Αφιερωμένο εξαιρετικά στην αγαπημένη μου ξαδέλφη Γώγω Πολίτη και
την βαφτιστήρα μας Χριστίνα Μελά.
Με την ευχή να φτιάχνουν αναμνήσεις!
την βαφτιστήρα μας Χριστίνα Μελά.
Με την ευχή να φτιάχνουν αναμνήσεις!
Εμείς τη Λευκάδα την
θεωρούσαμε άστυ και παρότι κολυμπούσαμε καθημερινά στις παραλίες του Κάστρου ή
της Γύρας, η μαμά έστελνε τον Αποστόλη στο πατρικό χωριό Εγκλουβή για διακοπές (ήθελε να κάνει βόλτες
με τα άλογα) κι εμένα την καθωσπρέπει δεσποινίδα στην ειδυλλιακή Βασιλική, όπου
έμενε η αδελφή της η Φροσύνη.
Η θεία Φροσύνη
παντρεμένη με το θείο Μήτσο είχε τρία παιδιά, τη Ντίνα, τη Γώγω και τον
Φίλιππα. Και ήταν μια πανέμορφη γυναίκα με λευκή επιδερμίδα και ολοπράσινα
μάτια, από εκείνες της αρχόντισσες του παλιού καλού καιρού. Η θεία Φροσύνη ήταν
απίστευτη νοικοκυρά, μαγείρισσα, κεντήστρα και μου έτρεφε μεγάλη αδυναμία. Κι
εγώ όμως την ξεχώριζα από τις θείες μου διότι διέκρινα την αρχοντιά της, τη
σβελτάδα της, την αποτελεσματικότητά της και ήθελα να γίνω σαν εκείνη.
Στη Βασιλική έμενε
επίσης και η αγαπημένη αδελφή του πατέρα μου, η θεία Χρυσαυγή, που ήταν
παντρεμένη στα Κολυβάτα με τον θείο Σπύρο και είχαν τρία παιδιά, μικρότερα από
μένα. Παρότι είχαμε μια ιδιαίτερα σχέση και την θαύμαζα για τη γενναιότητά της,
ωστόσο τις διακοπές μου τις έκανα στη θεία Φροσύνη.
Λάτρευα τις ξαδέλφες μου
τη Ντίνα και τη Γώγω, που ήταν μεγαλύτερες από μένα, αλλά εντυπωσιακά όμορφες
και δεν περνούσαν ποτέ απαρατήρητες. Προπάντων, η Γώγω είχε ξανθό μαλλί σα
στάχυ, ήταν μικροσκοπική και έμοιαζε με Γερμανίδα. Ζήλευα τα μαλλιά και τα
πράσινα μάτια της, καθώς εγώ ήμουν ένα κανονικό καστανόξανθο κορίτσι από τα
συνηθισμένα.
Η Βασιλική ήταν ένα πανέμορφο
ψαροχώρι με ένα γραφικό λιμάνι, που περιβαλλόταν από πράσινους λόφους. Το
πράσινο καθρεφτιζόταν μέσα στα νερά του λιμανιού κι έκανε το νερό να αλλάζει
χρώμα ανάλογα με τη θέση του ήλιου. Οι ψαρόβαρκες δεμένες στους ντόκους
ανεβοκατέβαιναν απ΄το αεράκι που έπιανε ανελλιπώς κάθε απόγευμα.
Αυτό που έκανε ξεχωριστή
την παραμονή ήταν το μαγαζί του θείου που νοίκιαζε ποδήλατα και περνούσαν από
κεί όλοι οι ξένοι. Εκεί γνώρισα τον τουρισμό και τους ξένους, που έφερναν λεφτά
στο μικρό τόπο.
Με το που έφθανα στη
Βασιλική άρχιζαν οι βόλτες με την ξαδέλφη μου τη Γώγω που με σύστηνε σε όλους
τους φίλους και τους γνωστούς της. Εκείνη ένιωθε περήφανη για την άφιξη της
ξαδέλφης από τη Λευκάδα κι εγώ χαιρόμουν που ανέπτυσσα την κοινωνικότητά μου. Γνώρισα
πολλά παιδιά της γειτονιάς κι ένιωθα ότι ανήκα σ΄αυτή τη νέα ομάδα των φίλων.
Το πρωί βοηθούσαμε στις
δουλειές στο σπίτι, κάναμε μικροθελήματα και παίζαμε στον ωραίο κήπο του
σπιτιού όλα τα παιχνίδια της νεότητας. Και προς το μεσημεράκι πηγαίναμε στην
απαλή παραλία της Πόντης όπου κάναμε το μπάνιο μας προστατευμένα κάτω από την
ψάθα της εποχής.
Θυμάμαι να παραπονιέμαι
για τα ρηχά νερά της Πόντης που τα σύγκρινα με τις απέραντες παραλίες της πόλης
και η ξαδέλφη μου την επόμενη μέρα με πήγαινε στην παραλία των Κολυβάτων, που
είχε πιο βαθιά θάλασσα. Κι αφού τελειώναμε το κολύμπι, καθόμασταν στους βράχους
και κυνηγούσαμε μικρά καβουράκια και τραγουδούσαμε ανέμελες «στου γυαλού τα
βοτσαλάκια…». Αφήναμε τα καβουράκια να περπατούν στα χέρια και το σώμα μας, ατρόμητες
από τον κίνδυνο να μας δαγκώσουν. Και μετά τα χώναμε στον κουβά με θαλασσινό
νερό και τα μεταφέραμε στην άλλη παραλία της Πόντης για να τα ρίξουμε σ’ εκείνη
τη θάλασσα.
Γελούσαμε και ήμασταν
ευτυχισμένες. Η ευτυχία μύριζε αλάτι, θάλασσα, ευκάλυπτο … Μύριζε ξεγνοιασιά
και αγάπη δοσμένη με κάθε τρόπο. Τη νιώθαμε
την αγάπη στα υπέροχα μαγειρεμένα φαγητά της θειάς Φροσύνης, που έστρωνε
καθημερινά με τραπεζομάντηλο το τραπέζι του μπαλκονιού και τρώγαμε με επισημότητα
και ιεροτελεστία. Την ανακαλύπταμε στα υπέροχα φρούτα που διάλεγε ο θείος
Μήτσος και ήταν πάντα νόστιμα, είχαν μοναδικό άρωμα και γεύση. Τα πεπόνια και
τα καρπούζια ήταν μέλι γλύκα, τα κεράσια πλούσια και γευστικά, τα σύκα μεγάλα
και πεντανόστιμα.
Τα απογεύματα συνήθως
πηγαίναμε για πικ νικ εκεί στην παραλία της Πόντης. Η θεία μας έφτιαχνε
ριγανάδα αλλά και πατάτες τηγανητές και φρόντιζε να μην βάλει φέτα διότι εγώ
ήμουν αλλεργική και την απεχθανόμουν.
Μοσχομύριζε η γειτονιά από το τηγάνι κι εμείς βάζαμε στο καλαθάκι τα
καλούδια και ορμούσαμε με ενθουσιασμό στην ακτή , όπου σμίγαμε με τα άλλα
παιδιά. Αφού στρώναμε και τρώγαμε τα φαγάκια μας, αρχίζαμε το παιχνίδι. Δεν
ήταν ένα σωματικό παιχνίδι αλλά ήταν ιστορίες που φτιάχναμε με το μυαλό μας και
τις αναπαριστούσαμε παίρνοντας διάφορους ρόλους. Ηταν η ζωή σε παιδικό θέατρο
και ήταν πολύτιμη η φαντασία και η δημιουργικότητά μας, καθώς δεν υπήρχαν τότε
ανάλογα ερεθίσματα… Μόνα μας τα παιδιά, φτιάχναμε ιστορίες και υποδυόμασταν
τους πρωταγωνιστές…
Στη Βασιλική πήγα για
πρώτη φορά στον κινηματογράφο. Ηταν ένας περιπλανώμενος σινεάστ, που έφερνε τη
μηχανή του, την έστηνε και έπαιζε την ταινία σε πρόχειρο πανό προβολής, προμοτάροντάς
την με τη ντουντούκα στο χωριό από βαθέως όρθρου. Είδα τας Δυό Ορφανάς κι
επίσης μια πολεμική ταινία με τον Πέτρο Φυσσούν και γοητεύτηκα τόσο μα τόσο από
το σινεμά…
Βεβαίως, με τη Γώγω μαλώναμε
κι όλας. Κι έτσι που ήμουν τσαμπουκάς κι ασυμβίβαστη, με θυμάμαι να στριμώχνω
στη μικρή καρρώ βαλιτσούλα μου τα ρουχαλάκια μου και να κινάω για τη στάση του
λεωφορείου να φύγω για τη Λευκάδα. Κι όλο την τελευταία στιγμή με προλάβαινε η
θεία Φροσύνη και με παρακαλούσε να γυρίσω και τιμωρούσε τη Γωγούλα που δεν μου
φερόταν με την ανοχή της οικοδέσποινας. Και η Γωγούλα πονούσε- είμαι σίγουρη-
που η μάνα της έπαιρνε το μέρος μου διότι τότε δεν καταλαβαίναμε τα παιδιά από
τις σχετικότητες και τις ισορροπίες.
Τα καλοκαίρια στη
Βασιλική γνώρισα το φλέρτ με τα αγόρια, ανακάλυψα την πλήρη αποδέσμευση από το
περιβάλλον μου, απόλαυσα την ελευθερία των διακοπών.
Και δεν περνάει ούτε ένα
καλοκαίρι που να μη θυμάμαι τη Βασιλική των παιδικών μου χρόνων. Αναπολώ
εκείνες τις μέρες της ανεμελιάς και της αγάπης. Αναθυμάμαι όλες τις μικρές
στιγμές που με έδεσαν με τον τόπο και προπάντων με την ξαδέλφη μου τη Γώγω!
Ελπίζω μια μέρα να
ξαναγυρίσουμε μαζί σ΄εκείνα τα καλοκαίρια!
Τζουστινάκι
No comments:
Post a Comment