Του Ted για τα γενεθλιάκια του στις 21 Ιουνίου και για τη γιορτή του Πατέρα!
Να τα χιλιάσεις καλέ μου!
Σημείωση
Με την ευκαίρία των λαμπρών εγκαινίων του Μουσείου της Ακρόπολης (που εξωτερικά δε με συγκινεί καθόλου ως αισθητική παρέμβαση στον Ιερό Λόφο) παραθέτω το διήγημα, που έγραψα προ ετών, όταν επισκέφθηκα το Βρεταννικό Μουσείο στο Λονδίνο μετα Τέντυ, Αλεξανδρίνου και Κωνσταντίνας.
Ηταν τέτοιος ο θυμός μου, ήταν τέτοια η ένταση που αποφάσισα να διοχετεύσω την ενέργεια στη γραφή. Τί νόημα θα είχε άλλωστε ένα ακόμη παραλήρημα και μάλιστα απο Ελληνίδα δημοσιογράφο;
Σήμερα, το βγάζω απ΄το συρτάρι μου, για να το αφιερώσω εξαιρετικά στη λαμπερή Μελίνα Μερκούρη, που έκανε το πρώτο βήμα. Ισως η διεθνής κοινότητα δεί με τα μάτια της την ανιστόριτη αδικία!
ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ;
Διήγημα Της Ιουστίνης Φραγκουλη-Αργύρη
Απο τη Δευτέρα γυμνασίου αλληλογραφούσε με τη Σούζη ο Μανώλης για να ασκεί τα αγγλικά του. Στο φροντιστήριο τούς είχαν προτείνει να διαλέξουν παιδιά απο άλλες χώρες για να επικοινωνούν στη γλώσσα της εκμάθησης. Κι εκείνος έπεσε εντελώς τυχαία πάνω στη λονδρέζα Σούζη. Στην αρχή τής έστελνε κάρτες για να μην έχει να της γράψει πολλά. Κάρτες απο την Ακρόπολη, απο το Σούνιο, απο τους Δελφούς, απο την Αρχαία Ολυμπία ακόμη και αυτόν το μοναχικό πύργο της Θεσσαλονίκης της έστειλε. Ηθελε να την ξεναγήσει στην πατρίδα του, να της δείξει τις αρχαιότητες για τις οποίες μιλούσε όλος ο κόσμος. Είχε στο βάθος του μυαλού του κι αυτή τη διεκδίκηση της Ελληνικών μαρμάρων απο το Βρεταννικό Μουσείο. Τα τελευταία χρόνια είχε γίνει το επίκεντρο των ειδήσεων. Οχι πως τον ενδιέφερε προσωπικά αλλά...
Και η Σούζη του ανταπέδιδε με κάρτες απο το Λονδίνο. Να ο Τάμεσις φωτισμένος τη νύχτα σα μια πολύχρωμη ζωγραφιά και το αυστηρό Μπίγκ Μπέν με την ακριβέστερη ώρα του κόσμου. Να τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ με τους περίεργους φρουρούς και το Βρεταννικό Κοινοβούλιο και η Οξφορντ Στρίτ και η Πικαντίλλυ Σκουέαρ. Καμάρωνε τις κάρτες και τις κάρφωνε σ’ ένα πίνακα μέσα στο δωμάτιό του. Κι όταν τ’ απογεύματα ξέδινε με τις μουσικές του, κατέβαζε συχνά τις κάρτες και τις διάβαζε απο πίσω ξανά και ξανά. Ηταν σα γλυκειές σταλαγματιές τα λογάκια της Σούζης κι ας μην έλεγαν τίποτε πέρα απο τα τυπικά.
My dear Manoli (Αγαπητέ Μανώλη),άρχιζε εκείνη πάντοτε τα γράμματα. Κι εκείνος My dear Suzy (Αγαπητή μου Σούζη), ξεκινούσε τη γραφή στα αγγλικά.
Υστερα ήρθε η στιγμή ν’ ανταλλάξουν φωτογραφίες. Ετρεμε η ψυχούλα του μην είναι καμιά άσχημη η Σούζη του που την έπλαθε στη φαντασία του γαλανομάτα και ξανθή πριγκίπισσα μερικούς μήνες τώρα. Κι εκείνος για να βγάλει φωτογραφία είχε περάσει όλο το πρωινό του στον καθρέφτη. Τί τζέλ, τί χωρίστρες, τί στυλάκια δεν δοκίμασε για να γίνει κούκλος. Δεκάδες πόζες έπαιρνε όλη τη μέρα, κι ο καθρέφτης ακόμη απηύδησε μαζί του.
Φόρεσε και το κλασικό του το levi’s φόρεσε και μια μπλούζα κολλητή και πήγαν με το φίλο του στην παραλία για να φωτογραφηθεί με φόντο τη θάλασσά του.
Οταν παρέλαβε απο το φωτογραφείο της γειτονιάς του τις 24 πόζες, έγχρωμες και γυαλιστερές παρακαλώ, απογοητεύθηκε με τη φάτσα του. Τις κοίταζε και τις καλοεξέταζε όλο το απόγευμα , κάπως σα να φαινόταν μικρότερος απο την ηλικία του, συλλογιζόταν και η απογοήτευση καθόταν στο ροδαλό προσωπάκι του.
Κάθε μέρα επιστρέφοντας στο σπίτι ρωτούσε τη μάννα του με αγωνία άν ήρθε γράμμα για κείνον. Κι εκείνη χαμογελούσε με σημασία περίπου συνωμοτικά.Ο Μανώλης ανυπομονούσε αλλά δεν έβγαζε τσιμουδιά ούτε στον κολλητό του το Δημήτρη για να μην επισύρει τα ειρωνικά του σχόλια.
Ωσπου έφτασε ο φάκελλος με τα γραμματόσημα της βασίλισσας Ελισάβετ. Ούτε γειά δεν είπε στη μάννα του ο Μανώλης. Τον άρπαξε πήγε βιαστικά μέσα, κλειδαμπάρωσε το δωμάτιο, έβαλε και τη μουσική στη διαπασών για να μην ακούγονται οι κινήσεις του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τα εφηβικά του χέρια έτρεμαν απο την αγωνία. Κατάφερε τελικά ν’ ανοίξει το γράμμα χωρίς να επιφέρει τραύματα στο μέρος της διεύθυνσης στα λεπτά γραμματάκια της Σούζης . Η φωτογραφία της τον εξέπληξε. Η αγγλίδα φίλη του δεν είχε τίποτε απο την ξανθειά μελαγχολία της Λέιντι Ντί ή απο την επαρμένη ομορφιά της Λίζ Χάρλεϊ. Ηταν ένα χαρούμενο κορίτσι με δεκάδες φακίδες στο λεπτό προσωπάκι της. Τα πράσινα μάτια και τα κοκκινόξανθα σγουρά μαλλιά της συμπλήρωναν την εικόνα της. Ηταν ένα «κοριτσένιο» κορίτσι περιτυλιγμένο απο τη μαγεία του Λονδίνου όπου κατοικούσε.
Η αλληλογραφία τους συνεχίστηκε μέχρι την Β Λυκείου, οπότε οι γονείς του Μανώλη πήραν την απόφαση να τον στείλουν αυτό το καλοκαίρι στο Λονδίνο να πάει σ’ένα κολλέγιο να ασκήσει την αγγλική στο φυσικό περιβάλλον της γλώσσας. Η Σούζη και οι γονείς της δέχτηκαν με απροσποίητη χαρά να φιλοξενήσουν τον Ελληνα φίλο. Αλλωστε, προσέβλεπαν και στο δικό της ταξίδι στην Ελλάδα τον επόμενο χρόνο.
Ο Μανώλης ενθουσιάστηκε με την πτήση. Ακόμη και η προσγείωση στο μεγάλο και τρανό αεροδρόμιο Χίθροου ήταν μια εμπειρία αν και του κακοφάνηκε αυτή η ομίχλη που κόντεψε να τους καταπιεί στην υποδοχή.Περίμενε υπομονετικά στον ιμάντα των αποσκευών και όταν έφτασε επιτέλους το σακ-βουαγιάζ του το άρπαξε ανυπόμονα και όρμησε στην έξοδο.
Αναγνώρισε το μουτράκι της Σούζης και η καρδούλα του άρχισε να χτυπάει δυνατά.Πλησίασε προς τη φίλη του και της είπε αμήχανες αγγλικές κουβέντες, όπως : χαίρω πολύ που σάς συναντώ. Πλάι της οι γονείς της τού έδωσαν ψυχρά και τυπικά μια χειραψία γνωριμίας. Ακόμη και το χαμόγελο της Σούζης είχε πάρει αυτή τη σκοτεινιά της πόλης της. Ο Μανώλης έμπαινε σ’ ένα κόσμο καινούριο και ξένο ταυτόχρονα.
Παρατηρούσε τις κινήσεις στο σπίτι της Σούζης. Οι γονείς της μετά βίας αντάλλασσαν μεταξύ τους μερικές κουβέντες. Πού οι καυγάδες και οι υψωμένες φωνές των δικών του, τα αγκαλιάσματα και τα φιλιά! Ολα εδώ μέσα ήταν διαφορετικά. Γκρίζα άχρωμη ατμόσφαιρα και μια αίσθηση υγρασίας. Η μάννα της Σούζης δεν την αγκάλιαζε όπως η δική του, της μιλούσε με απίστευτη τυπικότητα. Και η φίλη του απαντούσε στον πατέρα της με στρατιωτική θαρρείς γλώσσα: Yes sir,(Μάλιστα κύριε.)
Εμεινε ο Μανώλης με όλα τούτα τα πρωτόγνωρα για την εφηβική του αβεβαιότητα. Μέσα στο Σαββατοκύριακο που πέρασε στο σπίτι της Σούζης είδε πως ακόμη και τα πιάτα δεν τα ξεπλένουν με νερό. Αφήνουν το απορρυπαντικό πάνω τους, δεν είναι λέει βλαβερό. Και σερβίρουν τις μπριζόλες με μια παράξενη μαρμελάδα.
-Ελα Θεέ και Κύριε! Τι πάραξενες συνήθειες, σκέφτηκε καθώς πήγε να τακτοποιηθεί στο δωμάτιό του.
Η Σούζη στον κάτω όροφο τον ξενάγησε στο δικό της δωμάτιο. Ηταν σίγουρα περισσότερο απόμακρη απο τα λόγια που έγραφε στα γράμματα της αλληλογραφίας τους. Τού έδειξε ένα άλμπουμ όπου είχε τοποθετήσει όλες τις κάρτ-ποστάλ απο την Ελλάδα του. Συγκινήθηκε ο Μανώλης που κρατούσε τις αναμνήσεις απο την αλληλογραφία τους όπως ο ίδιος.
-Πόσο θάθελα να γνωρίσω αυτούς τους αρχαιολογικούς θησαυρούς. Διαβάσαμε τόσα στην ιστορία για την Αρχαία Ελλάδα. Δε βλέπω την ώρα να την επισκεφθώ, τού είπε χωρίς να κάνει τον παραμικρό υπαινιγμό για τα επίμαχα μάρμαρα.
-Σε περιμένουμε κι εγώ και οι γονείς μου μετά το τέλος των εισαγωγικών μου εξετάσεων. Θα σε γυρίσουμε σ όλα τα μέρη που θέλεις να δείς και να θαυμάσεις, είπε εκείνος μ’ ένα προστατευτικό ύφος.
Τα πρωινά έπαιρνε τον υπόγειο να πάει στο Κολέγιο να παρακολουθήσει τα μαθήματά του και τ’ απογεύματα δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στο σπίτι να πιεί ένα εγγλέζικο τσάι φτιαγμένο απο τα χεράκια της Σούζης. Η μητέρας της η κυρία Ελιγκτον περιέφερε το βλέμμα της στο χώρο με φανερή αδιαφορία για όσα έλεγαν τα δυό παιδιά.
Ενα απόγευμα στον κήπο- ένα σπάνιο απόγευμα που δεν έβρεχε- ο Μανώλης της έπιασε το χέρι. Και η Σούζη δεν το τράβηξε, τον άφησε να το χαϊδεύει απαλά σαν το περίμενε αυτό απο καιρό. Ενιωθε τρυφερά μαζί της κι εκείνη το ίδιο. Δυό παιδιά απο δύο κόσμους ολότελα ξένους έσμιγαν την εφηβική τους αναζήτηση για την αγάπη σε ένα ασήμαντο κήπο μιας αγγλικής μονοκατοικίας.Κι ούτε μια φέτα ουρανού δεν χαρίστηκε στην απόπειρά τους να αγαπηθούν.
Το Σάββατο οι δυό νεαροί κατέβηκαν μόνοι τους στο Λονδίνο. Μέσα στις σταγόνες της βροχής ,που δεν έλεγε να σταματήσει πήραν το κόκκινο λεωφορείο με τις άπειρες στάσεις για να κάνουν τουρισμό. Κι ανεβοκατέβαιαν ερωτευμένοι με χίλια φιλιά ανάμεσα στις διαδρομές . Ο Μανώλης εντυπωσιάστηκε απο τα ταξί που έμοιαζαν σα νάχαν βγεί απο ταινία του Σέρλοκ Χόλμς. Εκείνη του έδειχνε το Μπίγκ Μπέν, το κοινοβούλιο, το Λόντον Μπρίτζ, τα Ανάκτορα, τον Τάμεση, όλες τις ομορφιές της πόλης της.Κι εκείνος ήταν συνεπαρμένος απο τη Σούζη. Η παρουσία της επισκίαζε όλες τις νέες εντυπώσεις του.
Το άλλο Σάββατο πήγαν στο Βρεταννικό Μουσείο. Το είχαν προγραμματίσει γιατί ήταν το σπουδαιότερο αξιοθέατο του Λονδίνου, επέμεναν οι γονείς της φίλης του. Ηταν πιασμένοι χέρι-χέρι, νέοι , γεμάτοι ζωή, χαμόγελα, ξενοιασιά. Ηταν πιά boyfriend girlfriend (αγόρι μου, κορίτσι μου) όπως θάλεγαν στο φροντιστήριο.
-Θέλω να σού δείξω τα μάρμαρα του Ελγιν, του είπε η Σούζη. Πολλές φορές πάω με τους γονείς μου και τα θαυμάζουμε επί ώρες. Μάς αρέσει το Μουσείο.
-Θέλω να δώ τα μάρμαρα του Παρθενώνα, είπε ο Μανώλης. Τα μάρμαρα που έκλεψε ο Ελγιν απο την πατρίδα μου, επέμεινε ο νεαρός με μια δόση εκνευρισμού στη φωνή του. Σα να ξυπνούσε μέσα του μια εθνική αγανάκτηση...
Η όψη της Σούζης κατσούφιασε. Τράβηξε το χέρι της απο το δικό του. Ο Μανώλης θαύμασε εξωτερικά το τεράστιο αρχιτεκτόνημα το στηριγμένο στις ιωνικές κολώνες.Ενιωσε ένα απόλυτο δέος για τη μεγαλοσύνη του οικοδομήματος.
-Κι εδώ ιωνικές κολώνες σκέφθηκε,επιστρατεύοντας στο μυαλό του τις αντιστάσεις για την Ελλάδα. Δεν είπε, όμως, φωναχτά τη σκέψη του για να μην ερεθίσει άλλο την ατμόσφαιρα.
Μπήκαν στην πτέρυγα των Ελγινείων.Ολη η ενημέρωσή του για το θέμα άρχισε να απλώνεται σε όλα τα μόρια του μυαλού του. Είχε διαβάσει για τη λεηλασία του Ελγιν στο μάθημα της ιστορίας αλλά το θέαμα ξεπερνούσε τις ανοχές του. Η πρόσοψη του Παρθενώνα ακρωτηριασμένη και τα εκθέματα να πιάνουν το μισό Βρεταννικό μουσείο!Ενιωσε να φουντώνει ο θυμός μέσα του. Η αδρεναλίνη είχε ανεβεί στα ύψη.
Θαύμαζε απο κοντά έναν-έναν τους θησαυρούς της αιώνιας πατρίδας του. Χάιδευε με το βλέμμα του τα λευκά γλυπτά τα λεξεμένα απο τους τεχνίτες της τόσες χιλιάδες χρόνια πρίν.Και πνιγόταν απο ένα παράπονο που δεν μπορούσε να το μοιραστεί με την αγγλίδα φίλη του. Η Σούζη σα να κατάλαβε τη διάθεσή του:
-Εδώ είναι προστατευμένα τα μάρμαρά σας, είπε με ένα παρηγορητικό τόνο στη φωνή της.
-Εδώ είναι ξένα τα λευκά μάρμαρα, της αντιγύρισε. Δεν ανήκουν σ’ αυτό πνιγηρό μουσείο όσες αίθουσες κι αν τους διαθέσουν. Τα μάρμαρα πρέπει να ξαναβρεθούν κάτω απο το δικό τους ήλιο , να πάρουν φώς απο το φώς της πατρίδας τους.
Την κοίταζε τη Σούζη που δεν καταλάβαινε τα λόγια του και την ένιωθε ολοένα πιό ξένη. Το μυαλό του στριφογύριζε στην Ακρόπολη που δέσποζε της Αθήνας, μεγαλόπρεπη και αναλλοίωτη δυόμισυ χιλιοετηρίδες. Ξαφνικά νοστάλγησε τις εκδρομές στον Ιερό βράχο, που τότε στο σχολείο τού προκαλούσαν απέραντη ανία. Τώρα αναθυμόταν ένα –ένα τα μνημεία της Ακρόπολης. Τώρα τα λευκά μάρμαρα, οι κολώνες, οι ναοί, τ’ απομεινάρια μιάς ιστορικής εποχής έπαιρναν μια άλλη διάσταση στο εφηβικό μυαλό του. Αίφνης σα να τον ψυχοπλάκωνε το Λονδίνο με το μουντό ουρανό και την απόλυτη τάξη.
Αισθάνθηκε τη μακρινή Ελλάδα απροστάτευτη στον καταιγισμό των επιχειρημάτων αυτών, που την είχαν λεηλατήσει και που είχαν το θράσος να υπερασπίζονται την ασέλγεια. Αλλά πώς να εξηγήσει στην αγγλίδα φίλη του όλο αυτό τον πόνο που τούφερνε το αίσθημα της αδικίας! Ενιωθε τα φτερά του κομμένα καθώς το βλέμμα του ακουμπούσε στους θησαυρούς της πατρίδας του.
-Τόσο ομορφιά κλεμμένη και φυλακισμένη στο άχρωμο Λονδίνο, συλλογίστηκε. Κι οι Αγγλοι να καμαρώνουν μ’ ένα μουσείο χτισμένο απο δανεική ιστορία!
Πλανήθηκε επί ώρες στις αίθουσες ανακαλύπτοντας την αιώνια ομορφιά των γλυπτών του Παρθενώνα. Ηταν τα δικά του μάρμαρα. Σα νάταν μοναχός σε τούτο το μουσείο, σα ν΄ απουσίαζε εντελώς η Σούζη. Απόψε που θα γύριζαν στο σπίτι θα ζητούσε να μείνει μόνος στο δωμάτιό του. Ηθελε να ξεφυλλίσει το άλμπουμ με τις κάρτες απο τις Ελληνικές αρχαιότητες που εκείνος έστελνε στη μικρή αγγλίδα φίλη του όταν άρχισε να ορνισθοσκαλίζει στ’ αγγλικά, περισσότερο για να την εντυπωσιάσει παρά γιατί ήταν της αρεσκείας του.
Ηθελε, βρε αδελφέ, ν’ απολαύσει απομονωμένος την περίτεχνη ιστορία της πατρίδας του, τους θησαυρούς της που μέχρι τότε τους θεωρούσε δεδομένους.Τον καταλάμβανε ένα αίσθημα μετάνοιας που δεν είχε αφιερώσει διάθεση και χρόνο ν’ αποτιμήσει την καταγωγή του.
Απόψε δε θα δοκίμαζε ούτε εγγλέζικο τσάι. Ο θυμός και η απογοήτευση του Μανώλη δε γινόταν να κατευναστούν με λίγες σταγόνες εγγλέζικο φλέγμα!
Να τα χιλιάσεις καλέ μου!
Σημείωση
Με την ευκαίρία των λαμπρών εγκαινίων του Μουσείου της Ακρόπολης (που εξωτερικά δε με συγκινεί καθόλου ως αισθητική παρέμβαση στον Ιερό Λόφο) παραθέτω το διήγημα, που έγραψα προ ετών, όταν επισκέφθηκα το Βρεταννικό Μουσείο στο Λονδίνο μετα Τέντυ, Αλεξανδρίνου και Κωνσταντίνας.
Ηταν τέτοιος ο θυμός μου, ήταν τέτοια η ένταση που αποφάσισα να διοχετεύσω την ενέργεια στη γραφή. Τί νόημα θα είχε άλλωστε ένα ακόμη παραλήρημα και μάλιστα απο Ελληνίδα δημοσιογράφο;
Σήμερα, το βγάζω απ΄το συρτάρι μου, για να το αφιερώσω εξαιρετικά στη λαμπερή Μελίνα Μερκούρη, που έκανε το πρώτο βήμα. Ισως η διεθνής κοινότητα δεί με τα μάτια της την ανιστόριτη αδικία!
ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ;
Διήγημα Της Ιουστίνης Φραγκουλη-Αργύρη
Απο τη Δευτέρα γυμνασίου αλληλογραφούσε με τη Σούζη ο Μανώλης για να ασκεί τα αγγλικά του. Στο φροντιστήριο τούς είχαν προτείνει να διαλέξουν παιδιά απο άλλες χώρες για να επικοινωνούν στη γλώσσα της εκμάθησης. Κι εκείνος έπεσε εντελώς τυχαία πάνω στη λονδρέζα Σούζη. Στην αρχή τής έστελνε κάρτες για να μην έχει να της γράψει πολλά. Κάρτες απο την Ακρόπολη, απο το Σούνιο, απο τους Δελφούς, απο την Αρχαία Ολυμπία ακόμη και αυτόν το μοναχικό πύργο της Θεσσαλονίκης της έστειλε. Ηθελε να την ξεναγήσει στην πατρίδα του, να της δείξει τις αρχαιότητες για τις οποίες μιλούσε όλος ο κόσμος. Είχε στο βάθος του μυαλού του κι αυτή τη διεκδίκηση της Ελληνικών μαρμάρων απο το Βρεταννικό Μουσείο. Τα τελευταία χρόνια είχε γίνει το επίκεντρο των ειδήσεων. Οχι πως τον ενδιέφερε προσωπικά αλλά...
Και η Σούζη του ανταπέδιδε με κάρτες απο το Λονδίνο. Να ο Τάμεσις φωτισμένος τη νύχτα σα μια πολύχρωμη ζωγραφιά και το αυστηρό Μπίγκ Μπέν με την ακριβέστερη ώρα του κόσμου. Να τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ με τους περίεργους φρουρούς και το Βρεταννικό Κοινοβούλιο και η Οξφορντ Στρίτ και η Πικαντίλλυ Σκουέαρ. Καμάρωνε τις κάρτες και τις κάρφωνε σ’ ένα πίνακα μέσα στο δωμάτιό του. Κι όταν τ’ απογεύματα ξέδινε με τις μουσικές του, κατέβαζε συχνά τις κάρτες και τις διάβαζε απο πίσω ξανά και ξανά. Ηταν σα γλυκειές σταλαγματιές τα λογάκια της Σούζης κι ας μην έλεγαν τίποτε πέρα απο τα τυπικά.
My dear Manoli (Αγαπητέ Μανώλη),άρχιζε εκείνη πάντοτε τα γράμματα. Κι εκείνος My dear Suzy (Αγαπητή μου Σούζη), ξεκινούσε τη γραφή στα αγγλικά.
Υστερα ήρθε η στιγμή ν’ ανταλλάξουν φωτογραφίες. Ετρεμε η ψυχούλα του μην είναι καμιά άσχημη η Σούζη του που την έπλαθε στη φαντασία του γαλανομάτα και ξανθή πριγκίπισσα μερικούς μήνες τώρα. Κι εκείνος για να βγάλει φωτογραφία είχε περάσει όλο το πρωινό του στον καθρέφτη. Τί τζέλ, τί χωρίστρες, τί στυλάκια δεν δοκίμασε για να γίνει κούκλος. Δεκάδες πόζες έπαιρνε όλη τη μέρα, κι ο καθρέφτης ακόμη απηύδησε μαζί του.
Φόρεσε και το κλασικό του το levi’s φόρεσε και μια μπλούζα κολλητή και πήγαν με το φίλο του στην παραλία για να φωτογραφηθεί με φόντο τη θάλασσά του.
Οταν παρέλαβε απο το φωτογραφείο της γειτονιάς του τις 24 πόζες, έγχρωμες και γυαλιστερές παρακαλώ, απογοητεύθηκε με τη φάτσα του. Τις κοίταζε και τις καλοεξέταζε όλο το απόγευμα , κάπως σα να φαινόταν μικρότερος απο την ηλικία του, συλλογιζόταν και η απογοήτευση καθόταν στο ροδαλό προσωπάκι του.
Κάθε μέρα επιστρέφοντας στο σπίτι ρωτούσε τη μάννα του με αγωνία άν ήρθε γράμμα για κείνον. Κι εκείνη χαμογελούσε με σημασία περίπου συνωμοτικά.Ο Μανώλης ανυπομονούσε αλλά δεν έβγαζε τσιμουδιά ούτε στον κολλητό του το Δημήτρη για να μην επισύρει τα ειρωνικά του σχόλια.
Ωσπου έφτασε ο φάκελλος με τα γραμματόσημα της βασίλισσας Ελισάβετ. Ούτε γειά δεν είπε στη μάννα του ο Μανώλης. Τον άρπαξε πήγε βιαστικά μέσα, κλειδαμπάρωσε το δωμάτιο, έβαλε και τη μουσική στη διαπασών για να μην ακούγονται οι κινήσεις του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τα εφηβικά του χέρια έτρεμαν απο την αγωνία. Κατάφερε τελικά ν’ ανοίξει το γράμμα χωρίς να επιφέρει τραύματα στο μέρος της διεύθυνσης στα λεπτά γραμματάκια της Σούζης . Η φωτογραφία της τον εξέπληξε. Η αγγλίδα φίλη του δεν είχε τίποτε απο την ξανθειά μελαγχολία της Λέιντι Ντί ή απο την επαρμένη ομορφιά της Λίζ Χάρλεϊ. Ηταν ένα χαρούμενο κορίτσι με δεκάδες φακίδες στο λεπτό προσωπάκι της. Τα πράσινα μάτια και τα κοκκινόξανθα σγουρά μαλλιά της συμπλήρωναν την εικόνα της. Ηταν ένα «κοριτσένιο» κορίτσι περιτυλιγμένο απο τη μαγεία του Λονδίνου όπου κατοικούσε.
Η αλληλογραφία τους συνεχίστηκε μέχρι την Β Λυκείου, οπότε οι γονείς του Μανώλη πήραν την απόφαση να τον στείλουν αυτό το καλοκαίρι στο Λονδίνο να πάει σ’ένα κολλέγιο να ασκήσει την αγγλική στο φυσικό περιβάλλον της γλώσσας. Η Σούζη και οι γονείς της δέχτηκαν με απροσποίητη χαρά να φιλοξενήσουν τον Ελληνα φίλο. Αλλωστε, προσέβλεπαν και στο δικό της ταξίδι στην Ελλάδα τον επόμενο χρόνο.
Ο Μανώλης ενθουσιάστηκε με την πτήση. Ακόμη και η προσγείωση στο μεγάλο και τρανό αεροδρόμιο Χίθροου ήταν μια εμπειρία αν και του κακοφάνηκε αυτή η ομίχλη που κόντεψε να τους καταπιεί στην υποδοχή.Περίμενε υπομονετικά στον ιμάντα των αποσκευών και όταν έφτασε επιτέλους το σακ-βουαγιάζ του το άρπαξε ανυπόμονα και όρμησε στην έξοδο.
Αναγνώρισε το μουτράκι της Σούζης και η καρδούλα του άρχισε να χτυπάει δυνατά.Πλησίασε προς τη φίλη του και της είπε αμήχανες αγγλικές κουβέντες, όπως : χαίρω πολύ που σάς συναντώ. Πλάι της οι γονείς της τού έδωσαν ψυχρά και τυπικά μια χειραψία γνωριμίας. Ακόμη και το χαμόγελο της Σούζης είχε πάρει αυτή τη σκοτεινιά της πόλης της. Ο Μανώλης έμπαινε σ’ ένα κόσμο καινούριο και ξένο ταυτόχρονα.
Παρατηρούσε τις κινήσεις στο σπίτι της Σούζης. Οι γονείς της μετά βίας αντάλλασσαν μεταξύ τους μερικές κουβέντες. Πού οι καυγάδες και οι υψωμένες φωνές των δικών του, τα αγκαλιάσματα και τα φιλιά! Ολα εδώ μέσα ήταν διαφορετικά. Γκρίζα άχρωμη ατμόσφαιρα και μια αίσθηση υγρασίας. Η μάννα της Σούζης δεν την αγκάλιαζε όπως η δική του, της μιλούσε με απίστευτη τυπικότητα. Και η φίλη του απαντούσε στον πατέρα της με στρατιωτική θαρρείς γλώσσα: Yes sir,(Μάλιστα κύριε.)
Εμεινε ο Μανώλης με όλα τούτα τα πρωτόγνωρα για την εφηβική του αβεβαιότητα. Μέσα στο Σαββατοκύριακο που πέρασε στο σπίτι της Σούζης είδε πως ακόμη και τα πιάτα δεν τα ξεπλένουν με νερό. Αφήνουν το απορρυπαντικό πάνω τους, δεν είναι λέει βλαβερό. Και σερβίρουν τις μπριζόλες με μια παράξενη μαρμελάδα.
-Ελα Θεέ και Κύριε! Τι πάραξενες συνήθειες, σκέφτηκε καθώς πήγε να τακτοποιηθεί στο δωμάτιό του.
Η Σούζη στον κάτω όροφο τον ξενάγησε στο δικό της δωμάτιο. Ηταν σίγουρα περισσότερο απόμακρη απο τα λόγια που έγραφε στα γράμματα της αλληλογραφίας τους. Τού έδειξε ένα άλμπουμ όπου είχε τοποθετήσει όλες τις κάρτ-ποστάλ απο την Ελλάδα του. Συγκινήθηκε ο Μανώλης που κρατούσε τις αναμνήσεις απο την αλληλογραφία τους όπως ο ίδιος.
-Πόσο θάθελα να γνωρίσω αυτούς τους αρχαιολογικούς θησαυρούς. Διαβάσαμε τόσα στην ιστορία για την Αρχαία Ελλάδα. Δε βλέπω την ώρα να την επισκεφθώ, τού είπε χωρίς να κάνει τον παραμικρό υπαινιγμό για τα επίμαχα μάρμαρα.
-Σε περιμένουμε κι εγώ και οι γονείς μου μετά το τέλος των εισαγωγικών μου εξετάσεων. Θα σε γυρίσουμε σ όλα τα μέρη που θέλεις να δείς και να θαυμάσεις, είπε εκείνος μ’ ένα προστατευτικό ύφος.
Τα πρωινά έπαιρνε τον υπόγειο να πάει στο Κολέγιο να παρακολουθήσει τα μαθήματά του και τ’ απογεύματα δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στο σπίτι να πιεί ένα εγγλέζικο τσάι φτιαγμένο απο τα χεράκια της Σούζης. Η μητέρας της η κυρία Ελιγκτον περιέφερε το βλέμμα της στο χώρο με φανερή αδιαφορία για όσα έλεγαν τα δυό παιδιά.
Ενα απόγευμα στον κήπο- ένα σπάνιο απόγευμα που δεν έβρεχε- ο Μανώλης της έπιασε το χέρι. Και η Σούζη δεν το τράβηξε, τον άφησε να το χαϊδεύει απαλά σαν το περίμενε αυτό απο καιρό. Ενιωθε τρυφερά μαζί της κι εκείνη το ίδιο. Δυό παιδιά απο δύο κόσμους ολότελα ξένους έσμιγαν την εφηβική τους αναζήτηση για την αγάπη σε ένα ασήμαντο κήπο μιας αγγλικής μονοκατοικίας.Κι ούτε μια φέτα ουρανού δεν χαρίστηκε στην απόπειρά τους να αγαπηθούν.
Το Σάββατο οι δυό νεαροί κατέβηκαν μόνοι τους στο Λονδίνο. Μέσα στις σταγόνες της βροχής ,που δεν έλεγε να σταματήσει πήραν το κόκκινο λεωφορείο με τις άπειρες στάσεις για να κάνουν τουρισμό. Κι ανεβοκατέβαιαν ερωτευμένοι με χίλια φιλιά ανάμεσα στις διαδρομές . Ο Μανώλης εντυπωσιάστηκε απο τα ταξί που έμοιαζαν σα νάχαν βγεί απο ταινία του Σέρλοκ Χόλμς. Εκείνη του έδειχνε το Μπίγκ Μπέν, το κοινοβούλιο, το Λόντον Μπρίτζ, τα Ανάκτορα, τον Τάμεση, όλες τις ομορφιές της πόλης της.Κι εκείνος ήταν συνεπαρμένος απο τη Σούζη. Η παρουσία της επισκίαζε όλες τις νέες εντυπώσεις του.
Το άλλο Σάββατο πήγαν στο Βρεταννικό Μουσείο. Το είχαν προγραμματίσει γιατί ήταν το σπουδαιότερο αξιοθέατο του Λονδίνου, επέμεναν οι γονείς της φίλης του. Ηταν πιασμένοι χέρι-χέρι, νέοι , γεμάτοι ζωή, χαμόγελα, ξενοιασιά. Ηταν πιά boyfriend girlfriend (αγόρι μου, κορίτσι μου) όπως θάλεγαν στο φροντιστήριο.
-Θέλω να σού δείξω τα μάρμαρα του Ελγιν, του είπε η Σούζη. Πολλές φορές πάω με τους γονείς μου και τα θαυμάζουμε επί ώρες. Μάς αρέσει το Μουσείο.
-Θέλω να δώ τα μάρμαρα του Παρθενώνα, είπε ο Μανώλης. Τα μάρμαρα που έκλεψε ο Ελγιν απο την πατρίδα μου, επέμεινε ο νεαρός με μια δόση εκνευρισμού στη φωνή του. Σα να ξυπνούσε μέσα του μια εθνική αγανάκτηση...
Η όψη της Σούζης κατσούφιασε. Τράβηξε το χέρι της απο το δικό του. Ο Μανώλης θαύμασε εξωτερικά το τεράστιο αρχιτεκτόνημα το στηριγμένο στις ιωνικές κολώνες.Ενιωσε ένα απόλυτο δέος για τη μεγαλοσύνη του οικοδομήματος.
-Κι εδώ ιωνικές κολώνες σκέφθηκε,επιστρατεύοντας στο μυαλό του τις αντιστάσεις για την Ελλάδα. Δεν είπε, όμως, φωναχτά τη σκέψη του για να μην ερεθίσει άλλο την ατμόσφαιρα.
Μπήκαν στην πτέρυγα των Ελγινείων.Ολη η ενημέρωσή του για το θέμα άρχισε να απλώνεται σε όλα τα μόρια του μυαλού του. Είχε διαβάσει για τη λεηλασία του Ελγιν στο μάθημα της ιστορίας αλλά το θέαμα ξεπερνούσε τις ανοχές του. Η πρόσοψη του Παρθενώνα ακρωτηριασμένη και τα εκθέματα να πιάνουν το μισό Βρεταννικό μουσείο!Ενιωσε να φουντώνει ο θυμός μέσα του. Η αδρεναλίνη είχε ανεβεί στα ύψη.
Θαύμαζε απο κοντά έναν-έναν τους θησαυρούς της αιώνιας πατρίδας του. Χάιδευε με το βλέμμα του τα λευκά γλυπτά τα λεξεμένα απο τους τεχνίτες της τόσες χιλιάδες χρόνια πρίν.Και πνιγόταν απο ένα παράπονο που δεν μπορούσε να το μοιραστεί με την αγγλίδα φίλη του. Η Σούζη σα να κατάλαβε τη διάθεσή του:
-Εδώ είναι προστατευμένα τα μάρμαρά σας, είπε με ένα παρηγορητικό τόνο στη φωνή της.
-Εδώ είναι ξένα τα λευκά μάρμαρα, της αντιγύρισε. Δεν ανήκουν σ’ αυτό πνιγηρό μουσείο όσες αίθουσες κι αν τους διαθέσουν. Τα μάρμαρα πρέπει να ξαναβρεθούν κάτω απο το δικό τους ήλιο , να πάρουν φώς απο το φώς της πατρίδας τους.
Την κοίταζε τη Σούζη που δεν καταλάβαινε τα λόγια του και την ένιωθε ολοένα πιό ξένη. Το μυαλό του στριφογύριζε στην Ακρόπολη που δέσποζε της Αθήνας, μεγαλόπρεπη και αναλλοίωτη δυόμισυ χιλιοετηρίδες. Ξαφνικά νοστάλγησε τις εκδρομές στον Ιερό βράχο, που τότε στο σχολείο τού προκαλούσαν απέραντη ανία. Τώρα αναθυμόταν ένα –ένα τα μνημεία της Ακρόπολης. Τώρα τα λευκά μάρμαρα, οι κολώνες, οι ναοί, τ’ απομεινάρια μιάς ιστορικής εποχής έπαιρναν μια άλλη διάσταση στο εφηβικό μυαλό του. Αίφνης σα να τον ψυχοπλάκωνε το Λονδίνο με το μουντό ουρανό και την απόλυτη τάξη.
Αισθάνθηκε τη μακρινή Ελλάδα απροστάτευτη στον καταιγισμό των επιχειρημάτων αυτών, που την είχαν λεηλατήσει και που είχαν το θράσος να υπερασπίζονται την ασέλγεια. Αλλά πώς να εξηγήσει στην αγγλίδα φίλη του όλο αυτό τον πόνο που τούφερνε το αίσθημα της αδικίας! Ενιωθε τα φτερά του κομμένα καθώς το βλέμμα του ακουμπούσε στους θησαυρούς της πατρίδας του.
-Τόσο ομορφιά κλεμμένη και φυλακισμένη στο άχρωμο Λονδίνο, συλλογίστηκε. Κι οι Αγγλοι να καμαρώνουν μ’ ένα μουσείο χτισμένο απο δανεική ιστορία!
Πλανήθηκε επί ώρες στις αίθουσες ανακαλύπτοντας την αιώνια ομορφιά των γλυπτών του Παρθενώνα. Ηταν τα δικά του μάρμαρα. Σα νάταν μοναχός σε τούτο το μουσείο, σα ν΄ απουσίαζε εντελώς η Σούζη. Απόψε που θα γύριζαν στο σπίτι θα ζητούσε να μείνει μόνος στο δωμάτιό του. Ηθελε να ξεφυλλίσει το άλμπουμ με τις κάρτες απο τις Ελληνικές αρχαιότητες που εκείνος έστελνε στη μικρή αγγλίδα φίλη του όταν άρχισε να ορνισθοσκαλίζει στ’ αγγλικά, περισσότερο για να την εντυπωσιάσει παρά γιατί ήταν της αρεσκείας του.
Ηθελε, βρε αδελφέ, ν’ απολαύσει απομονωμένος την περίτεχνη ιστορία της πατρίδας του, τους θησαυρούς της που μέχρι τότε τους θεωρούσε δεδομένους.Τον καταλάμβανε ένα αίσθημα μετάνοιας που δεν είχε αφιερώσει διάθεση και χρόνο ν’ αποτιμήσει την καταγωγή του.
Απόψε δε θα δοκίμαζε ούτε εγγλέζικο τσάι. Ο θυμός και η απογοήτευση του Μανώλη δε γινόταν να κατευναστούν με λίγες σταγόνες εγγλέζικο φλέγμα!
10 comments:
Να τον χαίρεσαι αγαπημένη μου τον Ted σου!!!
Χρόνια Πολλά Ted!!!
Κι ακόμα μια ευτυχισμένη μέρα του πατέρα να έχεις... αν και μόνος σου.
Με το καλό τα μάρμαρα να επιστρέψουν εκεί που ανήκουν: στο νέο Μουσείο!
"Αν είσαι φιλότεχνος, θέλεις να κραυγάσεις από λύπη γι' αυτό που συνέβη. Αν είσαι Άγγλος, θέλεις να γονατίσεις από ντροπή μπροστά σε ένα από τα Μάρμαρα και να φωνάξεις. Δώστε τα πίσω!"
(Έλενα Σμιθ, "Γκάρντιαν")
κατ'αρχήν χρόνια πολλά στον Τεντ, πάντα γερός και ευτυχισμένος μαζί σας :) να τον χαίρεσαι Ιουστινάκι μου!
το διήγημά σου πολύ ωραίο και επίκαιρο! αλλά για το μουσείο έχω να πω ακόμη μια φορά ότι εμένα μου αρέσει πάρα πολύ και δεν θα ήθελα ιονικές κολώνες για το δικό μας μουσείο. με έβαλε λαθραία μέσα μια φίλη μου αρχαιολόγος λίγο μετά τη μεταφορά των αρχαιοτήτων από το παλιό μουσείο και ειλικρινά σου λέω με το που πάτησα το πόδι μου εκεί μέσα ήθελα να γονατίσω και να κλάψω. Η αίθουσα του Παρθενώνα δε, είναι κάτι το ασύλληπτο. Αυτό που λένε όλοι για το αττικό φως που ανεμπόδιστα διαχέεται στις αίθουσες και φωτίζει τον πολιτισμό μας είναι πέρα για πέρα αληθινό.
τέλος πάντων, μη λέω πολλά αλλά πριν φύγεις να πας να το δεις μη το αναβάλλεις ούτε λεπτό. εγώ ακόμα και τις πατερίτσες να έχω ακόμα θα πάω στα τέλη του Ιούλη!
σε φιλώ
Στρατούλη μου,
Ευχαριστώ για τις ευχές περι Τέντ. Χρόνια Πολλά και σε σένα γι τη γιορτή του πατέρα, που είναι αύριο.
Οσο για τα Μάρμαρα, νομίζω πως το Μουσείο ήταν ένα ηχηρό ράπισμα προς τους Βρεταννούς.
Ανταπόκριση απο Αθήνα με αγάπη
Αγαπημένη μου,
Μπορεί να μη θέλεις ιωνικές ή δωρικές κολώνες, αλλά και αυτός ο μαύρος όγκος είναι ενοχλητικός στο μάτι. Ωστόσο, άκουσα και απο αρχαιολόγο, πως η λειτουργικότητα και η φωτεινότητα του Μουσείου είναι συγκλονιστική. Πως τα γυάλινα πατώματα αναδεικνύουν τα γλυπτά αλλά και τη Βυζαντινή πόλη, που ανακαλύφθηκε στα θεμέλια του Μουσείου.
Εγώ θα πάω με την ησυχία μου, όταν θάχει καταλλαγιάσει το πλήθος. Μου αρέσει να βλέπω τα ωραία με την ησυχία και το πάσο μου.
Ευχαριστώ για τις ευχές στον αγαπημένο μας.
Φιλάκια
Χρονια Πολλα για τα γεννεθλια του Τεντ και να τον χαιρεται και ο γιος του παντα αφου αυριο ειναι η μερα των μπαμπαδων. Ποτε περασε κιολας ενας χρονος απο το περσυνο παρτυ; Καλη συνεχεια στις διακοπες σου Καναδεζα και να πας στο μουσειο πριν φυγεις. Μεγαλη δημοσιοτητα σημερα για μας, ελπιζω να εχει καποια αποτελεσματα, σε φιλω.
Happy Birthday and
Happy Father's Day, Dear Tent!
Ιουστίνη μου,
να τον ...διπλοχαίρεστε, και με διπλά δώρα!!!
Χαριτωμένο μα και καλοζυγισμένο το διήγημά σου! Καθάρια η νεανική ψυχολογία.
Να είσαι καλά,
θα τα πούμε,
Υιώτα
Αστοριανή,
από μια βροχερή Νέα Υόρκη
Αγαπημένο Δεσποινάκι,
Φαντάζομαι θα πνίγεσαι στις προετοιμασίες για το αποχαιρετιστήριο του καλοκαιριού συν τη γιορτή του πατερούλη. Γι αυτό ήρθε και η Δαφνούλα στην πρωτεύουσα, τώρα όλα μπαίνουν στη σειρά. Να τον χαίρεστε τον πατερούλη σας και να σας έχει πάντα γύρω του με υγεία και αγάπη.
Οσο για το μουσείο, ακούω πως έχουν προωπηθεί τα εισιτήρια μέχρι το τέλος Αυγούστου. Φυσικά, μπορώ να το παρακάμψω λόγω επαγγέλματος αλλά δεν θα το κάνω. Δε γουσταρω να σπρώχνομαι στο μουσείο των μουσείων! Το Νοέμβριο θα το απολάυσω με την ηρεμία που του πρέπει και μου αξίζει!
Πιστεύω πως το νέο μουσείο θα φέρει πίσω τα γλυπτά μας. Ηδη η κατακραυγή των Βρεταννών είναι τεράστια ανα τον κόσμο!
Αγαπημένη Αστοριανή,
Πιστεύω πως όταν ο θυμός ξεχειλίζει απο τ΄αυτιά μας, τότε μπορούμε να τον διοχετεύσουμε στη δημιουργία. Θυμάμαι τότε στο Λονδίνο πώς μείναμε όλοι άναυδοι απο το θράσος, να είναι αραδιασμένα τα γλυπτά της ζωφόρου στο Βρεταννικό Μουσείο κι αυτοί να καμαρώνουν με έπραση και περιφρόνηση!
Η ιστορία και η μνήμη εκδικούνται, ναι;
Χρόνια πολλά και στο Δημήτρη σου
το ξέρω πως εσύ θα πας το Νοεμβρη να το επισκεφθεις, αλλά για την αποκατασταση της ταξης θα πω οτι τα εισητηρια εχουν σχεδον εξαντληθεί μεχρι τα τελη Ιουνιου. από τον Ιουλιο και μετά υπάρχουν διαθέσιμα για ολες τις μερες και για τις περισσότερες χρονικές ζώνες!!
Καλημέρα :)
Bebe μου,
Εσυ θα ξέρεις καλύτερα. Ετσι κι αλλοιώς εγώ έχω πάσο, οπότε δεν συζητείται το θέμα, αλλά θέλω να πάρω και τον Αλεξανδρίνο με τους φίλους του να βαφτιστούν στην κολυμπήθρα της αιώνιας ομορφιάς. Αυτό είναι το ζητούμενο και δεν ξέρω αν θα είναι εφικτό τούτη τη χρονιά των εγκαινίων.
Comprenez-vous m'ellε?
Φιλιά λαχταριστά και στις δυό σας . Δουλεύω στην Αθήνα. Αργότερα θα πάμε βολτίτσες χαρωπές με τα παιδίου.
Post a Comment