Η Σαρακοστή στην
Ελλάδα άρχιζε μέσα στη χαρά. Η πρώτη μέρα της νηστείας ήταν ένα πανηγύρι όπου ο
κόσμος έβγαινε στη φύση να απλώσει τα νηστήσιμα μεζεδάκια δίκην πικ-νικ και να
πετάξει τον αετό διατρανώνοντας την ανάγκη του να συναντήσει την άνοιξη και τους
γαλάζιους ουρανούς της.
Φέτος, πάλι
κλεισμένη στο Μόντρεαλ, έχω απέναντί μου την χιονισμένη πλαγιά του βουνού. Τα
ολόγυμνα δένδρα ταλαιπωρημένα απο τη λαίλαπα του χειμώνα στέκουν σα γερασμένα
παρακάλια. Ο ουρανός καθάριος και
ολογάλανος θαρρείς περιμένει τους χαρταετούς,
ο ήλιος ψηλά στο στερέωμα λάμπει ψεύτικα. Η θερμοκρασία είναι στους -20
βαθμούς Κελσίου και η απόπειρα για περπάτημα στο δρόμο είναι περίπου
αυτοκτονική.
Ετσι, αναπολώ τις
μέρες της χαράς στη μικρή Λευκάδα. Ο αδελφός μου ένα μήνα πριν απο τα Κούλουμα
είχε πάει στο Δελλαπόρτα (το βιβλιοχαρτοπωλείο της γειτονιάς) και είχε αγοράσει
κόκκινες και άσπρες κόλες γλασέ (Ολυμπιακοί ταγμένοι όλοι στην οικογένεια),
καθώς και ψαρόκκολλα απο το ελαιοπωλείο της αγοράς.
Ευτυχισμένος με
τις αγορές του, εξέδραμε στα περιβόλια όπου έκοβε τα πιό ίσια και ανθεκτικά
καλάμια απο το βάλτο, συνοδεία του ξαδέλφου Κωτσονιού. Εγώ και η αδελφή μου
μαζεύαμε τις εφημερίδες του μήνα και τις στιβάζαμε γιατί είχαμε το ιερό καθήκον
να κόψουμε τις λεπτές λωρίδες που θα αποτελούσαν την ουρά του αετού.
Ο Αποστόλης
σχεδίαζε, έκοβε , έρραβε, καθάριζε τα καλάμια ώσπου να γίνουν ολόισια, για να
κρατήσουν το περήφανο χαρτί των χρωμάτων του Ολυμπιακού. Μετά, με συστηματικό
τρόπο έδενε το σκελετό απο τα καλάμια και κολούσε με την ψαρόκολλα τις άσπρες
και κόκκινες κόλες εναλλάξ, κατασκευάζοντας το σώμα του αετού.
Εμείς, αφού επί
εβδομάδες είχαμε λιώσει στο ψαλλίδισμα των εφημερίδων με τα χεράκια κατάμαυρα
απο τα γράμματα, παρακολουθούσαμε τις εργασίες του τεχνίτη με τεράστιο
θαυμασμό. Μας έλεγε ετούτο κι εκείνο και το παράλλο, για το κέντρο βάρους και
τα σχοινιά που θα έπρεπε να ζυγίσει σε σχέση με την ουρά ούτως ώστε με τον τύπο
της φυσικής να μπορέσει να απογειωθεί ο αετός μας.
Με τις μικρές
αθώες ψυχούλες μας παρακαλούσαμε να μη βρέξει την πολυπόθητη μέρα, να είναι
λαμπρός ο ουρανός για να πάμε στου θείου παπα-Νίκου στα περιβόλια να πετάξουμε
τους αετούς με τα ξαδέλφια μας. Στου θέιου παπα-Νίκου, νομίζω ότι ο
Κωτσονιούλης ήταν αυτός που κατασκεύαζε τον αετό.
Ξυπνούσαμε αξημέρωτα της Καθαρής Δευτέρας και με την τσίμπλα
στο μάτι τρέχαμε κι ανοίγαμε το πατζούρι. Και γλυστρούσε ο ήλιος μέσα
και χοροπηδούσαμε με την Πεταλούδα μέχρι εκεί πάνω γιατί τα Κούλουμα θάταν όλα
δικά μας.
Ετσι ξεκινούσαμε
οικογενειακώς για του θείου παπα-Νίκου, που τότε ήταν μακριά στα Περιβόλια. Η
μαμά έπαιρνε την τσάντα με τα καλούδια (παπατοκεφτέδες, ταραμά και
άλλα)
καθώς είχαν μοιράσει με τη θειά Δήμητρα τα φαγάκια που θα έφτιαχνε η καθεμία.
καθώς είχαν μοιράσει με τη θειά Δήμητρα τα φαγάκια που θα έφτιαχνε η καθεμία.
Ο Αποστόλης
μπροστά καμαρωτός με το χαρταετό κι εμείς οι δυό κοπέλες να κρατάμε την ουρά
και να διασχίζουμε περήφανες την αγορά για το κατόρθωμα του αδελφού μας στο
οποίο είχαμε προσθέσει την ουρίτσα.
Και φτάναμε
ασθμαίνοντας στα Περιβόλια, που σήμερα είναι μέσα στην πόλη και τρέχαμε ολοταχώς στην
ταράτσα, όπου μας περίμεναν ανυπόμονα τα ξαδέλφια με το δικό τους χαρταετό.
Ο Αποστόλης με
ύφος γνώστη του αντικειμένου ζύγιζε τους αέρηδες λες και τους ήξερε. Κι έλεγε
απο ποιό σημείο θα έπρεπε να πετάξουμε τους χαρταετούς για ν΄αγγίξουν τους
ουρανούς. Πολλές φορές μας δυσκόλευε η άπνοια της Λευκάδας, αλλά ύστερα απο
μερικές προσπάθειες πάντα τη νικούσαμε. Και κατεβαίναμε κάτω στο περιβόλι και
κρατούσαμε απο λίγο ο καθένας την καλούμπα , την αμολούσαμε και την τραβούσαμε
να κατέβει ο χαρταετός. Και τσιμπολογούσαμε απο τα καλούδια της Σαρακοστής που
ήταν απλωμένα σε εξωτερικό τραπέζι.
Ο αδελφός μου
έγινε μηχανικός της αεροδυναμικής και μάλιστα τεχνικός διευθυντής αιολικών
πάρκών στην Ελλάδα. Πολλές φορές σκέφτομαι αν ήταν καμωμένος απο μικρός να
δαμάζει τους ανέμους και τους ορίζοντες!!!