Θεία Ντένη, Τέντ , Αλέξανδρος: δυό πατρίδες, δυό ξενητειές!
Της Ιουστίνης Φραγκούλη
Γιορτάσαμε κι εφέτος αντανακλαστικά το περασμένο Σαββατοκύριακο την εθνική επέτειο στο Μόντρεαλ παρουσία εκπροσώπων της Ελληνικής Βουλής και πολιτικών προσωπικοτήτων της ντόπιας κοινωνίας, που συνωστίσθηκαν , ποδοπατήθηκαν κυριολεκτικά για να ακούσουν τα ονόματά τους απο μικροφώνου.
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, μια ανοιξιάτικη ασυννέφιαστη μέρα, απο τις σπάνιες αυτής της χρονιάς στο Μόντρεαλ. Στην λεωφόρο Ζάν Ταλόν στήθηκε το σκηνικό της παρέλασης. Τα μεγάφωνα παραδόθηκαν σε μια κυρία, που μιλούσε άθλια ελληνικά και σ΄ένα κύριο με άψογη κεμπεκιανή γαλλόφωνη διάλεκτο. Μεσολαβούσε το κενό των αγγλικών και των σπασμένων ελληνικώς.
Ντράπηκα, που ολάκερη Ελληνική Κοινότητα του Μόντρεαλ έδειξε τέτοια προχειρότητα στην ύψιστη στιγμή του εορτασμού της Εθνικής Επετείου. Αφενός οι ιθύνοντες επέλεξαν ως αρχηγό της παρέλασης ένα παίκτη του χόκεϊ , τον Τόμ Κωστόπουλο, με αποτέλεσμα να επισύρει την προσοχή για κάποια φωτογραφικά ενσταντανέ, απομακρύνοντας τον κόσμο απο το κύριο και το ζητούμενο: την αναδαψίλευση της εθνικής μνήμης.
Αφετέρου, οι ίδιοι ιθύνοντες επέλεξαν να υποβαθμίσουν την ελληνική γλώσσα στα κεντρικά μεγάφωνα της Εθνικής Γιορτής. Οσο για το πρωτόκολλο, αυτό δεν τηρείται ποτέ και πουθενά στις γιορτές της Ελληνικής Κοινότητας, οπότε σχεδόν με άφησε αδιάφορη η κατάφωρη παραβίασή του.
Εμείς στηθήκαμε στο οικείο μας πόστο, το πρώην μαγαζί των ελληνικών σουβενίρ, το πρώην Venus Variety, το οποίο μαζί με τον υπόλοιπο δρόμο έχει πάρει την τύχη των νέων αναμεμειγμένων χρωματισμών της κάποτε ελληνικής λεωφόρου.
Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Στα χέρια δεν κρατούσαμε ελληνικές σημαίες, γιατί το μαγαζί μας είχε κλείσει κι άλλο ελληνικό μαγαζί με σημαίες δεν υπήρχε στην πάλαι ποτέ ελληνική γειτονιά. Τα πρώτα δάκρυα της νοσταλγίας κύλησαν απο τα μάτια μου. Ο Αλεξανδρίνος κι ο Τέντ τάχθηκαν σύμμαχοί μου στις μακρές ώρες της αναμονής.
Καί τότε χτύπησαν τα τύμπανα και δόθηκε το σήμα να ξεκινήσει η παρέλαση. Και τότε δεκάδες Ελληνόπαιδα, κορίτσια κι αγόρια, με τις στολές των σχολείων ή με τις παραδοσιακές φορεσιές ξεχύθηκαν στη λεωφόρο, βαδίζοντας τον εθνικό βηματισμό. Πλάι τους, πίσω τους, γύρω τους χειροκροτήματα για την ομορφιά τους και για τη λεβεντιά τους απομεσήμερο Κυριακής εκεί στη λεωφόρο Ζάν Ταλόν.
Στα ανυποψίαστα μάτια τους έβλεπα της φυλή μου να αντρώνεται σε ένα τόπο ξένο προς την ιστορία μας και την εθνική μας μνήμη. Τα μικρά τρυφερά τους βήματα, που ακολουθούσαν τον ρυθμό των τυμπάνων με έκαναν να ριγώ καθώς συλλογιζόμουν πως τούτα τα παιδιά μεγαλώνουν στην ξενητειά, ξένα στο Μόντρεαλ και πιό ξένα στην Ελλάδα, την πατρίδα τους. Μια πατρίδα που ίσως δεν θα γνωρίσουν ποτέ παρά μέσα απο τις ιστορίες των παπούδων, των γιαγιάδων και απο τα σχολικά βιβλία .
Ακολουθούσα τα μικρά χορευτά τους βηματάκια και ολοένα δάκρυζα περισσότερο, γιατί ξέρω πως τούτα τα παιδιά είναι γραμμένο να μάθουν καλύτερα την ιστορία του Κεμπέκ και του Καναδά παρά την ιστορία της μικρής πατρίδας εκεί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού , που στέκεται ακόμη εκκρεμής σε σχέση με την ονομασία των Σκοπίων, σε σχέση με το Αιγαίο, σε σχέση με την Κύπρο, σε σχέση με τη Θράκη μας την ίδια. Αυτά τα μικρά πλάσματα δεν έχουν υποψιασθεί πως η Ελλάδα της Ευρώπης δεν κοιμάται ακόμη τις νύχτες, πως καρδιοχτυπάει για τα μείζονα εθνικά της θέματα.
Χειροκροτούσα με ενθουσιασμό τα Ελληνοκαναδεζάκια κι έρριχνα κλεφτές ματιές στον Αλεξανδρίνο μου, που νιώθει «τόσο Ελληνας μαννούλα!» και αναρρωτιόμουν αν πραγματικά είναι τύχη να γνωρίζεις και νά αγαπάς δύο πατρίδες ή αν είναι τελικά κατάρα.
Ευχή την ένιωσα το απομεσήμερο της Κυριακής στη Ζάν Ταλόν, καθώς φούντωσα απο περηφάνεια βλέποντας τα Ελληνόπουλα να παρελαύνουν έστω και υπο φολκλορικές συνθήκες, βαλάντωσα στο κλάμα της συγκίνησης για το Γένος μου και κατέληξα με την οικογένειά μας, τη θεία Ντένη , το Στίβ,την Ειρήνη στο Σύλλογο Λευκαδίων που σέρβιρε μπακαλάο και σκορδαλιά αλά Λευκάδα απο τα υπέροχα χέρια των νοικοκυρών του.
Ευχαριστώ όλες και όλους στο Σύλλογο, τον πρόεδρο Σπύρο Κατωπόδη τη γυναίκα του και συμμαθήτριά μου Λίτσα Φωτεινού –Κατωπόδη , τη Μαρία Μαραγκού, την Κούλα και όσες και όσους βοήθησαν να γίνει αυτό το μικρό μεσημεριανό θαύμα του πατροπαράδοτου εθίμου μας!