ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Friday, May 2, 2008

Στο Λονδίνο πέφτουν χοντρές οι στάλες

Διήγημα της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη απο τις Αγορές του Κόσμου

Αφιερωμένο στην Πηνελόπη, επειδή στην Αγγλία επιμένει να βρέχει και τις άνοιξες!

Κάθε χρόνο τη στέλνει στο Λονδίνο για ψώνια. Της δίνει μετρητά και κάρτες να πάει με τις φίλες της στα λαμπερά μαγαζιά να ξεφύγει απο τη ρουτίνα της, να κόψει απο την καθημερινότητα που της πλαδαρεύει το πρόσωπο και τις σκέψεις, όπως της κοπανάει εκείνος στους θυμούς του επάνω.

Και η Αγγελική περισσότερο απο υπακοή παρά απο διάθεση τραβάει για την αγγλική πρωτεύουσα που τη μάγευε απο παιδί. Δεν ξέρει γιατί, αλλά αυτή η συγκρατημένη φύση των Εγγλέζων, η καμπαρντίνα, η αιώνια πάλη με τη βροχή κρατώντας μια ομπρέλλα στο χέρι τη γοητεύει. Αλλωστε, η βροχή είναι τόσο λίγη και αποσπασματική στις μέρες της Αθήνας, που την απολαμβάνει εδώ έστω κι αν τη δυσκολεύει στους περιπάτους και τις αγορές της. Θεωρεί πως το Λονδίνο με τη μελαγχολία του ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή της. Απολαμβάνει κάθε πρωί το στοίχημα με τα σύννεφα, «θα βρέξει δεν θα βρέξει...» Και πάντα βρέχει, είναι δεδομένο.

Φόρεσε την καμπαρντίνα της και γλύστρησε στο δρόμο αφήνοντας πίσω της το ακριβό ξενοδοχείο. Είχε προλάβει να πιεί λίγες σταγόνες εγγλέζικο τσάι για να αρχίσει τη μέρα της με την ιεροτελεστεία που ταιριάζει στην πόλη. Κατευθύνθηκε προς το πάρκο περνώντας απο φαρδειά πεζοδρόμια, τα οποία οι άνθρωποι με τάξη κι ευγένεια αξιοποιοποιούσαν τάζοντας θαρρείς το περπάτημα ως αυτοσκοπό παρά ως μέσο μιάς διαδρομής. Δεν παύει ποτέ ν’ απολαμβάνει την ηρεμία και την τάξη τους ακόμη και τις ώρες της αιχμής. Τίποτε δεν ταρακουνάει τις ήρεμες φάτσες τους, ούτε η βροχή δεν καταφέρνει να τσαλακώσει τα κοστούμια των ανδρών.Και οι γυναίκες με την ίδια ανέκφραστη κομψότητα οδεύουν αδιάφορες απο τις χοντρές στάλες. Μόνο το προξενείο της Πολωνίας ασφυκτιά απο μια ουρά ανθρώπων που φτάνει μέχρι τη γωνία και στρίβει πίσω απ αυτήν. «Θα περιμένουν για βίζα» σκέφτεται η Αγγελική και μια βαρειά λύπηση της πλακώνει την καρδιά καθώς αναλογίζεται τους ανθρώπους της προσφυγιάς, που θυσιάζουν πατρίδα και αξιοπρέπεια για ένα κομμάτι ψωμί.

Αγοράζει ένα εισιτήριο για το δυόροφο τουριστικό λεωφορείο. Οσα χρόνια κι αν έρχεται στη βρεταννική πρωτεύουσα , δε θα σταματήσει να διαθέτει έστω και μια μέρα για τουρισμό στο Λονδίνο. Οι κασσάνδρες ορύονται πως η πόλη βρίσκεται σε μαρασμό, πως μια αίσθηση απώλειας και ξεπεσμού την κυριεύουν. Αλλά όπου κι αν κοιτάξει η Αγγελική παρατηρεί την ευταξία και την καθαριότητα να κυριαρχούν όπως τότε που πρωτοήρθε φοιτήτρια ακόμη κι ερωτευμένη με τον άντρα της.

Μιά φάλτσα νότα απο πνευστό τη βγάζει ξαφνικά απο τις σκέψεις της. Κοιτάζει έξω στην Οξφορντ Στρίτ. Γίνεται πανηγύρι απο ένα αλήτη που μάταια προσπαθεί να δώσει ήχο στο κουρασμένο παλιό σαξόφωνο. Ο κόσμος περπατάει περισσότερο βιαστικός εδώ κάτω . Κάποιοι σταματούν στις πάμπ για μια μπύρα στην καρδιά του μεσημεριού. Κι αυτές οι μπυραρίες είναι έργα τέχνης, συλλογίζεται. Οι εικόνες της βαρειάς τους επίπλωσης με τα Τίφανυ φώτα της αποσπούν το νού απο τα τεκταινόμενα. Είχε ακούσει πως υπήρχαν και πάμπ με μεθυσμένους κι αλητήριους, με ξεδοντιαμσένα καθίσματα στο Γουέστ Εντ αλλά εκείνη δεν είχε δεί ποτέ ούτε μια σταγόνα αθλιότητας στην καθώς πρέπει πολιτεία.

Το λεωφορείο στρίβει στην πλατεία Πικαντίλλυ. Η Αγγελική πιάνει τον εαυτό της ν’ αναπολεί την πιό πλυσύχναστη πλατεία του Λονδίνου απο τα χρόνια της μαθητείας της Φροντιστήρια Στρατηγάκη, όπου η κυρία αγγλικού τους έδειχνε με περηφάνεια τις φωτογραφίες τονίζοντας «This is a square. This is Picadilly square”. Χαμογελάει στις αναμνήσεις της που έχτισαν αυτή την αγάπη της για την εγγλέζικη πρωτεύουσα.

Κατεβαίνει στη Regency. Περπατάει αργά στο μεγαλόπρεπο ημιστρόγγυλο δρόμο με τις υπέροχες βιτρίνες. Στέκεται μπροστά απο το Burberry´s όχι με διάθεση να ψωνίσει αλλά να χορτάσει το μάτι της εικόνες απο τις καμπαρντίνες που δεν θα φορέσει στην Ελλάδα. Ο γαλανόλευκος ουρανός δεν επιτρέπει τα αδιάβροχα, οι ασυννέφιαστες μέρες της Αθήνας δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία πως πρόκειται για μια περιττή ματαιότητα. Κι όμως η Αγγελική τις φορούσε τις καμπαρντίνες τις κυριακές τα απογεύματα, που έβγαιναν ζευγάρια στου Φιλοπάππου και την κολάκευαν οι φίλες με τα βλέμματα. Ενιωθε γελοία κι αταίριαστη τώρα που το σκεφτόταν παρόλο που απολάμβανε το ατίθασσο ύφασμα με την καρό φόδρα και τη σφιχτή ζώνη στη μέση. Θα τις καταργήσει εντελώς με την επιστροφή της.

Η αγάπη της για τις καμπαρτνίνες μεγάλωσε μέσα απο τα ταξίδια που έκαναν με τον Αχιλλέα όταν πρωτοπαντρεύτηκαν. Τώρα εκείνος δεν έχει καιρό για ταξίδια. Ολο απασχολημένος με τις επιχειρήσεις του βρίσκεται. Ξυπνάει και κοιμάται με ένα κινητό στο χέρι. Η Αγγελική σιγά-σιγά με τις τρείς γέννες και το μεγάλωμα των παιδιών πήρε δευτερεύουσα θέση στη ζωή του. Οι δουλειές του άρχισαν να σημαίνουν πολύ περισσότερα απο την παρουσία της στο σπίτι. Αλλωστε, ερχόταν πάντα αργά κι έφευγε νωρίς το πρωί. Είχε καταντήσει μιά σκιά της συνύπαρξής τους.

Γι αυτό κάθε χρόνο τής χαρίζει αυτό το εισιτήρο στο Λονδίνο σαν απο μια βαθειά υποχρεώση να της θυμίζει ότι τη νοιάζεται και της προσφέρει. Κι εκείνη έρχεται στο ραντεβού με την πόλη για να τον απαλλάξει απο το μαρασμό τους έστω και για λίγες μέρες. Ν’ αγοράσει και μιά Burberry´s να την καταχώσει στη ντουλάπα της για ποιά έξοδο αλήθεια; Εχουν πάψει απο καιρό να βγαίνουν της Κυριακής τα απογεύματα. Εκείνος όταν έρχεται στο σπίτι κουρνιάζει στον καναπέ μπροστά απο στην τηλεόραση. Κι εκέινη έχει πάψει να τού παραπονιέται πως δεν της δίνει σημασία. Πώς να εκβιάσει τη συμμετοχή του στην κοινή ζωή τους αφού είναι μακράν ;

Βουλιάζει στο κάθισμα του τουριστικού λεωφορείου. Το βλέμμα της πλανιέται στα γοτθικά κτίρια, στο Κοινοβούλιο που κάθεται πάνω ακριβώς απο τον Τάμεση, αναλλοίωτο απο τους αιώνες να θυμίζει πως η Αγγλία υπεράνω όλων στεγάζει την εξουσία . Πάντα τον ίδιο συλλογισμό της προκαλεί τούτη η θέα. Η Γέφυρα του Λονδίνου με το κρυμμένο θησυαροφυλάκιο της Βασίλισσας της φέρνει μια παραμυθένια νοσταλγία.

Δε νιώθει τη διάθεση να κατεβεί να πάει να θαυμάσει τον καθεδρικό ναό, παρότι κάποτε χωνόταν σ’ όλους τους ναούς της πόλης ανακαλύπτοντας με δέος ένα Θεό που έστεκε ψηλά , αυστηρός τιμωρός κι επιβλέπων. Από τα χρόνια που συνειδητοποίησε την εγγύτητα της ορθοδοξίας, την απλότητα της πίστης της έπαψαν να την εντυπωσιάζουν τα γοτθικά μεγαλεία. Μάλλον δε χωράει πιά σ αυτή τη λογική.

Το λεωφορείο σταματάει μπροστά απο τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ ακριβώς δέκα λεπτά π΄ριν απο την αλλαγή φρουράς. Πετάγεται η Αγγελική σαν ελατήριο απο το κάθισμα και τρέχει να προφτάσει το θέαμα. Είναι το μόνο που τη συγκινεί αναλλοίωτα και δυνατά όσα χρόνια κι αν πέρασαν, όση μοναξιά κι αν σωρεύτηκε στη ψυχή της. Μιά αμερικάνα με αγενείς τρόπους τη σπρώχνει για να πλησιάσει εκείνη. Αλλα η Αγγελική αντιστέκεται, χειρονομεί μέσα στο τουριστικό πλήθος .Σσπρώχνει κι εκείνη για μια θέση μπροστά απο τα στρατιωτάκια της Βασίλισσας.

Αλλοτε ο νούς της έπαιζε με τις φαντασιώσεις γύρω απο το παλάτι και τις ρομαντικές ίντριγκές του .Φανταζόταν έρωτες κάτω απο βαρειές κουρτίνες, πάθη ανομολόγητα και σκοτεινά. Ομως τώρα είχαν έρθει τα πάνω- κάτω. Μόνο για σκάνδαλα και χωρισμούς, για ζωές δυστυχισμένες , για μοναξιές πιό βαρειές απο τη δική της ,διάβαζες στις εφημερίδες. Πίσω απο τις βαρειές πόρτες κρυβόταν δυστυχία , πόνος, ψέμματα και ραδιουργίες.

Η Αγγελική ιδρώνει, εκνευρίζεται. Αλλά καταφέρνει να σπάσει τον κλοιό και να βρεθεί μπροστά απο τα συντονισμένα βήματα των φρουρών του Μπάκιγχαμ με τα ψηλά καπέλα , τις καλτσοδέτες και το ανέκφραστο πρόσωπο. Είναι η κάρτα που αγοράζει κάθε χρόνο απο το Λονδίνο κι ας την πληρώνει χαραμίζοντας την ηρεμία της. Είναι η μοναδική στιγμή που η πόλη χάνει το φλέγμα της κι αυτό γιατί η πλατεία είναι γεμάτη ετερώνυμους τουρίστες.

Παρατηρεί το πλήθος με μια απόσταση σα να μην ανήκει ούτε στο χώρο ούτε στο χρόνο. Δε μπορεί να εντοπίσει πότε ακριβώς άρχισε να χτίζεται αυτή η απόσταση απέναντι στο περιβάλλον ή μάλλον απέναντι στη ζωή της την ίδια. Συχνά νιώθει πως η σκέψη της δεν ανήκει στο κομψό και καλοδιατηρημένο σώμα της, πως εκείνη βρίσκεται μακράν της καθωσπρέπει εμφάνισής της. Τής έρχεται στο νού η σκηνή πριν απο μερικά χρόνια στο σαλόνι. Περίμενε τον Αχιλλέα πώς και πώς να πάνε μαζί στη Λυρική. Είχε ντυθεί φιγουράτα , η καρδιά της σκιρτούσε όπως παλιά τότε που έβγαιναν βόλτα:

-Μά, μού υποσχέθηκες πως θα πηγαίναμε στη Λυρική απόψε. Μού τόχες τάξει απο καιρό. Αγόρασα φουστάνι για την περίσταση, του είπε και κάθησε δίπλα του στον καναπέ προσπαθώντας να τον πείσει με την τρυφερή της στάση.

-Είσαι μια κουφιοκέφαλη Αγγελική, πάντα αυτό ήσουν. Μια ελαφρόμυαλη κοπέλλα που δε μεγάλωσε ποτέ. Η μάλλον μια ώριμη κοκορόμυαλη. Δε σέβεσαι πως εγώ δουλεύω και έχω δικαίωμα να νιώθω κουρασμένος. Εσύ έχεις το χαβά σου».

Τότε της φάνηκε πως βγήκε απο το κοστούμι του εαυτού της. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή πέταξε έξω απο το πετσί της ύπαρξής της. Τόλμησε να σηκωθεί και να φύγει. Φόρεσε το ασορτί μαντό της, έρριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και κάλεσε ταξί να την πάει στη Λυρική. Αυτό ήταν το κομβικό σημείο, που απο την ανυπαρξία πέρασε στην ύπαρξη. Εκτοτε η Αγγελική αισθάνεται πως δεν ανήκει πουθενά ούτε στον άντρα της, ούτε στην Αθήνα ούτε στα παιδιά της, ούτε στον ίδιο της παρελθόν.

Ενας σκύλος με λευκά γυαλιά ηλίου στο απέναντι πεζοδρόμιο της αποσπάει την προσοχή. Ο νεαρός κατόχός του έχει μια πινακίδα στο στήθος, που γράφει πως πεινάει. Η Αγγελική ρίχνει ένα πεντόλιρο στο σκουριασμένο πινάκιο και χαζεύει με το σκυλί που αδιαμαρτύρητα στη μέση του Λονδίνου υπό βροχή φοράει τα γυαλιά του ήλιου.Τη διασκεδάζει η ανορθόδοξη εικόνα περισσότερο κι απο τους φρουρούς του Μπάκιγχαμ. Νιώθει ένα γλυκό οίκτο για το καημένο το ζωντανό που το εξευτελίζει ο επαγγελματίας αφέντης του.

Μήπως κι ο δικός της «αφέντης» δεν την εξευτελίζει με την απόλυτη αδιαφορία του; Μήπως δεν την ταπεινώνει η πλήρης αποστασιοποίηση απο την συνύπαρξή τους; Μήπως δεν την αποσυντονίζει η διαπίστωση πως χρόνια τώρα είναι αόρατη στη ζωή του; Ούτε ως αξεσουάρ της κοινωνική τους πραγματικότητας δεν την βλέπει. Πού πήγε ο ενθουσιασμός, ο έρωτας, η λαχτάρα; Ποιός νεκροθάφτης έθαψε τα όνειρά της ; Και γιατί δεν το αντιλήφθηκε εγκαίρως; Αλλά και τί μπορούσε να κάνει για να ανασυνθέσει το πάζλ της ύπαρξής της;

Το μεγαλείο της Λονδρέζικης ατμόσφαιρας την πνίγει τώρα.Ξαφνικά ο ο ήλιος έβγαλε χαμόγελο στον ουρανό, ακυρώνοντας τη διάθεσή της να μελαγχολήσει. Περπατάει ασθμαίνοντας μέχρι που χώνεται στο Χάιντ Πάρκ. Τουλάχιστον εδώ το πράσινο, είναι δυνατό, εκτυφλωτικό, αποπνέει χλωροφύλλη, σκέφεται. Στρώνει την καμπαρντίνα της και κάθεται πάνω στο υγρό γρασίσι κοιτάζοντας καχύπτοντα τον ηλιόλουστο ουρανό...Αν μή τί άλλο, έχει μάθει να εκτιμάει τη μοναξιά της συλλογίζεται κι ένα χαμόγελο ανθίζει στα χείλη της .

14 comments:

zero said...

Καταπληκτικο !!!

Γιώτα Φώτου said...

Ιουστίνη καλό μήνα
Λοιπόν, σήμερα είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να είμαι συνεπής σε δυο από τους πολλούς ρόλους της ζωής μου. Εκείνον της μαμάς και τον άλλο του ατόμου που περιμένει σε μια εβδομάδα να δει το βιβλίο του στα βιβλιοπωλεία.
Ξύπνησα λοιπόν πρωί πρωί και έβαλα μπρος να κάνω κουλουράκια (Οι δυο γιοι μου από τους τρεις που έχω έφυγαν για Αθήνα και ήθελα να τους βάλω κάτι σπιτικό μαζί τους). Η συνταγή έλεγε να τα ψήσω 30 λεπτά, στο 26ο τα βρήκα καμένα.
Δεν το έβαλα κάτω. Συνέχισα το πρόγραμμα μου και πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο για να συνεννοηθώ υποτίθεται, για την παρουσίαση που μου έκλεισε ο Ψυχογιός. Εκεί όμως είδα σε πρώτη θέση το βιβλίο σου. Το πήρα, είπα στον βιβλιοπώλη ότι θα ξαναπεράσω για την παρουσίαση (φοβάμαι μάλλον) και μόλις τα παλικάρια μου έφυγαν έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα. Μέχρι χτες επηρεασμένη από τα τακούνια νόμιζα ότι ήταν μυθιστόρημα.
Κριτικός δεν είμαι, αλλά όταν θα γυρίσω στη δουλειά, εκεί που όλοι ρωτούν που πήγες το Πάσχα, θα τους πω ότι ταξίδεψα στην Κούβα, με παρέα την Ιουστίνη. Και θα το εννοώ.
ΥΓ. Δεν τα λέω αυτά για να σου κάνω το χατήρι, στο κάτω κάτω δεν σε ξέρω, δεν έχω κανένα λόγο. Τα εννοώ.
Και κάτι άλλο! Τέτοια βροχή, σαν αυτή που περιγράφεις στο διήγημα και εδώ στη Λάρισα ρίχνει για πολλούς, ακόμα και σήμερα που έχει μια απίστευτη κουφόβραση.

La Gigi said...

αχ αγαπημένη βίβλος...πόσες φορές το έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει. όχι μόνο για τα πρακτικά αλλά και για όλες τις υπέροχες ιστορίες σου!
να πω μυστικό? η πιο αγαπημένη από όλες...η Ρώμη!

σε φιλώ

δεσποιναριον said...

Καλημερα Σαββατιατικη και πολλα υποσχομενη. Η Πηνελοπη μας θα χαρει αφανταστα οταν το διαβασει. Εχει προβληματα συνδεσης αλλα που θα πανε θα διορθωθουν συντομα. Ουτε σταλα βροχης ολη μερα εδω, ουτε σταλα. Πραγματικα εχει δικιο η μελισσουλα. Ο συνδιασμος που εχεις κανει σ' αυτο το βιβλιαρακι ειναι σαν την ψυχοσυνθεση της γυναικας, απ' ολα, γι αυτο μας αρεσει. Και ειπαμε ουτε σταλα βροχη σημερα!!!

La Gigi said...

που σουλατσάρεις κορίτσι μας? και μας έχεις εγκαταλείψει?

Penelope said...

Ευχαριστώ Ιουστινάκι για την Σονάτα σου και σε χαιρετώ από το Λονδίνο της βροχης και του Boris Johnson !!!

zero said...

Την καλημερα μου.

Justine's Blog said...

Ζερούλη μου,
Επειδή έκανες ποδαρικό θα σου αποκαλύψω πως έλειψα το τριήμερο στη Βοστώνη για διάφορες συναντήσεις του Ιδρύματος Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων για την Ελληνική Παιδεία και τον Πολιτισμό. Δεν πρόλαβα να βγάλω ούτε φωτογραφίες γιατί έβρεχε αλύπητα και ήμουν σε διαρκείς συναντήσεις. Πάντως, τώρα είμαι πίσω στη βάση μου, δόξα των Θεώ!

Justine's Blog said...

Αγαπημένη μου Γιώτα,
Σε ευχαριστώ για τα γενναιόδωρα λόγια σου περι της Αβάνας και των Ψηλών Τακουνιών.
Ξέρω πώς είναι να κυκλοφορεί ένα βιβλίο και μάλιστα το πρώτο σου μυθιστόρημα. Ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος, αλλά εσύ θα οπλιστείς με τη δύναμη της αλήθειας σου για να αντιμετωπίσεις όλες τις σφήκες καθ΄οδόν.
Εγώ ήμουν Βοστώνη το Σαββατοκύριακο κι έρριχνε καρέκλες με κρύο. μπρ...
Ξέχασα να σου πώς ότι είσαι πολύ νέα και ωραία μαννούλα των αγοριών σου. Να τα χαίρεσαι και τα τρία!
Ιουστίνη

Justine's Blog said...

Α! Μελισσάκι μου γλυκό,
Η Ρώμη είναι και για μένα αγαπημένη. Θα σου την αφιρώσω όταν έρθει η ώρα της δημοσίευσης στο μπλόγκ.
Οπως άκουσες , την έκανα για Βοστώνη. Αλλά δεν χάρηκα ούτε στιγμή την πόλη γιατί πνίγηκα στη δουλειά και στις συναντήσεις. Δεν μπορούμε να διακεδάζουμε τις πόλεις πάντα! Μας ρουφάνε κι αυτές πού και πού!
Εβρεχε όμως αλύπητα κι έτσι δεν με πείραξε που δεν πολυπερπάτησα!
Νάμαι πάλι πίσω στο μπλογκόσπιτό μου.
Φιλιά και καλή εβδομάδα

Justine's Blog said...

Δεσποίνάριον,
Δεν με ξεγελάς εμένα. Οι Αγορές σου αρέσουν για τα μικρά τίπς στις Αγορές του Κόσμου! Σε ξέρω τί αφοσιωμένη αγοράστρια είσαι μωρό μου.
Εμείς στη Βοστώνη βραχήκαμε μέχρι κόκκαλο. Καιρό είχα να νιώσω τόσο σουβλερό και υγρό κρύο. Ευτυχώς που δεν πήγα για σουλάτσες. Πάντως, τα Missoni σε τρελλά ανοιξιάτικα χρώματα πρόλαβα και τα τσίμπησα!
Φιλάκια

Justine's Blog said...

Πηνελόπη αγαπημένη,
Σκέφτηκα να σου αφιερώσω ένα κέιμενο γραμμένο με λονδρέζικες πινελιές. Μαθάινω πως έχεις προβλήματα σύνδεσης; Ολες μας έχουμε !!!
Πολλα φιλιά και καλή εβδομάδα
Ιουστίνη

Ra Ma said...

Θα σου τα πω μαζεμένα (τώρα που μπορώ!):
Χριστός Ανέστη, Χρόνια Πολλά, Καλό Μήνα και Καλή Εβδομάδα!
Πολύ μου άρεσε και καταλαβαίνω ...περισσότερα!
Καλημέρα.

Justine's Blog said...

Θυμιούλη αγαπημένε,
Βλέπω ότι το έχεις ρίξει έξω. Ολο εκδρομούλες και έθιμα, μου είσαι.
Τι κάνει ο Πύργος; Η οικογένεια καλά;
Χριστός Ανέστη σε όλους σας. ΕΕΕΕρχομαι στις 24 Μαιου για μεγάλα παρτυ.
Φιλακια