«Aπ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα να μη ζητήσουνε να βρουν ποιός ήμουν». (Κωνσταντίνος Καβάφης)
Tuesday, September 27, 2011
Friday, September 23, 2011
Διπλό ραντεβού γιά τον Ερωτα στην Ομίχλη
Με δύο εκδηλώσεις θα γιορτάσουμε την κυκλοφορία του νέου βιβλίου «Ερωτας στην Ομίχλη» από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Η επίσημη πρώτη θα γίνει στη Θεσσαλονίκη, 30 Σεπτεμβρίου στις 7μ.μ στο βιβλιοπωλείο Ιανός. Το βιβλίο θα παρουσιάσουν δύο άνθρωποι που μου στάθηκαν στη διαδρομή της γραφής και της διόρθωσης, η ψυχίατρος Λιάνα Γερασοπούλου και ο επιμελητής μου Κυριάκος Αθανασιάδης αντίστοιχα. Μαζί τους και ο υπέροχος κριτής βιβλίων Πέτρος Γαργάνης.
Την εκδήλωση θα στηρίξει ο Σύλλογος Λευκαδίων Θεσσαλονίκης, κάνοντάς με να νιώσω οικεία στην μητρόπολη της Βόρειας Ελλάδας.
Η παρουσίαση της Αθήνας θα είναι ένα αγαπητικό πάρτυ την Τετάρτη 5 Οκτωβρίου στις 8μ.μ. έξω από το βιβλιοπωλείο Θέμα στον πεζόδρομο της Εκφαντίδου , που τέμνει τη Φιλολάου στο Παγκράτι.
Εδώ «ο Ερωτας στην Ομίχλη» θα παρουσιασθεί από την λατρεμένη φίλη, κριτικό, λογοτένχιδα, πεζογράφο, ποιήτρια Ελένη Γκίκα, που ξέρει να διαβάζει πίσω απ΄τις γραμμές, βαθειά κι αγαπητικά. Η εξαιρετική συγγραφέας Ελένη Τσαμαδού επίσης θα καταγράψει τη δική της κριτική ματιά για το νέο δημιούργημα.
Σας περιμένω όλους τους Βορειοελλαδίτες στη Θεσσαλονίκη και τους αγαπημένους της υπόλοιπης Ελλάδας στο Παγκράτι. Να γιορτάσουμε σε χαλαιπούς καιρούς τη δημιουργία, που τελικά είναι η μόνη ανάσα στην ασφυκτική κρίση της χώρας μας.
Διπλό ραντεβού λοιπόν!
Η εκδήλωση της Αθήνας 5 Οκτωβρίου
Η επίσημη πρώτη θα γίνει στη Θεσσαλονίκη, 30 Σεπτεμβρίου στις 7μ.μ στο βιβλιοπωλείο Ιανός. Το βιβλίο θα παρουσιάσουν δύο άνθρωποι που μου στάθηκαν στη διαδρομή της γραφής και της διόρθωσης, η ψυχίατρος Λιάνα Γερασοπούλου και ο επιμελητής μου Κυριάκος Αθανασιάδης αντίστοιχα. Μαζί τους και ο υπέροχος κριτής βιβλίων Πέτρος Γαργάνης.
Την εκδήλωση θα στηρίξει ο Σύλλογος Λευκαδίων Θεσσαλονίκης, κάνοντάς με να νιώσω οικεία στην μητρόπολη της Βόρειας Ελλάδας.
Η παρουσίαση της Αθήνας θα είναι ένα αγαπητικό πάρτυ την Τετάρτη 5 Οκτωβρίου στις 8μ.μ. έξω από το βιβλιοπωλείο Θέμα στον πεζόδρομο της Εκφαντίδου , που τέμνει τη Φιλολάου στο Παγκράτι.
Εδώ «ο Ερωτας στην Ομίχλη» θα παρουσιασθεί από την λατρεμένη φίλη, κριτικό, λογοτένχιδα, πεζογράφο, ποιήτρια Ελένη Γκίκα, που ξέρει να διαβάζει πίσω απ΄τις γραμμές, βαθειά κι αγαπητικά. Η εξαιρετική συγγραφέας Ελένη Τσαμαδού επίσης θα καταγράψει τη δική της κριτική ματιά για το νέο δημιούργημα.
Σας περιμένω όλους τους Βορειοελλαδίτες στη Θεσσαλονίκη και τους αγαπημένους της υπόλοιπης Ελλάδας στο Παγκράτι. Να γιορτάσουμε σε χαλαιπούς καιρούς τη δημιουργία, που τελικά είναι η μόνη ανάσα στην ασφυκτική κρίση της χώρας μας.
Διπλό ραντεβού λοιπόν!
Η εκδήλωση της Αθήνας 5 Οκτωβρίου
Wednesday, September 21, 2011
Ησυχία, η Κωνσταντίνα κοιμάται!
Μικρή μου μόβ βεντάλια,
Βρίσκομαι στο σπίτι της Αθήνας κι ακουμπάω όλες τις αναμνήσεις από τις τελευταίες μέρες της ύπαρξής σου. Στο δωμάτιό σου καθισμένη άβολα στο γραφείο γράφω σήμερα αναθυμώμενη την τελευταία μας κοινή εμπειρία, όταν με νύχια και με δόντια προσπαθούσες να με πείσεις πως θα κρατηθείς στη ζωή.
Πάνε εφτά ολάκερα χρόνια από τότε που πέταξες ψηλάς στα αιθέρια με τα φτερά της Πεταλούδας, αφήνοντας πίσω εμάς όλους να θρηνούμε την απουσία σου. Εσύ μπορεί να βρήκες το βηματισμό σου απαλλαγμένη από βάρος του φθαρτού σώματος, όμως εγώ παλεύω ακόμη να ισορροπήσω ανάμεσα στην απώλειά σου και τη συνέχεια της ζωής μου.
Το δωμάτιο γράφει έξω από την πόρτα: «Ησυχία, η Κωνσταντίνα Κοιμάται» και μια φωτογραφία με τα πράσινα γατίσια μάτια σου είναι κολλημένη από κάτω. Τα μάτια σου είναι εκεί αυτά τα ίδια, που κοιτάζανε άλλοτε με απορία κι άλλοτε με απελπισία ρωτώντας με ίσια στην καρδιά: Γιατί;
Πολλές φορές αναρωτήθηκα κι εγώ γιατί; Γιατί αρρώστησες, γιατί πόνεσες, γιατί ταλαιπωρήθηκες; Γιατί; Αφού εσύ ήσουν καμωμένη μόνο να πετάς, γιατί καθηλώθηκες στο κρεβάτι της ασθένειας επί τόσους μήνες; Γιατί;
Τα χρόνια έφυγαν σα νερό, κύλησαν όμως δύσκολα χωρίς εσένα. Το Μόντρεαλ ποτέ δε βρήκε τη λάμψη του τα καλοκαίρια της απουσίας σου και ο Νότος μας δεν ξαναφέρθηκε αγαπητικά σε μένα. Κάθε φορά που πατάω το πόδι μου στην Αβάνα, είναι σα να με ρωτάνε όλα και όλοι: Πού είσαι εσύ;
Πού νάσαι άραγε; Στις πεταλούδες σε αναζητώ, στο πέταγμά τους θαρρώ πως σε βρίσκω. Τις κυνηγώ όταν φτερουγίζουν γύρω μου, τους μιλώ, ρωτάω πώς περνάς εσύ μακριά μας;
Αλήθεια, πώς περνάς; Να θυμάσαι άραγε τις βόλτες στο Ουτρεμόν, τους πρωινούς καφέ ο λαί, τις παρατζάδες μας στα εμπορικά κέντρα, τις πρόβες των φουστανιών, τα γέλια μας, τους καβγάδες γιά τούτο και γιά κείνο, τις ατέρμονες κουβέντες γιά την ύπαρξη και τη μετά θάνατον ζωή; Γιά την άποψή μας περί Θεού και ανθρώπων...
Εσύ ήσουν τόσο σίγουρη γιά όλα, τόσο έτοιμη με τις απαντήσεις στο τσεπάκι. Με τις εξηγήσεις του πατρός Φιλόθεου Φάρου- σου είπα άραγε πως τον γνώρισα και είχαμε μια εκτενή κουβέντα εφ’ όλης της ύλης; Ενδιαφέρουσα η άποψή του πως η ψυχική νόσος είναι απόρρροια του πόνου και της αποσύνδεσης από το Θεό μας.
Φέτος ήρθαν πάλι και με βρήκαν φίλες και φίλοι σου, άνθρωποι που εσύ σημάδεψες με την προσωπικότητά σου στο γρήγορο διάβα της ζωής σου. Με ανακάλυψαν μέσα από το διαδίκτυο και με ρωτούσαν επίμονα πώς έγινε αυτό και έφυγες μέσα από την αγκαλιά μας;
Δεν ξέρω τί να απαντήσω, τόσα χρόνια μετά δε βρίσκω εξηγήσεις γιατί έκοψες τους δεσμούς με τη ζήση. Ηταν σα νάθελες να σπάσεις το νήμα σου νωρίς, σα νάθελες να φύγεις ανοιχτό τραντάφυλλο κι όχι μαραμένο λουλούδι, κλεισμένο στο πράσινο γηρασμένο του θυλάκιο.
Πολύχρωμη νεράιδια μου,
Οπου κι αν ταξιδεύω σε αναζητώ διαρκώς. Λέω στις φίλες μου τί θα γινόταν αν βρισκόσουνα κι εσύ μαζί μας. Πώς θα διασκέδαζες, πώς θα ρουφούσες εντυπώσεις, πώς θα ειρωνευόσουν τους εξυπνάκηδες, πώς θα αντιστεκόσουν τώρα στους καιρούς της κρίσης. Εσύ θα περιγελούσες τους πολιτικούς και την πολιτική τους ανεπάρκεια, θα είχες εφεύρει χίλια δυό μοτάκια γιά την ανάκτηση της αισιοδοξίας μας.
Φαντάζομαι πως αυτό το χρόνο θα ένιωσες καλύτερα μια και βρέθηκες στην αγκαλιά της μαμάς. Εκείνη έζησε τα επόμενα χρόνια της φυγής σου μόνο για να ξαναβρεθεί κοντά σου. Η απώλειά σου την έκανε απαρηγόρητη, ανίκανη να βρεί έστω και μια στιγμή χαράς στα εγκόσμια. Τώρα ελπίζω να περνάτε αγαπητικά οι δυό σας.
Κλείνοντας αυτό το ετήσιο γράμμα προς εσένα, ένα τετ-α-τέτ κάθε χρόνο με αφορμή την επέτειο της φυγής σου, θέλω να σου πώ ότι τα αγόρια μεγάλωσαν. Ο Αλέξανδρος τελείωσε τη Νομική και κάνει μεταπτυχιακά στο Τορόντο ζώντας μόνος του και ο Νικόλας φοιτεί στο Αμερικάνικο Κολέγιο. Είναι γυμνασιόπαις.
Τί μοναξιά να μην είσαι κοντά τους, να τους δασκαλεύεις υπομονετικά, να τους γελάς, να τους κάνεις να νιώθουν τόσο πολύτιμοι;
Ο Αλέξανδρός σου σε αποζητάει και ο Τέντυ σου το ίδιο. Οι τρείς μας αναθυμόμαστε τις μέρες της χαράς, τα πάρτυ και την ξενοιασιά μας. Τώρα η σκιά σου πέφτει βαρειά σε κάθε μας βήμα, η απουσία σου ώρες ώρες γίνεται ανυπόφορη.
Σε γλυκοχαιρετώ αγαπημένη μου στέλνοντάς σου ένα φιλί ψηλά στον ουρανό. Χαιρετίσματα στη μαμά και σε όλους αυτούς που έφυγαν απ΄τη ζωή μας.
Να ξέρεις πως κάνω πάντα ησυχία στο δωμάτιό σου γιατί ούτε μιά μέρα δεν ξεχνώ πως η «Κωνσταντίνα Κοιμάται!»
Η αδελφή σου
Ιουστίνη
Βρίσκομαι στο σπίτι της Αθήνας κι ακουμπάω όλες τις αναμνήσεις από τις τελευταίες μέρες της ύπαρξής σου. Στο δωμάτιό σου καθισμένη άβολα στο γραφείο γράφω σήμερα αναθυμώμενη την τελευταία μας κοινή εμπειρία, όταν με νύχια και με δόντια προσπαθούσες να με πείσεις πως θα κρατηθείς στη ζωή.
Πάνε εφτά ολάκερα χρόνια από τότε που πέταξες ψηλάς στα αιθέρια με τα φτερά της Πεταλούδας, αφήνοντας πίσω εμάς όλους να θρηνούμε την απουσία σου. Εσύ μπορεί να βρήκες το βηματισμό σου απαλλαγμένη από βάρος του φθαρτού σώματος, όμως εγώ παλεύω ακόμη να ισορροπήσω ανάμεσα στην απώλειά σου και τη συνέχεια της ζωής μου.
Το δωμάτιο γράφει έξω από την πόρτα: «Ησυχία, η Κωνσταντίνα Κοιμάται» και μια φωτογραφία με τα πράσινα γατίσια μάτια σου είναι κολλημένη από κάτω. Τα μάτια σου είναι εκεί αυτά τα ίδια, που κοιτάζανε άλλοτε με απορία κι άλλοτε με απελπισία ρωτώντας με ίσια στην καρδιά: Γιατί;
Πολλές φορές αναρωτήθηκα κι εγώ γιατί; Γιατί αρρώστησες, γιατί πόνεσες, γιατί ταλαιπωρήθηκες; Γιατί; Αφού εσύ ήσουν καμωμένη μόνο να πετάς, γιατί καθηλώθηκες στο κρεβάτι της ασθένειας επί τόσους μήνες; Γιατί;
Τα χρόνια έφυγαν σα νερό, κύλησαν όμως δύσκολα χωρίς εσένα. Το Μόντρεαλ ποτέ δε βρήκε τη λάμψη του τα καλοκαίρια της απουσίας σου και ο Νότος μας δεν ξαναφέρθηκε αγαπητικά σε μένα. Κάθε φορά που πατάω το πόδι μου στην Αβάνα, είναι σα να με ρωτάνε όλα και όλοι: Πού είσαι εσύ;
Πού νάσαι άραγε; Στις πεταλούδες σε αναζητώ, στο πέταγμά τους θαρρώ πως σε βρίσκω. Τις κυνηγώ όταν φτερουγίζουν γύρω μου, τους μιλώ, ρωτάω πώς περνάς εσύ μακριά μας;
Αλήθεια, πώς περνάς; Να θυμάσαι άραγε τις βόλτες στο Ουτρεμόν, τους πρωινούς καφέ ο λαί, τις παρατζάδες μας στα εμπορικά κέντρα, τις πρόβες των φουστανιών, τα γέλια μας, τους καβγάδες γιά τούτο και γιά κείνο, τις ατέρμονες κουβέντες γιά την ύπαρξη και τη μετά θάνατον ζωή; Γιά την άποψή μας περί Θεού και ανθρώπων...
Εσύ ήσουν τόσο σίγουρη γιά όλα, τόσο έτοιμη με τις απαντήσεις στο τσεπάκι. Με τις εξηγήσεις του πατρός Φιλόθεου Φάρου- σου είπα άραγε πως τον γνώρισα και είχαμε μια εκτενή κουβέντα εφ’ όλης της ύλης; Ενδιαφέρουσα η άποψή του πως η ψυχική νόσος είναι απόρρροια του πόνου και της αποσύνδεσης από το Θεό μας.
Φέτος ήρθαν πάλι και με βρήκαν φίλες και φίλοι σου, άνθρωποι που εσύ σημάδεψες με την προσωπικότητά σου στο γρήγορο διάβα της ζωής σου. Με ανακάλυψαν μέσα από το διαδίκτυο και με ρωτούσαν επίμονα πώς έγινε αυτό και έφυγες μέσα από την αγκαλιά μας;
Δεν ξέρω τί να απαντήσω, τόσα χρόνια μετά δε βρίσκω εξηγήσεις γιατί έκοψες τους δεσμούς με τη ζήση. Ηταν σα νάθελες να σπάσεις το νήμα σου νωρίς, σα νάθελες να φύγεις ανοιχτό τραντάφυλλο κι όχι μαραμένο λουλούδι, κλεισμένο στο πράσινο γηρασμένο του θυλάκιο.
Πολύχρωμη νεράιδια μου,
Οπου κι αν ταξιδεύω σε αναζητώ διαρκώς. Λέω στις φίλες μου τί θα γινόταν αν βρισκόσουνα κι εσύ μαζί μας. Πώς θα διασκέδαζες, πώς θα ρουφούσες εντυπώσεις, πώς θα ειρωνευόσουν τους εξυπνάκηδες, πώς θα αντιστεκόσουν τώρα στους καιρούς της κρίσης. Εσύ θα περιγελούσες τους πολιτικούς και την πολιτική τους ανεπάρκεια, θα είχες εφεύρει χίλια δυό μοτάκια γιά την ανάκτηση της αισιοδοξίας μας.
Φαντάζομαι πως αυτό το χρόνο θα ένιωσες καλύτερα μια και βρέθηκες στην αγκαλιά της μαμάς. Εκείνη έζησε τα επόμενα χρόνια της φυγής σου μόνο για να ξαναβρεθεί κοντά σου. Η απώλειά σου την έκανε απαρηγόρητη, ανίκανη να βρεί έστω και μια στιγμή χαράς στα εγκόσμια. Τώρα ελπίζω να περνάτε αγαπητικά οι δυό σας.
Κλείνοντας αυτό το ετήσιο γράμμα προς εσένα, ένα τετ-α-τέτ κάθε χρόνο με αφορμή την επέτειο της φυγής σου, θέλω να σου πώ ότι τα αγόρια μεγάλωσαν. Ο Αλέξανδρος τελείωσε τη Νομική και κάνει μεταπτυχιακά στο Τορόντο ζώντας μόνος του και ο Νικόλας φοιτεί στο Αμερικάνικο Κολέγιο. Είναι γυμνασιόπαις.
Τί μοναξιά να μην είσαι κοντά τους, να τους δασκαλεύεις υπομονετικά, να τους γελάς, να τους κάνεις να νιώθουν τόσο πολύτιμοι;
Ο Αλέξανδρός σου σε αποζητάει και ο Τέντυ σου το ίδιο. Οι τρείς μας αναθυμόμαστε τις μέρες της χαράς, τα πάρτυ και την ξενοιασιά μας. Τώρα η σκιά σου πέφτει βαρειά σε κάθε μας βήμα, η απουσία σου ώρες ώρες γίνεται ανυπόφορη.
Σε γλυκοχαιρετώ αγαπημένη μου στέλνοντάς σου ένα φιλί ψηλά στον ουρανό. Χαιρετίσματα στη μαμά και σε όλους αυτούς που έφυγαν απ΄τη ζωή μας.
Να ξέρεις πως κάνω πάντα ησυχία στο δωμάτιό σου γιατί ούτε μιά μέρα δεν ξεχνώ πως η «Κωνσταντίνα Κοιμάται!»
Η αδελφή σου
Ιουστίνη
Saturday, September 17, 2011
Στη Λευκάδα του Σεπτέμβρη
Βρίσκομαι στη Λευκάδα μου και απολαμβάνω παρατεταμένες διακοπές. Ο Σεπτέμβρης είναι ονειρεμένος, οι ορδές των βαρβάρων τουριστών έχουν εγκαταλείψει το τοπίο και το νησί λάμπει μέσα στην απείραχτη ομορφιά του.
Η θάλασσα είναι ήρεμη και ζεστή σα λίμνη, τα μπάνια είναι απόλαυση σώματος και ψυχής. Το πράσινο ζώνει τους κάμπους, οι ελαιώνες ασημίζουν στις ηλιαχτίδες. Οι μέρες δύουν απαλά σκορπίζοντας γαλήνιο φώς στον ορίζοντα. Το φεγγάρι ξετρυπώνει ολόγιομο αδειάζοντας νύχτα με νύχτα.
Οι διακοπές μας είναι άκρως οικογενειακές, καθώς προσπαθούμε να περάσουμε πολύτιμο χρόνο με τους αγαπημένους γονείς και συγγενείς μας. Τους απολαμβάνουμε σε κάθε στιγμή τους. Είναι τόσο σπουδαίες αυτές οι στιγμές, τόσο υπέροχα μοναδικές.
Μια γέννηση ήρθε στη ευρύτερη οικογένεια, η μικρή Βιολέττα της Στέφανι και του Σωτήρη Κηρολίβανου έσκασε μύτη πριν από λίγες μέρες. Η πριγκίπησσα είναι γελαστή και ήρεμη, ευτυχισμένη στο δικό της κόσμο.
Απολαμβάνουμε τη Λευκάδα με τα αγαπημένα μας πρόσωπα γι αυτό κι εγώ θα φέρω φωτογραφίες από τις στιγμές μας. Ισως μια άλλη φορά να προσθέσω ομορφιές της Λευκάδας από τα ανεξάντλητα τοπία της.
Τζουστινάκι
Λευκάδα
Ο πατερούλης περιπατεί με τη βοηθό του κυρία Ράγια
Νικιάνα
Στη Νικιάνα απολαμβάνουμε τα πλουσιοπάροχα μεσημεριανά γεύματα. Ο πατερούλης, ο πεθερός μου Ντίνος Αργύρης και ο Τέντυ
Ο πατερούλης λέει και Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου!
Τα ξαδέρφια Ρίκα και Σπύρος επί το έργον
Η Ρίκα ανάμεσα στον πατερούλη και την κυρία Ράγια
Ψάρι φρέσκο της θάλασσας φτιαγμένο σούπα μπουγιαμπέσσα
Με τον πατερούλη , τη Ρίκα και την Ράγια
Με το Ντίνο και τον Τέντυ
Λυγιά
Στο σπίτι του θείου Στήβ Αργύρη γνωρίσαμε τη νεογέννητη Βιολέττα, εδώ με τον προπάππο της Στήβ Αργύρη και τον πατέρα της Σωτήρη Κηρολίβανο
Τα γενέθλια του Στήβ γιορτάσθηκαν με τούρτα
Οι τρείς άντρες πίνουν ρόζ σαμπάνια
Και οι τέσσερις γυναίεκς ποζάρουν στο φακό: Η νέα μαμά Στέφανι Κηρολίβανου, η γιαγιά Μαρία Αργύρη, η αφεντιά μου και η προγιαγιά Ειρήνη Αργύρη
Εγκλουβή
Βρεθήκαμε και στο ορεινό πατρικό χωριό την Εγκλουβή
Με το νονό του αδερφού μου κ. Αρέθα, το θείο Σπύρο Κολυβά εκ Βασιλικής και τον πρωτοξάδελφο του πατερούλη Κώστα Καλκάνη
Στο καφενείο του χωριού κάτω από τον πλατανο: Στην κάτω σειρά ο Ευγένιος, ο Βασιλης Κολυβάς (πρώτος μου ξάδελφος) κι εγώ ανάμεσα στην πρωτοξαδέρφη Ουρανία και τον Κώστα
Στη φωτογραφία προστέθηκε ο Τεντ
Αυτή είναι η γιαγιά Γιούλω, θαλερή στα 93 της
Περήαφνη που ύπόταξε τη γή στα χέρια της επί 70τόσα χρόνια
Ανάμεσα από τους γιούς της Ευγένιο και Κώστα
Το πατρικό μας σπίτι στην Εγκλουβή
Νικιάνα
Στη Νικιάνα απολαμβάνουμε τα πλουσιοπάροχα μεσημεριανά γεύματα. Ο πατερούλης, ο πεθερός μου Ντίνος Αργύρης και ο Τέντυ
Ο πατερούλης λέει και Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου!
Τα ξαδέρφια Ρίκα και Σπύρος επί το έργον
Η Ρίκα ανάμεσα στον πατερούλη και την κυρία Ράγια
Ψάρι φρέσκο της θάλασσας φτιαγμένο σούπα μπουγιαμπέσσα
Με τον πατερούλη , τη Ρίκα και την Ράγια
Με το Ντίνο και τον Τέντυ
Λυγιά
Στο σπίτι του θείου Στήβ Αργύρη γνωρίσαμε τη νεογέννητη Βιολέττα, εδώ με τον προπάππο της Στήβ Αργύρη και τον πατέρα της Σωτήρη Κηρολίβανο
Τα γενέθλια του Στήβ γιορτάσθηκαν με τούρτα
Οι τρείς άντρες πίνουν ρόζ σαμπάνια
Και οι τέσσερις γυναίεκς ποζάρουν στο φακό: Η νέα μαμά Στέφανι Κηρολίβανου, η γιαγιά Μαρία Αργύρη, η αφεντιά μου και η προγιαγιά Ειρήνη Αργύρη
Εγκλουβή
Βρεθήκαμε και στο ορεινό πατρικό χωριό την Εγκλουβή
Με το νονό του αδερφού μου κ. Αρέθα, το θείο Σπύρο Κολυβά εκ Βασιλικής και τον πρωτοξάδελφο του πατερούλη Κώστα Καλκάνη
Στο καφενείο του χωριού κάτω από τον πλατανο: Στην κάτω σειρά ο Ευγένιος, ο Βασιλης Κολυβάς (πρώτος μου ξάδελφος) κι εγώ ανάμεσα στην πρωτοξαδέρφη Ουρανία και τον Κώστα
Στη φωτογραφία προστέθηκε ο Τεντ
Αυτή είναι η γιαγιά Γιούλω, θαλερή στα 93 της
Περήαφνη που ύπόταξε τη γή στα χέρια της επί 70τόσα χρόνια
Ανάμεσα από τους γιούς της Ευγένιο και Κώστα
Το πατρικό μας σπίτι στην Εγκλουβή
Παραμένει εγκαταλελειμένο από εμάς τους απόγονους, εραστές ξένων πατρίδων
Tuesday, September 6, 2011
Ερωτας στην Ομίχλη, 20 Σεπτεμβρίου στα βιβλιοπωλεία
Ενα καινούριο μυθιστόρημα προστέθηκε στη ζωή μου, αφού πέρασε τις γνωστές διαδικασίες, της σύλληψης, της κύησης και τώρα της εξόδου. Περί τις 20 Σεπτεμβρίου ο «Ερωτας στην Ομίχλη» θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία κι εγώ θα αγωνιώ γιά το ταξίδι του.
Πρόκειται γιά ένα μυθιστόρημα με βαθειά ανθρώπινους χαρακτήρες, βασισμένο στην αληθινή ιστορία μιας κυρίας , που μου το αφηγήθηκε με μεγάλη συγκίνηση, πιστεύοντας πως θα μπορούσα να ζωντανέψω την κορυφαία και μαζί τραγικότερη καμπή της ζωής της.
Δεν θα προχωρήσω περισσότερο, καθώς θα αφήσω τον πρόλογο να δώσει το στίγμα.
Ερχομαι στην Ελλάδα και θα προσπαθήσω να βρεθώ με ανθρώπους που αγαπώ και αγαπούν να με διαβάζουν.Είναι η πιό ανταποδοτική στιγμή της συγγραφής, η διάδραση με τους αγαπημένους φίλους που ξεκίνησαν απο αναγνώστες κι έφτασαν μέχρι την καρδιά και το μυαλό μου.
Καλή αντάμωση στην πατρίδα, καλή πατρίδα αγαπημένες και αγαπημένοι μου...
Ιουστίνη
Πρόλογος
Ξεκίνησα να γράφω αυτό το μυθιστόρημα με βαρύ αίσθημα ευθύνης απέναντι στο πρόσωπο που μου αφηγήθηκε την ιστορία και που θέλησε να κρατήσω την ανωνυμία του.
Πρόκειται για τη διάδραση ενός ολάκερου χωριού, όπως τη βίωσε η πρωταγωνίστρα, μια δασκάλα που έφτασε απο την Θεσσαλονίκη με όνειρα να εργασθεί στο ορεινό χωριό για να μεταδώσει τη γνώση της στα παιδιά ενός επαρχιακού σχολείου της Ελλάδας στα χρόνια του 70.
Η καχυποψία των κατοίκων για το καινούριο πρόσωπο, που έφερνε νέα ήθη και προτάσεις στον πεπερασμένο τους χώρο αλλά και η ανάγκη των γυναικών να ταυτισθούν με τη δασκάλα, έφερε ανατροπή των ισορροπιών στη μικρή κοινωνία που πάλευε να σταθεί ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν υπό τις συνθήκες της καταπιεσμένης και επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας.
Τα καλά κρυμμένα μυστικά των χωρικών, που είχαν μια σχέση σχεδόν καρμική με την απώλεια, η προσπάθεια της ηρωίδας να ακροβατήσει ανάμεσα στην πρόθεσή της να μεταλαμπαδεύσει την παιδεία αλλά και να επιβιώσει ανάμεσα στις τόσες βαριές σκιές της κλειστής κοινωνίας, αποτελούν το φόντο του μυθιστορήματος.
Και μέσα σ΄αυτό το δύσβατο πλέγμα γεννιέται ένας έρωτας, που είναι καταδικασμένος να χαθεί, όπως χάνονται οι άνθρωποι σε τούτο τον παράξενο τόπο. Η Αμαλία αγωνίζεται να λύσει τα δεσμά που φυλακίζουν την αγάπη επιβαρύνοντάς την με πολλαπολές σκιές.
Τα τσακάλια ουρλιάζουν στο βουνό τις νύχτες. Κι εκείνη ακροπατεί στο φεγγαρόφωτο τρέμοντας απο φόβο στα φυλλοκάρδια της, με πρόθεση να ξορκίσει τη μοίρα των αλύτρωτων. Γιατί τούτο το χωριό κατοικείται απο πλάσματα που είναι σημαδεμένα απο μια μοίρα παράξενη κι αιρετική.
Μα, η Αμαλία πιστεύει πως η αγάπη νικάει όλες τις συμφορές. Αθώα κι άμαθη προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη δική της αισιοδοξία και την αναποδραστη αλήθεια.
Η ζωή της είναι μια ασυνηθιστη πορεία προς το άγνωστο. Κι όμως η νεοδιόριστη δασκάλα πιστεύει με σθένος πως μετά τη σταύρωση έρχεται εκείνη η πολυπόθητη ανάσταση! Με αυτό τον προσωπικό μύθο , απορροια της χριστιανικής παιδείας της, αγωνίζεται σιωπηρά για να βρεί το μονοπάτι στο σκοτάδι.
Τούτη η ιστορία της Αμαλίας με έφερε αντιμέτωπη με την πολυπλοκότητα της ζωής και την πάλη των λίγων, που είναι οι εκλεκτοί αλύτρωτοι της φύσης. Μέσα απο την αφήγησή της μπήκα στο ταξίδι μιας κοινωνίας που δεν τη γνώριζα και που την ανακάλυψα σιγά-σιγά.
Οσα με τρόμαζαν για τους ανθρώπους εξανεμίσθηκαν με μιας. Η Αμαλία με έκανε μέρος της προσωπικής της εμπειρίας, φορτώνοντας την αποσκευή της ζωής μου με αμφιλεγόμενα αισθήματα αλλά και μ΄ένα απρόσμενο σθένος για τις απρόβλεπτες στροφές πέρα απο την ευθεία της πλατειάς λεωφόρου!
Ευχαριστώ την Αμαλία για τον πλούτο που πρόσθεσε στην ύπαρξή μου και ελπίζω να μην πρόδωσα την λεπτεπίλεπτη αλήθεια της ούτε γιά μια στιγμή!!!
Subscribe to:
Posts (Atom)