Στις 2 Οκτωβρίου είναι η ονομαστική μου γιορτή, μια σπάνια γιορτή για ένα ιδιότυπο όνομα, του οποίου το βάρος μου χάρισε η Νονά η Ιουστίνη Παλλαδηνού, αδελφή του μακαριστού Μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης Δωροθέου.
Εχω αφηγηθεί τις λεπτομέρειες της μοναχικής γιορτής μου, έχω μιλήσει για τη Νονά που με περιποιήθηκε σα μια μικρή πριγκίπησσα αφότου με βάφτισε στην κολυμπήθρα των Αγίων Αναργύρων τότε παλιά πολύ παλιά... κάποτε!
Σήμερα θα σας μιλήσω για τη δεύτερη Νονά μου, την Ακριβούλα που συνέχισε το ρόλο της Νονάς όταν εκείνη έφυγε χτυπημένη απο τη νόσο της άνοιας και της αμνησίας.
Η Ακριβούλα ήρθε στη Νονά ως βοηθός της περί τα μέσα του 70, όταν ο μακαριστός δελφός της είχε παραιτηθεί απο το Θρόνο λόγω βαθέως γήρατος. Ηρθε απο τα μεσόγεια χωριά του νησιού να δουλέψει για να μεγαλώσει τα δύο παιδιά της, τη Φρόσω και τον Ηλία της.
Ηταν ψηλή, ολόλιγνη με ρουφηγμένο πρόσωπο απο τις πολλές της ζωής της πίκρες, πίκρες που δεν ομολόγησε ποτέ αλλά διαγράφονταν σε κάθε πτυχή του προσώπου της, στα πράσινο διάφανο βλέμμα της. Ηταν αδελφή της θειά-Γιάννας που μαζί με τον κυρ Αποστόλη περιποιόταν το μοναστήρι της Φανερωμένης επί σειράν ετών.
Ηρθε λοιπόν η λεπτεπίλεπτη Ακριβούλα στη Λευκάδα ως συνοδός της Νονάς. Με την ομορφη χωριάτικη φορεσιά της, το μαντήλι που άφηνε περήφανα να διαφανούν τα όμορφα χαρακτηριστικά της, με γνώρισε σε μια απο τις γιορτές της Νονάς, σε μια απο τις σιωπηλές επισκέψεις στο σπίτι τους.
Και το δάχτυλό της ήταν πάντα μπροστά στο στόμα της «Ησυχία, ησυχία ο Δεσπότης αναπαύεται», ησυχία, ησυχία. Ηταν το μότο και η κίνηση της ύπαρξής της. Με τη σβελτάδα της κερνούσε τα γλυκά του κουταλιού και σερβίριζε το λαχαταριστά κρύο νερό, που με έκανε να τη φαντάζομαι στη βρύση του χωριού με μια πινιάτα.
Στο φουστάνι της κρυβόταν ο Ηλίας, ένα επίσης λεπτεπίλεπτο πλάσμα με το ίδιο καταπράσινο βλέμμα του αγρού, που ήταν συνομίληκός μου και ντρεπόταν να μου μιλήσει. Ο Ηλίας, που μεταμορφώθηκε σε ένα πνευματικό ταγό, τον ηγούμενο Νικηφόρο της Φανερωμένης, ήταν ο σεμνός συμπαίκτης μου στα σιωπηλά απογεύματα της Νονάς .
Η Ακριβούλα πάντρεψε σύντομα την κόρη της τη Φρόσω κι έτσι είχε το χρόνο να περιποιείται τη Νονά, τον Ηλία κι εμένα. Γρήγορα ανέπτυξε απέναντί μου την αδυναμία της Νονάς Ιουστίνης και άρχισε να μου φέρεται με ένα σεμνά τρυφερό τρόπο, παρότι φάρος και προορισμός της είχε γίνει ο Ηλίας της.
Ο Μητροπολίτης Δωρόθεος εκοιμήθη το 1977 όταν ήμουν πρωτοετής φοιτήτρια. Και η Νονά Ιουστίνη με την Ακριβούλα της μεταφέρθηκαν σε ειδική σουίτα στο Γηροκομείο Λευκάδος, το οποίο είχε κτισθεί επί των ημερών του κοιμηθέντος αδελφού της.
Η Νονά άρχισε να χάνει τη μνήμη της και να βυθίζει το βλέμμα της στο άπειρο και στο μηδέν.Κατά τις επισκέψεις μου στο Γηροκομείο με τις επιστροφές μου στο νησί, την άκουγα να μιλάει για την Ιουστίνη, ένα μικρό κορίτσι με σγουρά μαλλιά και όμορφα φορέματα. Μιλούσε για μένα όταν βρισκόμουν στη παιδική μου ηλικία και η Ακριβούλα την ενθάρρυνε να λέει τις γλαφυρές ιστορίες να μαθαίνει για τούτη τη σχέση της Νονάς μαζί μου, που ήταν μια σχέση μητρική ή μάλλον σιωπηρά μητρική όπως ήταν όλα στη ζωή της.
Ετσι εξοικειωνόμουν με την Ακριβούλα, , έτσι ερχόμασταν πιό κοντά. Εκείνη σεβόταν την απόλυτη αγάπη της Νονάς μου και την ενστερνιζόταν με μια θαυμαστή πιστότητα. Επαιρνε λες τα ηνία της σχέσης σιγά-σιγά καθώς η μικροσκοπική Νονά έσβηνε απο το Αλζχάιμερς.
Οταν η Ιουστίνη Παλλαδηνού μετέστη εις Κύριον, η Ακριβούλα έμεινε στην ίδια σουίτα στο Γηροκομείο. Κι εγώ την επισκεπτόμουν σε κάθε επιστροφή μου, της έφερνα μπισκότα Παπαδοπούλου και καθόμουν με τις ώρες να ακούσω τις ιστορίες της Νονάς και την πρόοδο του Ηλία της που τώρα είχε γίνει θεολόγος.
Μου χάιδευε κλεφτά τα μαλλιά, μου έπιανε τα χέρια και τα φιλούσε με εκείνη τη σιωπηρή σεμνότητα που την χαρακτήριζε. Με αγαπούσε , το ένιωθα ολοένα και περισσότερο.
Η σχέση μας είχε γίνει σιωπηρά μητρική, είχε γίνει η Νονά μου η Ακριβούλα. Δεν ένιωσα ότι ορφάνεψα απο Νονά, καθώς η Ακριβούλα με τη διακριτική παρουσία της κάλυπτε το κενό και μάλιστα με ένα διεισδυτικό τρόπο που δεν χωρούσε αντιρρήσεις γιατί ήταν μια φυσική συνέχεια της άλλης σχέσης.
Τέτοιες μέρες γιορτής τη σκέφτομαι και αναζητώ το πράσινο πικραμένο βλέμμα της που έβγαζε ένα αλλόκοτο πόνο...
Ομως τώρα η Ακριβούλα θα νιώθει πληρότητα καθώς ο Ηλίας της, το καμάρι της, είναι ο Ηγούμενος Νικηφόρος της Μονής Φανερωμένης, ταγμένος να σβήνει τους πόνους των άλλων.
Νονά Ακριβούλα να ξέρεις πως σε αγάπησα πολύ και κουβαλώ τη θύμησή σου με μεγάλη λεπτότητα, αυτήν που εσύ με τον τρόπο σου με δίδαξες χωρίς να ξέρεις. Να δώσεις χαιρετίσματα και στη Νονά Ιουστίνη, να τη ρωτήσεις αν με θυμάται...
Τζουστινάκι
Φωτογραφίες απο το προσωπικό αρχείο του Ηγουμένου της μονής φανερωμένης Αρχιμανδρίτου Νικηφόρου
No comments:
Post a Comment