Τις θυμάμαι τις γιορτές στην πόλη μου, τις θυμάμαι
έντονα, χρωματιστά, αγαπημένα καθώς επανέρχονται στη μνήμη μου οι ανταλλαγές
επισκέψεων, η έντονη κοινωνικότητα, το λούσο, η απλή των ανθρώπων έκφραση
εκτίμησης και σεβασμού.
Ο Δεκέμβριος ήταν και παραμένει ο μήνας των μεγάλων
γιορτών. Της Αγίας Βαρβάρας (4 Δεκ.), του Αγίου Νικολάου (6 Δεκ.), της Αγίας
Αννας (9 Δεκ.) του Αγίου Σπυρίδωνος (12 Δεκ.), του Αγίου Διονυσίου (17 Δεκ.)...
μία μία οι ονομαστικές γιορτές κορύφωναν το χαριτωμένο κλίμα της μικρής μας
πόλης μέχρι την ημέρα των Χριστουγέννων που επεκτεινόταν μέχρι την Πρωτοχρονιά,
τα Φώτα και του Αη Γιαννιού..
Οι γυναίκες από τις αρχές Δεκεμβρίου καθάριζαν τα σπίτια
τους, τα έγλειφαν στην κυριολεξία για να στρώσουν τα χαλιά και τα ωραία
γιορταστικά τραπεζομάντηλα. Οι σόμπες άναβαν, τα ξύλα έκαιγαν στα τζάκια, ο
κόσμος έκτιζε μέσα του την αναμονή του γιορτασμού.
Τα σπίτια
που είχαν τιμώμενα πρόσωπα, κυρίως άντρες, άνοιγαν την ημέρα της ονομαστικής
γιορτής τους. Ηδη η νοικοκυρά είχε
πάει αποβραδίς την αρτοκλασία στον εσπερινό του Αγίου και ανήμερα στη
λειτουργία το πρόσφορο εις υγείαν του ίδιου αλλά και ολάκερης της οικογένειας.
Το σπίτι στολισμένο, το σπίτι λαμπερό με τα φώτα αναμμένα
όχι μόνο μέσα αλλά και στην είσοδο για να βλέπουν οι επισκέπτες το σήμα της
γιορτής. Και κατέφθαναν χωρίς τηλεφωνήματα και προειδοποιήσεις, κατέφθαναν στο
σαλόνι για να τιμήσουν το πρόσωπο της γιορτής και την οικογένεια.
Οι κυρίες άψογα ντυμένες, στολισμένες με τα χρυσαφικά
τους, με φρεσκοχτενισμένα τα μαλλιά στο κομμωτήριο από τις 4 το απόγευμα
ξεκινούσαν τις επισκέψεις. Περνούσαν από σπίτι σε σπίτι για να τιμήσουν τον
εορτάζοντα αλλά και ολάκερη την οικογένεια.Κάθονταν στους καναπέδες με τα πόδια λοξά προσέχοντας τη γυναικεία τους στάση για να μην προκαλέσουν σχόλια. Μιλούσαν για τα παιδιά τους κυρίως ή και για μια πρόσφατη επίσκεψη στην Αθήνα όπου τα ψώνια στο Μινιόν ή τον Δραγώνα ή το Ατενέ ήταν μεν ποικίλα, αλλά πανάκριβα. Μιλούσαν για την έγνοια των πεθερικών τους που έμεναν στο χωριό και ήταν ανήμποροι.
Θέματα κυρίως προσωπικά, περίπου κοινωνικά που δεν θα
διατάρασσαν την ισορροπία της γιορτινής ατμόσφαιρας. Ισως ένας φόνος
επικαιρότητας στις εφημερίδες να βρισκόταν σε πρώτο ενδιαφέρον, αλλά
αποσωβούσαν την είδηση μην τυχόν και χαλάσουν το κλίμα που όφειλε να είναι
άθικτα γιορτινό.
Η οικοδέσποινα επίσης
κομψοντυμένη και λαμπερή έφερνε πρώτα τη φοντανιέρα με τα σοκολατάκια. Το
έπαιρναν το σοκολατάκι οι κυρίες κι άνοιγαν την τσάντα τους με ένα κρακ..., το
κλείδωναν μέσα. Ένιωθαν περίπου άβολα να το φάνε ενώπιον του κοινού.
Ύστερα ερχόταν το λικεράκι, κυρίως βύσσινο από τα χεράκια
της νοικοκυράς, αλλά τα τελευταία χρόνια σέρβιραν για ποικιλία και λικεράκια
του εμπορίου με γεύση τριαντάφυλλο ή και εξωτική μπανάνα. Τα λεπτά γυναικεία
χεράκια έπαιρναν το ηδύποτο, που ήταν σερβιρισμένο σε κρυστάλλινο κολωνάτο
ποτηράκι και το κατέβαζαν σε τρεις γουλιές. Ηταν πολύ σικ να πίνουν το λικέρ
επιδεικνύοντας τα ωραία κόκκινα νύχια τους. Το κραγιόν ήταν κυρίως σάπιο μήλο
και όλα τα χείλη είχαν το ίδιο χρώμα και όλα τα σώματα ανέδιδαν το ίδιο άρωμα
σαπουνιού Παπουτσάνης. Βλέπεις, τα αρώματα της μικρής μας πόλης ήταν χύμα και
προορίζονταν κυρίως για το αντρικό ξύρισμα.
Οι κυρίες μιλούσαν μεταξύ τους για όλα τα ωραία αδιάφορα
στο σαλόνι κι ενώ η οικοδέσποινα έφερνε το δίσκο με τα χειροποίητα γλυκά της
(δύο και τρεις ποικιλίες αναλόγως με το βαθμό της νοικοκυροσύνης της), εκείνες
δήλωναν πως δεν πρόκειται να το γευτούν. Και τότε το γλυκό της προτίμησης
ερχόταν τυλιγμένο σε λαδόχαρτο κι αργότερα σε ασημόχαρτο.
Γύρω στις
έξι το βραδάκι δια μιάς το σπίτι άδειαζε από γυναικείες φιγούρες. Ηταν η σειρά των ανδρών να κάνουν την επίσκεψή τους.
Ντυμένοι με τα κουστούμια τους, γραβατωμένοι κι επίσημοι έφταναν στο σπίτι της
γιορτής. Και στρωνόνταν στα καρέκλες και μιλούσαν ατέλειωτα για την πολιτική
κατάσταση και διαφωνούσαν και φώναζαν. Κι ανάμεσα στις κουβέντες κατέβαζαν το
σοκολατάκι, το κονιάκ Μεταξάς, το ουίσκυ αργότερα που έγινε της μόδας. Και
δώστου ξηροκάρπια και συζήτηση αδιέξοδη επί παντός του επιστητού. Και δώστου
πολυλογία και φασαρία και δυνατές φωνές. Κι όταν έρχονταν τα γλυκά, τα γεύονταν
επίσης με την άνεση του καλεσμένου που θέλει να τιμήσει την οικοδέσποινα. Εδώ
δεν υπήρχε το χαμηλωμένο βλέμμα της συστολής, οι άντρες δεν τό 'χαν για καλό να
ζητήσουν τα γλυκά τυλιγμένα σε χαρτάκια. Αυτό ήταν γυναικεία συνήθεια.
Ανάμεσα
στους καλεσμένους καμιά φορά έβλεπες και ζευγάρια, ελάχιστα όμως. Ηταν τα κλασικά ζευγάρια της μικρής μας πόλης που ήταν
αυτοκόλλητα και δεν χώριζαν ποτέ ούτε στις κοινωνικές εξόδους.
Κι έτσι περνούσε η
ονομαστική γιορτή κι όταν έφευγε και ο τελευταίος καλεσμένος η οικοδέσποινα
έπεφτε στην καρέκλα αποκαμωμένη από την κούραση. Έλαμπε όμως από περηφάνεια που πήρε τόσα κομπλιμάν για
την εμφάνισή της και για τα γλυκά της, τα καμωμένα από τα χεράκια της.
Κι o άντρας καμάρωνε για τη γυναίκα του αλλά και για την
κοινωνική του καταξίωση, γιατί όσο περισσότεροι επισκέπτες περνούσαν από ένα
σπίτι, τόσο πιο περίοπτο ήταν το πρόσωπο της γιορτής.
Μέρες
ανέμελες, αγαπημένες, μέρες με ανοιχτές πόρτες, με ανοιχτές αγκαλιές... Μέρες χωρίς καχυποψίες, φόβους και αναστολές. Μέρες
αληθινής γιορτής.
Πόσο μου λείπουν!
Νοσταλγικό Τζουστινάκι