΄
Αυτές οι μέρες μου
φέρνουν κύματα αναμνήσεων απο τις παιδικές μέρες της Λευκάδας. Η Πρωτοχρονιά
είναι σημαδεμένη με τις ομορφότερες στιγμές της ζωής μου. Ηταν η μέρα που
έσμιγαν όλες οι αναμονές μου κι έπαιρναν σάρκα και οστά τα ακατέργαστα όνειρά
μου.
Ξυπνούσαμε λοιπόν πρωί ,
πολύ πρωί με τα αδέλφια μου και τρέχαμε στην είσοδο του σπιτιού, όπου ο Αη
Βασίλης είχε αφήσει τα δώρα μας τυλιγμένα σε όμορφα πολύχρωμα χαρτιά. Ο καθένας
μας άνοιγε με προσμονή όσα είχε ευχηθεί να λάβει απο τον Αη Βασίλη, που δεν
λεγόταν Σάντα αλλά ερχόταν απο τη Καισάρεια της Μικράς Ασίας. Ο πατερούλης μας
εξηγούσε απο την προηγουμένη την λαμπρή σκέψη και την ανάπτυξη του Χριστιανικού
Λόγου απο το Μέγα Βασίλειο.
Υστερα ψάχναμε κάτω απο
το μαξιλάρι μας και βρίσκαμε το μποναμά μας. Ο πατερούλης είχε γλυστρήσει και
είχε αφήσει το δεκάρικο στα προσχολικά χρόνια, το κατοστάρικο αργότερα στα
μαθητικά μας χρόνια. Κι εμείς πηδάγαμε απο τη χαρά μας γιατί ήμασταν κιόλας
πλούσιοι στο μικρό μας μυαλουδάκι. Χώναμε τον πρώτο μποναμά στον κουμπαρά μας
έκαστος και τρίβαμε τα χέρια κάνοντας σχέδια για τις αγορές μας.
Η μαμά μας έντυνε με τα
καλά μας, κοστούμι ο Αποστόλης, ωραία βελούδινα κόκκινα φουστάνια για μένα και
την Κωνσταντίνα και μαύρα λουστρίνια παπούτσια με άσπρα σοσόνια τελειωμένα με
δαντελίτσα. Παίρναμε το μακρύ δρόμο για το εκκλησάκι του Αη Βασίλη, που ήταν
χωμένο κάπου μακριά στις άλλες γειτονιές, λίγα βήματα απο το μώλο.
Στην πορεία προς την
εκκλησία γινόμασταν μάρτυρες μιας
απίστευτα αναστατωμένης πόλης απο τους βανδαλισμούς της προηγούμενης νύχτας,
γιατί τόχουν σαν έθιμο οι Λευκαδίτες μετά τα μεσάνυχτα να γυρνάνε με τρέλλα
στην πόλη και να αναποδογυρίζουν τενεκέδες, να πετάνε σερπαντίνες και κομφετί
με το γύρισμα του χρόνου.
Μετά την θεία λειτουργία, βιαστικά
επιστρέφαμε σπίτι μας. Η μαμά έσπαγε το ρόδο της ευφορίας και γλυστρούσαν σε
όλη την είσοδο οι ρόζ φούξια καρποί της αναμενόμενης ευτυχίας. Ηταν μια στιγμή
που με έκανε να χαίρομαι γιατι κάθε κόκκος και μια ευχή, έλεγε η μητέρα.
Κι ύστερα έφταναν οι
ήχοι της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Λευκάδες. Γλυκοί αγαπημένοι ήχοι απο τους μουσικούς της Φιλαρμονικής Λευκάδας που περνούσαν απο κάθε σπίτι κι έπαιζαν τα
κάλαντα , στολίζοντας την Πρωτοχρονιά μας με τις νότες που ερχόνταν σαν
κύματα απο τα υπέροχα πνευστά. Η κορνέτα του Καμινάρη θα συντροφεύει πάντοτε
τις μνήμες της Πρωτοχρονιάς. Το αξέχαστο σολάρισμά του μπροστά απο το σπίτι του
παπα-Νίκου ήταν η ευτυχέστερη στιγμή της υπέροχης μέρας.
Το μεσημέρι πριν απο το γεύμα , ήταν καθιερωμένο έθιμο. Η μαμά μου έδινε ένα καλαθάκι με καλούδια των Γιορτών και επισκεπτόμουν την κυρα Λόπη Λογοθέτη και την οικογένειά της να κάνω ποδαρικό στο σπίτι τους. Η κυρά-Λόπη ήταν μια αρχόντισσα απο μεγάλη οικογένεια που είχε παντρευτεί τον μοναχογιό και άρχοντα της γειτονιάς Βασιλάκη Λογοθέτη. Παρότι ήταν μια γενιά μεγαλύτερη απο τη μαμά, οι δυό γυναίκες ήταν πολύ δεμένες μεταξύ τους.
Η κυρά-Λόπη έμαθε στη
μαμά χιλιάδες μυστικά της νοικοκυροσύνης και ήταν η αγαπημένη μου γειτόνισσα
γιατί μέχρι το τέλος της ζωής της ήταν διαυγέστατη, δυναμική και τρομερά
τελειομανής σε όλα της. Τη θαύμαζα και τη λάτρευα γιατί όταν έπεφτα και
χτυπούσα στο κυνηγητό μου έλεγε : "Μέχρι να παντρευτείς θα γειάνει η πληγή σου!"
Εκανα το ποδαρικό λοιπόν
ντυμένη πάντα με τα γιορτινά μου, με έβαζαν κι έλεγα τα κάλαντα γιατί η κυρά-Λόπη
τόχε σε καλό αυτό το έθιμο. Με φίλευαν
τα υπέροχα γλυκά της (μελομακάρονα και κουραμπιέδες), μου έδιναν και μποναμά (ή
στρούνα) κι έφευγα για το σπίτι μου φορτωμένη και χαρούμενη που είχα εκπληρώσει
το ιερό καθήκον του ποδαρικού.
Το απόγευμα επισκεπτόμουν
με τη μαμά τη Νονά Ιουστίνη στο Δεσποτικό και το Νονό Μητροπολίτη Δωρόθεο (ήταν
αδελφός της Νονάς αλλά για εμάς ήταν ένας αληθινός Νονός). Η μαμά φορτωμένη
πιατέλες με γλυκά κι εγώ ντυμένη με ένα φόρεμα σεμνό, ειδικό για την περίσταση.
Μας άνοιγε ο διάκος κι
ανεβαίναμε σιγά σιγά τα σκαλοπάτια του Δεσποτικού για να μην ακούγονται τα τριξίματα
στις παλιές φθαρμένες σανίδες. Η Νονά έλεγε να μιλάμε χαμηλόφωνα να μην
ενοχλούμε το Νονό που προσευχόταν.
Η Νονά μου είχε έτοιμο σε ένα περιποιημένο πακέτο
πάντοτε ένα φουστάνι ή καπέλο και μου έλεγε πόσο όμορφη ήμουν και πόσο
σημαντικό ήταν να μορφωθώ, να πάω στο Πανεπιστήμιο. Κι εγώ έτρωγα το υπέροχο
γλυκό σταφύλι και είχα αρχίσει να βαριέμαι, γιατί μιλούσαν με τη μαμά κι έλεγαν
κουβέντες που δεν καταλάβαινα.
Κι εκεί που όλα ήταν
βαρετά, ερχόταν ο διάκος και με έπαιρνε απο το χέρι. Με επισημότητα ανακοίνωνε
την παρουσία μου στο Δεσπότη Δωρόθεο. Κοκκίνιζα απο τη ντροπή και απο το φόβο
μου. Εκανα 9 μετάνοιες κι έπαιρνα την ευλογία του. Κι ένα χιλιάρικο που ήταν
για την προίκα μου όπως μου έλεγε κάθε φορά.
Κατάπινα τη ντροπή και
τον φόβο μου, έλεγα "Ευχαριστω Σεβασμιώτατε" κι έτρεχα κουτρουβαλώντας τα
σκαλοπάτια, όπου η μαμά με περίμενε για να επιστρέψουμε σπίτι μας. Ημουν
χαρούμενη, τόσο χαρούμενη που θα μπορούσα να κοκορευτώ στα αδέλφια μου ότι
ήμουν η πιό πλούσια στους μποναμάδες γιατί μετρούσα χίλια και ένα,δύο ...
Χρόνια πολλά , Καλή Πρωτοχρονιά
και να γεμίζετε τις καρδιές των παιδιών με αναμνήσεις!
Τζουστινάκι
Οι παιδικές φωτογραφίες είναι απο τα άλμπουμ του εξαδέλφου μου Τζίμμη?Δημήτρη Φραγκούλη