Ξαφνικά πάγωσε το λαύρο καλοκαίρι μας στη Λευκάδα, καθώς η ξαδέλφη μας Ντίνα Κακαβούλη του Μήτσου, γεννημένη στον μεσόγειο Σύβρο της Λευκάδας βρέθηκε νεκρή από ανακοπή στο κρεβάτι του ύπνου της. ‘Εφυγε αναπάντεχα σε ηλικία 60 ετών για τους ουρανούς, προφανώς θέλοντας να προλάβει τη γήρανση της ανθρώπινης φύσης της.
Η Ντίνα ήταν ένα απο
τέσσερα παιδιά του μπάρμπα μας του Μήτσου Κακαβούλη, αδελφού της μητέρας μας
Μαρίας Κακαβούλη-Φραγκούλη (μαζί με τη θειά Βγένα είχαν καλωσορίσει τρία αγόρια,
τον Κώστα, τον Πάνο και το Νιόνιο). Ο μπάρμπα-Μήτσος ήταν το μόνο απο τα 8 τέκνα
του παππού παπα-Κώστα το οποίο παρέμεινε στο Σύβρο καλλιεργώντας την ατίθασση
πατρογονική γη. Η Ντίνα μας περίμενε όλα τα ξαδέρφια στο πανηγύρι των γενεθλίων
της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο, όπου συρρέαμε απο όλα τα μήκη και
τα πλάτη της Ελλάδας τα 23 πρωτοξάδερφα με τους γονείς μας για το πανηγύρι του
χωριού.
Τη θυμάμαι τη Ντίνα απο
παιδάκι, λίγο ξέμακρα να σας ομολογήσω, γιατί η Ντίνα, η αδελφή μου η Κωνσταντίνα
και οι άλλες μου ξαδέρφες που γεννήθηκαν μετά το 1960 αποτελούσαν μια ξεχωριστή
κατηγορία, τις μικρές της οικογένειας. Εγώ ήθελα πάντα να καμαρώνω με τους
μεγάλους και τις μεγάλες και βαθειά μέσα μου περιφορνούσα αυτή την ομάδα της
οικογένειας.
Η Ντίνα, που είχε το όνομα
της πατρικής γιαγιάς Κωνσταντίνας Σαββίνου-Κακαβούλη αλλά και εκείνο του παππού
παπα-Κώστα Κακαβούλη ήταν μάλλον ένα μελαγχολικό κορίτσι με λευκή επιδερμίδα
και μεγάλα αμυγδαλωτά καστανά μάτια. Ποτέ δεν την θυμάμαι να παίζει με τις
μικρές, σα να ένιωθε ανέκαθεν τη βαρειά ευθύνη της οικοδεσποσύνης της κι έτσι
τις φρόντιζε στο υπέροχο δροσερό χωριό της.
Μεγαλώνοντας ήρθε για το
Γυμνάσιο και το Λύκειο στη Λευκάδα όπου έμενε με την οικογένεια του θείου
παπα-Νίκου Κακαβούλη. Έτσι έγινε κολλητή με τη Λίτσα και την Καίτη αλλά και με
την Πεταλούδα μου, ενώ εγώ εξακολουθούσα να τις περιφρονώ ως μικρές. Η παρέα
μου ήταν ο ξάδελφός μου ο Κωτσονιός, ο Αποστόλης και ο Νιόνιος, αλλά σίγουρα με
αυτά τα μικρά κορίτσια αρνιόμουν να ταυτιστώ.
Η Ντίνα μετά το σκαλοπάτι
της Λευκάδας, στα 18 της έφτασε στην Αθήνα όπου σπούδασε Νοσηλευτική και
εργάσθηκε για 30 χρόνια στο Τζάννειο Νοσοκομείο, προσφέροντας τις δυνάμεις της
στον κόσμο που είχε την ανάγκη της.
Η Ντίνα αποσύρθηκε απο τη
δουλειά της μάλλον νέα, αλλά στον ελεύθερο χρόνο της φρόντιζε να περιποιείται
και να βοηθάει άτομα που είχαν την ανάγκη της προσφοράς της, υλικής και συναισθηματικής.
Ήταν παρούσα στους μη έχοντες, ήταν παρηγορήτρα για τους λυπημένους. Απλή και
αθόρυβη είχε δημιουργήσει ένα ιστό αγάπης για τους γύρω της.
Δεθήκαμε περισσότερο όταν
κατέφθανα στην Αθήνα και οργανώναμε μια εκδρομή στο Αιγάλεω όπου έμενε η μητέρα
της με την οικογένεια του αδελφού της Κώστα Κακαβούλη. Εκεί μέσα στο αυτοκίνητο
ή στο μετρό λέγαμε τα δικά μας στο φτερό χωρίς να κάνουμε αναλύσεις για όσα μας
συνέβαιναν. Ήταν πολλά και δύσκολα. Η απώλεια της Πεταλούδας μου, η χαροκαμμένη
μάνα μου ήταν αγαπημένα της θέματα, στα οποία εντρυφούσε δίνοντάς μου συμβουλές.
Όσο για τα δικά της, τα έκρυβε με μανία και μιλούσαμε μόνο για το μικρό της
αδελφό το Νιόνιο και την ξενητιά του στη μεγάλη Αμέρικα.
Μπορώ να πω ότι η
μεγαλύτερη και στενότερη επικοινωνία μας γινόταν απο την σελίδα του φέισμπουκ
και πάντα μου έγραφε ένα καλό λόγο έτσι για να ξέρω πως με παρακολουθεί και με
σκέφτεται μακρόθεν. Κι εγώ ήξερα πως θα μετέφερε τα νέα μου στην ξαδέρφη μας τη
Μαρία που ζούσε απέναντί της στην Καλλιθέα και είχαν γίνει κολλητές.
Η Ντίνα ομόρφυνε με τα
χρόνια και απολάμβανε μακρείς περιπάτους μέχρι το Μέγαρο Σταύρου Νιάρχου, που
είχε γίνει το νέο της στέκι. Δεν μιλούσε πολύ, γελούσε με ένα στραβό χαμόγελο
και τα μεγάλα καστανά της μάτια μετέδιδαν μια ακαθόριστη θλίψη, ένα διαρκή πόνο
που δεν έφυγε ποτέ απο τη λίμνη του βλέμματός της.
Η Ντίνα εγκατέλειψε τα
εγκόσμια και μας άφησε ορφανούς. ‘Εφυγε με ένα τρόπο επιδεικτικά γρήγορο,
σχεδόν αλαζονικό χωρίς κάν να μας χαιρετήσει. Και να σκεφτεί κανείς πως εμείς
πιστεύαμε ότι ζούσε την πιό όμορφη στιγμή της ζωής της, ανακαινίζοντας το σπίτι
της στο Σύβρο και σχεδιάζοντας βραδυές νυχτερινών μπάνιων και ποίησης στο χωριό
της.
Ναι, η Ντίνα ήθελε να
κάνει το Σύβρο κέντρο του κόσμου. Και θα γινόταν αν δεν αποφάσιζε ξαφνικά πως
δεν ήθελε άλλο να είναι γήινη και πως της πάνε καλύτερα τα ουράνια. Καλό ταξίδι
αγαπημένη μου και να φέρεις χαιρετίσματα
στους αγαπημένους δικούς μας. Και όταν θα παίζουν τα βιολιά στο Σύβρο, εσένα θα
θυμάμαι που έσερνες τα βήματά σου στο χορό ενώ οι άλλες οι μικρές πετούσαν σαν
τις μέλισσες!
Καλό ταξίδι και μην κοιτάξεις
πίσω σου. Εσύ για τους αιθέρες ήσουνα πλασμένη... Σαν έτοιμη από καιρό να
ταξιδέψεις με ούριο άνεμο!
Η ξαδέρφη σου
Το Τζουστινάκι
No comments:
Post a Comment