Την πιό ουσιαστική
και μεγάλη στιγμή του στη μυθιστορία έγραψε ο Δημήτρης Κωσνταντάρας στο
τελευταίο του πόνημα με τίτλο «Η Αφροδίτη της Ανάφης». Ο Δημήτρης κυριολεκτικά
ομφαλοσκοπεί την Αφροδίτη, την περιοχή της Πατησίων και μια ολόκληρη εποχή καταθέτοντας με
ειλικρίνεια και σεβασμό τη μεγάλη ζωή των μικρών ανθρώπων.
Σαν να τη γνώριζε
από χρόνια ο Δημήτρης, σα να της το χρωστούσε της ηρωίδας του, την τοποθετει
στην αιωνιότητα μέσααπό την πεπερασμένη ζωή της . Την ανακαλύπτει μέσα από την
μετριότητά της , μέσα από τις συσσωρευμένες συμφορές της, θέτοντας ως φόντο την
προπολεμική εποχή, τον πόλεμο, τον εμφύλιο, τη δικτατορία. Η Αφροδίτη του
περνάει από τη δίνη της Ελλάδας του 20ου αιώνα κυριαρχώντας στα
γεγονότα παρά την ασημαντότητα της δικής της ζωής.
Η Αφροδίτη
γεννήθηκε περίπου άσχημη, περίπου κοντή, περίπου τραυλή, σχεδόν μισός άνθρωπος
στην περιοχή της Καισαριανής. Και η γέννησή της σφράγισε το θάνατο της μητέρας
της στη γέννα της επάνω. Ηταν κόρη μπακάλη, είχε ένα αδελφό το Στέλιο , η ζωή
της κυλούσε ανούσια όπως οι ζωές των καθημερινών ανθρώπων.
Η Αφροδίτη
κυριολεκτικά εξωβελίσθηκε από το πατρικό της σπίτι από την όμορφη και νεαρή
μητριά της Πέρσα , βρήκε αγάπη και
συμπαράσταση στην μαμή της τη Στέλλα που την λυπήθηκε και την πήρε στο σπίτι της.
Εγινε θύμα βιασμού, ερωτεύθηκε αργότερα έναν άντρα που απλώς την γκάστρωσε. Και
η ζωή της άρχισε να στριφογυρίζει γύρω από τη γέννηση και το μεγάλωμα της κόρης της με σύνδρομο
ντάουν και τη δουλειά της στο Ιωσηφόγλειο
ίδρυμα που της πρόσέφερε σταθερότητα και ΙΚΑ. Η Αφροδίτη δούλευε σα
δούλα, άνοιξε βιβλιάριο κι αυτό ήταν το μεγάλο της ζωής της κατόρθωμα. Να
αποταμιεύει χρήματα για να φουσκώνει ο λογαριασμός...
Η Αφροδίτη πέρασε ξυστά την εποχή του πολέμου, έμαθε για
τον εμφύλιο μέσα από την στράτευση του αδελφού της στις δυνάμεις εναντίον της
Κατοχής, πληροφορήθηκε για την αυτοεξορία του στο Παραπέτασμα μετά την επιστροφή του στην Αθήνα όπου πήγε να την ξαναβρεί, τολμώντας να ονειρευτεί την
επανασύνδεση της οικογένειας.
Η ζωή της
Αφροδίτης ένα ατέλειωτο μαγγανοπήγαδο, από ατυχία σε ατυχία. Με την κόρη της να
μεγαλώνει με το άγνωστο και τρομακτικό σύνδρομο ντάουν, με τον αδελφό της να
συλλαμβάνεται και να δολοφονείται μετά τις πρώτες μέρες της κήρυξης της
δικτατορίας. Με την μητριά της να απατάει κατάφωρα τον πατέρα της , με τον
πατέρα της να αφήνει την τελευταία του πνοή προδομένος.
Κι όταν η
Αφροδίτη έφτασε μια μέρα στην τράπεζα να ανοίξει τον λογαριασμό της να
ανακαλύπτει ότι τα χρήματα είχαν κάνει φτερά κι ότι υπεύθυνος για την ανάληψη
ήταν ο πεθαμένος αδελφός της Στέλιος, στον οποίο είχε δείξει τυφλή εμπιστοσύνη.
Κι ύστερα η
Αφροδίτη να βρίσκει πίσω από τη φωτογραφία της μητέρας της ένα πακτωλό
χιλιάρικων φυλαγμένων προφανώς από το νεκρό πατέρα της για κείνη. Και να τα
βάζει σε κουτί παπουτσιών και να τρελλαίνεται, να κλείνεται στο Δρομοκαϊτειο
αναζητώντας το θησαυρό της.
Και να παίρνει
εξιτήριο για να βρεθεί ενώπιον της κόρης της Ελένης, που πάθαινε κρίσεις
σχιζοφρένειας. Και να νοσηλεύεται η κόρη στο Δρομκαϊτειο. Κι εκείνη νάχει
αγοράσει ημιϋόγειο στην οδό Ανάφης στα Πατήσια. Και η ζωή της να περιφέρεται
γύρω από τα σπίτια που καθάριζε, τις επισκέψεις στο Δρομοκαϊτειο και τους
λαχταριστούς λουκουμάδες ‘σβίγκους», που
απολάμβανε τις Κυριακές απο το ονομαστό
ζαχαροπλαστείο της περιοχής.
Η Αφροδίτη της
ασχήμιας, της καθημερινότητας, της δυστυχίας, γνώρισε την αγάπη μόνο στο σπίτι
μιας οικογένειας στην οποία ξενοδούλευε στη Βουλιαγμένη. Εκεί ένιωσε δικαιωμένη
από τη ζωή της, εκεί ακούμπησε, εκεί ξεδίπλωσε τις αρετές της τρυφερότητάς της.Εκεί
απόλαβε αγάπη από την κυρία Βάσω, τον κύριο Ανδρέα και τα δυό παιδιά τους, τη
Σοφούλα και τον Αλέξη. Γι αυτό δεν της έλειψε όταν η Ελένη της πέθανε, γιατί
είχε οικειοποιηθεί την ξένη οικογένεια.
Η Αφροδίτη πέθανε
στο σπίτι της στην Ανάφη. Και η οικογένεια την έθαψε με τιμές συγγενούς. Και η Σοφούλα
ακούμπησε στο φέρετρό της το τετράδιο στο οποίο μάθαινε της Αφροδίτης γραφή κι
ανάγνωση.
Γι αυτό σου λέω,
ο Δημήτηρης Κωσντανταρας την ήξερε την Αφροδίτη, την ψυχογράφησε σε όλες τις
στιγμές της, την παρακολούθησε με μικροσκόπιο να περιφέρει τη ζωή της χωρίς
στόχο στις γειτονιές της Πατησίων, την λάτρεψε και την έκανε ηρωίδα. Γιατί
«ποιός είπε πως υπάρχουν «ασήμαντοι» άνθρωποι, όπως καταλήγει και ο ίδιος εις επίρρωσιν της
αφηγήσεως.
Οχι Δημήτρη δεν
υπάρχουν ασήμαντοι άνθρωποι, όλες οι ζωές είναι σημαντικές αρκεί να βρούν μια
γραφίδα να τις απογειώσει!!!
Στο
οπισθόφυλλο της Αφροδίτης
Η
"δικιά" μου Αφροδίτη, ήταν μια... άλλη Αφροδίτη. Αλλιώτικη. Δεν
ταίριαζε με τις προδιαγραφές. Δεν πήδηξε από τους βράχους από την αγωνία της
για τον θάνατο του Άδωνη, δεν έγινε διάσημη για τις σχέσεις της με τους
διάφορους ήρωες και τους Θεούς, δεν "βουτούσε" πίσω από τον βυθισμένο
Ήλιο, για να τον συναντήσει το επόμενο πρωί με τη μορφή του Αυγερινού.
Η "δικιά" μου Αφροδίτη δεν γεννήθηκε στην Πάφο. Στην προπολεμική, προσφυγική Καισαριανή γεννήθηκε. Ορφανή γεννήθηκε και ύστερα από μεγάλη περιπέτεια.
Δεν έζησε στον Όλυμπο, με νέκταρ και αμβροσία. Σε διάφορα σπίτια, κυρίως όχι στο "δικό" της το σπίτι, σε σπίτια φτωχικά, σε δωμάτια υγρά και βρώμικα μεγάλωσε, χωρίς δικά της παιχνίδια και δικά της έπιπλα, σε ξένα σπίτια έζησε δουλεύοντας, μέχρι που κατάφερε να επιβιώσει.
Δεν παντρεύτηκε τον Ήφαιστο, τον ανάπηρο θεό της Φωτιάς. Δεν παντρεύτηκε κανέναν γιατί δεν ήθελε να την παντρευτεί κανείς, έτσι... αλλιώτικη που ήταν.
Δεν ερωτεύτηκε τον Άρη. Από έναν ανήθικο, μαυραγορίτη, κατοχικό κακομοίρη ξεπαρθενεύτηκε και από έναν αλητάμπουρα υπάλληλο μανάβικου ξεμυαλίστηκε. Που την άφησε έγκυο και μετά... την παράτησε για να παντρευτεί κάποια άλλη.
Δεν γέννησε τον Έρωτα. Την Ελένη γέννησε. Αλλιώτικη κι αυτή. Άρρωστη και δυστυχισμένη κοπέλα που δεν μπόρεσε, δεν καθοδηγήθηκε, δεν βοηθήθηκε όσο θα 'πρεπε από κανέναν, ούτε από την ταλαίπωρη τη μάνα της που ό,τι μπορούσε έκανε, ώστε να "βρει" τόπο να πατήσει.
Δεν την βρήκαν άγαλμα άρτια σμιλεμένο στη Μήλο. Στο υπογειάκι της, στην οδό Ανάφης, λίγο πιο πάνω από την Πλατεία Κολιάτσου τη βρήκαν, παγωμένη... πεθαμένη. Εκεί όπου χρόνια ολόκληρα ανέβαινε κουτσαίνοντας την απότομη ανηφόρα με τα πόδια μέχρι να μπει στο "βασίλειό" της. Δεν θα μπορούσε να είναι η Αφροδίτη της Μήλου. Ήταν όμως σίγουρα η Αφροδίτη της Ανάφης.
Η "δικιά" μου Αφροδίτη δεν γεννήθηκε στην Πάφο. Στην προπολεμική, προσφυγική Καισαριανή γεννήθηκε. Ορφανή γεννήθηκε και ύστερα από μεγάλη περιπέτεια.
Δεν έζησε στον Όλυμπο, με νέκταρ και αμβροσία. Σε διάφορα σπίτια, κυρίως όχι στο "δικό" της το σπίτι, σε σπίτια φτωχικά, σε δωμάτια υγρά και βρώμικα μεγάλωσε, χωρίς δικά της παιχνίδια και δικά της έπιπλα, σε ξένα σπίτια έζησε δουλεύοντας, μέχρι που κατάφερε να επιβιώσει.
Δεν παντρεύτηκε τον Ήφαιστο, τον ανάπηρο θεό της Φωτιάς. Δεν παντρεύτηκε κανέναν γιατί δεν ήθελε να την παντρευτεί κανείς, έτσι... αλλιώτικη που ήταν.
Δεν ερωτεύτηκε τον Άρη. Από έναν ανήθικο, μαυραγορίτη, κατοχικό κακομοίρη ξεπαρθενεύτηκε και από έναν αλητάμπουρα υπάλληλο μανάβικου ξεμυαλίστηκε. Που την άφησε έγκυο και μετά... την παράτησε για να παντρευτεί κάποια άλλη.
Δεν γέννησε τον Έρωτα. Την Ελένη γέννησε. Αλλιώτικη κι αυτή. Άρρωστη και δυστυχισμένη κοπέλα που δεν μπόρεσε, δεν καθοδηγήθηκε, δεν βοηθήθηκε όσο θα 'πρεπε από κανέναν, ούτε από την ταλαίπωρη τη μάνα της που ό,τι μπορούσε έκανε, ώστε να "βρει" τόπο να πατήσει.
Δεν την βρήκαν άγαλμα άρτια σμιλεμένο στη Μήλο. Στο υπογειάκι της, στην οδό Ανάφης, λίγο πιο πάνω από την Πλατεία Κολιάτσου τη βρήκαν, παγωμένη... πεθαμένη. Εκεί όπου χρόνια ολόκληρα ανέβαινε κουτσαίνοντας την απότομη ανηφόρα με τα πόδια μέχρι να μπει στο "βασίλειό" της. Δεν θα μπορούσε να είναι η Αφροδίτη της Μήλου. Ήταν όμως σίγουρα η Αφροδίτη της Ανάφης.
No comments:
Post a Comment