ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Tuesday, August 26, 2025

Ο Μαστρογιάννης και το μπαούλο της σωτηρίας

 


Ο Μαστρογιάννης και το μπαούλο της σωτηρίας

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Όπως σας υποσχεθηκα θα σας πω τις ιστορίες του Μαστρογιάννη , όπως μας τις διηγήθηκε ο ίδιος, που ήταν μαγικός αφηγητής και ίσως από εκείνον να π΄ξηρα το ταλέντο της γραφής.

Ήταν στις αρχές του 1930 όταν ο Μαστρογιάννης, παλικάρι από την Εγκλουβή της Λευκάδας, φόρεσε το χακί και πήρε τον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη. Ψηλός, μελαχρινός και με βλέμμα που έσταζε περιπέτεια, δεν άργησε να γίνει φίλος με τα κουτσαβάκια της εποχής—εκείνους τους τύπους που φορούσαν το καπέλο λοξά και τραγουδούσαν μερακλίδικα στα καφενεία της Τσιμισκή.

 Στα βράδια της εξόδου, ο Μαστρογιάννης μάθαινε τα ερωτικά τραγούδια που έλιωναν τις καρδιές. Ένα βράδυ, σε ένα ταβερνάκι με μισοσβησμένα φώτα και μυρωδιά από ρετσίνα, γνώρισε εκείνη. Ήταν παντρεμένη, μα τα μάτια της έλεγαν άλλα. Τα ραντεβού ξεκίνησαν κρυφά, με ψιθύρους και βλέμματα που έκαιγαν.

Όμως, ο άντρας της δεν άργησε να μάθει. Και τότε άρχισε το κυνηγητό. Ο Μαστρογιάννης έτρεχε στα σοκάκια, κρυβόταν πίσω από κάρα και μπακάλικα, ώσπου οι φίλοι του, οι κουτσαβάκηδες, βρήκαν τη λύση: ένα παλιό μπαούλο.

 Τον έκρυψαν μέσα, τον σφράγισαν με κουβέρτες και τον φόρτωσαν στο τρένο για Αθήνα. Το μπαούλο ταξίδευε, πηγαινοερχόταν, κανείς δεν το αναζητούσε. Ο Μαστρογιάννης μέσα, πεινασμένος, διψασμένος, μα πάντα με το τραγούδι στα χείλη.

Ώσπου μια μέρα, δεν άντεξε άλλο. Φώναξε. Φώναξε τόσο δυνατά που ο σταθμάρχης νόμισε πως το μπαούλο ήταν στοιχειωμένο. Το άνοιξαν και βρήκαν τον Μαστρογιάννη, ζωντανό, ιδρωμένο, μα με το χαμόγελο του ανθρώπου που γλίτωσε από τον έρωτα και τον θάνατο μαζί.

Αφού βγήκε από το μπαούλο, ο Μαστρογιάννης βρέθηκε στην καρδιά της Αθήνας, μισοπεινασμένος αλλά γεμάτος όρεξη για ζωή. Η πρωτεύουσα έβραζε από πολιτικές ζυμώσεις, καλλιτεχνικές παρέες και υπόγεια στέκια. Δεν άργησε να βρει τον δρόμο του.

Πρώτα δούλεψε σε ένα θέατρο ως βοηθός σκηνής. Έμαθε απέξω τη Γκόλφω και τον Ερωτόκριτο που πολλές φορές αργότερα τα απάγγελνε στην Εγκλουβή αφήνοντας άφωνους τους συγχωριανούς του. Γιατί ο Μαστρογιάννης κι ας μην έμαθε γράμματα πολλά (μόνο το Δημοτικό τελείωσε) τόχε με το λόγο και με την απαγγελία.

Εκεί γνώρισε ποιητές, μποέμ τύπους και γυναίκες με φουλάρια που μιλούσαν για τον Καβάφη και τον Μπρεχτ. Ο Μαστρογιάννης δεν καταλάβαινε πολλά, αλλά είχε το δικό του ταλέντο: ήξερε να λέει ιστορίες. Σύντομα, έγινε περιζήτητος στα καφενεία της Πλάκας, όπου οι θαμώνες τον άκουγαν με ανοιχτό στόμα να αφηγείται τα κατορθώματά του στη Θεσσαλονίκη.

Όμως η καρδιά του δεν είχε ξεχάσει εκείνη την παντρεμένη. Έγραφε γράμματα που ποτέ δεν έστελνε, τραγουδούσε τα παλιά ερωτικά τραγούδια και κάθε φορά που έβλεπε τρένο, ένιωθε το μπαούλο να τον καλεί πίσω.

Μια νύχτα, σε ένα υπόγειο ρεμπετάδικο, γνώρισε τη Ρόζα. Δεν ήταν σαν τις άλλες. Ήταν χορεύτρια, μιλούσε με τα μάτια και είχε παρελθόν πιο σκοτεινό κι από το δικό του. Μαζί της, ο Μαστρογιάννης έμαθε όλα τα στέκια της πρωτεύουσας και δεν ντρεπόταν που αντί να γυρίσει στο χωριό του μετά το φανταριλίκι να δουλέψει στα φακοχώραφα, εκείνος έγινε ο άνθρωπος της νύχτας και της μαγκιάς.

 Έγινε ο "κύριος Γιάννης", ένας άνθρωπος που μπορούσε να εξαφανιστεί και να εμφανιστεί όπου χρειαζόταν. Μα πάντα, όταν έμενε μόνος, έπιανε το μουραπά και τραγουδούσε για τα μάτια της παντρεμένης.Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του καθώς αναθυμόταν πως γνώρισε τον έρωτα στην αγκαλιά της.

Κι όταν θυμόταν ότι παρολίγο να πέσει θύμα στα χέρια του άντρα της, τότε σφύριζε και ήθελε να φύγει να πάει πίσω στο χωριό του, την Εγκλουβή. Μα η Εγκλουβή θάταν κλουβί για το Μαστρογιάννη που είχε γνωρίσει άλλους μεγάλους και τρανούς κόσμους.  Ετσι έμεινε προς το παρόν στην Αθήνα με το καπέλο του στραβά να συναντάει υπόγειους τύπους σαν αυτούς που δεν υπήρχαν ούτε στο χωριό του ούτε στη Λευκάδα...

 

 

Tuesday, August 5, 2025

Ο Μαστρογιάννης της Εγκλουβής

 


Ο Μαστρογιάννης της Εγκλουβής

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Ο Μαστρογιάννης Κοντογιώργης ήταν θείος του πατέρα μου, αδελφός της γιαγιάς μου Κωνσταντίας. 'Ηρωας της Εγκλουβής με τις διάφορες περιπέτειες και τα κατορθώματά του.Από σήμερα θα σας αφηγούμαι τις ωραίες του ιστορίες καμωμένες με φαντασία και στύλ τοπικού παραμυθά.

Ο Μαστρογιάννης Κοντογιώργης γεννήθηκε το 1911 στην ορεινή Εγκλουβή της Λευκάδας, εκεί όπου οι κορυφές αγγίζουν τον ουρανό και ο χρόνος μοιάζει να κυλά αργά, όπως ο ήχος της καμπάνας στο χωριό. Ήταν γιος του Σπυρογιώργη και της Γκόλφως, άνθρωποι απλοί, χωρίς χτήματα και πλούτη, αλλά με αξιοπρέπεια και πείσμα.

Ο πατέρας του τον έστειλε να μάθει τέχνη· να γίνει μάστορας, να φτιάχνει πόρτες, ταβάνια και παράθυρα — να χτίζει με τα χέρια του το αύριο που δεν μπορούσε να του χαρίσει αλλιώς. Κι έτσι, ο Μαστρογιάννης γύρισε όλη τη Λευκάδα, δουλεύοντας ακούραστα για να προσφέρει στην οικογένειά του τον επιούσιο.

Το 1941 παντρεύτηκε τη Γιούλω, σμπατριώτισσά του, μια καλλονή με λευκή επιδερμίδα και μάτια σαν το Ιόνιο όταν λάμπει στο φως. Μα η ευτυχία δεν ήρθε εύκολα· τα πρώτα δυο παιδιά τους χάθηκαν, ώσπου το 1945 ήρθε ο Κώστας και επέζησε. Ακολούθησαν ο Σπύρος και ο Ευγένιος — αρσενικά, όπως ήθελε η Γιούλω. Μα ο Μαστρογιάννης είχε άλλες έγνοιες· ήθελε να τα μορφώσει, να τους χαρίσει ελπίδα μέσα από τα γράμματα.

Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο πολέμησε με ανδρεία, και τις ιστορίες από το μέτωπο τις έλεγε πάντα με χρώμα στο καφενείο· με φαντασία, με λέγειν που ταξίδευε όσους τον άκουγαν.

Τα αγόρια του μεγάλωσαν, σπούδασαν στο γυμνάσιο της Λευκάδας, και ο Κώστας —πρωτότοκος και τολμηρός— έφυγε για τα καράβια και δεν γύρισε. Αντίθετα, βρέθηκε στο Σικάγο, σπούδασε ψυχολογία και άνοιξε τον δρόμο και για τους άλλους. Όταν απέκτησε νόμιμα χαρτιά, τον ακολούθησαν ο Σπύρος και ο Ευγένιος, όλοι με σπουδές και αξιοσύνη, κάνοντάς τους γονείς τους περήφανους.

Ο Μαστρογιάννης δεν ήταν απλώς μάστορας. Ήταν παραμυθάς. Ήξερε να κάνει την αλήθεια να μοιάζει με θρύλο, και τον θρύλο να τον ντύνει με τη ζεστασιά μιας προσωπικής εξομολόγησης.

Στον καφενέ διηγούνταν ιστορίες. Είχε λέγειν, φαντασία, ευφράδεια. Τα γεγονότα έπαιρναν σχήμα μέσα από το στόμα του, σαν να ήταν σκηνές θεατρικές. Ήταν ο δικός τους παραμυθάς, που έντυνε το αληθινό με το μυστήριο. Όταν μιλούσε για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, το βλέμμα του θάμπωνε· όχι από πόνο, αλλά από περηφάνια.

Η πολιτική τον συγκινούσε· ήταν Βενιζελικός, φανατικός κεντρώος. Ακολουθούσε τον βουλευτή της Λευκάδας Καλκάνη, έναν άντρα που θεωρούσε δίκαιο καιμε  λαϊκό αίσθημα. Όταν ο Καλκάνης βάφτισε τον πρωτότοκο γιο του, ο Κώστας πήρε το παρατσούκλι «Καλκάνης» — μια αόρατη σφραγίδα περηφάνιας και ιδεολογίας.

Το 1977 έκανε το μεγάλο ταξίδι στην Αμερική. Μαζί με τη Γιούλω έφτασαν στο Σικάγο, όπου οι δρόμοι ήταν ευθείς και ο ουρανός πνιγμένος από σιδερένιους γίγαντες. Έμειναν έναν χρόνο κοντά στα παιδιά τους. Μα το σώμα τους δεν άντεξε το βαρύ κλίμα· η νοσταλγία νίκησε τη θαλπωρή. Επέστρεψαν στην Εγκλουβή, εκεί που η μνήμη έχει το χώμα και τη σκόνη της αλήθειας.

Ο Κώστας κατά κόσμον Καλκάνης,  γύρισε κάποτε οριστικά· τον ακολούθησαν τα αδέλφια του, μα ο χρόνος τους πήρε νωρίς. πρώτα ο Σπύρος, ύστερα ο Ευγένιος. Ο Κώστας έμεινε πίσω, με τις ιστορίες χαραγμένες στο βλέμμα του, σαν σκηνές ενός οικογενειακού έπους. Ο Κώστας έμεινε μόνος, με χιλιάδες μνήμες να τον ακολουθούν, με ιστορίες που διηγείται μέχρι σήμερα σαν να τις είχε ζήσει όλες.