ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Friday, September 20, 2019

Μικρή μου Πεταλούδα, 15 χρόνια μετά!



Κάθομαι στο γραφείο κοιτώντας εκείνα τα υπέροχα αινιγματικά μάτια που κρέμονται στη φωτογραφία της πόρτας του δωματίου όπου πέρασες τις τελευταίες δύσκολες μέρες της ζωής μου. Είναι σαν να σ’ έχω δίπλα μου κι ας πέρασαν 15 χρόνια από τότε που έφυγες και πέταξες σαν πεταλούδα στους ουρανούς.

Η ζωή σου ξαφνικά έγινε  ένας σκληρός ανηφορικός αγώνας προς το τέλος. Από την αρχή που οι γιατροί μας είπαν τη διάγνωση χωρίς περιστροφές, εσύ είχες χαμόγελο και αισιοδοξία πως θα κατάφερνες να ξεπεράσεις την πιο τρομερή μορφή καρκίνου, εκείνου των ωοθηκών. Κι όμως το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο όπως πληροφορήθηκα πρόσφατα από τη δρα ΛούσηΓκίλμπερτ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου McGill και ερευνήτρια της έγκαιρης πρόγνωσης του καρκίνου των ωοθηκών. ‘Ηδη η τρομερή ασθένεια είχε προχωρήσει στους λεμφαδένες κι εμείς παλεύαμε μόνο για να χτίσουμε ένα αίσθημα ελπίδας κι αισιοδοξίας πως εσύ θα ήσουν η εξαίρεση στη σαρωτική ασθένεια.

Πέρασες θεραπείες και τις ανέχτηκες, δέχτηκες να θυσιάσεις τα μαλλάκια σου στη χημειοθεραπεία. Αντιστάθηκες στη διάβρωση του σώματος από την ασθένεια και από τα φάρμακα. Αναζητούσες περισσότερα φάρμακα για να αγοράσεις ελπίδα.

Οι μέρες σου λιγόστευαν, το πρόσωπό σου χλώμιαζε όλο και περισσότερο, οι μεταγγίσεις έγιναν εβδομαδιαία υπόθεση. Κι όμως το πάλευες στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα  και προσπαθούσες να μας κρατήσεις ζωντανούς στην υπόσχεση πως θα αναδεικνυόσουν νικήτρια στον άνισο και άκαρπο αγώνα για τη νόσο.

Θυμάμαι με φρίκη εκείνο το καλοκαίρι που μου πήρε για πάντα τη νιότη, την ξενοιασιά, τη ζωντάνια και γέμισε τις μέρες μου με αγωνία που έφτανε στο λαιμό και μ’ έπνιγε και μ ‘έκανε να χάνω τον προσανατολισμό μου… Τα πράσινα μάτια σου να έχουν γίνει μια θάλασσα από γκρί μελαγχολία, τα χείλη σου να είναι μαβιά, το κορμί σου να τρίβεται στο κρεβάτι του πόνου κι εσύ να ρωτάς αν είχες έστω και μία μικρή ελπίδα να γίνεις καλά.

Η πόλη χόρευε, βοούσε μέσα στους πανηγυρισμούς για τους Ολυμπιακούς της. Ήταν βλέπεις το 2004 και κανείς δεν μπορούσε να τους αποσπάσει από το πάρτυ της χαράς τους. Τους έβλεπα να ζουν μια άλλη γιορτινή διάσταση και μου φαίνονταν σχεδόν γελοίοι. Αναλογιζόμουν πως εσύ πάλευες για τη ζωή σου κι εκείνοι ανέμελοι γλιστρούσαν μέσα σε ένα ξέφρενη υπερηφάνεια για τους Ολυμπιακούς της Αθήνας.

Οι μέρες περνούσαν μέσα σε αγωνία, ζέστη, νοσοκομειακή ασφυξία και δείκτες αίματος που αντί να πέφτουν από τις θεραπείες, εκείνοι συνέχιζαν να ανεβαίνουν έξαλλα και χωρίς καμιά ελπίδα να υποχωρήσουν. Η απελπισία μας έσφιγγε τα μηνίγγια μα εσύ συνέχιζες να μας δίνεις ελπίδες πως όλα θάταν περαστικά.

Κι όμως δεν ήταν, ο θάνατος σε πήρε ακριβώς όπως το προδιέγραψαν οι γιατροί. Τα θλιβερά νέα με απάντησαν στις παραλίες της Κουβας, όπου πήγα να σου βρω το φάρμακο το μπλε σκορπιού, την τελευταία παρηγοριά πρίν από την ολική παραίτηση. Εσύ που δεν παραιτήθηκες ποτέ ούτε την ώρα του τέλους, τελικά υπέκυψες στους νόμους τη φύσης.

Η κηδεία σου, εκείνη η καταρρακτώδης βροχή, το φέρετρό σου, τα κλάματα, η εξόδιος ακολουθία στους Αγίους Αναργύρους όπου μεγαλώσαμε και βαπτίσθηκες, οι χιλιάδες φίλοι σου που έφτασαν από παντού για το στερνό αντίο…Η Φιλαρμονική που έπαιζε τα πρελούδια του Μπάχ, η θλιβερή πομπή στην αγορά… τα δάκρυα που κατρακυλούσαν σμίγοντας με τις δυνατές στάλες του φθινοπώρου…

Η ώρα του οριστικού αποχωρισμού με το φέρετρο να σκίζει τα σπλάχνα της γής και τα δικά μου σπλάχνα. Αυτός ο ενταφιασμός  μπροστά στα μάτια των γονιών μας και στα δικά μου μάτια…Το χώμα πάνω από εσένα κι εσύ κάτω από τη γη για πάντα… Η απονιά σου να με αφήσεις μόνη πίσω μου χωρίς σύντροφο στις κουκέτες του ρόζ δωματίου.

Από τη μέρα που έφυγες μέχρι σήμερα σε κυνηγώ στις πεταλούδες, σου ανάβω καθημερινά το κερί σου ανάλογα με την εποχή και σε γυρεύω στα τραγούδια και στις κουβέντες με τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Μα εσύ δεν απαντάς, έχω την αίσθηση πως με έσβησες από τη θύμησή σου.

Μικρή μου Πεταλούδα, πόση σκιά έρριξες στη ζωή μου, πόσο πόνο μου έδωσες, πόση μοναξιά χαραξες στην ψυχή μου. Πολλές φορές αναρρωτιέμαι αν μια μέρα θα σε ξαναδώ ελπίζοντας στην άφθαρτη μετά θάνατον ζωή… Μου λείπεις!

Η αδελφή σου
Ιουστίνη