Στο περιοδικό Περί Ού της αγαπημένης ποιήτριας Παυλίνα Παμπούδη δημοσιεύθηκε το κείμενο της κριτικής της δόκτωρος Βιβής Κοψιδά-Βρεττού για το πρόσφατα εκδοθέν μυθιστόρημά μου ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ:. Λόγος βαθύς, ποιητικός, που ανατέμνει το έργο σε όλες του τις διαστάσεις, λόγος εύφορος , αγαπητικός που αναλύει τους χαρακτήρες των κοριτσιών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Λευκάδα συνθέτοντας την Τριλογία της Λευκάδας.. Η πιό μεγάλη επιβράβευση ενός συγγραφέως είναι η εμβάθυσνη τους έργου του από ένα φιλολογικό νου σαν της δρος Βιβής Κοψιδά-Βρεττού!
Η ευτυχία να σε διαβάζουν σε βάθος και να αντιλαμβάνονται το εύρος της μυθσορηματικής γραφής σου.
Υποκλίνομαι!
Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού
Ιουστίνη
Φραγκούλη-Αργύρη, Κορίτσια στη βεράντα (εκδ. Ωκεανός, 2023)
Ήταν σίγουρο πως θα
επέστρεφε. Πως δεν θα εγκατέλειπε τα έξι κορίτσια, τις έξι συμμαθήτριες μόλις
στην πρώτη τους ωριμότητα. Πώς δεν θα άφηνε πίσω της αβασάνιστα το βίωμα της
παιδικότητας. Που το έκαμε εφηβεία. Κι αυτήν ενηλικίωση. Περνώντας από «ειρηνικά»
και «πολεμικά μέτωπα», από περιπέτειες έρωτα και θανάτου, από γάμους και
χωρισμούς, από εμπειρίες κοσμοπολιτισμού και επαρχιακής χαμοζωής. Εικόνες και
ιστορίες μεμονωμένες, εγκιβωτισμένες ωστόσο στη μεγάλη ιστορία της κοινής τους «πατρίδας»:
της παιδικής και εφηβικής τους ζωής.
Η Ιουστίνη
Φραγκούλη-Αργύρη επανακάμπτει στις μισοτελειωμένες ιστορίες των έξι
συμμαθητριών, αφού είχε αφήσει ανοιχτή πόρτα στις συνέχειες της ζωής τους. Είχε
σμιλέψει τα δροσερά πορτρέτα τους στο πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας της «Ψηλά
τακούνια για πάντα» (Ελληνικά Γράμματα,
2006 και Αρμός, 2013). Κοριτσόπουλα, στην έκρηξη της εφηβικής τους ανταρσίας
μετά τις σκανταλιές της παιδικότητας, όταν τελειώνοντας το σχολείο ανακάλυπταν
την ελευθερία, τη χειραφέτηση, τις σπουδές, τον έρωτα. Αλλά μαζί μ’αυτόν και τον
θάνατο. Γύρω από αυτό το οριακό ψυχικό τους τραύμα υφαίνεται η μυθιστορία των Ψηλών τακουνιών, που θα πλέει σαν το
σκοτεινό σημάδι του ποιητή και θα ανασταίνεται μοιραία σε κάθε επόμενη
συνέχεια: στο δεύτερο μυθιστόρημα, με τίτλο Ξυπόλυτες στην άμμο (Αρμός, 2024),
σταθμό-ανατομία των σαράντα τους χρόνων. Και τώρα, στο τρίτο μυθιστόρημα της
τριλογίας της «Κορίτσια στη βεράντα (Ωκεανός,
2023).
Μυθιστόρημα ενηλικίωσης
και αυτογνωσίας, διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Αλλά δεν σταματά εκεί ο
«χαρακτήρας» της μυθιστορικής γραφής της συγγραφέως, ακάματης συνομιλήτριας
μιας νεανικής αύρας, που δεν υπαναχωρεί από τη χαρά της ζωής και τις αέναες
επιστροφές της. Η Τζούλια, η Έμυ, η Αθηνά, η Καίτη, η Νάνσυ, η Μαρία «ακολουθούν»
τη δημογραφία των ηλικιών τους αλλά με μια ευκαιρία κάθε φορά-αυτή που τους
προσφέρει η συγγραφέας-επιστρέφουν στις απαρχές και κατοπτρίζουν συγκριτικά το
ξεκίνημα, την πορεία, τις εμπρόθετες κινήσεις τους αλλά και τις μοιραίες
συντυχίες της ζωής τους. Έτσι, η Ιουστίνη τούς απλώνει κάθε φορά το χέρι
λυτρωτικά να αφηγηθούν την πορεία τους στη ζωή –έξι διαφορετικές διαδρομές, έξι
διαφορετικοί χαρακτήρες- διαβαίνοντας μέσα από την καθαρτική επανάμνηση της
εφηβείας-μια ψυχική διαδικασία που ελαφρώνει το συσσωρευμένο άχθος του χρόνου.
Πώς όμως προσδιορίζει
τους χρονικούς σταθμούς της πορείας τους ώστε να τις βγάλει από τη σιωπή, να
«συναντηθεί» μαζί τους, να ξεκλειδώσει με το απαράμιλλο ταλέντο της τα κρυμμένα
στις κόγχες της ψυχής τους μυστικά και να τους ξαναδώσει τον ξεχασμένο παλμό
της ζωής και τη δύναμη να συνεχίσουν; Στα είκοσι, πάνω στα Ψηλά τους τακούνια, στα
σαράντα Ξυπόλυτες στην άμμο,
χειρονομία συμβολική διεκδίκησης της ελευθερίας τους. Και τώρα, αναδύεται στο
φως η συνεχόμενη περιπέτεια της ωριμότητας, που τους έχει προσθέσει άλλα είκοσι
χρόνια, στο σημείο ηλικιακής καμπής, όταν υπεισέρχονται βασανιστικά οι
απολογισμοί και τα υπαρξιακά άγχη. Αλλά και οι ανατροπές, που η αφηγηματική
δεξιοτεχνία της Ιουστίνης Φραγκούλη αναδεικνύει σε ακραία ψυχικά συμβάντα. Θα
μπορούσε να λεχθεί ότι η δημοσιογραφική διαχείριση του γεγονότος και η
δεξιοσύνη στη δραματική του έκφραση, της
προσπορίζει και στη λογοτεχνική αφήγηση τη φυσικότητα και την ορμή, τον
αιφνιδιασμό του έκτακτου, που θέλγει και παρασύρει τον αναγνώστη να γίνει μέτοχος
στη ροή τους.
Όλα συντελούνται ως μια
ολιστική τελετουργία της ζωής. Δεν παραλείπεται τίποτε. Τίποτα δεν θα μείνει
ανέγγιχτο. Τα πάντα απλώνονται σε έναν μεγάλο καμβά, όπου τα επιμέρους «μοτίφ»
δομούν προσωπογραφίες, χαρακτήρες ξεχωριστούς, διακριτούς τόσο στα εξωτερικά
όσο και στα εσωτερικά, τα ψυχικά και συναισθηματικά τους χαρακτηριστικά. Κι
αυτοί οι χαρακτήρες υφαίνουν εμπρόθετα ή δέχονται απρόκλητα γεγονότα μεγάλα –
χαρούμενα ή οδυνηρά, καθημερινά ή επίσημα, δρόμους που ανοίγονται ή κλείνουν.
Στη βεράντα τώρα της
Ιουστίνης Φραγκούλη Αργύρη αποκαλύπτονται συνέχειες μιας ακόμα εικοσαετίας, από
τότε που βρέθηκαν Ξυπόλυτες στην άμμο,
και τα γεγονότα έχουν τρέξει με τη βιασύνη της ίδιας τής ζωής. Στο μεταξύ τα
έξι πρόσωπα πολλαπλασιάζονται. Στο κάδρο, ομαδικό πορτρέτο, στο οποίο μας
ξεναγεί ο παντογνώστης αφηγητής, έχουν προστεθεί και άλλα πρόσωπα, που
βρίσκονταν κοιμισμένα στο περιθώριο της μνήμης και που μια σειρά φωτογραφιών
από το σχολικό παρελθόν έρχεται να τους ζωντανέψει guest-stars σ’αυτό το διευρυμένο,
πολυπρόσωπο σκηνικό. Έτσι, με ένα αφηγηματικό στρατήγημα-αφόρμηση ευρηματική-,
μια επιστολή και παλιές φωτογραφίες, που δέχεται η Νάνσυ από ξεχασμένη
συμμαθήτρια (κεφ. 4)-, η συγγραφέας θα μεγαλώσει τον κύκλο του κόσμου της,
εμπλουτίζοντας ταυτόχρονα και τις
ανθρώπινες ιστορίες που αυτός ο κόσμος κουβαλάει. Οι παλιές φωτογραφίες θα
αναστήσουν τη λαογραφία των σχολικών χρόνων της δεκαετίας του ’60 και ’70 και
θα διατρέξουν το παρελθόν ευφρόσυνα, ιδανικευτικά, όπως η μακρινή μνήμη ξέρει
να κατασκευάζει τους μύθους της. Αλλά ό,τι εγγράφεται στη μνήμη είναι και η
αλήθεια της ή τουλάχιστον μία από τις αλήθειες της. Για να φτάσουν και να
ψυχαναλύσουν το παρόν, άλλη αλήθεια αυτή, που ο χρόνος θα καταλαγιάσει την
έξαρση και τη συναισθηματική παραφορά της παροντικής της βίωσης.
Οι ηρωίδες μιλάνε
συνέχεια, όπως στον ψυχαναλυτή. Μια γλώσσα απείθαρχη σε εντολές, νεανική,
μπριόζα, ανεπιτήδευτη και αφτιασίδωτη, γλώσσα προφορικότητας στις κουβέντες
τους, εφηβική, απαλλαγμένη από δραματικότητες ακόμα και όταν το βίωμα εκπέμπει
συναίσθημα. Σ’αυτή τη γλώσσα θα παρελαύνουν θάνατοι, διαζύγια, επιτυχίες,
καριέρες, διαψεύσεις, δεσμοί, παραστρατήματα, σχέσεις νεκρές ταριχευμένες στον
χρόνο, μικρο-αστικά και μεγαλοαστικά
περιβάλλοντα σε τόσους τόπους όσες και οι ιστορίες των προσώπων που μετέχουν
στο όλο σκηνικό: Η Αθήνα, το Παρίσι, ελληνικές επαρχίες, το Μόντρεαλ, η Νέα
Υόρκη…, ένα Μοναστήρι –αυτό της ευλογημένης συμμαθήτριας, Γερόντισσας
Ευφροσύνης τώρα, το Νησί τους-περίοπτη κορυφή κάθε εξιλαστήριας πράξης. Ακραίες
αντιθέσεις και ήθη και πολιτισμοί, συγκροτούν πολυεπίπεδες εμπειρίες και
βιώματα ανθρώπων σε τόπους και χρόνους, που συνθέτουν πολλά παράλληλα
ψυχογραφικά σύμπαντα, όπου τόσο ο εμπειρικός λόγος των μεταξύ τους συζητήσεων,
ο λόγος της θρησκείας και ο λόγος της ψυχανάλυσης, συνυφαίνονται για να
λυτρώσουν και να αποκαθάρουν ανθρώπινες ψυχές.
Αλλά το πιο
αποτελεσματικό «κρεβάτι του ψυχαναλυτή» βρίσκεται στο Νησί, στο επιλογικό πάρτυ
του Καφενείου των Πλατανιών. Εδώ θα παιχτεί η τελευταία ευφρόσυνη πράξη της τριλογίας,
η καταλυτική του χρόνου που πέρασε, του χρόνου που θα ακολουθήσει, με ό,τι
έδωσε, με ό,τι πήρε. Η Τζούλια και ο Στεφάν και η μικρή Γιολάντα -η μεγάλη
πρωταγωνίστρια πια της καρδιάς τους-, η Έμυ και ο άντρας της, η Αθηνά και ο
Ιγκνάτιο, η Νάνσυ και ο Γεράσιμος, η Μαρία με τον μεγάλο της γιο, η Καίτη και ο
Θωμάς. Και οι νεοφερμένοι στο team
των συμμαθητριών-η Αναστασία ασυνόδευτη, η Τίνα με τον άντρα της. Όλοι και όλες
μαζί θα μετακινήσουν, με τη ζωτική δύναμη της φιλίας, της αγάπης, της
ανάμνησης, τον φαιό ογκόλιθο του χρόνου και θα στροβιλιστούν στους ρυθμούς της
χρυσής τους δεκαετίας. Και καθώς η ορχήστρα θα παίζει το Ούνα Παλόμα Μπιάνκα, Με
φωνάζουνε τζίνι, το Τρελοκόριτσο,
τον Τρόπο των Olympians, το Άνθρωπε
αγάπα των Poll, το Δώσ’μου το χέρι σου των Νοστράδαμος, Γαρύφαλε των Πελόμα Μποκιού και θα
σείονται τα φύλλα των πλατανιών από τις ασθματικές τους ανάσες, ο χρόνος θα
αποχωρεί ηττημένος, από την πείσμονα θέληση της ζωής, που δεν τον υπακούει, δεν
του παραδίνεται. Γιατί όλοι τους είναι παραδομένοι σε μια γιορτή «που έχει τη
δύναμη να σβήνει τις ατέλειες και να φωτίζει την ομορφιά της συνέχειας…»
«Είμαστε ακόμα ζωντανοί στη σκηνή σαν ροκ συγκρότημα», αναφωνεί η Νάνσυ στις
«βακχίδες» και είναι σαν να το εκσφενδονίζει προκλητικά στον χρόνο.
Έτσι, θα κλείσει η
«συγγραφέας της εφηβείας»-εσαεί έφηβη η ίδια- αυτή τη σαγηνευτική «Τριλογία του
νόστου», αλαφραίνοντας με τη μαγική της μπαγκέτα το άχθος της ζωής, καθώς
διυλίζεται περνώντας μέσα από τη λυτρωτική
κολυμβήθρα της ευφορικής μνήμης. Και ό,τι όμορφο υπάρχει εγκιβωτισμένο
στη μνήμη-η νεότητα, η αγάπη, η φιλία-οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να αναβιώσει ως
πραγματικότητα και να υποσχεθεί τη συνέχεια.
Όταν η Ιουστίνη θα έχει
βάλει την τελευταία τελεία της και ο αναγνώστης θα κλείνει με αργές,
φορτισμένες κινήσεις το βιβλίο, αποχαιρετώντας τα Κορίτσια στη βεράντα, είμαι σίγουρη ότι θα αναφωνήσει: Ναι, ήμουν
κι εγώ εκεί!