σκεψαθώνιο, για να προσληφθούν στην Εγκεφαλοκαταιγίδα και να έρθουν αντιμέτωποι μ΄ ένα αναπάντεχο γεγονός (την κατάρρευση των δίδυμων πύργων )και να εμπλακούν σε μια απίστευτη περιπέτεια. Αυτός είναι με λίγα λόγια ο κορμός της ιστορίας μας, γύρω από τον οποίο η συγγραφέας επιχειρεί μια σάτιρα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Το μυθιστόρημα της είναι μια αλληγορική παρουσίαση της ζωής στο Μεγάλο Μήλο όπου ζουν εκατομμύρια άνθρωποι υποταγμένοι στους ξέφρενους ρυθμούς του. Το σκηνικό του είναι δομημένο γύρω από την ένταση της χρηματαγοράς, τη Γουόλ Στριτ, τον καταμερισμό της εργασίας, τον αυτοματισμό, την τρομοκρατία αλλά και τις προλήψεις. Όλα τα σύνδρομα της σημερινής κοινωνίας προβάλλουν γραμμένα με πνευματώδη τρόπο σ' αυτή τη σάτιρα για το Ανθρωποχάταν, την πόλη με τις πολυεθνικές «Γύρω -γύρω όλοι» γειτονιές.
Η Εφη Πυλαρινού επιχειρεί κυρίως ένα παιχνίδι με τη μετάφραση των αμερικάνικων συμβολικών λέξεων στα ελληνικά, καθώς παρουσιάζει το Brainstorm ως Εγκεφαλοκαταιγίδα, το Manhattan ως Ανθρωποχάταν, την Wall Street ως Τοιχοδρόμο και άλλες ευρηματικές μεταφράσεις που δείχνουν την προσπάθειά της να διεισδύσει στην αμερικάνικη νοοτροπία μέσα απο την απείραχτη ελληνικότητά της.
Η ίδια παρουσιάζει τη ζωή στο Μανχάταν στις διάφορες καθημερινές φάσεις του με αιχμή του δόρατος τη χρηματαγορά της πόλης, που αναπνέει γύρω απο το δολάριο. Η Εφη Πυλαρινού σαν ένα μεγάλο παιδί που δε χορταίνει να μεταφέρει τις εντυπώσεις του απο τον κόσμο της υψηλής τεχνολογίας και του ανελέητου οικονομικού παιχνιδιού, δίνει τη δική της ερμηνεία για την καθημερινότητα των Νεοϋορκέζων κάνοντας όλους εμάς κοινωνούς της.
Η επιλογή να χρήσει πρωταγωνιστές του μύθου της τους δύο χάι τέκ δίδυμους έφηβους, το Ζούκου και τον Ζούκου-Ζούκου, δείχνει την πρόθεσή της να οδηγήσει τον αναγνώστη στην τρομοκρατική επίθεση της 9ης Σεπτέμβρη, πράγμα που δεν ολοκληρώνει καθώς μένει μόνο σε μια συμβολική περιγραφή.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το κεφάλαιο το αφιερωμένο στη γιαγιά, καθώς η Εφη Πυλαρινού μεταφέρει τη συναισθηματική της τρυφερή εξάρτηση απο τη γενέτειρά της μέσα απο τον κόσμο των παραδοσιακών φαγητών και μυρωδιών της Ζάκυνθος, μέσα απο την αγάπη για την πανδαμάτορα γιαγιά των παιδικών μας χρόνων.
Σε όλο το μυθιστόρημα, που απευθύνεται σε ψαγμένους έφηβους και ενήλικες με νεανική καρδιά , κυριαρχεί πυκνότητα γραφής και αλληγορίας. Υπάρχουν στοιχεία οικειότητας με το Μανχάταν και μια πρόθεση πετάγματος απο τη μιά πραγματικότητα στην άλλη.
«Aπ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα να μη ζητήσουνε να βρουν ποιός ήμουν». (Κωνσταντίνος Καβάφης)
Saturday, March 31, 2007
Wednesday, March 21, 2007
Ανιστόρητα λάθη
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
25η Μαρτίου, ημέρα δόξης και τιμής μάς έλεγαν οι δάσκαλοι και φούσκωνε το στήθος μας απο τρομερή περηφάνεια γιατί μια χούφτα Ελληνες ξεσηκώθηκαν το 1821 ενάντια στον τουρκικό ζυγό προκαλώντας το τρίξιμο της παντοδύναμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
25η Μαρτίου κι από μέρες στολίζαμε τη σχολική αίθουσα με γαλανόλευκες κορδέλες και αναπαραστάσεις ηρώων της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Κολοκοτρώνης, Μιαούλης, Καραϊσκάκης, Μπουμπουλίνα, Παπα-Φλέσσας ήταν κάποιες απο τις μορφές που χαράχθηκαν στην πολιτιστική και ιστορική μας μνήμη πλάθοντάς μας Ελληνες με παρελθόν γενναιότητας και τόλμης.
25η Μαρτίου και τα επικά ποιήματα του εθνικού ποιητή της Λευκάδας Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ηχούσαν απ΄άκρη σ΄άκρη στο σχολείο προκαλώντας περηφάνεια καθώς τα παιδικά χείλη απάγγελναν με πάθος: «Νιώθω για σέ πατρίδα μου στα σπλάχνα χαλασμό!». Κι ύστερα τα θεατρικά έργα με θέμα το 1821 συμπλήρωναν αυτή την ατμόσφαιρα ενθάρρυνσης του εθνικού παλμού!
Τώρα μαθαίνω πως τα νέα σχολικά εγχειρίδια της ελληνικής ιστορίας θεωρούν περασμένη και ντεμοντέ την εθνική υπερηφάνεια. Πως προσπαθούν να εμπνεύσουν μια άλλη μορφή προσέγγισης για την εθνική συνείδηση. Πως ξαφνικά η Μικρασιατική καταστροφή, πόνος και εθνικό συρίγγειο στις καρδιές μας μέχρι σήμερα , ήταν μια απλή ιστορική σύμπτωση. Πως οι Ελληνες στο λιμάνι της Σμύρνης συνωστίζονταν για να αποχωρήσουν . Ετσι απλά χωρίς δάκρυα για τις χαμένες ζωές, για τα πυρπολημένα σπίτια, για τα σώματα που σκορπίζονταν ζωντανά στα νερά του Αιγαίου.! Ετσι απλά χωρίς πόνο, για όλες αυτές τις χιλιάδες των προσφύγων που έχασαν οικογένειες και σπίτια μένοντας σημαδεμένοι για πάντα με την πίκρα του αδίστακτου διωγμού όχι μόνο των Τούρκων αλλά όλων των συμμαχικών δυνάμεων που ξεπούλησαν για μια ακόμη φορά την Ελλάδα!
Υστερα μαθαίνω εδώ στη μακρινή μου χώρα πως τα Κρυφά Σχολειά κι αυτά ένας μύθος ήταν. Για μένα δεν είναι ξένη αυτή η θεωρία. Είναι μερικά χρόνια που την ακούω απο τον ελληνιστή και φίλο μου Ζάκ Μπουσάρ, ο οποίος παραθέτει τον αντίλογο πως οι Τούρκοι επέτρεψαν τη λειτουργία ορισμένων Ανώτερων σχολείων στην Πόλη, στη Θεσσαλονίκη και αλλαχού μη καταργώντας την ελληνική παιδεία στην ουσία.
Ο Ζάκ Μπουσάρ είναι ερευνητής της ιστορίας του Διαφωτισμού της Βαλκανίου και είναι φυσικό να στηρίζει τις Φαναριώτικες αντιλήψεις και εξαρτήσεις απο την Τουρκική Υψηλή Πύλη. Κι εγώ δεν είμαι ιστορικός για να αντιπαραθέσω με στοιχεία πόσα κρυφά σχολειά υπήρξαν και λειτούργησαν περιοδικά κατά τα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς. Δεν είμαι αρμόδια να δώσω στατιστικές για το πόσες φορές οι Τούρκοι αγάδες έκλεισαν και σύλλησαν ναούς και αυτοσχέδια σχολεία εκείνα χρόνια του Οθωμανικού αυταρχισμού. Πόσα παιδιά έμαθαν ελληνικά γράμματα με την ανάγνωση ή και το άκουσμα του ελληνιστικού ευαγγελίου!
Ομως η μερική αλήθεια περί της ελληνόφωνης παιδείας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν μπορεί να καταργήσει το θρύλο των κρυφών σχολειών, δεν μπορεί να διαγράψει απο τις συνειδήσεις μας τον περίφημο πίνακα του Λύτρα με τα παιδιά γύρω απο τον παπά «να μαθαίνουν γράμματα του Θεού τα πράματα!».
Σίγουρα , η ιστορία έχει πολλές αναγνώσεις. Και είναι βέβαιο πως οι διάφοροι ερευνητές έρχονται κατά καιρούς με εναλλακτικές ερμηνείες για ορισμένα γεγονότα όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας.
Ωστόσο, είναι χρέος της ελληνικής πολιτείας να διαφυλάξει τους ακρογωνιαίους λίθους της ιστορίας μας, να διασώσει και προωθήσει την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης στους Νεοέλληνες. Είναι ύψιστο καθήκον της, όχι μόνο να μην επιτρέψει την επέλαση ισοπεδωτικών ανιστόρητων ερμηνειών για τα γεγονότα μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά να διαφυλάξει τους μύθους που ζεσταίνουν τις καρδιές και τις μνήμες μας.
Και πάντως, πρέπει να επανορθωθεί η ιστορική αλήθεια για τη Μικρασιατική Καταστροφή στα σχολικά βιβλία άμεσα . Δεν είναι δυνατόν οι Εβραίοι να διογκώνουν διαρκώς το Ολοκαύτωμά τους , οι Αρμένιοι να έχουν κατακτήσει την κατοχύρωση της Γενοκτονίας τους με ευρωπαϊκούς νόμους κι εμείς να μην τολμάμε να μιλάμε για τη Γενοκτονία των Ποντίων ή για τον ξερρριζωμό των Ελλήνων της Μικρασίας, που δεν έχουν βρεί ακόμη λυτρωμό στα πέρατα του κόσμου όπου έχουν σκορπιστεί!
25η Μαρτίου, ημέρα δόξης και τιμής μάς έλεγαν οι δάσκαλοι και φούσκωνε το στήθος μας απο τρομερή περηφάνεια γιατί μια χούφτα Ελληνες ξεσηκώθηκαν το 1821 ενάντια στον τουρκικό ζυγό προκαλώντας το τρίξιμο της παντοδύναμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
25η Μαρτίου κι από μέρες στολίζαμε τη σχολική αίθουσα με γαλανόλευκες κορδέλες και αναπαραστάσεις ηρώων της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Κολοκοτρώνης, Μιαούλης, Καραϊσκάκης, Μπουμπουλίνα, Παπα-Φλέσσας ήταν κάποιες απο τις μορφές που χαράχθηκαν στην πολιτιστική και ιστορική μας μνήμη πλάθοντάς μας Ελληνες με παρελθόν γενναιότητας και τόλμης.
25η Μαρτίου και τα επικά ποιήματα του εθνικού ποιητή της Λευκάδας Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ηχούσαν απ΄άκρη σ΄άκρη στο σχολείο προκαλώντας περηφάνεια καθώς τα παιδικά χείλη απάγγελναν με πάθος: «Νιώθω για σέ πατρίδα μου στα σπλάχνα χαλασμό!». Κι ύστερα τα θεατρικά έργα με θέμα το 1821 συμπλήρωναν αυτή την ατμόσφαιρα ενθάρρυνσης του εθνικού παλμού!
Τώρα μαθαίνω πως τα νέα σχολικά εγχειρίδια της ελληνικής ιστορίας θεωρούν περασμένη και ντεμοντέ την εθνική υπερηφάνεια. Πως προσπαθούν να εμπνεύσουν μια άλλη μορφή προσέγγισης για την εθνική συνείδηση. Πως ξαφνικά η Μικρασιατική καταστροφή, πόνος και εθνικό συρίγγειο στις καρδιές μας μέχρι σήμερα , ήταν μια απλή ιστορική σύμπτωση. Πως οι Ελληνες στο λιμάνι της Σμύρνης συνωστίζονταν για να αποχωρήσουν . Ετσι απλά χωρίς δάκρυα για τις χαμένες ζωές, για τα πυρπολημένα σπίτια, για τα σώματα που σκορπίζονταν ζωντανά στα νερά του Αιγαίου.! Ετσι απλά χωρίς πόνο, για όλες αυτές τις χιλιάδες των προσφύγων που έχασαν οικογένειες και σπίτια μένοντας σημαδεμένοι για πάντα με την πίκρα του αδίστακτου διωγμού όχι μόνο των Τούρκων αλλά όλων των συμμαχικών δυνάμεων που ξεπούλησαν για μια ακόμη φορά την Ελλάδα!
Υστερα μαθαίνω εδώ στη μακρινή μου χώρα πως τα Κρυφά Σχολειά κι αυτά ένας μύθος ήταν. Για μένα δεν είναι ξένη αυτή η θεωρία. Είναι μερικά χρόνια που την ακούω απο τον ελληνιστή και φίλο μου Ζάκ Μπουσάρ, ο οποίος παραθέτει τον αντίλογο πως οι Τούρκοι επέτρεψαν τη λειτουργία ορισμένων Ανώτερων σχολείων στην Πόλη, στη Θεσσαλονίκη και αλλαχού μη καταργώντας την ελληνική παιδεία στην ουσία.
Ο Ζάκ Μπουσάρ είναι ερευνητής της ιστορίας του Διαφωτισμού της Βαλκανίου και είναι φυσικό να στηρίζει τις Φαναριώτικες αντιλήψεις και εξαρτήσεις απο την Τουρκική Υψηλή Πύλη. Κι εγώ δεν είμαι ιστορικός για να αντιπαραθέσω με στοιχεία πόσα κρυφά σχολειά υπήρξαν και λειτούργησαν περιοδικά κατά τα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς. Δεν είμαι αρμόδια να δώσω στατιστικές για το πόσες φορές οι Τούρκοι αγάδες έκλεισαν και σύλλησαν ναούς και αυτοσχέδια σχολεία εκείνα χρόνια του Οθωμανικού αυταρχισμού. Πόσα παιδιά έμαθαν ελληνικά γράμματα με την ανάγνωση ή και το άκουσμα του ελληνιστικού ευαγγελίου!
Ομως η μερική αλήθεια περί της ελληνόφωνης παιδείας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν μπορεί να καταργήσει το θρύλο των κρυφών σχολειών, δεν μπορεί να διαγράψει απο τις συνειδήσεις μας τον περίφημο πίνακα του Λύτρα με τα παιδιά γύρω απο τον παπά «να μαθαίνουν γράμματα του Θεού τα πράματα!».
Σίγουρα , η ιστορία έχει πολλές αναγνώσεις. Και είναι βέβαιο πως οι διάφοροι ερευνητές έρχονται κατά καιρούς με εναλλακτικές ερμηνείες για ορισμένα γεγονότα όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας.
Ωστόσο, είναι χρέος της ελληνικής πολιτείας να διαφυλάξει τους ακρογωνιαίους λίθους της ιστορίας μας, να διασώσει και προωθήσει την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης στους Νεοέλληνες. Είναι ύψιστο καθήκον της, όχι μόνο να μην επιτρέψει την επέλαση ισοπεδωτικών ανιστόρητων ερμηνειών για τα γεγονότα μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά να διαφυλάξει τους μύθους που ζεσταίνουν τις καρδιές και τις μνήμες μας.
Και πάντως, πρέπει να επανορθωθεί η ιστορική αλήθεια για τη Μικρασιατική Καταστροφή στα σχολικά βιβλία άμεσα . Δεν είναι δυνατόν οι Εβραίοι να διογκώνουν διαρκώς το Ολοκαύτωμά τους , οι Αρμένιοι να έχουν κατακτήσει την κατοχύρωση της Γενοκτονίας τους με ευρωπαϊκούς νόμους κι εμείς να μην τολμάμε να μιλάμε για τη Γενοκτονία των Ποντίων ή για τον ξερρριζωμό των Ελλήνων της Μικρασίας, που δεν έχουν βρεί ακόμη λυτρωμό στα πέρατα του κόσμου όπου έχουν σκορπιστεί!
Monday, March 19, 2007
Οι μικρές καθημερινές ήττες των ανθρώπων
Του πρώην Αρχιεπισκόπου Αμερικής Σπυρίδωνος
Με ένα νέο μυθιστόρημα που τέμνει εγκάρσια και κάθετα τις ζωές έξι κοριτσιών απο τα παιδικά τους χρόνια μέχρι την ωριμότητα, η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη στο νέο της μυθιστόρημα «Ψηλά Τακούνια Για Πάντα» (Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα») μυεί ακόμη και τον πλέον ανυποψίαστο αναγνώστη στο γυναικείο ψυχισμό επαναθέτοντας ταυτόχρονα το παντοτινό κι ακατάλυτο υπαρξιακό ερώτημα περί ζωής και θανάτου.
Η συγγραφέας επιλέγει να καταλάβει εξ εφόδου τον αναγνώστη και να τον ταρακουνήσει απ'την αρχή, τοποθετώντας την αυτοκτονία του πατέρα της ηρωίδας της Τζούλιας στις πρώτες σελίδες κι έτσι σημαδεύοντας τη ζωή των υπόλοιπων πέντε φιλενάδων της. Ο αυτόχειρας, σύμβολο ευημερίας, μόρφωσης και κοινωνικής θέσης στο νησί, κλείνει βίαια τη ζωή του βάζοντας τέρμα και στην αθωότητα των κοριτσιών. Η Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη είναι το τελευταίο του ανάγνωσμα με ό,τι συνεπάγεται η νιχιλιστική προσέγγιση του μεγάλου συγγραφέα στο θέμα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη στήνει αρχιτεκτονικά το έργο της με τις κοπέλες να χορεύουν χιαστί το χορό της απελευθέρωσης απο τα δεσμά του σχολείου, της ποδιάς και της ίδιας της εφηβείας. Τις σφραγίζει με την υπόσχεση να βρεθούν στη στροφή για τα 40. Η συνέχεια συνεπαίρνει καθώς η γράφουσα με την ιδιαίτερα οξεία πένα της οδηγεί τον αναγνώστη στη μακροσκοπική παρακολούθηση της ζωής των έξι κοριτσιών. Αρχίζει απο την παιδική τους ηλικία με πολλούς ανεπαίσθητους υπαινιγμούς για τη σχέση των δύο φύλων, τον αποκλεισμό των χωριατόπαιδων απο το κοινωνικό καθεστώς της πόλης, το απότομο ξεπέταγμα του γυναικείου σώματος, τις ακατέργαστες πληροφορίες για το ζευγάρωμα, τις πρώτες αγάπες, τις πρώτες απογοητεύσεις.
Η Εμυ, η Αθηνά, η Νάνσυ, η Μαρία και η Καίτη, αποκομμένες απο τη φίλη τους Τζούλια μετά τα 18 τους, χτίζουν τις ζωές τους σε μια κοινωνική πραγματικότητα που ορίζεται ως μεταπολίτευση στη σύγχρονη Ελλάδα. Εδώ οι αναφορές είναι πολλές και ποικίλες, καθώς η συγγραφέας αποφασίζει να δώσει το στίγμα όλων των τάσεων της εποχής. Η συλλογική αγωνιστική πορεία της Αθηνάς αντιπαρατίθεται με τη μοναχική επαναστικότητα της ατίθασης Νάνσυς. Ο αποτυχημένος έρωτας της Εμυς και η συμβατική οικογενειακή ζωή της βρίσκονται στον αντίποδα της δυστυχούς συνύπαρξης της ελαφριάς Καίτης με τον άπιστο σύζυγο-γιατρό. Και μπαλαντέρ των κοριτισών η Μαρία, συνεπής και υπάκουη στην καθεστηκυία πραγματικότητα.
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού στο Μόντρεαλ, η Τζούλια, μακριά απο την πατρίδα και τις φίλες της, βάζει τελεία στη σχέση με τη μάννα της επιλέγοντας να φωλιάσει στη νέα θετή οικογένεια των άκληρων συγγενών της. Εδώ προβάλλεται το Μόντρεαλ ως πόλη και ως λιμένας των Ελλήνων μεταναστών με τις ιδιαιτερότητές τους.
Η Τζούλια σημαδεμένη απο το μαχαίρωμα του πατέρα της , μια αναλφάβητη του συναισθήματος, όπως τη θέλει η συγγραφέας, παντρεύεται τον Κεμπεκιανό Στεφάν Λαντρύ, ερωτευμένο με την Ελλάδα και κατ' επέκταση με την Ελληνίδα. Το πατρικό κόκκινο αίμα μετατρέπεται στα χέρια της σε ξεχωριστή τέχνη που γνωρίζει παγκόσμια καταξίωση. Η ζωγραφική σειρά της, οι «Συμμαθήτριες», εμπνευσμένη από μεταφεμινιστικά μοτίβα, αποτελεί για την ίδια ένα είδος ψυχοθεραπείας αλλά και νέο γύρο εικαστικής επιτυχίας. Η Τζούλια γεννάει έργα τέχνης αφού οικειοθελώς έκοψε για πάντα το νήμα της αναπαραγωγής της, καταδικάζοντας τον εαυτό της σε στειρότητα.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η συγγραφέας επιλέγει να ολοκληρώσει εκείνη την υπόσχεση των έξι, να βρεθούν στη στροφή για τα 40. Ετσι, η Τζούλια καλεί τις γυναικες σε συνάντηση όπου ξεδιπλώνονται όσα μεσολάβησαν προσωπικά για την καθεμιά. Τα χρόνια, οι ρυτίδες, οι άντρες, οι επιτυχίες, οι φθαρμένοι έρωτες, όλα περνούν μέσα απο τα λόγια των γυναικών που αναδεικνύουν τη φιλία σε θεραπευτική αγωγή των απογοητεύσεων.
Η συγγραφέας με πολύ ζωντανή γλώσσα, χωρίς παρελθοντολογίες και κουραστικές πρόζες, αναπτύσσει το διάλογο των γυναικών που παίζει απο χαριτωμένος και γελαστικός μέχρι δακρύβρεκτος όταν παρεισφρύει ο απολογισμός της προσωπικής ήττας. Μια ανατροπή απο την προβλεπόμενη Μαρία ανταριάζει τη σχέση όλων των κοριτσιών αλλά προς στιγμή μόνο. Τέλος, μια επιστολή απο τη μάννα της Τζούλιας λύνει το μυστήριο της αυτοκτονίας του Τηλέμαχου Παπαμηνά που συνδέεται άμεσα με τη μηδενιστική κρίση του Νίκου Καζαντζάκη στην Ασκητική.
Και για επίμετρο, η Ιουστίνη Φραγκούλη επιφυλάσσει μια γιορτή σε ψηλά τακούνια με απαραίτητη την ξένη ρόκ μουσική που άκουγαν απο τα νιάτα τους τα κορίτσια στο ελληνικό νησί τους. Ο αρχικός κύκλος των ηρωίδων της λύνεται στο τέλος με την ευθεία γραμμή ενός λεβέντικου χασάπικου υπό τον ήχο της Φραγκοσυριανής. Γιατί η Φραγκούλη μέσα απο τα γραφόμενά της δηλώνει ρόκ κι ας έζησε στα μεταπολιτευτικά χρόνια κι ας ταλανίζει τις ηρωίδες της στη μεταφεμινιστική εποχή.
Το έργο διαπνέεται απο ευρηματικότητα στην πρόζα, ζωντάνια στους διαλόγους κι ένα διαρκή κοινωνικό υπαινιγμό που άλλοτε υφέρπει κι άλλοτε πάλι είναι οφθαλμοφανής. Στο σύνολο, η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη με τη γνωστή λακωνική γραφή της κατορθώνει να αφήσει τον αναγνώστη με την αίσθηση πως έζησε μια εποχή, πως γνώρισε τη γυναικεία ψυχολογία στην ευαίσθητη στροφή των 40, πως συμπορεύθηκε με τις μικρές καθημερινές ήττες των ανθρώπων και πως τελικά το ερώτημα της ζωής και του θανάτου κείται πέρα απο τον Καζαντζάκη, πέρα απο την ίδια τη συγγραφέα.
Ισως αυτή να είναι η πιό ειλικρινής στιγμή του μυθιστορήματος που έχει τις αρετές της μυθοπλασίας αλλά πατάει στη γερή πραγματικότητα της δημιουργού του. Πάντως, η Φραγκούλη αναδεικνύει την αρχιτεκτονική της ικανότητά κι ένα αβίαστο ταλέντο στην ανάπτυξη των χαρακτήρων της. Σίγουρα, τούτο το κοινωνικό ψυχογράφημα υπό τη ρέουσα πένα της μεταμορφώνεται σε ζωντανό δράμα, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη απο την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Με ένα νέο μυθιστόρημα που τέμνει εγκάρσια και κάθετα τις ζωές έξι κοριτσιών απο τα παιδικά τους χρόνια μέχρι την ωριμότητα, η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη στο νέο της μυθιστόρημα «Ψηλά Τακούνια Για Πάντα» (Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα») μυεί ακόμη και τον πλέον ανυποψίαστο αναγνώστη στο γυναικείο ψυχισμό επαναθέτοντας ταυτόχρονα το παντοτινό κι ακατάλυτο υπαρξιακό ερώτημα περί ζωής και θανάτου.
Η συγγραφέας επιλέγει να καταλάβει εξ εφόδου τον αναγνώστη και να τον ταρακουνήσει απ'την αρχή, τοποθετώντας την αυτοκτονία του πατέρα της ηρωίδας της Τζούλιας στις πρώτες σελίδες κι έτσι σημαδεύοντας τη ζωή των υπόλοιπων πέντε φιλενάδων της. Ο αυτόχειρας, σύμβολο ευημερίας, μόρφωσης και κοινωνικής θέσης στο νησί, κλείνει βίαια τη ζωή του βάζοντας τέρμα και στην αθωότητα των κοριτσιών. Η Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη είναι το τελευταίο του ανάγνωσμα με ό,τι συνεπάγεται η νιχιλιστική προσέγγιση του μεγάλου συγγραφέα στο θέμα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη στήνει αρχιτεκτονικά το έργο της με τις κοπέλες να χορεύουν χιαστί το χορό της απελευθέρωσης απο τα δεσμά του σχολείου, της ποδιάς και της ίδιας της εφηβείας. Τις σφραγίζει με την υπόσχεση να βρεθούν στη στροφή για τα 40. Η συνέχεια συνεπαίρνει καθώς η γράφουσα με την ιδιαίτερα οξεία πένα της οδηγεί τον αναγνώστη στη μακροσκοπική παρακολούθηση της ζωής των έξι κοριτσιών. Αρχίζει απο την παιδική τους ηλικία με πολλούς ανεπαίσθητους υπαινιγμούς για τη σχέση των δύο φύλων, τον αποκλεισμό των χωριατόπαιδων απο το κοινωνικό καθεστώς της πόλης, το απότομο ξεπέταγμα του γυναικείου σώματος, τις ακατέργαστες πληροφορίες για το ζευγάρωμα, τις πρώτες αγάπες, τις πρώτες απογοητεύσεις.
Η Εμυ, η Αθηνά, η Νάνσυ, η Μαρία και η Καίτη, αποκομμένες απο τη φίλη τους Τζούλια μετά τα 18 τους, χτίζουν τις ζωές τους σε μια κοινωνική πραγματικότητα που ορίζεται ως μεταπολίτευση στη σύγχρονη Ελλάδα. Εδώ οι αναφορές είναι πολλές και ποικίλες, καθώς η συγγραφέας αποφασίζει να δώσει το στίγμα όλων των τάσεων της εποχής. Η συλλογική αγωνιστική πορεία της Αθηνάς αντιπαρατίθεται με τη μοναχική επαναστικότητα της ατίθασης Νάνσυς. Ο αποτυχημένος έρωτας της Εμυς και η συμβατική οικογενειακή ζωή της βρίσκονται στον αντίποδα της δυστυχούς συνύπαρξης της ελαφριάς Καίτης με τον άπιστο σύζυγο-γιατρό. Και μπαλαντέρ των κοριτισών η Μαρία, συνεπής και υπάκουη στην καθεστηκυία πραγματικότητα.
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού στο Μόντρεαλ, η Τζούλια, μακριά απο την πατρίδα και τις φίλες της, βάζει τελεία στη σχέση με τη μάννα της επιλέγοντας να φωλιάσει στη νέα θετή οικογένεια των άκληρων συγγενών της. Εδώ προβάλλεται το Μόντρεαλ ως πόλη και ως λιμένας των Ελλήνων μεταναστών με τις ιδιαιτερότητές τους.
Η Τζούλια σημαδεμένη απο το μαχαίρωμα του πατέρα της , μια αναλφάβητη του συναισθήματος, όπως τη θέλει η συγγραφέας, παντρεύεται τον Κεμπεκιανό Στεφάν Λαντρύ, ερωτευμένο με την Ελλάδα και κατ' επέκταση με την Ελληνίδα. Το πατρικό κόκκινο αίμα μετατρέπεται στα χέρια της σε ξεχωριστή τέχνη που γνωρίζει παγκόσμια καταξίωση. Η ζωγραφική σειρά της, οι «Συμμαθήτριες», εμπνευσμένη από μεταφεμινιστικά μοτίβα, αποτελεί για την ίδια ένα είδος ψυχοθεραπείας αλλά και νέο γύρο εικαστικής επιτυχίας. Η Τζούλια γεννάει έργα τέχνης αφού οικειοθελώς έκοψε για πάντα το νήμα της αναπαραγωγής της, καταδικάζοντας τον εαυτό της σε στειρότητα.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η συγγραφέας επιλέγει να ολοκληρώσει εκείνη την υπόσχεση των έξι, να βρεθούν στη στροφή για τα 40. Ετσι, η Τζούλια καλεί τις γυναικες σε συνάντηση όπου ξεδιπλώνονται όσα μεσολάβησαν προσωπικά για την καθεμιά. Τα χρόνια, οι ρυτίδες, οι άντρες, οι επιτυχίες, οι φθαρμένοι έρωτες, όλα περνούν μέσα απο τα λόγια των γυναικών που αναδεικνύουν τη φιλία σε θεραπευτική αγωγή των απογοητεύσεων.
Η συγγραφέας με πολύ ζωντανή γλώσσα, χωρίς παρελθοντολογίες και κουραστικές πρόζες, αναπτύσσει το διάλογο των γυναικών που παίζει απο χαριτωμένος και γελαστικός μέχρι δακρύβρεκτος όταν παρεισφρύει ο απολογισμός της προσωπικής ήττας. Μια ανατροπή απο την προβλεπόμενη Μαρία ανταριάζει τη σχέση όλων των κοριτσιών αλλά προς στιγμή μόνο. Τέλος, μια επιστολή απο τη μάννα της Τζούλιας λύνει το μυστήριο της αυτοκτονίας του Τηλέμαχου Παπαμηνά που συνδέεται άμεσα με τη μηδενιστική κρίση του Νίκου Καζαντζάκη στην Ασκητική.
Και για επίμετρο, η Ιουστίνη Φραγκούλη επιφυλάσσει μια γιορτή σε ψηλά τακούνια με απαραίτητη την ξένη ρόκ μουσική που άκουγαν απο τα νιάτα τους τα κορίτσια στο ελληνικό νησί τους. Ο αρχικός κύκλος των ηρωίδων της λύνεται στο τέλος με την ευθεία γραμμή ενός λεβέντικου χασάπικου υπό τον ήχο της Φραγκοσυριανής. Γιατί η Φραγκούλη μέσα απο τα γραφόμενά της δηλώνει ρόκ κι ας έζησε στα μεταπολιτευτικά χρόνια κι ας ταλανίζει τις ηρωίδες της στη μεταφεμινιστική εποχή.
Το έργο διαπνέεται απο ευρηματικότητα στην πρόζα, ζωντάνια στους διαλόγους κι ένα διαρκή κοινωνικό υπαινιγμό που άλλοτε υφέρπει κι άλλοτε πάλι είναι οφθαλμοφανής. Στο σύνολο, η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη με τη γνωστή λακωνική γραφή της κατορθώνει να αφήσει τον αναγνώστη με την αίσθηση πως έζησε μια εποχή, πως γνώρισε τη γυναικεία ψυχολογία στην ευαίσθητη στροφή των 40, πως συμπορεύθηκε με τις μικρές καθημερινές ήττες των ανθρώπων και πως τελικά το ερώτημα της ζωής και του θανάτου κείται πέρα απο τον Καζαντζάκη, πέρα απο την ίδια τη συγγραφέα.
Ισως αυτή να είναι η πιό ειλικρινής στιγμή του μυθιστορήματος που έχει τις αρετές της μυθοπλασίας αλλά πατάει στη γερή πραγματικότητα της δημιουργού του. Πάντως, η Φραγκούλη αναδεικνύει την αρχιτεκτονική της ικανότητά κι ένα αβίαστο ταλέντο στην ανάπτυξη των χαρακτήρων της. Σίγουρα, τούτο το κοινωνικό ψυχογράφημα υπό τη ρέουσα πένα της μεταμορφώνεται σε ζωντανό δράμα, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη απο την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Subscribe to:
Posts (Atom)