Νιώθω
ευλογημένη διότι το έργο μου μελετάται σε συνέχεια και με λεπτομέρεια απο μια
κυρία των Ελληνικών Γραμμάτων, τη δρα Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού. Η ευρηματική
παρουσίαση της Διλογίας της Λευκάδας στην πατρίδα μου τον περασμένο Αύγουστο και μάλιστα στον ιερό χώρο της Δημόσιας
Βιβλιοθήκης έχει προκαλέσει το θαυμασμό της λογοτεχνικής κοινότητας.
Μοιράζομαι
μαζί σας τη βαθυστόχαστη ανάλυσή της
και σεμνύομαι που είχα την τύχη να απολαύσω μιας τέτοιας προσέγγισης απο μια σπουδαία
και διεισδυτική φιλολογική πέννα.
Τέλος,
σας περιμένω τη Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 7μμ. στο βιβλιοπωλείο ΘΕΜΑ του Παγκρατίου (Φιλολάου
62) με τρατεζάκια έξω και υπέροχους ομιλητές για να ολοκληρώσουμε αυτό τον
αγαπημένο διάλογο με αφορμή τις Ξυπόλυτες στην Αμμο.
Σας
καλώ για μια τελευταία αγκαλιά
Τζουστινάκι
Διάλογος
για τη Διλογία της Λευκάδας
Tης δρος Παρασκευής
Κοψιδά-Βρεττού
Ιουστίνης
Φραγκούλη-Αργύρη: Η διλογία της Λευκάδας (Ψηλά τακούνια για πάντα-Ξυπόλυτες
στην άμμο, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2013 και 2014)).
Πώς και
γιατί μυθιστορεί τη Λευκάδα η συγγραφέας.
Ένας φανταστικός διάλογος κριτικού
λογοτεχνίας με επαρκή αναγνώστη
Επαρκής αναγνώστης: Κρατάω στα χέρια μου τα
δυο μυθιστορήματα της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη. Μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωσή
τους: Ψηλά τακούνια για πάντα (εκδ.
Αρμός, Αθήνα 2013) και Ξυπόλυτες στην άμμο
(εκδ. Αρμός, Αθήνα 2014). Η συγγραφέας τα ονομάζει: η διλογία της Λευκάδας. Που σημαίνει συνοχή
και συνέχεια. Είναι τελικά αυτοτελή μυθιστορήματα δηλαδή διαβάζονται ανεξάρτητα
ή με τη σειρά, σύμφωνα με τη συγγραφή και τον χρόνο έκδοσής τους;
Κριτικός
λογοτεχνίας: Προηγούνται, σημειολογικά μόνον, τα Ψηλά Τακούνια. Από τα ψηλά τακούνια αρχίζει το άγριο φλέρτ
των γυναικών με τη μυστική και φανερή σαγήνη του φύλου τους. Από τα ψηλά
τακούνια αρχίζει ο πειρασμός της ενηλικίωσης και οι ευφορικές προσδοκίες της.
Τα ψηλά τακούνια είναι ο έρωτας, η πρόκληση, ο αισθησιασμός, η αιώνια υπόσχεση
μιας φυλετικής ασυναγώνιστης πρόκλησης. Τα ψηλά τακούνια είναι το εξωτερικό
σημείο αναγνώρισης της βιολογικής και
κοινωνικής ταυτότητας της γυναικείας ανθρωπολογίας. Είναι ο κατοπτρισμός της
προσωποποιημένης νεότητας στη διαχρονική του αποτύπωση.
Τα ψηλά τακούνια χαμηλώνουν όταν την προσδοκία
διαδέχονται οι αλλεπάλληλοι ρεαλισμοί, όταν η νεότητα παραδίδεται σε μια
παρατεταμένη ενηλικίωση. Όταν ο έρωτας γίνεται απολογισμός ζωής. Και όταν οι
άνθρωποι-οι γυναίκες- συμφιλιώνονται με το παρόν και το μέλλον τους αναζητώντας
στο εξημερωμένο παρελθόν τους νοσταλγικούς locos amoenos μιας
πεπερασμένης ερωτικής και συγκλονιστικής ευτοπίας. Αυτά για την ιεραρχία της συμβολικής
χειρονομίας των έργων-η μυθοπλασία δεν έχει προϋποθέσεις και όρους ανάγνωσης. Το
πρώτο μυθιστόρημα ανακαλύπτει το μυθιστορικό υλικό, ανασκάπτει και σμιλεύει τις
ηρωίδες , έξι φίλες των σχολικών χρόνων, στην πιο εκρηκτική στιγμή της εφηβείας
τους, μόλις τελειώνουν το σχολείο και ορμητικά επιτίθενται στη ζωή. Αλλά αυτή
προλαβαίνει και τους αντεπιτίθεται βίαια στην αρχή μόνον της ζωής τους.
Τις παρακολουθεί συνεχώς η συγγραφέας τις έξι
φίλες, τις μεγαλώνει αργά και κηδεμονεύει στοργικά τα όνειρα της ενηλικίωσής
τους. Τις φέρνει μέχρι τα σαράντα τους χρόνια, γυναίκες πια-που σημαίνει
συζυγία, μητρότητα, καριέρα σε διαφορετικά σενάρια και προσωπικές ιστορίες. Το δεύτερο μυθιστόρημα Ξυπόλυτες στην άμμο εικονίζει αφηγηματικά την ωρίμανση, μετά την πέμπτη
δεκαετία, την ψυχολογία της ματαίωσης, τις πικρές βεβαιότητες των κρίσεων στην εμπειρική
σοφία του βιώματος.
Ε.Α. Ένα μυθιστόρημα στηρίζεται στις
συγκρούσεις: εμπράγματες, κοινωνικές,
ψυχολογικές, υπαρξιακές. Από εκεί δημιουργείται και το στοιχείο της
δραματικότητας του έργου. Πώς οικοδομείται
το συγκρουσιακό στοιχείο στο έργο της Ι.Φ.Α.;
Κ.Λ. H πρώτη σύγκρουση εισβάλλει
με την τραγικότητα της οριακής
αντίθεσης τη στιγμή μιας απόλυτης
εφηβικής ευτυχίας. Τη στιγμή που σμιλεύεται το όνειρο της ελευθερίας έξι
συμμαθητριών, τόσο απλό και τόσο απόλυτο,
εκείνη ακριβώς τη στιγμή
επιτίθεται με τη μορφή ενός εφιάλτη η αυτοκτονία του πατέρα της
Τζούλιας. Επέπρωτο να σκιάσει για πάντα την πορεία τους προς την ενηλικίωση.
Και να ανατρέψει ό,τι μέχρι τότε μπορούσαν να προβλέψουν από τα απλά και ωραία
της ζωής τους. Έκτοτε και στα δύο
μυθιστορήματα θα κυριαρχεί αυτή η αποτρόπαια ανατροπή και θα επανέρχεται
συνέχεια σε επαναλαμβανόμενα gros plan, όπου το κόκκνο χρώμα θα είναι μια ανεξάλειπτη
σημειολογία φροϋδικής κατάδυσης στο τραυματισμένο υποσυνείδητο της κεντρικής
ηρωίδας και στις συναισθηματικές του αντανακλάσεις στις άλλες παλιές φίλες. Πότε
σαν πελώρια κόκκινη κηλίδα αίματος, πότε-στο δεύτερο μυθιστόρημα-σαν μια
πλημμυρίδα κόκκινων τριαντάφυλλων που θα σκέπουν το σώμα του αυτόχειρα σε ένα
ψυχαναλυτικό ονειρικό σκηνικό της Τζούλιας στην πορεία προς την τελική ψυχική
της κάθαρση. Και σταθερά σαν μια εξπρεσιονιστική δοκιμή του κόκκινου σε
αφαιρετικά εικαστικά τοπία που ανασκάπτει και εκβάλλει στις ζωγραφικές της
συνθέσεις η ηρωϊδα στη χρόνια προσπάθεια αυτοθεραπείας της.
Οι άλλες συγκρούσεις-δευτερεύουσες και ως προς
την έντασή τους και ως προς τη μυθιστορική τους σημασία, διασταυρώνονται στις
παράλληλες ιστορίες ζωής των συμμαθητριών, στους εγκιβωτισμούς και στις
αφηγηματικές παρεκβάσεις που πλαισιώνουν με ποικίλο υλικό της καθημερινής
ανθρωπολογίας τον κεντρικό μύθο: συγκρούσεις μεταξύ προσδοκίας και
πραγματιότητας, συγκρούσεις της συζυγίας, συγκρούσεις υπαρξιακές και
ψυχολογικές. Τα πρόσωπα φορείς των συγκρούσεων είναι οι πιο αυθεντικές
ενσαρκώσεις του αγώνα μεταξύ
αντικειμενικών συνθηκών και συναισθημάτων που «κανονίζουν» την κόπωση και την
παρακμή των ανθρώπινων-συζυγικών σχέσεων μέσα στην οικογένεια και δραματοποιούν
την καθημερινότητα. Θα έλεγα ότι η τελευταία επιλογική καθαρτήρια σύγκρουση
συναντάται και ανελίσσεται με όρους ψυχαναλυτικής προσέγγισης στο δεύτερο μυθιστόρημα:
πρόκειται για τη σύγκρουση της κεντρικής ηρωίδας με ό,τι εξυφαίνει το
τραυματικό της υποσυνείδητο: τον εαυτό της, τους χρόνους της-παρελθόν, παρόν ,
μέλλον-, τη μάνα της, τον τόπο της,τις πρωταγωνίστριες αναμνήσεις. Γιατί και στα δυο μυθιστορήματα τελικά οι
πραγματικές πρωταγωνίστριες είναι οι αναμνήσεις-«σε ένα τρόπο και τόνο, τον
αναμνηστικό», όπως, τηρουμένων των αναλογιών, σχολιάζει ο Νάνος Βαλαωρίτης για την ποίηση
του προπάππου του, Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Ε.Α. Νομίζω ότι μπορούμε τώρα να μιλήσουμε για
την εντοπιότητα των έργων. Το πώς και το γιατί η Λευκάδα. Αν και οι
δημογραφικές μετακινήσεις των έξι
συμμαθητριών, συνυφασμένες με τα επύλλια της επαγγελματικής-ακαδημασϊκής τους
καριέρας ή και με τις ψυχολογικές περιελίξεις της μοίρας τους μας ξεναγούν σε
πολλούς και διαφορετικούς τόπους εκδιπλώνοντας έναν γοητευτικό
κοσμοπολιτισμό-πιστεύω τόσο πειστικό γιατί είναι το προσωπικό βίωμα της ίδιας
της συγγραφέως.
Κ.Λ. Το τελευταίο δεν το σχολιάζω ιδιαίτερα.
Ίσως, γιατί ο συγγραφέας, όπως πλάθει
και μεγαλώνει τους ήρωές του, έτσι πλάθει και τους τόπους και τους χρόνους
τους. Άλλωστε είναι υπόθεση της ιστορικής προσέγγισης της λογοτεχνίας η
αστυνομική τρόπον τινά ανίχνευση της παρουσίας του συγγραφέα μέσα στο έργο του.
Η Λευκάδα, ωστόσο, υπάρχει καταλυτικά ως αφετηρία και το ίδιο ως επίλογος,
γιατί συνδέεται με τον αναμνηστικό τρόπο, με τον οποίο δομούνται τα έργα αυτά.
Είμαστε ως γενιά, καλοανατεθραμμένοι με τους κλασικούς, τους αρχαίους και τους
Ευρωπαίους κλασικούς. Με το πρώτο ψυχαναλυτικό σοκ που δέχεται η λογοτεχνική
παράδοση της δύσης, αρκετά πριν από τη φροϋδική ψυχανάλυση. Κι αυτό το σοκ
είναι δεμένο με τον αναμνηστικό τρόπο γραφής... Πρέπει να μαζεύω τα πράγματα. Η
Λευκάδα είναι ένα νησί, πρωταγωνιστεί στο άνοιγμα της αυλαίας, πρωταγωνιστεί με
το κλείσιμο της αυλαίας. Κι απόψε πάλι πρωταγωνιστεί...μια άλλη μυθοπλασία της
εντοπιότητας η αποψινή. Χωρίς τη
Λευκάδα, χωρίς την κάθε Λευκάδα-τον εντοπισμένο βιωμένο πολιτισμό του τόπου
δηλαδή, που γίνεται προσωπικός πολιτισμός, ο συγγραφέας, ο κάθε συγγραφέας
είναι κενός και ανερμάτιστος. Η Λευκάδα λοιπόν είναι στα έργα αυτά, ο ιστός της
κορυφαίας ευτυχίας : καλοκαίρι, διακοπές, ατίθαση εφηβεία, το όνειρο του έρωτα,
απελευθέρωση. Και αίφνης, όπως στον σολωμικό Πόρφυρα, της απρόσμενης εισβολής
του κακού και της τελικής, σε μακρό χρόνο, κάθαρσης, με την αριστοτελική
σημασία αν θέλετε, ή με τη σημασία της ανθρώπινης τραγικότητας της ύπαρξης-που
πάντοτε, στα μικρά και στα μεγάλα οδεύει προς την αναζήτηση μιας κάθαρσης. Και δω υπάρχει ένα στοιχείο ποίησης. Αυτό το
στοιχείο αναγιγνώσκεται στις αναμνήσεις
, του τόπου και του χρόνου πριν. Το Καφενείο των Ελαιών και το Καφενείο των
Πλατανιών, η απέραντη ζωγραφική θάλασσα του Άη-Γιάννη, της Γύρας, των Μύλων,
του Κάστρου, οι ειδυλλιακοί περίπατοι σε δύσεις και οι ανατολές. Μα ακόμα, αν
κι αυτό δεν έγινε συνειδητοποιημένα, μήπως και η μεγάλη ζωγράφος του κόκκινου,
η Τζούλια που βάφει τις θάλασσες και τα ποτάμια και τις λίμνες κόκκινα, δεν
είναι η μεγάλη ζωγραφική των αχανών πεδίων τουΘεόδωρου Στάμου; Όπως ζουν στην απέραντη οθόνη της
εικαστικής μας εμπειρίας απ’αυτόν.
Πιστεύω
πάντως, πως για τον καθένα μας, ένα στοιχείο ποίησης
οδηγεί στην προσωπική του κάθαρση. Έτσι
και για την ηρωίδα της Ι.Φ., δεν μπορούσε παρά η ποίηση του γενέθλιου τόπου,
που την έκαμε πρωταγωνίστρια μιας τραγικής ιστορίας-στοιχείο ποίησης κι αυτό- αυτή
και μόνον αυτή ,να την αποκαθάρει από τις ανεπούλωτες πληγές της.
Ε.Α. Αφού
πρώτα περάσει από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Πάνω και πέρα από τα εργαλεία της
επιστήμης του, το στοιχείο που διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στην
αποτελεσματικότητα της ψυχιατρικής παρέμβασης για την πρωταγωνίστρια είναι η επινόηση του
ελληνικής καταγωγής γιατρού και η δυνατότητα να μιλήσει στη γλώσσα της. Δεν
είναι τυχαία ούτε τόσο αθώα τα αφηγηματικά δεδομένα. Θα διέβλεπα ένα άλλο είδος
νόστου εδώ-τον νόστο της μητρικής γλώσσας, στοιχείο αλλοτρίωσης του για
οποιονδήποτε λόγο μετανάστη. Η πρωταγωνίστρια θα λυτρωθεί τελικά και θα
συμφιλιωθεί με τον τόπο και τις τραυματικές αναμνήσεις της, αφού πρώτα
κατακτήσει τον αυθεντικό εαυτό της, την αυθεντική ψυχή της μέσα από την
ελεύθερη και φυσική χρήση της δικής της γλώσσας.
Κ.Λ. Εξαιρετική επισήμανση. Για τον καθένα
μας, για τον συγγραφέα ιδιαίτερα. Να κατασκευάζεις από ένα σύνολο δομών,
κανόνων, συμβάσεων, κωδίκων και παραπέρα ήχων, χρωμάτων, συνδέσεων τον
προσωπικό σου γλωσσικό κώδικα και να τον εκθέτεις σε προφορικό ή γραπτό λόγο,
σε προφορική ή γραπτή επικοινωνία είναι το προσωπικό θαύμα μιας κατάκτησης. Δεν
εννοώ την κατάκτηση της γλώσσας-αυτό είναι ανέφικτο-εννοώ την κατάκτηση του
εαυτού. Η “ομιλία”-η προσωπική περιουσία του λόγου-είναι τόσο διαυγής κοινωνικά
όσο και η το είδωλό μας στον καθρέφτη. Κι
επίσης τόσο διαυγής συναισθηματικά και ψυχολογικά. Πίσω από τις αυτόματες
γλωσσικές επιλογές, τις λέξεις και τη δόμησή τους υπάρχουν και μεταδίδονται το
ίδιο αυτόματα στον αποδέκτη συναισθήματα, ψυχολογικά τοπία και τονικότητες. Και
ο συγγραφέας είναι η «ομιλία» του με όρους του Saussure, όπως ο ζωγράφος
είναι το χρώμα του και οι συναισθηματικές του τονικότητες. Η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη,
ως συγγραφέας που λειτουργεί το έργο της με τη δική του γλωσσική ιδιόλεκτο, στα
όρια της επικοινωνιακής προφορικότητας, έχει κατακτήσει την ωραία αφηγηματική
ψυχραιμία με την οποία κανοναρχεί το δραματικό περιβάλλον της μυθοπλασίας της.
Και αποφεύγει κίβδηλες και μη πειστικές υπερβολές τόσο στην αφηγηματική
διαδικασία όσο και στις πρωτογενείς αντιδράσεις των ηρωίδων της. Εγχειρεί
επίσης με μαεστρία τις γλωσσικές ποικιλίες και τις γλωσσικές ηλικιακές
μεταβάσεις ανάλογες με τη δημογραφία των ηρωίδων της. Έτσι, η ιστορικότητα που
συνέχει τις ηρωίδες της μυθοπλασίας της γίνεται αντίστοιχα και γλωσσική
ιστορικότητα-που σημαίνει χρονικά και τοπικά συμφραζόμενα του λόγου. Εκφράσεις
της δεκαετίας του εξήντα και λέξεις της τοπικότητας μεταγράφονται στη συνέχεια,
κάτω από διαφορετικά δημογραφικά δεδομένα, σε σύγχρονη εφηβική ή τηλεοπτική ιδιόλεκτο. Πετυχαίνει έτσι τις γλωσσικές διασταυρώσεις αλλά και τις
γλωσσικές μετεξελίξεις των γενεών ή και της ίδιας γενιάς μέσα στο χρόνο.
Ε.Α. Η ιστορικότητα της γλώσσας λοιπόν. Τα όρια του τόπου και του χρόνου που
την καθορίζουν. Αλλά στη ζωή των πρωταγωνιστριών τι ρόλο παίζει η ιστορία;
Κ.Λ. Η μυθοπλασία κι ένα σημαντικό μέρος του
εφηβικού βιώματος -στα Ψηλά τακούνια-μετέχει στη συγχρονία
της ιστορίας. Το παρόν των ηρωίδων που
γράφει ιστορία: Δικτατορία, Πολυτεχνείο, Κύπρος, αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Το
πολιτικό σκίρτημα μιας γενιάς απολιτίκ που εμπλέκει την εφηβική της αφύπνιση
μέσα στην ιστορία και εντάσσει στα όνειρά της το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου.
Ενθουσιασμός, συνθήματα, αναγνώσεις, ηρωολατρία, ροκ μουσική, συμβολισμοί και
ενδυματολογικές προσαρμογές στον επαναστατικό ρυθμό της ιστορίας. Αυτά όλα στα Ψηλά τακούνια για πάντα. Στην ανατομία
της εφηβείας της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Και στην ανατομία της εφηβείας
των ηρωίδων της μυθοπλασίας. Αργότερα ο κόσμος ρυτιδιάζει. Όχι ο μεγάλος κόσμος
της απρόσωπης ιστορίας. Της ανθρωπότητας. Ο μικρόκοσμος της ενηλικίωσης των
πρωταγωνιστριών στο επόμενο μυθιστόρημα: Ξυπόλυτες στην άμμο, κουράζεται. Απογοητεύει και προπάντων
απογοητεύεται. Τα υποκείμενα μετέχουν στη διάψευση της εφηβείας τους. Η ζωή τους,
το χρονικό μιας αφόρητης πλήξης. Και η βεβαιότητα πως ο κόσμος δεν αλλάζει,
γι’αυτό και παύουν να ασχολούνται μαζί του. Ούτε μια αναφορά άμεση ή έμμεση
στην ιστορία. Τη θέση της παίρνει τώρα η ψυχολογία. Η προσωπική τους ψυχολογία.
Μετά τα σαράντα, στην πορεία προς την
ωρίμανση, ένας άλλος «ναρκισσισμός»-εκείνος της επιβίωσης και της ανακάλυψης
νέου νοήματος, επιζητεί την ψυχολογική του ερμηνεία και παρέμβαση. Διάφορες
μορφές συμφιλίωσης ανελίσσονται με εκπληκτική εμπειρική ψυχολογική ανάλυση και
λυτρωτικές παρεμβάσεις: η συμφιλίωση με το παρελθόν-η Τζούλια πρωταγωνιστεί και
εδώ καθώς είναι σημαδεμένη από το πεπρωμένο που η αφήγηση της επεφύλαξε εξαρχής.
Η συμφιλίωση με την ατομική μοίρα και η συνέχεια. Η συμφιλίωση με την ηλικία. Η
συμφιλίωση με τους ρόλους. Και η σκηνοθεσία –το ψυχολογικά σχεδιασμένο σκηνικό
της επιστροφής όλων στην πατρίδα. Για
λίγο μόνον. Όσο χρειάζεται η νοσταλγία ώστε να γίνει λυτρωτικό βίωμα. Και η
φιλία, αδιατάρακτη περιουσία και εγγύηση ακριβή της ζωής όλων τους. Ο τόπος
φιλοξενεί την ανάμνηση, τη βάσανο της εφηβικής ουτοπίας που δεν πραγματώνεται
ποτέ. Αλλά επανακάμπτει στην πατρίδα που γεννήθηκε για να ξαναζήσει τη δεύτερη
ζωή της.
E.A. Στο νησί θα γίνει η ολική-θα λέγαμε-συμφιλίωση. Όλων με όλα. Στην
καταληκτική σκηνή που διαδραματίζεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη θα σμίξει η
εντοπιότητα με τις ξενιτεμένες φίλες και τις οικογένειές τους. Μια σκηνοθεσία
γεμάτη λυτρωτική σασπένς, εγκάρδια συνωμοσία πολλών κι αγαπημένων της
ηρωίδας, θα φιλοξενήσει το καλλιτεχνικό
περιβάλλον, προέκταση και συμβολισμός ταυτόχρονα της παράδοσης του τόπου από
τον οποίο αναδύεται και στον οποίο επιστρέφει αποκαθαρμένη η ανάμνηση. Τη ζούμε
σε πολλές εκτροπές του παρόντος των γυναικών και σε πολλούς εγκιβωτισμούς
μικρότερων ιστοριών. Αλλά το χρονικό των αναμνήσεων στο κοιμητήριο, εκεί που η
Τζούλια ξαναβρίσκει το χέρι του πατέρα της και παραδίνεται στις ενδόμυχες
εκρήξεις της ανέμελης παιδικότητας! Κορυφαίος μονόλογος σε ήσσονες κλίμακες
ώστε να μην εκπέσει στην υπερβολή της ηχηρής συναισθηματολογίας. Έξω από το
κοιμητήριο η παιδικότητα συνεχίζει το παιχνίδι της. Η μικρή Βιολέτα στο ίδιο
σοκάκι, να παίζει σκοινάκι, σύμβολο της
αδιατάρακτης λειτουργίας της ζωής! Νομίζω ότι ψυχολογία και απλή φιλοσοφία της
ζωής συναινούν στο νόημά της: που είναι η φιλία, η αγάπη…Ακόμα και οι άντρες χωρούν, οι σύζυγοι των ηρωίδων αποκαλύπτονται,
υπάρχουν, είναι παρόν. Μετέχουν στο παιχνίδι της αγάπης…
Κ.Λ. Πράγματι.
Φαινομενικά μπορούμε να μιλήσουμε για γυναικεία λογοτεχνία, για τη
σπουδή της γυναικείας ψυχής, τις ανάγκες της, τον ιστό των ονείρων και των
συνακόλουθων διαψεύσεων καθώς η επαναστατημένη εφηβεία παραδίνεται στη
μυλόπετρα της καθημερινής σύμβασης. Ωστόσο, όλα τα ρεάλια της ζωής των γυναικών
και στα δύο μυθιστορήματα, αλλά και οι χαρές και οι οδύνες τους προπάντων είναι
συνυφασμένες με την ύπαρξη των ανδρών δίπλα τους, μέσα τους: συζύγων, εραστών
άλλοτε, και άλλοτε παλιών φίλων και θαυμαστών με τους οποίους είχε αρχίσει το
φλερτ με τη ζωή…Έτσι, τα έργα προσφέρουν το κάτοπτρο αλληλοαναγνώρισης της
γυναικείας φύσης αλλά και το εγχειρίδιο γνωριμίας με τη γυναικεία φύση,
αναγκαίο οδηγό αποκάλυψης των μυστικών της συνύπαρξης, για κάθε άντρα που θέλει να σπουδάσει την ευαισθησία
των διανθρώπινων-διαφυλικών σχέσεων. Και να πετύχει στις προκλήσεις της.
Ε.Α. Τελικά η Λευκάδα, θα γίνει στα
μυθιστορήματα της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη,
και συμβολικά, ο τόπος της ομορφιάς. Της φύσης και των συναισθημάτων,
και της αξίας της ανθρωπιάς, της φιλίας, της αγάπης…Και θα την περιμένουμε την
ίδια, μαζί με τα βουερά καλοκαίρια της ζωής όλων μας, να μετουσιώνει την
ανάμνηση του καλού σε αέναη μελλοντική προσδοκία του…