Τον θυμάμαι τον Αγιασμό
σαν τώρα στην εκκλησία του πατερούλη , τους Αγίους Αναργύρους της Λευκάδας.
Ηταν μέρα μεγάλη ή μάλλον μεγίστη με την εξέδρα στημένη στη μέση του ναού μας
και τον πατερούλη να ρένει το εκκλησίασμα με την αγιαστούρα, φτιαγμένη απο κλαδιά
δεντρολίβανου και δάφνη.
Και οι σταγόνες του
Αγιασμού να πετιούνται με φόρα στα πρόσωπα των εκκλησιαζομένων και τα πρόσωπα
να έρχονται σιμότερα να βραχούν περισσότερο απο το καθαγιασμένο ύδωρ. Για την
ευλογία, για το καλό του χρόνου, για την ευημερία.
Κι ύστερα οι κυρίες, κομψές
με τα ταγεράκια τους να περιμένουν υπομονετικά στην ουρά να γεμίσουν τα
λεπτεπίλεπτα κανατάκια τους με τον Αγιασμό. Α! Αυτά τα κανατάκια, άλλα
περίτεχνα απο σκαλισμένο κρύσταλλο, άλλα μαλαματένια κι άλλα απο πορσελάνη με
τόσες όμορφες ζωγραφιές πάνω τους. Μα ναι, λες κι οι ενορίτισσες συναγωνίζονταν
να δείξουν τα μαστραπαδάκια τους εκείνη τη λαμπρή μέρα. Κι εγώ να φαντασιώνομαι
σπίτια με σερβίτσια στις εταζέρες και να χαίρομαι που ο πατερούλης μοίραζε
αγιασμό και αγαλλίαση στις κυρίες.
Κι έτσι περνούσε αυτή η
λαμπρή λειτουργία –τωνκυριών κυρίως- για να ακολουθήσει η περίλαμπρη Γιορτή των
Φώτων την επομένη ημέρα. «Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου σου Κύριε...» αντηχούσε η
κοντράλτα φωνή του πατερούλη μέχρι το Μαρκά, έφτανε στην αγορά, χάιδευε ολάκερη
τη Λευκάδα σκορπωντας μια αγιασμένη
σχεδόν δροσιά.
Στην εκκλησιά ερχόνταν
οι οικογένειες, πολλές οικογένειες, γιαγιάδες, παππούδες, μαμάδες, πατεράδες,
παιδιά. Καλοντυμένοι όλοι με τα Κυριακάτικά τους εισέβαλαν στο ναό απο το
μπροστινό προκυνητάρι να τους καμαρώσουν όλοι. Καθόμουν πάντα πρώτη στη σειρά
μην τύχει και χάσω καμία εικόνα. Γιατί εγώ τρελλαινόμουν να βλέπω τους κυρίους
να τραβάνε στον ανδρωνίτη και τις κυρίες να στριμώχνονται στο πίσω μέρος του
ναού, προσπαθώντας να δαμάσουν τα παιδιά τους. Είχαν κότσους αλά ντομάτα και
μπανάνα της εποχής , λες και μόλις είχαν βγεί απο το κομμωτήριο. Και μύριζε η
εκκλησιά μας γυναικεία λάκ κι αρώματα υπέροχα, που τα θυμάμαι σαν και τώρα.
Οταν τελείωνε η λαμπρή
λειτουργία των Φώτων, εμείς επιστρεφαμε στο σπίτι μας. Περνούσαν απο κεί και
μας έπαιρναν τα ξαδέλφια μας του θείου παπα-Νίκου Κακαβούλη, που έφεραν μαζί
τους δεμένα πορτοκάλια. Προνομιούχα παιδιά στα περιβόλια των εσπεριδοειδών απο
μια εβδομάδα πριν τα ξαδέφια μας έκοβαν και ετοίμαζαν τα πορτοκάλια που θα ρίχναμε
στη θάλασσα με την κατάδυση του Σταυρού.
Και όλοι οι Λευκαδίτες
σιγά-σιγά κατευθυνόμασταν μέσω της αγοράς προς την παραλία. Ολοι κρατούσαμε τα
δεμένα πορτοκάλια κι αναστέναζε η αγορά απο το πορτοκαλοάρωμα κι όλο
επιταχύναμε το βήμα μας μην χάσουμε το ρίξιμο του Σταυρού στη θάλασσα. Για μας
η κατάδυση του Σταυρού ήταν η κορύφωση των Χριστουγεννιάτικων γιορτών.
Κι έτσι απο όλα τα
σημεία της πόλης κατέφθαναν καραβάνια ανθρώπων με πορτοκάλια δεμένα σαν τσαμπιά
πάνω σε σκοινί. Και παρά το διαπεραστικό κρύο της παραλίας, έφθαναν και
κύκλωναν την εξέδρα όπου βρισκόταν ο Δεσπότης και οι επίσημοι.
Κι εν μέσω του
απολυτικίου «Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου σου Κύριε», ο Δεσπότης έρριχνε το σταυρό
στη θάλασσα. Και τα παλικάρια της εποχής, οι ωραιότεροι, ανθεκτικότεροι και πιό
γεροί έπεφταν με μιας στη θάλασσα να πιάσουν το Σταυρό. Τον ασημένιο Σταυρό που
βυθιζόταν γρήγορα κι όποιος τον έπιανε και τον έφερνε πίσω στο Δεσπότη ήταν ο
ευλογημένος.
Την ίδια ώρα με το
Σταυρό στη θάλασσα βουτούσαν οι Λευκαδίτες τα πορτοκάλια τους στη θάλασσα, τα
βουτούσαν και τα ξαναβουτούσαν για να αγιαστούν. Κι αυτά τα πορτοκάλια δεν
σάπιζαν όλο το χρόνο, περίμεναν να φαγωθούν φρέσκα και ζουμερά παραμονή των
επόμενων Θεοφανείων.
Αυτό ήταν ένα θαύμα, ένα
απτό θαύμα που η ανθρώπινη φύση το αναγνώριζε ως πέραν της λογικής και του
μέτρου, ένα θαύμα που συνέβαινε στα πορτοκάλια των αγιασμένων νερών της
Λευκάδας.
Α! Και η θάλασσα γέμιζε
απο τις βάρκες των ψαράδων που έρριχναν τα δικά τους πορτοκάλια μισοπέλαγα με
προσευχές στο Θεό νάχουν μεστές ψαριές.
Τα Θεοφάνεια ήταν λαμπρή
γιορτή στον τόπο μου. Και μου λείπει αφόρητα αυτός ο εθιμικός γιορτασμός, μου
λείπει το άρωμα των πορτοκαλιών, το συναπάντημα με τους Λευκαδίτες στην
παραλία, οι ανταλλαγές των ευχών μας.
Μου λείπουν οι
θριαμβευτικοί ήχοι της Φιλαρμονικής στην κατάδυση και την ανάδυση του Σταυρού.
Μα πιότερο μου λείπει η αθωότητα που τάκανε όλα να μοιάζουν μαγικά και
θαυματουργά.
Χρόνια πολλά Λευκάδα,
Χρόνια πολλά Φωτεινέ,
Φώτη, Φωτεινή, Φωτούλα, Θεοφάνη, Θεοφανία!
6 comments:
Χρόνια Πολλά, Ιουστίνη!
Ωραίες αναμνήσεις... παρότι αυτό το έθιμο με τα πορτοκάλια, μου ήταν τελείως άγνωστο. Μου θύμισε αυτό που έχουμε εμείς στη Λέσβο την 6η Αυγούστου, του Σωτήρος, που οι άνθρωποι φέρνουν στην εκκλησία καλαθάκια με φρούτα της εποχής, κυρίως σταφύλια και σύκα για να τα ευλογήσει ο ιερέας.
Μ’ αυτά τα «λεπτεπίλεπτα και περίτεχνα μαστραπαδάκια», όπως τα αναφέρεις έφερες στο νου μου αυτά τα ίδια που είχαμε τότε, σε αντίθεση με τα πλαστικά ποτηράκια που είδα σήμερα να κρατούν, εδώ στο Άη-Γιώργη στου Παπάγου όπου παρευρέθηκα «Θεοσεβώς και Θεαρέστως» να παρακολουθήσω την εορτή των Θεοφανίων.
Και του χρόνου να είμαστε καλά!
Πανέμορφη ανάμνηση-εμπειρία.
Σαν από λαογραφικό κείμενο...
Να είστε όλοι καλά,
Ιουστίνη μου.
Φιλιά,
Υιώτα-Δημήτρης
Αγαπημένε μου Στράτο, τι λές; Τέτοια αισθητική κατρακύλα; Από τα περίτεχνα μαστραπαδάκια στα πλαστικά ποτήρια; Όλα κατρακυλάνε στην ισοπέδωση.
Πάντως, Χρόνια πολλά κι αγιασμένα
Γιώτα αγαπημένη,
Εμείς τα παιδιά των ιερέων είχαμε την τύχη να μαθητεύσουμε στην Ορθόδοξη τελετουργία. Τυχερή που τα βίωσα αυτά τα έθιμα στη μικρή πατρίδα, τυχερή που μπορώ να τα μεταφέρω με τις λέξεις!
Ωραία ανάμνηση!!
Post a Comment