Εμείς δεν ξεχνάμε της Ιστορία μας
Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Αργοπαίζει μέσα μου ο
θυμός αυτές τις μέρες , αργοπαίζει η αγανάκτηση για όλα τα πολιτικά παιγχνίδια
που συνέθεσαν την τραγωδία της εκχώρησης της Βόρειας Ηπείρου στην Αλβανία το
τραγικό έτος 1914.
Θεωρώ πως αυτή η εκχώρηση
αποτελεί τεράτια προδοσία των συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα εξαιτίας
του επάρατου βασιλιά Κωνσταντίνου που δεν ήθελε να συμμετέχει κατ΄αρχάς στις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ κατά τον Α’ Παγκόσμιο
Πόλεμο.
Ο Ελληνας της Βόρειας Ηπείρου, Κωνσταντίνος Κατσίφας πέθανε σαν
ήρωας καρφώνοντας την ελληνική σημαία στον τόπου όπου ζει ακόμη Ελληνισμός.
Δεν είναι αλυτρωτισμός να ξέρεις την
ιστορία σου. Δεν είναι αλυτρωτισμός να την διεκδικείς με ειρηνικό τρόπο!
Μπερδευτήκαμε τελευταία και λησμονήσαμε την ιστορία μας.
«Στο
πατρικό του σπίτι στους Βουλιαράτες έφτασε, μετά από 11 ημέρες, η σορός του
Κωνσταντίνου Κατσίφα. Τη σορό του 35χρονου Βορειοηπειρώτη συνόδευσαν
συγγενείς και φίλοι του ενώ...
προπορευόταν η ελληνική σημαία. Η κηδεία του θα τελεστεί αύριο στις 13:00’ τοπική ώρα (Αλβανίας).»
προπορευόταν η ελληνική σημαία. Η κηδεία του θα τελεστεί αύριο στις 13:00’ τοπική ώρα (Αλβανίας).»
Ο
Κωνσταντίνος Κατσίφας είναι σύμβολο ηρωισμού. Στη μνήμη του καταθέτω ένα
κεφάλαιο απο το βιβλίο μου «ΠΕΤΑΕΙ, ΠΕΤΑΕΙ το ΣΥΝΝΕΦΟ», το οποίο είναι
βασισμένο στα απομνημονεύματα του μακαριστού παππού μου παπα-Κώστα Κακαβούλη.
Μυθιστορηματική αδεία ο παπα-Κώστας Κακαβούλης
στο μυθιστόρημα φέρει το όνομα Κωστάγγελος:
"Με το
νέο του λόχο στρατοπέδευαν σε χωριά της Βορείου Ηπείρου, σιγουρεμένοι πως ήταν
πιά δικαιούχοι του τόπου όπου πλήθαινε ο Ελληνικός λαός. Ο σκληρός χειμώνας με
τις βροχές, τα χιόνια και την παγωνιά, πέρασε κάτω από τ’ αντίσκηνα. Οι
κουβέρτες, λίγες και τραχειές στην αφή, στάθηκε αδύνατο να ζεστάνουν τ’ ανδρικά
κορμιά. Τα πόδια ερμητικά κλεισμένα μέσα στις μπότες υπέφεραν απ’ τα
κρυοπαγήματα.
Το
αίσθημα της νίκης κόπηκε στα δύο όταν αναγγέλθηκε η αυτονομία της Βορείου
Ηπείρου το Μάρτη του 1914. Εκείνοι πάλευαν μέσα στις κακουχίες για το αύριο της
Ελλάδας και οι Μεγάλες Δυνάμεις υπέγραφαν για έναν άλλο κόσμο, κομμένο και
ραμμένο στα δικά τους μέτρα. Ο στρατός παρέδωσε σε πλήρη ταπείνωση τη Βόρειο
Ηπειρο στην Ιταλική Καραμπινερία, προκειμένου να προστευθούν τα δικαιώματα του
νέου Αλβανικού κράτους που ξαφνικά ξεφύτρωσε απ’ το πουθενά.
Η απογοήτευση
έτρωσε κυριολεκτικά το κορμί και την ψυχή του Κωστάγγελου. Τα μάτια του
πλημμύρισαν από δάκρυα θυμού καθώς έβλεπε τους Ελληνες να ολοφύρονται για την
τραγωδία, να εγκαταλείπουν μαζικά τα σπιτικά τους μαζεύοντας τ’ απαραίτητα της
προσφυγιάς σε μπόγους.
Σπάραζε
η ψυχή του που η Ελληνική ηγεσία δέχθηκε τούτη την ταπείνωση και την ιστορική
αδικία. Σύντομα οι Βορειοηπειρώτες βγήκαν στο αντάρτικο για ν’ανακτήσουν τη
χαμένη πατρίδα. Τους πλαισίωσαν στελέχη του Ελληνικού στρατού στον αγώνα για
την ανάκληση της ιστορικής αδικίας. Ο Κωστάγγελος ζήτησε απ’ το λοχαγό του να
τον αφήσει να καταταγεί στους ανάρτες. Κι εκείνος πήρε πάνω του το ηθικό βάρος
της προσφοράς του:
-Κωστάγγελε,
παιδί μου, γύρνα πίσω στον τόπο σου, στους γονείς σου, στ’ αδέρφια σου. Σε λίγο
τελειώνει η θητεία σου και θα είσαι ελεύθερος πολίτης. Θα πάω εγώ στη θέση σου
στο αντάρτικο, που είμαι επαγγελματίας στρατιωτικός. Για μένα δεν είναι μόνο
ιδεολογία η πατρίδα, είναι καριέρα και γαλόνια. Για τον απλό φαντάρο τελειώνει
το χρέος όταν προδίδεται ο αγώνας!
Αβάσταχτη
του αξιωματικού η ειλικρίνεια! Τον έπεισε όμως να κατηφορίσει στην Κόνιτσα με
τον υπόλοιπο λόχο του. Το Πάσχα του 1914 ήταν ένα μαρτύριο για τον Κωστάγγελο.
Η φύση πανηγύριζε την ανάδυσή της απ’ το χειμώνα κι εκείνος άφηνε πίσω του τή
χίμαιρα της Μεγάλης Ελλάδας. Τα χαμομήλια κι οι παπαρούνες μέσα στις
καταπράσινες πλαγιές για πρώτη φορά δεν τον χαροποιούσαν. Παραδινόταν με πόνο
στην ιδέα ότι αυτή η γή που μόλις εγκατέλειπε δεν θα γινόταν ποτέ πιά Ελληνική.
Η σφραγίδα των ξένων είχε μπεί για τα καλά στον απελευθερωτικό αγώνα της μικρής
του πατρίδας.
Η μέρα
του απολυτηρίου απ’ το στρατό ήρθε γρηγορότερα απ’ τις αντοχές του. Με απάθεια
ο νέος λοχαγός του παρέδωσε το άψυχο χαρτί που τον έστελνε μ’ εύφημη μνεία στην
αγκαλιά της οικογένειας και του χωριού του. Στις 20 Μαίου 1914 ο στρατιώτης
Κωστάγγελος Αργυρίου έπαιρνε το ξανασφριγηλεμένο υγιές κορμί και τα λιγοστά
υπάρχοντά του για να κατηφορίσει προς το νησί του. Αφηνε πίσω του τ’ όπλο, τη
χλαίνη και την εποχή της αθωότητάς του. Η πατρίδα είχε στρογγυλοποιηθεί μέσα
στον κριτικό του νού, χάνοντας τη μυθική διάσταση της αλάθητης δύναμης που τον
καθοδηγούσε άκριτα στον όποιο αγώνα. "
No comments:
Post a Comment