Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Είχα αφήσει το Μόντρεαλ καταχωμένο και κοιμισμένο στη λευκάδα του χιονιού του. Πήγα στην Αθήνα, όπου συνάντησα την άνοιξη των εσπεριδοειδών. Πέταξε η καρδιά μου σαν τις πεταλούδες που ζυγώνουν για να σπείρουν την ευγονία των ανθισμένων λουλουδιών στη φύση. Υστερα ο δρόμος με οδήγησε στην Τοσκάνη των απαλών λόφων, όπου οι κάμποι άγγιζαν την ωτοστράτα ακουμπώντας την ευφορία τους στην άκρη του αδηφάγου ματιού μου. Γέμισα την ψυχή μου με τόσες εικόνες που πίστευα πως ήμουν χορτασμένη απο ομορφιά ανατολής, απο λαμπράδα Ευρώπης.
Κι όμως όταν επέστρεψα στο Μόντρεαλ, ο ανεμοστρόβιλος του ανθισμένου Μάη με συνεπήρε. Ακυρώθηκαν θαρρείς όλες οι διαφορετικές άνοιξες που μόλις είχα γευθεί. Κι ανέβηκα στο ποδήλατο τριγυρνώντας στους δρόμους με τις καταπράσινες αλέες, τα πλούσια γρασίδια , τα πολύχρωμα λουλούδια τα στοιχημένα στους κήπους με απόλυτη αρμονία. Οι τουλίπες, ρόζ, κόκκινες, κίτρινες, δίχρωμες, οι πανσέδες ταπεινοί και παράτολμοι , οι πασχαλιές και τα νυχτολούλουδα να χύνουν αρώματα μοναδικά. Ενιωσα μια διαφορετική ανάταση στα φυλλοκάρδια μου.
Το Σαββατοκύριακο της άφιξης ανεβήκαμε με τον Αλεξανδρίνο στο βουνό. Η λίμνη που είχα αφήσει ένα μήνα πριν ακίνητη και παγερή, είχε μεταμορφωθεί σε γαλάζια αλλάζοντας αποχρώσεις στο κάθε φύσημα του ανέμου, ανάλογα με τη φορά που έπαιρναν τα έλατα καθώς έγερναν πάνω της. Δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά, έβαλα το μαγιό και κολύμπησα σ΄αυτή την αγκαλιά του γλυκού νερού που μοιάζει να χαϊδεύει όλο το σώμα με χέρι μαγικό.
Ετσι έκανα το πρώτο μπάνιο μου, όχι βουτώντας στο γαλάζιο Ιόνιο της Λευκάδας μου αλλά στο μπλέ της λίμνης Ρεϊμόντ.
Ομως παρασύρθηκα πάλι απο τις άνοιξες- με έχουν αποπροσανατολίσει εντελώς φέτος- ενώ θάθελα να σταθώ στις δυο εκθέσεις ελληνικού βιβλίου, που έτυχαν αυτή την εποχή στην Ελλάδα. Η πρώτη της Αθήνας με τα περίπτερα των εκδοτικών οίκων απλωμένα στο φρύδι της Ακρόπολης επί της Αρεοπαγείτου ήταν πραγματική απόλαυση, καθώς ο κόσμος κυριολεκτικά πλημμύρισε τον τόπο αγοράζοντας τα αγαπημένα του βιβλία. Βέβαια, παρά το εκπληκτικό τοπίο θα πρέπει να σημειώσω ότι ο χώρος ήταν εξαιρετικά μικρός για τον κόσμο που συγκεντρωνόταν κάθε απόγευμα και ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα. Το σκηνικό γινόταν πνιγηρό τις ώρες της μεγάλης προσέλευσης. Τα πάνελς των συζητήσεων ήταν γεμάτα ζωή και υγιή λόγο κι αντίλογο (τουλάχιστον όσα κατάφερα να παρακολουθήσω μέσα στη δίνη των παρουσιάσεών μου). Σίγουρα, ήταν μια πολύ καλή παρουσία του εκδοτικού κόσμου φέτος στην Αρεοπαγείτου και μια άριστη ευκαιρία για επαφή του κοινού με το βιβλίο.
Στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης υπο τη διοργάνωση του ΕΚΕΒΙ δεν κατάφερα να πάω και φέτος (ήταν βλέπεις αυτή η μαγεύτρα η Τοσκάνη στη μέση!) Ακουσα διφορούμενα σχόλια απο τους εκδότες και απο τους συγγραφείς. Αλλοι εκτίμησαν ότι ήταν αρτιότερα οργανωμένη αυτή τη χρονιά, άλλοι κατέκριναν το γεγονός πως δεν υπήρξε αθρόα προσέλευση κόσμου. Ωστόσο, αυτός ο νεόδμητος θεσμός δεν επικεντρώνει απόλυτα το ενδιαφέρον του στις λιανικές πωλήσεις (υπάρχουν τόσα άλλα παζάρια του βιβλίου). Είναι μια πολιτική προσπάθεια να γίνει η Θεσσαλονίκη τόπος συνάντησης του κόσμου του βιβλίου απο τη Μεσόγειο ως τη χερσόνησο της Βαλκανίου.
Δεν ξέρω αν επιτεύχθηκε αυτός ο στόχος αλλά ακόμη και το γεγονός ότι τέθηκε στο χάρτη αποτελεί ελπιδοφόρο στοιχείο για την Ελληνική πολιτιστική πραγματικότητα. Κάποιοι είδαν επιτέλους την Ελλάδα ως εν δυνάμει παίχτη στο διαπλεκόμενο εκδοτικό παιχνίδι της περιοχής! Θεωρώ πως η χώρα μας με τέτοια ιστορία στον πολιτισμό, νομίμως διεκδικεί ένα ρόλο στη διεθνή λογοτεχνική σκηνή . Κι αν ακόμη η διεθνής έκθεση βιβλίου βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο, δεν της αξίζουν αφορισμοί και κατηγόριες. Στο χέρι όλων μας είναι να προχωρήσουμε δυναμικά αυτή την υπόθεση που μας αφορά ως πολιτιστική μονάδα στο παγκόσμιο χωριό της κουλτούρας.
Και τώρα θα σας πισωγυρίσω στην παρουσίαση της Αθήνας για να καταθέσω τα λόγια της αγαπημένης φίλης Ιωάννας Κολοβού περί το ταπεινό μου βιβλίο. Είναι φροϋδικό το σύνδρομο να μιλάμε πάντα και επαναλαμβανόμενα για το ίδιο λατρεμένο θέμα της κοινής εμπειρίας:
ΨΗΛΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Δια χειρός Ιωάννας Κολοβού
Κλαπ κλαπ χτυπούν τα ψεύτικα παιδικά τακούνια στους έρημους δρόμους της κωμόπολης. Κλαπ κλαπ, αντηχεί πιο δυνατά η ηχώ του κενού του καλοκαιριάτικου απομεσήμερου. Τα κορίτσια ενθουσιασμένα χτυπούν με ακόμα μεγαλύτερο και δυνατότερο σκέρτσο τα τακούνια, κάνοντας τα νεύρα της κοιμισμένης κωμόπολης κουρέλια.
Τικ τακ τικ τακ και το ρολόι της πόλης σημαίνει τρεις το μεσημέρι Ο χρόνος Σημαίνει, υπενθυμίζει. Μα εκείνες τον ξεχνούν. Είναι γιατί, είναι γνωστό, πως τα καλοκαιρινά μεσημέρια ο χρόνος στη Μεσόγειο σταματά, μένει ηδονικά αλλά και σαδιστικά ασάλευτος. Μοιάζει να σταματά . Κι εκείνες, προχωρούν πάνω στα παπούτσια τους νομίζοντας πως ακούν τους χτύπους των τακουνιών τους. Είναι όμως ο χρόνος που ακούγεται. Αυτός είναι που χτυπά πάνω στο γκαλντερίμι κατηφορίζοντας γλιστρώντας προς την εφηβεία και την ενηλικίωση. Αόρατος, ασάλευτος αδυσώπητος.
Είναι οι παιδικές μου φίλες, οι παιδικές φίλες της Ιουστίνης Φραγκούλη που ακροπατούν τα μεσημέρια. Η Τζούλια, η Νάνσυ, η Αθηνά, η Έμυ , η Μαρία η Καίτη, δραπέτευσαν από το βιβλίο της «Ψηλά Τακούνια για πάντα» που τόσο όμορφα τις είχαν φυλακίσει σαν σε χρυσή προθήκη οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» και στοίχειωσαν για μέρες τις νύχτες μου. Γιατί με αυτά τα κορίτσια σαν να είχα δώσει κι εγώ ραντεβού –ναι, ναι,- το επιβεβαιώνει η συγγραφέας η Ιουστίνη Φραγκούλη στο βιβλίο της, είχαμε δώσει λοιπόν όλες όρκο να συναντηθούμε στη στροφή των 40, όταν θα φτάναμε σ’ αυτή τη μέση ηλικία που έμοιαζε τόσο μα τόσο μακρινή.
Στην ελληνική επαρχία της εφηβείας και της νιότης μας, δύο τινά μπορούσαν να συμβούν. Να νιώσεις πως είσαι στο κέντρο του κόσμου πως εκπροσωπείς τον ομφαλό της γης, ή να νιώσεις πως ακροπατείς στο περιθώριο. Στις παρυφές της ζωής και του κόσμου, μακριά από τη πρωτεύουσα που όλες την ονειρευόμασταν, σαν σε μια αιώνια γιορτή.
Εκεί στην επαρχία είναι που βιώσαμε την εφηβεία μας που [ποτέ δεν της αρκούσε το σήμερα. Εκεί είναι που βιώσαμε τα ματαιωμένα Κυριακάτικα πρωινά, τα ματαιωμένα καλοκαίρια, όπου όλο κάτι μεγάλο περιμένεις, όλο κάτι προσμένεις, είσαι σίγουρη πως έρχεται το πιάνεις στα χέρια σου, είναι απτό. Κι όμως εκείνο δεν έρχεται ποτέ. Είναι απλά ο χρόνος που έρχεται που γλιστράει μέσα από τα χέρια σου για να ξημερώσει η Δευτέρα. Και ζώντας τη μέρα της μαρμότας, πάλι είσαι σίγουρη πως αυτό δεν θα είναι για πάντα έτσι, πως κάτι άλλο, μεγάλο θα γίνει μια μέρα πως κάτι άλλο θα ξημερώσει. Τα κορίτσια κοιτούσαν τη θάλασσα κι ονειρεύονταν την πρωτεύουσα, τα πάρτι, τα ψηλά τακούνια που θα φορούσαν, τα όμορφα αγόρια που θα γνώριζαν…
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξίδευε…Τη δικτατορία την ακατανόητη για παιδιά προεφηβικής ηλικίας τη διαδέχτηκε η συγκεχυμένη μεταπολίτευση. Ο αχός του Πολυτεχνείου και των πρώτων πανηγυρισμών, της επιστροφής του Καραμανλή έφτανε αδύναμος στο νησί. Τα κορίτσια φτάνουν στη γιορτή της αποφοίτησης γεμάτα προσδοκίες. Κι εκεί είναι που η μοίρα επεμβαίνει. Ένας τραγικός θάνατος τις χωρίζει. Απομακρύνονται βιαστικά η μία από την άλλη. Η Τζούλια που ο θάνατος τη κεραυνοβολεί, φεύγει μακριά, στο Μόντρεαλ του Καναδά. Οι άλλες που πάνε να σπουδάσουν στην Αθήνα, στο Παρίσι πονάνε στη θύμησή της. Κι όλο αποφεύγουν να συναντηθούν μεταξύ τους. Κάποιος αδιόρατος πανικός τις καταλαμβάνει όταν σκέφτονται η μία την άλλη.
Στο μεταξύ ταξιδεύουν μέσα στον προσωπικό χωρόχρονό τους. Βιώνουν επαγγελματικές επιτυχίες, έρωτες, απορρίψεις, μεγάλες αποφάσεις ζωής, χαρές, απογοητεύσεις, πισωγυρίσματα. «Πάντοτε κάθε καλοκαίρι στην παρέα έπεφτε η ερώτηση για τη Τζούλια. Πού να χάθηκε η αξέχαστη συμμαθήτρια τους, τι να κάνει τώρα;» διαβάζουμε κάπου στο βιβλίο.
«Τελικά η φιλία των γυναικών γεννιέται τα χρόνια της ανιδιοτέλειας, φουντώνει με τη άνθιση των ορμονών, υποσιτίζεται τον καιρό του έρωτα, ανασταίνεται μετά το γάμο, αναβιώνει με την ωριμότητα. Δεν ξεχνιέται ποτέ όπως το ποδήλατο και κολύμπι.» Αυτό διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Η Ιουστίνη έρχεται με αυτό το βιβλίο το γλυκόπικρο μέσα στην υπαρξιακή του αναζήτηση, να μας υπενθυμίσει πόσα λίγα πράγματα είναι πολύτιμα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ένα από αυτά είναι η φιλία. Η φιλία των γυναικών, κι ας φωνάζουν τα φτηνά περιοδικά με κάτι αναλύσεις στο πόδι, πως κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Η Αθηνά η ηρωίδα της συγγραφέως που έζησε χρόνια στο Παρίσι, το διατυπώνει πολύ χαρακτηριστικά: «Μπορεί ο γάμος της με τον Ιγνάθιο να ήταν ευτυχισμένος, μπορεί η σχέση τους να ήταν ουσιαστική και να μην είχε διαβρωθεί από το χρόνο, αλλά μετά τα τριάντα και τις δύο γέννες είχε συνειδητοποιήσει πως οι φιλενάδες της ήταν ο δυνατός κρίκος με την ιστορία της. Και μόνο τα ανόητα χαχανητά τους, τα χίλια δυο ανέκδοτα, τα ανώδυνα κουτσομπολιά, η ανταλλαγή πληροφοριών για τις ερωτικές επιδόσεις των αντρών τους δημιουργούσαν απόθεμα τρυφερών αναμνήσεων από τις οποίες αντλούσε υλικό και αισιοδοξία τις μέρες του χειμώνα, όταν η συννεφιά πλάκωνε τους ουρανούς του Παρισιού»
Τελικά οι φίλες τήρησαν τον όρκο τους. Συναντήθηκαν στη «στροφή των σαράντα». Με πρωτοβουλία της Τζούλιας που έκανε την έκπληξη., Σαν να επανήλθε στη ζωή, μετά από μια μεγάλη προσωπική οδύσσεια. Οι φίλες συναντιούνται
«αμήχανες» γράφει η Ιουστίνη «αλλά σημαδεμένες από τους ακατάλυτους δεσμούς της κοινής ιστορίας, οι έξι γυναίκες ξεδιπλώνουν τη ζωή τους αποκαλύπτοντας η μία στην άλλη όσα δεν τόλμησαν ποτέ να ξεστομίσουν» Και αποτιμούν η μία τη ζωή της άλλης. Εντάξει δεν ήρθαν όλα όπως τα σχεδίασαν. Κάθε άλλο. Ωστόσο είχαν η μία την άλλη, είχαν τη φιλία τους τα τραγούδια τους, τους χορούς τους, το ηδονικό τους λίκνισμα πάνω στα ψηλά τακούνια τους! Είχαν το κλειδί της χαράς. Εκείνο το κλειδί του πατρικού σπιτιού που Τζούλιας, που ο άνδρας της φρόντισε να το αποκτήσει ξανά. Μαζί με τις παιδικές κι εφηβικές μνήμες. Για πάντα…
Με την Ιουστίνη μας ένωσε μια φιλία στην τρίτη δεκαετία της ζωής μας. Δεν ήταν μια φιλία παιδική. ‘Ήταν όμως τα κοινά βιώματα που τη στήριξαν.. Η επαρχιακή κωμόπολη, η ταξική προέλευση, η ζεστασιά μιας άρρηκτα δεμένης οικογένειας, το σύνδρομο της άριστης μαθήτριας. Αναγνωρίσαμε αμέσως η μία την άλλη. Έμελλε να μας ενώσει μια μοίρα τραγική τόσο ίδια και για τις δυο μας, που κανονικά ανθρώπινος νους δεν μπορεί να τη συλλάβει στο πραγματικό μέγεθός της, Ούτε να την αντέξει. Κι όμως την αντέχει... Δεν ξέρω αν μετά από αυτές τις δύο παράλληλες τραγωδίες δεθήκαμε περισσότερο. Ο πόνος είναι πάντα μοναχικός δεν μπορεί να μοιραστεί. Πολλές φορές όμως, ονειρεύομαι πως πορευόμαστε ταξιδεύοντας σφιχταγκαλιασμένες στο κενό. Ένα κενό μεταφυσικό. Πως ταξιδεύουμε στους αιώνια ανθισμένους λειμώνες, εκεί που υπάρχουν οι ψυχές των δύο αγαπημένων μας αδελφών…
Ιωάννα Κολοβού
No comments:
Post a Comment