ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τις γυναίκες στην ωριμότητα, για τη γυναικεία φίλία, για τις ακυρώσεις και τις αναπτερώσεις!

Tuesday, January 31, 2012

Ο νέος πρέσβης του Καναδά γνωρίζει την ομογένεια του Τορόντο

Μια παραγωγική μέρα στο Τορόντο

Στο Τορόντο ταξίδεψα προκειμένου να παρευρεθώ στη συνάντηση του νέου πρέσβη του Καναδά στην Ελλάδα κ. Ρόμπερτ Πέκ τόσο με τα μέλη της επιχειρηματικής κοινότητας της ομογένειας όσο και με τα ηγετικά στελέχη της ομογένειας του Τορόντο. Η ημέρα διοργανώθηκε από τον γενικό πρόξενο της Ελλάδας στο Τορόντο κ. Δημήτρη Αζεμόπουλο παρουσία του πρέσβη της Ελλάδας στην Οττάβα κ. Ελευθέριου Αγγελόπουλου.

Σε ένα καθόλα άψογο γεύμα στο National Club του Τορόντο, το οποίο παρέθεσε προς τιμήν των δύο πρέσβεων ο επιχειρηματίας κ. Ντάνιελ Αργυρός, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω μεγάλα επιχειρηματική μεγέθη της νέας γενιάς των Ελλήνων, που έχουν κατορθώσει να ξεχωρίσουν στο ανταγωνιστικό τοπίο του Τορόντο. Επιχειρηματίες, δικηγόροι πολυεθνικών, αντιπρόεδροι μεγάλων εταιριών κατέφθασαν στο γεύμα που συντονίσθηκε από το γενικό πρόξενο κ. Αζεμόπουλο προκειμένου οι πρέσβεις της Ελλάδας και του Καναδά να δώσουν τις προδιαγραφές για επενδύσεις στην Ελλάδα της οικονομικής δίνης.

Εντυπωσιακή ηταν η ζέση του Καναδού πρέσβη, ο οποίος παρότρυνε τους Ελληνοκαναδούς επιχειρηματίες να επενδύσουν στην Ελλάδα των ευκαιριών, ενώ ο Ελληνας πρέσβης μίλησε για την πρόοδο στη ελληνική νομοθεσία περί της επίσπευσης των επενδύσεων και της παράκμαψης της γραφειοκρατίας.

Ηταν μια παραγωγική συζήτηση, που έφερε στο τραπέζι την αγάπη του νέου Καναδού πρέσβη για τη χειμαζόμενη Ελλάδα, το πάθος του για τον πολιτισμό της, την προσπάθειά του να συμβάλει στην καινούρια μέρα της.

Από την πλευρά του ο Ελληνας πρέσβης, ο οποίος κινητοποιείται σε διάφορα επίπεδα σχετικά με τις καναδικές επενδύσεις στην Ελλάδα, έδωσε τις συντεταγμένες των νέων νομικών πλαισιων τονίζοντας πως η χώρα προσφέρεται για αυτή τη χρονική στιγμή για έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα.

Εντυπωσιάσθηκα από την κινητικότητα του γενικού προξένου κ. Δημήτρη Αζεμόπουλου, από την ικανότητά του να φέρει στο τραπέζι τα μεγάλα στελέχη του ελληνοκαναδικού επχιειρηματικού κόσμου.

Το βράδυ ο κ. Αζεμόπουλος παρέθεσε δεξίωση στην προξενική κατοικία, προκειμένου να συστηθεί ο Καναδός πρέσβης κ. Πέκ στην ελληνοκαναδική παροικία του Τορόντο και τους ταγούς της.

Ητα μια βραδυά με πολύ κόσμο, με φώς, με ανταλλαγή απόψεων αλλά και με πολλές και ετερόκλητες παρουσίες. Θέλω να συγχαρώ τον κ Αζεμόπουλο, που έχει καταφέρει να ενώσει τον Ελληνισμό του Μόντρεαλ κάτω από τη φτερούγα του Ελληνικού προξενείου.

Επιθυμώ να τον συγχαρώ που ενέπνευσε το επιχειρηματία κ. Τεντ Μαντζιάρης να ανακοινώσει ένα ταμείο υποτροφιών 250.000 δολαρίων με στόχο να σπουδάσουν Ελληνόπαιδες στα καλύτερα σχολεία και πανεπιστήμια της χώρας.

Το Τορόντο έχει αρχίσει να με εμπνέει, να με απογειώνει...

Τα εύσημα στον πρέσβη μας κ. Αγγελόπουλο και το γενικό μας πρόξενο κ. Αζεμόπουλο.

Συγχαρητήρια κύριοι που ανεβάζετε την Ελλάδα την ώρα που οι συγκυρίες την έχουν ρίξει στο ναδίρ

Ίουστίνη Φραγκούλη

Με τον ακάματο πρέσβη της Ελλάδας στην Οττάβα κ. Ε> Αγγελόπουλο, ο οποίος προωθεί τις διμερείς εμπορικές σχέσεις Ελλάδας -Καναδά έχοντας κατορθώσει πλείστα .
Η οικογένεια με το νεαρό Κατσανέβα, ο οποίος ασχολείται ενεργά με το φοιτητικό κίνημα προωθώντας την Ελληνικότητα σε όλα τα επίπεδα. Αξιος απόγονος  του παππού του Ανδρέα Παπανδρέου, ακούραστος και αξιοθαύμαστος
Με τον Κώστα Πάπα μας συνδέουν πολλά και μας χωρίζει η απόσταση των πόλεων
Κόκκινες μπαλερίνες της κυρίας και κόκκινα Valentinos του Τζουστινάκι
Μια αγαπημένη παρέα: Αριστερόθεν ο γενικός πρόξενος του Τορόντο κ. Αζεμόπουλος, ο πρέσβης του Καναδά στην Ελλάδα κ. Πέκ, ο συνεργάτης μου Κώστας Κρανιάς  και δεξιά ο επίσης συνεργάτης Μάκης Ανδρικόπουλος με την αδελφή του
Είμαστε παρήφανοι για την εντιμότατη δικαστή του Αρείου Πάγου κα Ανδρομάχη Καρακατσάνη, που συνομιλεί με τον Αλέξανδρο, τη δικηγόρο Ρία Τζίμα
Η νεολαία έδωσε δυναμικά το παρόν στη δεξίωση του γενικού προξένου, κάτω από τη μπαγκέτα του οποίου οδηγείται σε ωραίες πρωτοβουλίες
Ο πρέσβης κ Ρόμπερτ Πέκ με τον επιχειρηματία κ. Ντάνιλε Αργυρό και τον δικηγόρο κ. Χρήστος (Κρις) Γερμανάκο

Αγαστή συναργασία ανάμεσα στους Ελληνες διπλωμάτες μας κάνει θαύματα στον Καναδά
Στη μέση οι δύο πρέσβεις, αριστερά ο γενικός πρόξενος και δεξιά ο οικοδεσπότης του γευματος κ. Αργυρός
Μια οικογενειακή φωτογραφία

Ο κ. Χρήστος Γρίβας (αριστερόθεν) ήταν η ψυχή της διοργάνωσης με τους επιχειρηματίες καθότι είναι ο εμπορικός ακόλουθος της Ελλάδας στο Τορόντο

Με τον Κώστα Κρανιά, την εκπαιδευτική σύμβουλο του γενικού προξενείου
Με τον αγαπημένο φίλο Βασίλη Σκλάβο

Η οικογένεια με τον πρέσβη κ. Πέκ, ο Τεντ συνδέεται από χρόνια καθώς γνωρίζει τη σύζυγό του Μαρία Πέκ παιδιόθεν

Friday, January 13, 2012

Τα πεντάχρονα του μπλόγκ μου!

Σήμερα είναι μια μεγάλη μέρα για μένα, είναι η επέτειος του παράθυρου στον κόσμο που ανοίχτηκε πριν από πέντε χρόνια προσφέροντάς μου τη μοναδική ευκαιρία να εκφράζομαι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ.

Καθώς οδηγούσα στο χιονιά γλυστρώντας απαλά πάνω στο λευκό χιόνι το απόγευμα, σκεφτόμουν πόσους ανθρώπους γνώρισα μέσα από αυτό το μπλογκόσπιτο, πόσες κουβέντες ανταλλάξαμε, πόσες ευχές δώσαμε, πόσες χαρές και πίκρες μοιράστηκα απ΄αυτή τη γωνιά της ζωής μου.

Το μπλόγκινγκ με απελευθέρωσε , με έκανε καινούριο πρόσωπο, μου έσβησε κάθε διάθεση πομπώδους ύφους και δημοσιογραφικού καθωσπρεπισμού. Με έκανε να μοιράζομαι τα δικά μου με τους μπλογκογείτονες , να είμαι το σκεφτόμενο πολιτικά άτομο, το πάρτυ γκέρλ, η νοικοκυρά, η δούλα, η κυρά, η μητέρα, η σύζυγος, η μοδοπαρμένη κλπ κλπ κλπ

Το μπλόγκινγκ μου άνοιξε τους πιό ωραίους δρόμους της ενήλικης ζωής μου.
Κοιτάζοντας πίσω, βρίσκω πως τον πρώτο χρόνο ήμουν αρκετά στυφή με μια δημοσιογραφική ράβδο, τη δεύτερη χρονιά άρχισα να χαλαρώνω, την Τρίτη περισσότερο και από την τέταρτη μέχρι σήμερα είμαι εντελώς ο εαυτός μου.

Οταν έχω χρόνο μπλογκοαπλώνομαι και γράφω συχνά , όταν ταξιδεύω το αφήνω αξεσκόνιστο, όταν ειμαι χαρούμενη βιάζομαι να μοιραστώ τη χαρά μου, όταν είμαι λυπημένη αργώ να περιφέρω τον πόνο μου.

Σήμερα αντί για κεράκια θα μοιραστώ μαζί σας τη χαρά των διδύμων Ελένης και Λουκά Κονιδάρη, που είναι όλα τα λεφτά. Μπάινουν στα σπίτια και φέρνουν ανατροπή στο περιβάλλον, γελάνε, θυμώνουν , τραγουδάνε, προφέρουν τις πρώτες λεξούλες τους. Είναι χάρμα να παρακολουθείς τα παιδιά της θερμοκοιτίδας να αποπνένουν τέτοια ζωή. Μαζί τους και ο νεογέννητος αδελφός τους Νικόλας, ο οποίος αναπτύσσεται ραγδαίως υφιστάμενος τα τραύματα της συνύπαρξης με το τρομερό δίδυμο!!!

Χρόνια πολλά στο μπλογκάκι μου με τη θεότρελλη παρέα μου!!!



Ο Λουκάς ουκ ηβουλήθη συνιέναι!
Οι νονοί με την ωραία Ελένη και ο Νικόλας με τη μαμά Τόνια
Αλέξανδρος ο επίσημος νονός με Ελένη και μαμούλα


Υπάρχει και βενιαμίν ο Νικόλας, που προέκυψε μετά απο τα δίδυμα

Tuesday, January 10, 2012

Επιστολή στον Ανδρέα Παπανδρέου



Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Αγαπητέ Ανδρέα,

Ηθελα από χρόνια να σου γράψω τούτο το γράμμα, γιατί χαράχτηκες βαθειά μέσα στην ψυχή μου με την παρουσία σου στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας όπως τη βίωσα προσωπικά ως ενήλικη από το 1974 και ένθεν.

Σε θυμάμαι στα τέλη του 77 να απλώνεις την παρουσία σου μέσα από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα μέσα από ομάδες , που έπλαθαν στρατιώτες ταγμένους να υπηρετήσουν την ιδεολογία του κοινωνικά παρεμβατικού κράτους σε ένα κλίμα δυτικής ευημερίας.

Σε θυμάμαι με την πίπα και το λευκό ζιβάγκο σου να χαράζεσαι στο μυαλό μου ως ο ηγέτης που θα οδηγούσε την πατρίδα στην πρόοδο, παρά τα όσα σου καταμαρτυρούσαν οι ενάντιοι. Ημουν συνεπαρμένη με αυτό το μεγάλο άνδρα που είχε έρθει να ανατρέψει και να φέρει κοινωνική ισότητα στη μεταπολιτευτική Ελλάδα.

Και όντως από το 1981 και μετά πλοήγησες τη χώρα σε μια πορεία διαρκούς ανόδου. Κοινωνικοποίησες το κράτος, έκανες δημόσιο αγαθό τη συγκοινωνία, προσπάθησες με κάθε τρόπο να δημιουργήσεις το Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οποίο είχες θαυμάσει κατά τη διαμονή σου στον Καναδά. Εβαλες στήθος ενάντια στους Τούρκους, τους πλησίασες στο Νταβός, έπραξες τόσα όσα θα μας κρατούσαν σε μια ισορροπία καλής γειτνίασης. Και δεν υποχώρησες ούτε μια σταλιά στα εθνικά μας θέματα.

Κι υστερα ήρθε η αλαζονία της εξουσίας, θεώρησες πως μπορούσες να διαβείς την κερκόπορτα των μέσων ενημέρωσης από την πύλη Κοσκωτά. Κι εκεί σε πελέκησαν τα διαπλεκόμενα συμφέροντα της εποχής, σε έσυραν στα χώματα, διέσυραν και διέλυσαν όσα είχες χτίσει.

Κι εσύ άρρωστος στο Χέρφιλντ τους εκδικήθηκες με διαζύγιο και γάμο, γέλασες στη μούρη των κριτών σου, σε φαντάζομαι πώς θα χαιρόσουν που κατήγαγες νίκη στο κατεστημένο, αφήνοντας τη γλυκειά Μάργκο και νυμφευόμενος αγνώστου προελεύσεως αεροσυνοδό.

Υστερα ήρθε η άνοδος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην εξουσία (του έτερου ιερού τέρατος της πολιτικής ζωής της σύγχρονης Ελλάδας) και μετά η πτώση του δια χειρός Αντώνη Σαμαρά.

Κι εσύ επανήλθες στην πρωθυπουργία αδύναμος και προδομένος από την καρδιά σου. Σε γνώρισα δια ζώσης πρώτη φορά στο επίσημο ταξίδι σου στην Ουάσιγκτον επί Κλίντον το 1994 ( αν δεν με απατάει η μνήμη μου) και σε αποθαύμασα για τη λεβεντιά σου και για το σεβασμό που εξέπεμπες στην αμερικάνικη πολιτική σκηνή. Παρότι ήσουν καταβεβλημένος, έδειχνες την αρετή του ηγέτη, με έκανες περήφανη Ελληνίδα της Διασποράς.

Κι ύστερα παρέδωσες την εξουσία στο λαμπρό Κώστα Σημίτη, που οδήγησε τη χώρα ομαλά στην ευρωζώνη αλλά θεώρησε ηθικό χρέος του με διάφορους χειραγωγικούς χειρισμούς να χρήσει διάδοχό του στο ΠΑΣΟΚ τον πρωτότοκο  γιό σου Γιώργο Παπανδρέου.

Ο Γιώργος δυστυχώς δεν ήταν καμωμένος από τη στόφα του ηγέτη, ως πρωθυπουργός βρέθηκε σε οικονομική και πολιτική στενωπό με την Ελλάδα να είναι υπερχρεωμένη. Αντί να διοικήσει έφερε το παρεάκι του στην κυβέρνηση κι επί ένα χρόνο έκοβε βόλτες παριστάνοντας τον πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και τον υπουργό εξωτερικών.

Διέπραξε τεράστια πολιτικά λάθη, έφταιξε για απίστευτες παραλείψεις, κατέλυσε το κοινωνικό κράτος εν μια νυχτί. Κατέστρεψε  όσα εσύ ο οραματιστής του δυτικού σοσιαλισμού είχες χτίσει. Ο Γιώργος Παπανδρέου έσυρε την Ελλάδα στα δεσμά του ΔΝΤ.

Κι αντί να εγκαταλείψει την προεδρία του ΠΑΣΟΚ έστω και την ύστατη στιγμή για να σωθεί το Κίνημα , ο Γιώργος και οι συν αυτώ τυρβάζουν μόνο περί την εξουσία.

Ξέρω πως θα καπνίζεις νευρικά την πίπα σου στη γειτονιά του ουρανού, καθώς θα βλέπεις το γιό σου να διαλύει το κόμμα που όλοι χτίσαμε καθένας από το μετερίζι του με τα δικά του μέσα.

Αγαπητέ Ανδρέα,

Θα χύσω δάκρυα πίκρας και απογοήτευσης αν ο πρωτότοκος απόγονός σου καταστρέψει τον ιστό του κουρασμένου αλλά εν δράσει ΠΑΣΟΚ.

Θα καταλάβω ότι δεν εκδικείται το Σοσιαλιστικό Κίνημα ή τους δελφίνους του, αλλά ότι καγχάζει πάνω στη φωτογραφία σου γιατί δε μπόρεσε ποτέ να σταθεί στο ύψος της πολιτικής οικογένειας των Παπανδρέου!




Monday, January 9, 2012

Πέντε Αντρες Εγραψαν για τον Ερωτα στην Ομίχλη

Θα πρέπει να πώ ότι νιώθω τυχερή κι ευλογημένη καθώς πέντε σπουδαίοι άνδρες από το χώρο της λογοτεχνίας, της δημοσιογραφίας και της πολιτικής διάβασαν το μυθιστόρημα «Ερωτας στην Ομίχλη» και κατέθεσαν τη γνώμη τους γι αυτό.

Είναι πολύ σπουδαίο και ανατρεπτικό να μπορέσεις να εισχωρήσεις στο ανδρικό αναγνωστικό κοινό με ένα μυθιστόρημα, πόσο μάλλον όταν το τίτλος παραπέμπει σε ερωτικό αφήγημα. Ευτύχησα όμως σε τούτο το πόνημα να προσελκύσω του άντρες κριτικούς, που υπήρξαν γενναιόδωροι με τη γραφή μου.

Πρόκειται για τους Αλέξανδρο Στεργιόπουλο (Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας), Ξενοφώντα  Βεργίνη (Τα Νέα της Λευκάδας), Πέτρο Γαργάνη (βιβλιοκριτικό), Νίκο Διακογιάννη (πεζογράφο από Νίσυρο) και Μπάμπη Δερμιτζάκη (λογοτέχνη-εκπαιδευτικό)

Βαθειά τους ευχαριστώ παραθέτοντας την κριτική τους.


(Βεβαίως πολλά υπέροχα κείμενα κριτικής γράφτηκαν από γυναίκες. )

Βιβλία με έρωτες, φιλίες, επιγραφές, ιδέες στα χρώματα του χειμώνα

Από τον Αλέξανδρο Στεργιόπουλο (Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας)

**Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη Ερωτας στην ομίχλη, εκδόσεις Ψυχογιός, σ. 425, ευρώ 17,70

Η ομίχλη δεν είναι απλό καιρικό φαινόμενο. Είναι αυτό που ταιριάζει περισσότερο στον άνθρωπο. Σαν να φτιάχτηκε από τον ίδιο. Το ημιδιαφανές λευκό σύννεφο που καλύπτει την ατμόσφαιρα, εύκολα παραπέμπει στην ανθρώπινη ψυχή και την πολύπλοκη λειτουργία της. Αυτό που νομίζουμε ότι υπάρχει πίσω από τη λεπτή κουρτίνα, μπορεί εύκολα να μας ξεγελάσει. Να διαψεύσει αυτό που τα μάτια μας κοιτούν. Αυτό που οι αισθήσεις μας συλλαμβάνουν. Ή νομίζουν ότι συλλαμβάνουν.

Η ιδιαίτερη αυτή συνύπαρξη (φύση-ψυχή) είναι πιο έντονη και συνηθισμένη στην ελληνική περιφέρεια. Η απεραντοσύνη και αφθονία του τοπίου συνυπάρχει με την περιχαρακωμένη, τοπική κοινωνία. Εκείνη που προσέχει τους τύπους και την ομορφιά της και κρύβει κάθε ασχήμια. Ακόμη και σ' αυτές τις συμπληγάδες, ο έρωτας βρίσκει το χώρο του. Ανθεί και προσπαθεί να επιβιώσει. Η Ιουστίνη Φραγκούλη, στο τελευταίο της μυθιστόρημα, επιχειρεί να ερμηνεύσει τα φαινόμενα. Ανθρώπων και φύσης. Προσπαθεί και αγγίζει το ανεξήγητο.

Η συγγραφέας φτιάχνει τα θεμέλια της δουλειάς της με τα λόγια των άλλων. Με αυτά που της εκμυστηρεύονται οι άλλοι. Η πρωταγωνίστρια, η Αμαλία, της έδωσε απλόχερα δυνατές στιγμές, συγκινήσεις, συναισθήματα. Οπως αναφέρει στον πρόλογο: «Η Αμαλία με έκανε μέρος της προσωπικής της εμπειρίας».

Η Αμαλία λοιπόν. Νεαρή δασκάλα που πάει σε ορεινό χωριό, στα χρόνια του '70, για να διδάξει. Η νεαρή δασκάλα εισβάλλει στην κλειστή κοινωνία του χωριού. Με σεμνότητα και χωρίς να το επιδιώκει ανοιχτά, επιχειρεί να κατανοήσει τη λειτουργία του. Τους ντόπιους. Αναπάντεχα αρχίζει και βλέπει το κακό πρόσωπο της μικρής κοινωνίας (η φυλακισμένη κόρη της Ευθαλίας). Εχει όμως στηρίγματα. Τη φίλη της (Αμαρυλλίς) και τον Αριστοτέλη Αγριππίδη, ευπατρίδη για το Μικροδένδρι (το χωριό της ιστορίας). Τα πράγματα όμως δεν είναι ξεκάθαρα. Η ομίχλη δεν επιτρέπει τις καθαρές ματιές. Ετσι, η άσχημη πλευρά των κατοίκων του χωριού δεν εξαφανίζεται. Κρύβεται και δεν αφήνει τις ψυχές να αναπνεύσουν. Γι' αυτό ο αγαπημένος της Αμαλίας, ο Αρίστος, πεθαίνει, γι' αυτό η Ευγενία τρελαίνεται. Η Φραγκούλη δίνει επιστημονική εξήγηση (τα νερά του ποταμού ταράσσουν τη χημική ισορροπία του εγκεφάλου) αλλά δεν αφήνει την μοναδικότητα της ανθρώπινης ψυχής.

Με στρωτή αφήγηση, προσεκτικά δομημένη πλοκή και επιλογή χαρακτήρων, προσφέρει ένα δυνατό μυθιστόρημα που διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ



ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ

Της Ιουστίνης Φραγκούλη – Αργύρη



Του Ξενοφώντα Βεργίνη (Τα Νέα Της Λευκάδας)



            Ένα πολύ ενδιαφέρον και εξαιρετικά καλογραμμένο πολυσέλιδο βιβλίο με καθήλωσε τρία συνεχόμενα βράδια! Ένα μυθιστόρημα ζωής που σε ταξιδεύει, με κομμένη την ανάσα, στα δύσβατα μονοπάτια του έρωτα και της αγάπης, στις βαθιές ρίζες της παράδοσης και διαδρομές της ιστορίας, στα κρυφά, επτασφράγιστα μυστικά μιας κλειστής κοινωνίας, στα βαθύσκιωτα δρομάκια του φόβου και της απελπισίας, αλλά και στα ξέφωτα των ονείρων σου, στα οράματα της παιδείας, στις αγωνιώδεις προσπάθειες από τη γέννηση στο Γολγοθά σου και από τη σταύρωση στην ανάσταση!

            Γράφει η συγγραφέας για την δασκάλα ηρωίδα της (την Αμαλία): “… πιστεύει πως η αγάπη νικάει όλες τις συμφορές” και αλλού «…πιστεύει με σθένος πως μετά της σταύρωσης έρχεται πάντα η πολυπόθητη ανάσταση».

            Δεν ξέρω πόσο εύκολα μπορεί κανείς να αποδεχτεί ή πόσο δύσκολα να απορρίψει τις θέσεις της ηρωίδας! Το βέβαιο είναι πως οι «διαδρομές» της ηρωίδας, όπως τις περιγράφει η συγγραφέας δεν είναι καθόλου εύκολες, αλλά βασανιστικές και με κόστος υψηλό!

            Η Ιουστίνη  Φραγκούλη – Αργύρη σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πλοκή, με δυνατή περιγραφή, σε έκφραση και πλούσιο λεξιλόγιο, με ορθή στίξη και διατύπωση, που δείχνει ότι κατέχει την ελληνική γλώσσα, με βαθιά γνώση των γεγονότων στο χωροχρόνο και σεβασμό στα πρόσωπα, ταξιδεύει τον αναγνώστη στη διαδρομή μιας πονεμένης προσωπικής & κοινωνικής ιστορίας, που συγκινεί και συναρπάζει, που αναλύει και συνθέτει, που κρίνει και δεν κατακρίνει, που συμμετέχει αλλά δεν επηρεάζει, που φωτίζει αλλά δεν αλλοιώνει τα γεγονότα!

            Συναισθήματα χαράς και απογοήτευσης, φόβου και ενθάρρυνσης, σιωπής και κραυγής αλληλοδιαδέχονται και αλληλοαναιρούνται στη ψυχολογία των ανθρώπων που υφαίνουν την ιστορία μιας κλειστής κοινωνίας που «τα ξέρει όλα», αλλά δεν μιλάει αλλά πίσω από την «υποτιθέμενη ανωνυμία». Στη μικρή κοινωνία συμβαίνουν όλα: τα καλά «…για βρέχει σ’ όλο το χωριό για σ’ όλο είναι λιακάδα» και τα άσχημα «… κακό χωριό τα λίγα σπίτια»! μια κοινωνία ανθρώπων, όπου το «μοιραίο» επικρατεί του «προγραμματισμένου», όπου τα «στοιχεία»της φύσης διαμορφώνουν τους χαρακτήρες και γράφουν ιστορία ζωής.

            Το βιβλίο της Ιουστίνης «Έρωτας στην Ομίχλη» μπορεί να πάρει και πολλούς άλλους τίτλους: «Ομίχλη στον Έρωτα», «η ζωή της σιωπής», «η δασκάλα των ονείρων και των οραμάτων», «η κοινωνία στο απόσπασμα» κ.τ.λ.. Είναι ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα, μια αληθινή ιστορία, μια ιστορία καθημερινής ζωής και παράδοσης που ζήσαμε και συνεχίσουμε να ζούμε όλοι μας κι όταν ομολογούμε κι όταν δεν ομολογούμε…! Αυτός που θα το διαβάσει θα βρει και τον εαυτό του! Αξίζει να το διαβάσουμε.

            Συγχαρητήρια Ιουστίνη και καλή συνέχεια!

            .



Ξενοφών Βεργίνης



Ιουστίνη Φραγκούλη

Έρωτας στην ομίχλη

Εκδόσεις Ψυχογιός

Του Πέτρου Γαργάνη



Προχωρώντας στο μυθιστόρημα, οι εντυπώσεις μου είχαν να κάνουν  περισσότερο με τους ήρωες. Άρτια ανεπτυγμένοι χαρακτήρες, από την νεαρή  πρωτοδιόριστη δασκάλα την Αμαλία, την ταραγμένη κόρη του Προέδρου της κοινότητας την Ευγενία, μέχρι το διευθυντή του σχολείου και τη δικηγόρο κόρη του, άνθρωποι γεμάτοι με πάθη, όνειρα και ευμετάβλητα συναισθήματα, δεμένοι στο άρμα μιας καθημερινότητας διαφορετικής για τον καθένα, έστω κι αν αναγκάζονται να συνυπάρχουν, είτε από επιλογή είτε εξ ανάγκης.

Κύριο πρόσωπο είναι η Αμαλία, η νεαρή δασκάλα η οποία σε μια προσπάθεια  θραύσης του ατομικού της κατεστημένου, υπερβαίνει τις αστικές της καταβολές και συμβάσεις, αποφασίζοντας να μετακομίσει, πρωτοδιόριστη εκπαιδευτικός ούσα, στο Μικροδέντρι, κεφαλοχώρι της Δυτικής Μακεδονίας, δίπλα σ’ ένα ποτάμι, πηγή ζωής αλλά και συμφοράς, εν τέλει ,για τους κατοίκους του.

Το χρονικό πλαίσιο τοποθετεί το μύθο στην Ελλάδα της πρώιμης μεταπολίτευσης, με  την ανήλικη ακόμα δημοκρατία να κάνει τα πρώτα δειλά της βήματα. Εποχές ανατροπών και ενός αστικού εκσυγχρονισμού που αργεί όμως να έρθει. Φανταστείτε πόσο δύσκολο είναι το εγχείρημα μιας καλομαθημένης κόρης, η οποία, καίτοι  συνειδητοποιημένη, εντούτοις απέχει από το να αντιληφθεί με επάρκεια το μέγεθος της περιπέτεια της, με τους οιωνούς που εμφανίζονται στο πρόσωπο μιας εφιαλτικής τσιγγάνας, απλά να προϊδεάζουν το ζοφερό μέλλον. Έρωτας, απογοητεύσεις, εκπλήξεις και εντάσεις, συμπαρομαρτούντα μιας απόφασης που θα της σημαδέψει τη ζωή. 

Έπειτα είναι ο Αριστοτέλης Αγριππίδης, γόνος μιας σπουδαίας όσο και τραγικής  οικογένειας, καταραμένης θαρρείς, που την ακολουθεί η σκληρή μοίρα της προσφυγιάς, και των δικών της θαμμένων μυστικών, μέχρι και το σχεδόν ξεκλήρισμα της. Παράξενος και όμορφος, λαμπερός και σκοτεινός, γοητευτικός όσο και ακούσια επικίνδυνος.

Όμως νομίζω ότι ο κύριος πρωταγωνιστικός ρόλος ανήκει στην ίδια την ιστορία του Ελληνισμού  που βίωσε μεγάλες συμφορές τον 20ο αιώνα. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί ευφυώς ως όχημα την οικογένεια Αγραππίδη για να επισημάνει και να εκθέσει μέσα από αυτήν, την πορεία του Ελληνισμού.  Ξεκινώντας  με τον ξεριζωμό από τις εστίες του όπου μεγαλουργούσε για αιώνες, τον διωγμό, την ξενιτιά αλλά και με την φλόγα της ελπίδας ζωντανή. Αυτή ακριβώς η φλόγα είναι που τον διατηρεί ακμαίο μέχρι και τις μέρες μας, παρά τα όποιες ανυπέρβλητες, πολλές φορές,  δυσκολίες.   

Ο Ελληνισμός πάνω απ’ όλα είναι πολιτισμός που δεν περιχαρακώνεται σε σύνορα. Είναι μια οικουμενική υπόθεση. Έλληνες  κοσμοπολίτες που φέρουν και παράγουν πολιτισμό εξακολουθούν να υπάρχουν σε όλον τον κόσμο. Δυστυχώς όμως ο Ελληνισμός δεν είναι γεμάτος μόνο από επιτεύγματα, αλλά και από εμμονές, αγκυλώσεις και στερεότυπα ενός συντηρητισμού που λειτουργεί ως τροχοπέδη στην εξέλιξη του.

Η συγγραφέας επισημαίνει καίρια και με ξεχωριστή ενάργεια όλα αυτά τα  χαρακτηριστικά. Διαθέτει  καθαρή οπτική και το σθένος να παρουσιάζει χωρίς ακκισμούς αυτό το οποίο υπήρχε και εν πολλοίς υπάρχει σαν βασική συνισταμένη στους τρόπους της ελληνικής κοινωνίας. Και δεν είναι μόνο  η χειμαζόμενη επαρχία, αλλά και τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου οι άνθρωποι εμπνέονται τον συμβιβασμό για να επιτύχουν μια απρόσκοπτη επιβίωση, με βαρύ αντίτιμο και χωρίς πάντοτε να τα καταφέρνουν.

Η ομίχλη με την οποία σκεπάζονται τα προβλήματα απλά και μόνο τα διαιωνίζει  χωρίς ποτέ  να τα λύνει. Έτσι, παρακολουθώντας μέσα από το βιβλίο την πορεία της οικογένειας Αγριππίδη  μου ήταν εύκολο όσο και αναγκαίο να απεμπλακώ από το φόντο της τραγικής ερωτικής ιστορίας μεταξύ της νεαρής δασκάλας και του νεώτερου γόνου της οικογένειας. Τα κείμενα εισέβαλλαν στα  στεγανά της τοπικής -και όχι  μόνο- κοινωνίας, όπου η υποκρισία, παρούσα, απομόνωνε ακόμα περισσότερο τους ανθρώπους, εγκλωβίζοντας τους στην εσωστρέφεια.

Η πλοκή του μύθου κράτησε ζεστό το ενδιαφέρον μου με τις συνεχείς ανατροπές και με την αδιάκοπη ροή των γεγονότων. Με γλώσσα ρέουσα,  απλή αλλά όχι  απλοϊκή,  επιτρέπει στον αναγνώστη, ή καλύτερα τον προτρέπει,  να εμβαθύνει και αυτός με την σειρά του. 

Γλαφυρός και περιγραφικός ο γραπτός λόγος αλλά και με μια εσωτερική  γαλήνη και μουσικότητα δείχνει να ελέγχει αλλά και να ελέγχεται από συναίσθημα και λογική ταυτόχρονα, μια ισορροπία που δύσκολα επιτυγχάνεται.

Γυρίζοντας και την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος δεν μένουν απορίες ούτε ερωτηματικά όσον αφορά τις επιδιώξεις της συγγραφέως. Με προσωπικό στίγμα και άποψη δεν αποφεύγει την έκθεση καλλιεργώντας γόνιμο προβληματισμό.



ΙΟΥΣΤΙΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ, έρωτας στην ομίχλη, εκδ. Ψυχογιός

Του Νίκου Διακογιάννη
Δύο χρόνια   ποκοπεί απ' τη μητέρα και το ασφικτικό περιβάλλον στο οποίο επιθυμεί να την περιορίσει ηΤο μυθιστόρημα ανοίγει με τη σκηνή στο λεωφορείο και τις περιγραφές των έξω και έσω τοπίων. Εικόνες από ελληνική επαρχία εκείνης της εποχής, άνθρωποι στιβαγμένοι σε οχήματα που αγκομαχούν στους δύσβατους κι επικίνδυνους δρόμους, γυναίκες της συστολής και της ηθικής βάσει άγραφων νόμων, αποτελούν τα πρώτα υλικά στα χέρια της συγγραφέως. Κι έπειτα ο έρωτας στο πρόσωπο του Αρίστου, γόνου του Αριστοτέλη Αγριππίδη, ο οποίος στα 1916, χρονιά της γενοκτονίας των Ποντίων από τους Τουρκους, αφήνει την πατρίδα του, την Ίμερα του Πόντου, για να βρεθεί στην αχανή αμερικανική ήπειρο από όπου, πλούσιος πια, επιστρέφει στην Ελλάδα για να γίνει ο ευπατρίδης, εκείνος που θα χτίσει σχολειό και μεγάλη εκκλησιά.

Αν η ιστορία έμενε μόνο σε αυτά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια ακόμη προσπάθεια να ειπωθούν θέματα χιλιοειπωμένα και μάλιστα έχουν γυριστεί ως ταινίες τότε που ο ελληνικός κινηματογράφος όδευε προς την παρακμή του (βλ. Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά). Το γνωρίζει αυτό η συγγραφέας, γι' αυτό -αν και κάπως αργά στη δομή του βιβλίου- φροντίζει να ανεβάσει τον πήχυ, να μας κλεισει το μάτι με μια συνέχεια που βρίθει κρυμμένων μυστικών. Οι ανατροπές παίρνουν τον πρώτο λόγο και είναι τέτοιες που δεν μπορεί να φανταστεί ο αναγνώστης, ακόμη κι αν τα λόγια μιας τσιγγάνας έχουν ρίξει τον πρώτο σπόρο των μελλούμενων.

Έν τέλει, έγνοια της συγγραφέως φαίνεται να μην είναι η πρωτοκαθεδρία του έρωτα -κι ας έχει λάβει καίρια θέση στον τίτλο του μυθιστορήματος- όσο οι μικρές ιστορίες των κατοίκων του Μικροδενδρίου και ουσιαστικά της κάθε μικρής, αποκομμένης από τα του κόσμου κοινωνίας, εκεί όπου η ομερτά είναι ο κανόνας. Ιστορίες που σαν δίνες γυρνούν γύρω από τη θάλασσα των δυο ερωτευμένων, Αρίστου και Αμαλίας. Οι μορφές της Ασπασίας, της Ευγενίας και της μητέρας του μικρού Στέλιου παραπάνω από καθηλωτικές, δοσμένες με αληθοφάνεια και έκδηλη αφοσίωση από τη συγγραφέα, η οποία δε διστάζει να καυτηριάζει κάθε τόσο τη νοοτροπία εκείνη που κράτησε και εξακολουθεί σε ορισμένα μέρη να κρατά δέσμιες τις ανυπεράσπιστες ψυχές. Η Ευγενία, με την ένταση που φέρνει στα γεγονότα, τα καθιστά σαν έναν χάρτη πολύ ενδιαφέροντα των συναισθημάτων. Όσο για την σπιτονοικοκυρά της Αμαλίας, την κυρία Ευθαλία, ναι, είναι αυτή που -όχι τυχαία η επιλογή ονόματος- έχει το θάλος να προβεί στην ανόσια πράξη της μόνο και μόνο για να μη μάθει στο χωριό κανείς τίποτα. Είναι αυτή που θα κρίνει σκληρά άλλους μα για την δική της πράξη δε βρίσκει τίποτα το μεμπτό, την έχει μάλιστα αναδείξει σε πρέπουσα και αρεστή στον Θεό!

Κι αν σε κάποιους τέτοιες ιστορίες φανούν υπερβολικές για τα τέλη της δεκαετίας του 70, αυτό δεν μπορεί να ισχύει, αφού και σήμερα έρχονται στο φως ίδιες και ακόμη πιο ττραγικές με θύματα άλλοτε παιδιά, άλλοτε γυναίκες μα και οικογένειες που προτίμησαν να ρίξουν βαριά την πλάκα της λήθης από το να ανοίξουν δρόμους στα μέλη τους που τόσο πολύ διψούν για αυτούς.

Η αγάπη της συγγραφέως προς την Ελλάδα διατρέχει υπογείως το σώμα του μυθιστορήματος, ένας πικρός καημός για όσα πέρασε αυτό το έθνος στον εικοστό αιώνα, τις φορές που το πρόδωσαν και ζήτησαν επί πίνακει την κεφαλήν του. Μόνιμος κάτοικος του Καναδά -επί εικοσαετίας και πλέον- η ίδια, δεν μπορεί παρά να δονείται ταυτόχρονα και από τη δεινή θέση της πατρίδας μας όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σήμερα με την Κατοχή της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Ίσως αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους η κυρία Φραγκούλη τονίζει περισσότερο την ηθική ακεραιότητα της Αμαλίας (μακάρι να υπήρχαν σήμερα πολλές τέτοιες δασκάλες) όπως και του ηλικιωμένου διευθυντή της που φροντίζει το σχολείο ωσάν να ήταν δικό του παιδί! Οι σελίδες όπου παρελαύνουν στίχοι από τον Γιάννη Ρίτσο, οι αναφορές σε έργα κλασικά και μεγάλα πνεύματα της ελληνικής πεζογραφίας, όπως αυτό του Καζαντζάκη, αυτή τη γραμμή έρχονται να υπηρετήσουν. Τέλος, σε ορισμένες μονάχα περιπτώσεις, βρήκα τις περιγραφές εσωτερικών χώρων ή τρόπου ντυσίματος αρκετά εξεζητημένες ή αχρείαστες τη δεδομένη στιγμή.

Το τέλος του βιβλίου ομολογώ πως δεν το περίμενα. Ίσως κατά μια έννοια να είναι καλύτερη μια τέτοια έκβαση, αφού δίνει άλλο τόνο στην ιστορία.

Εν κατακλείδι, ένα βιβλίο ευκολοδιάβαστο που θέτει καίρια ζητήματα των ανθρώπων που η ζωή δεν τους τα έφερε όλα βολικά, Ένα βιβλίο - ύμνος προς εκείνους που με το υστέρημά τους ή την μεγάλη περιουσία τους είχαν πάντα κατά νου κάτι να διασώσουν από το σώμα της πατρίδας, κάτι να γιατρέψουν, μια ανάγκη να καλύψουν.

Ιουστίνη Φραγκούλη, Έρωτας στην Ομίχλη, Ψυχογιός2011, σελ. 425
Του Μπάμπη Δερμιτζάκη (περιοδικόΛέξημα)

<><> <><> <><> <><>

Δεν είναι ένα συναρπαστικό ρομάντζο αλλά μια σκληρή ερωτική ιστορία, μια πραγματική ερωτική ιστορία που η συγγραφέας αφηγείται συναρπαστικά


Δεν είναι και τόσο συνηθισμένο οι συγγραφείς να τοποθετούν τις ιστορίες τους σε αγροτικά περιβάλλοντα. Από τις εξαιρέσεις που μου έρχονται τώρα στο μυαλό είναι η Ευγενία Φακίνου, που, αν δεν κάνω λάθος, όλες της οι ιστορίες διαδραματίζονται στην επαρχία. Και της Ελένης Στασινού το τελευταίο μυθιστόρημα, «Η γυναίκα των Δελφών», τοποθετείται στην επαρχία, και, όπως φαίνεται από τον τίτλο, στους Δελφούς. Και της Ιουστίνης Φραγκούλη το τελευταίο μυθιστόρημα, «Έρωτας στην ομίχλη», τοποθετείται στην επαρχία, σε ένα ορεινό χωριό στην Έδεσσα.
Στην τελευταία παράγραφο στις «ευχαριστίες», στο τέλος του βιβλίου, διαβάζουμε: «Ευχαριστώ όλους για τούτο το βιβλίο, και προπάντων την Αμαλία που μου εμπιστεύτηκε την προσωπική της ιστορία, χωρίς μοντάζ, κοιτώντας με ευθύβολα στα μάτια». Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι ακριβώς με ένα μυθιστόρημα, αλλά με την εξιστόρηση μιας πραγματικής ιστορίας.
Υπάρχουν βιβλία στα οποία η αφήγηση καταποντίζεται μέσα στο ύφος, και βιβλία που το ύφος υπηρετεί την αφήγηση, χωρίς να θέλει να της τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια. Εγώ ως αφηγηματολόγος έχω την τάση να εκτιμώ πολύ τα δεύτερα, αλλά φαντάζομαι και η μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών. Το βιβλίο της Ιουστίνης δεν κατακλύζεται με τα συνηθισμένα υφολογικά στοιχεία όπως είναι για παράδειγμα οι μεταφορές, οι οποίες σε μερικούς συγγραφείς χρησιμοποιούνται σε βαθμό κατάχρησης, ούτε με λυρικές περιγραφές τοπίων σε μια επίδειξη λογοτεχνικότητας. Η συγγραφέας αφήνει τους ήρωές της να μιλούν αβίαστα, σαν να βρίσκονται πάνω σε ένα θεατρικό σανίδι, περιορίζοντας τις αφηγηματικές συνδέσεις και τα σχόλιά της στα εντελώς αναγκαία. Παρά το ό,τι τα επεισόδια που αφηγείται στις 415 σελίδες του βιβλίου δεν είναι και τόσα πολλά, δεν δημιουργείται ποτέ η αίσθηση του πλατειασμού. Αντίθετα η Φραγκούλη λέγει αυτά που είναι αναγκαίο να πει, ούτε περισσότερα, ούτε λιγότερα. Την ίδια αίσθηση απεκόμισα παρεμπιπτόντως, διαβάζοντας μόλις πρόσφατα τον «Φιλαράκο» του Γκυ ντε Μωπασάν.
Συνήθως τη λέξη «πλοκή» τη χρησιμοποιούν ως συνώνυμη της «ιστορίας». Στην κυριολεκτική της σημασία σημαίνει το πλέξιμο των γεγονότων της ιστορίας κατά την αφήγηση. Και το πλέξιμο αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί καθορίζει σημαντικά το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Και ένα στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ σε μια καλή πλοκή είναι το στοιχείο του σασπένς, της αγωνίας για την έκβαση, το οποίο δημιουργείται με διάφορες αφηγηματικές τεχνικές.
Η Ιουστίνη παρακολουθεί την Αμαλία, την ηρωίδα της, πρωτοδιόριστη δασκάλα, καθώς πηγαίνει με το λεωφορείο στο ορεινό χωριό όπου έχει τοποθετηθεί. Ο δρόμος είναι κακοτράχαλος, γεμάτος στροφές. Στην μια πλευρά του ορθώνεται ο σκοτεινός όγκος ενός πανύψηλου βουνού και στην άλλη χάσκει ένας απύθμενος γκρεμός. Ένα απότομο φρενάρισμα πετάει την Αμαλία έξω στο διάδρομο. «Αν δεν έπιανε το φρένο, θα κατρακυλούσαν κάτω και δε θα ΄μενε τίποτα από τα κορμιά τους» (σελ. 21). Τι θα γίνει αν συναντήσουν και άλλο αμάξι στην επόμενη στροφή; Μικροσασπένς, που όμως ανεβάζει την αδρεναλίνη του αναγνώστη.
Σε λίγες σελίδες εκτίθεται το οικογενειακό
background της Αμαλίας, για να παρουσιαστεί στη συνέχεια μια τσιγγάνα που θα της πει με το έτσι θέλω τη μοίρα της. Την βλέπει σκοτεινή. Μ'A αυτό τον τρόπο δημιουργείται το τραγικό σασπένς του ποιες συμφορές περιμένουν την ηρωίδα. Ο έρωτας που θα αναπτυχθεί με έναν νεαρό του χωριού ξέρουμε ότι δεν θα ευοδωθεί, αγνοούμε όμως για ποιο λόγο. Σαν κακός οιωνός η τσιγγάνα αυτή θα εμφανιστεί ξανά μερικά κεφάλαια πιο κάτω, για να την τρομοκρατήσει άλλη μια φορά με τις μαύρες προφητείες της, και μια τρίτη φορά στο τέλος του βιβλίου: «Σήμερα θα γενεί το κακό, σήμερα…» (σελ. 404).
Υπάρχουν και άλλα σασπένς. Η Αμαλία ακούει ανθρώπινα ουρλιαχτά. Η σπιτονοικοκυρά της την καθησυχάζει λέγοντάς της ότι είναι τσακάλια. Η Αμαλία δεν πείθεται, ούτε και ο αναγνώστης. Αργότερα μαθαίνουμε πως είναι η τρελή της κόρη, που από τη φυλακή του Δαφνιού την μετέφερε στη φυλακή ενός στάβλου του σπιτιού της, για καλύτερα.
Όταν η Αμαλία με τη φίλη της βλέπουν ένα ερωτικό ζευγάρι πίσω από τους θάμνους, αναγνωρίζουν την Ευγενία, όμως ο άλλος ποιος είναι; Ο Αρίστος μήπως;
Η Ευγενία κάποια στιγμή εξαφανίζεται. Είναι μήπως νεκρή; Όχι, θα την βρουν σε άθλια κατάσταση, και τότε θα μάθει η Αμαλία μαζί με τον αναγνώστη ότι είναι ψυχασθενής.
Η οικογενειακή ιστορία του νεαρού Αρίστου εκτίθεται με περισσότερες λεπτομέρειες, σε ολόκληρο κεφάλαιο, λίγο μετά την οικογενειακή ιστορία της Αμαλίας. Είναι εξάλλου πιο συναρπαστική, αφού έχει να κάνει με τον ξεριζωμό των προγόνων του από την Μικρά Ασία και τη μετανάστευση του παππού του στην Αμερική.
Ο νεαρός Αρίστος είναι γυναικάς. Η αφηγηματική αναμονή είναι πως η σχέση θα διαλυθεί γι΄ αυτό το λόγο. Και έχουμε εδώ μια αφηγηματική ανατροπή -μια άλλη αρετή της συναρπαστικής αφήγησης- αφού τέλος στη σχέση θα δώσει όχι η απηυδισμένη Αμαλία αλλά ο θάνατος του Αρίστου από ανακοπή μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης• που, όπως μαθαίνουμε στο τέλος, μπορεί και να είναι μια αυτοκτονία υπεράνω πάσης υποψίας.
Υπάρχει και άλλη μια αφηγηματική ανατροπή. Όταν η Ευγενία μιλάει για τη σχέση της με τον Αρίστο ο αναγνώστης δεν υποψιάζεται πως πρόκειται για ψυχωτικό παραλήρημα. Θα το μάθει πολύ αργότερα.
Το σασπένς και οι ανατροπές στις αναγνωστικές προσδοκίες είναι οι κύριες αφηγηματικές αρετές του «μυθιστορήματος». Υπάρχει όμως και ένα εφέ απροσδόκητου, ακόμη και για τους πιο υποψιασμένους αναγνώστες, ένας από τους οποίους σεμνύνομαι ότι είμαι και εγώ. Ξέρουμε ότι οι ψυχικές παθήσεις οφείλονται σε δυο κυρίως παράγοντες, που μπορεί να είναι ανεξάρτητοι, αλλά που συνήθως λειτουργούν συνεργικά. Αυτοί είναι οι τραυματικές εμπειρίες, ιδιαίτερα κατά την παιδική ηλικία, και η κληρονομικότητα. Η διπολική διαταραχή (η επιστημονική ονομασία της μανιοκατάθλιψης) από την οποία πάσχει ο Αρίστος φαίνεται ότι οφείλεται στην εμπειρία μιας διπλής ορφάνιας. Όταν πέθανε η μητέρα του κατά τη γέννα, ο πατέρας του τον εξαπέστειλε στην αδελφή του στην Αθήνα. Στο χωριό ερχόταν μόνο για διακοπές. Οι σχέσεις του με τον πατέρα του που ουσιαστικά τον απαρνήθηκε δεν είναι οι καλύτερες. Αντίθετα η διπολική διαταραχή της Ευγενίας φαίνεται να οφείλεται σε κληρονομικούς παράγοντες. Όσο για την τρέλα της κόρης της σπιτονοικοκυράς, έχουμε την εντύπωση ότι ήταν αποτέλεσμα ενός άτυχου γάμου στην Αυστραλία. Τελικά δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά, ή δεν ήταν μόνο, ή κυρίως, αυτά. Οι ψυχολογικές διαταραχές από τις οποίες έπασχαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού οφειλόταν στην αυξημένη ποσότητα σε άλατα του νερού της περιοχής. Αυτό αποκάλυψε μια ερευνητική ομάδα μετά από εξονυχιστική μελέτη. Ξέρουμε τις επιπτώσεις που έχει η μόλυνση του περιβάλλοντος στην σωματική μας υγεία, αλλά δεν ξέρουμε, ή υποτιμούμε, την επίδραση που μπορεί να έχει πάνω στην ψυχική μας υγεία. Και εγώ που έχω μελετήσει κάπως το θέμα - έχω γράψει σχετικά στο βιβλίο μου «Περιβάλλον, διατροφή και ποιότητα ζωής»-δεν της δίνω την πρέπουσα σημασία. Και όμως θυμάμαι που απέδιδα την υπερκινητικότητα του γιου μου - αστειευόμενος βέβαια γιατί μάλλον είναι κληρονομική, την είχα και εγώ - στη μόλυνση από το μόλυβδο. Τώρα με την αμόλυβδη βενζίνη ο παράγοντας αυτός έχει εξαλειφθεί.
Τα αποσπάσματα από τα ποιήματα του Ρίτσου, όπως και ένα εκτενές απόσπασμα από τον «Αλέξη Ζορμπά» του Καζαντζάκη, αν δεν αποκαλύπτουν τις λογοτεχνικές επιρροές της Ιουστίνης, αποκαλύπτουν σίγουρα τις λογοτεχνικές της αγάπες. Η αγάπη για τον Καζαντζάκη μάλιστα τρύπωσε, θα λέγαμε ασυνείδητα, σε ένα σημείο. Διαβάζουμε: «Μαύρα φίδια με ζώνανε μαθές εμένα τη μαυροκακομοίρα τη μάνα» (σελ. 242). «Μαθές», μια λέξη που συναντάμε συχνά στον Καζαντζάκη, που όμως εγώ δεν την άκουσα ποτέ ζωντανά στην Κρήτη. Θυμάμαι που όταν την πρωτοδιάβασα στον Καζαντζάκη ρώτησα τους γονείς μου να μου πούνε τη σημασία της (μου είπαν ότι σημαίνει «βέβαια», «σίγουρα», αλλά μάλλον την χρησιμοποιούσαν οι κρητικοί όπως πετάνε σήμερα στο λόγο τους κάποιοι το «που λες» ή «να πούμε»).
Όλα τα βιβλία της Ιουστίνης που έχω διαβάσει ήταν πολύ καλά, αλλά αυτό πιστεύω είναι το καλύτερο.
Το συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Saturday, January 7, 2012

Το Τζουστινάκι και ο Τεντ 23 χρόνια μετά


 Με τον Αποστόλη στη γειτονιά μπροστά από το στολισμένο ντεσεβό
 Ημουν ελαφριά σαν αέρας، γι αυτό με σήκωσε αγκαλιά όπως ζητούσε το έθιμο

 Με τον Τεντ και τον Αποστόλη στην είσοδο του κελιού της Αγίας Μαρίνας
Τα στέφανα από λευκό δέρμα μας τα άλλαξε ο τρομερός κουμπάρος μας (και τότε αφοσιωμένος εργένης) Χρύσανθος Πετσίλας. Βίβα Χρύσανθε!!!


Σήμερα κλείνουμε αισίως 23 συναπτά έτη γάμου με τον Τεντ και πρέπει να πώ ότι χαίρομαι που μπήκα σ΄αυτή τη συνθήκη ζωής, παρότι της αντιστεκόμουν από τότε που κατάλαβα τον κόσμο. Ναι, ενώ ήμουν παρανυφάκι σε όλους σχεδόν τους γάμους της οικογένειας (θεία Χρυσαυγή, Θεία Λισάβω κλπ) με τα μπουκλωτά μαλλιά στεφανωμένα με λευκή κορδέλα  και το καλαθάκι γεμάτο λευκά άνθη, εγώ ορκιζόμουν μέσα μου πως δεν θα παντρευτώ ποτέ.

Αργότερα όταν εφήβεψα και κατάλαβα τον κόσμο, πατούσα και το πόδι στη μαμά και φώναζα τσιριχτά: «Εγώ δεν πρόκειται να παντρευτώ, θέλω να είμαι ΕΛΕΥΘΕΡΗ». Η καημένη η συντηρητική μητέρα μου απελπιζόταν έτσι όπως με έβλεπε αγριοκόριτσο να μισώ τα αγόρια και το γάμο (ενώ ζούσαμε μια υπέροχη κι αρμονική οικογενειακή ζωή!)

Εννοείται πως στη φοιτητική περίοδο ούτε καν μου περνούσε από το νού πως θα ντυνόμουν νυφούλα, να φτάξω σπιτάκι, οικογένεια κλπ. Είχα βέβαια τις αγαπητικές μου περιπέτειες, είχα γνωρίσει και τον Τεντ, αλλά με αυτή τη σχέση είχα εξασφαλίσει πως ΔΕΝ ΘΑ παντρευόμουν ΠΟΤΕ, αφού εκείνος έμενε στον Καναδά κι εγώ στην Ελλάδα! Οι συναντήσεις ήταν υπερατλαντικές, διευρωπαϊκές, τίποτε δεν με  έπνιγε.

Ωσπου εφτασε η ώρα των 30 κι έπρεπε να αποφασίσω με ποιούς θα πάω και ποιούς θ΄αφήσω. Ο κύβος ερρίφθη, καθώς πάλι δεν με υποχρέωσε ο Τεντ να τον ακολουθησω. Μου πρότεινε γάμο μακρόθεν, χωρίς συγκατοίκηση. Είπα αβίαστα το ναι , γιατί είχα την εντύπωση πως η ζωή θα κυλούσε ανάμεσα σε δύο ηπείρους, εκείνος στη δουλειά του κι εγώ στη δική μου.

Ο γάμος έγινε με τις δικές μου προδιαγραφές, θα ήταν κλειστός μόνο οι απόλυτα οικείοι της Λευκάδας, απαίτησα. Οι γονείς μου έπαθαν ένα νταράκουλο, αλλά γρήγορα συνήλθαν γιατί υπήρχε πάντα η απειλή να μην παντρευτώ και καθόλου. Το νυφικό σχεδόν το σχεδίασα στου Μιχάλη Ασλάνη, ο οποίος το εκτέλεσε και μου το έκανε δώρο καθώς τότε συνεργαζόμασταν στη μόδα (έκανα στάιλινγκ σε περιοδικά γυναικεία εκτός των άλλων!!!)

Λοιπόν, ήρθε ο Τεντ από τον Καναδά, η βαλίτσα με το γαμπριάτικο κοστούμι δεν ήρθε μαζί του, αγωνία μέχρι να φτάσει τελικά μερικές μέρες αργότερα λόγω μπάχαλου στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.

Περάσαμε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά με πηγαινέλα στο σόι του και το σόι μου. Τελικά έφτανε η περίεργη μέρα του γάμου، 7 Ιανουαρίου με ήλιο και 20 βαθμούς Κελσίου. Παραμονή εγώ πέρασα τον ακοίμητο, ήρθε ο πατερούλης στο δωμάτιο και μου έκανε κουράγιο «μέρα είναι θα περάσει», μου έλεγε παρηγορητικά.

Κατά τις 10 το πρωί λούστηκα, έφτιαξα με τζέλ τα κατσαρά μαλλάκια μου, βάφτηκα μόνη μου, φόρεσα το ντε πιές  νυφικό μου, τις λευκές σατέν γόβες, ήμουν έτοιμη για τη μεγάλη στιγμή της «θυσίας». Οσο κι αν ηχεί παράξενο τώρα, εγώ ένιωθα ως Ιφιγένεια εν Αυλίδι.

Τέλος, πάντων ,  φτιάχτηκα , στολίστηκα, ο αδελφός μου ανέλαβε να με συνοδεύσει  στο εξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας, μια ανάσα από τη θάλασσα με το μαύρο μου ντεσεβό στολισμένο με τεράστιους λευκούς κρίνους και χρυσάνθεμα. Βγήκε η γειτονιά στα μαλκόνια κι ερράνθην από τις γειρόνισσες με μυρωδάτα γιασεμιά.

Η Κωνσταντίνα μου τραγουδούσε το τραγούδι από το «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα σε μουσική Χατζιδάκη. Ο Αποστόλης, είπε να κάνουμε γύρους στην αγορά να κορνάρουμε ακολουθωντας το έθιμο. Οπερ και εγένετο, εγώ τώρα είχα χαλαρώσει κάπως.

Ηταν μια λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα με τον ήλιο να λούζει τη Λευκάδα απ΄άκρη σ΄άκρη και να κάνει το ντεσεβό να λάμπει μέσα στους λευκούς κρίνους. Στην εκκλησία με περίμενε ο Τεντ αγωνιώντας, καθώς ήξερε στο πίσω μέρος του μυαλού του πως μπορεί και να την έκανα την ύστατη στιγμή. Μαζί του συμπαραστάτης ήταν ο τρομερός κουμπάρος Χρύσανθος Πετσίλας, ο οποίος είχε έρθει από τη Νέα Υόρκη για να μας στεφανώσει.

Ωστόσο, στάθηκα στο ύψος των περιστάσεων, μπήκα στην εκκλησία με τον αδελφό, ο πατερούλης τέλεσε το μυστήριο, κλαίγοντας καθ όλη τη διάρκεια από συγκίνηση. Η μαμά άλλαξε πέντε μαντηλάκια από το κλάμα, γενικά είχα ηρεμήσει καθώς γύρω μου βρισκόνταν μόνο οικεία πρόσωπα.

Πρέπει να πώ ότι την παράσταση έκλεψε η χωριάτικη κουλούρα της νύφης, που είχε ζυμώσει και στολίσει η αδελφή του πατέρα μου η θεία Χρυσαυγή. Της είχε φτιάξει ένα σωρό στολίσματα από ζυμάρι, την είχε πασπαλίσει με ζάχαρη άχνη και την είχε διακοσμήσει με πολύχρωμα κουφέτα. «Ετσι νάναι η ζωή σου» μου ευχήθηκε με την αγαθή της την καρδιά.

Σήμερα 23 χρόνια μετά από το επεισοδιακό γάμο μας, νιώθω ότι καλά έπραξα που μπήκα σ΄αυτή την κοινωνική συνθήκη. Με τον Τεντ περάσαμε έυκολα και δύσκολα, ματώσαμε ώσπου να βρούμε τον κοινό βηματισμό μας.

Αλλά θέλω να σας δηλώσω ότι ο άντρας  μου με έκανε να νιώθω διπλά ελεύθερη, γιατί κατάλαβε το χαρακτήρα μου και δεν προσπάθησε ποτέ να με χαλιναγωγήσει.

Αν ξαναζούσα τη ζωη μου απ΄την αρχή, πάλι θα παντρευόμουν αλλά μόνο το μοναδικό και ανεπανάληπτο άντρα της ζωής  μου, τον Τέντ Αργύρη, που είναι άπαιχτος, μάγκας και σίγουρος για τον εαυτό του!

Να ζήσουμε αγαπημένε σαν τα ψηλά βουνά, που έγραψε και η Λιάνα!

Τζουστινάκι

Friday, January 6, 2012

Σήμερα των Φώτων κι ένα απόσπασμα από τον "Ερωτα στην Ομίχλη"


Σήμερα τα Φώτα και ο Φωτισμός... Κι επειδή το μυθιστόρημα «Ερωτας στην Ομίχλη» κορυφώνεται των Θεοφανίων , όπου παρατίθεται ο Αγιασμός των Υδάτων κάπου μακριά στη Μακεδονία μας , θέλω να μοιραστώ μαζί σας τη σκηνή από το έργο:

"Η λιτανεία ξεκίνησε.  Μπροστά πήγαιναν τα λάβαρα και στη μέση ο Σταυρός. Αγόρια ντυμένα με ιερατικές στολές κρατούσαν τα σύμβολα της χριστιανοσύνης. Ο παπάς με τους ψάλτες του ακολουθούσαν , ενώ ακριβώς πίσω του βρισκόνταν οι επίσημες αρχές. Τα παιδιά του σχολείου πλαισίωναν αριστερά και δεξιά τα λάβαρα. Ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, συμμετείχαν με ευλάβεια στην πορεία προς τον Αγιασμό των υδάτων.

Η Αμαλία ξαφνικά ένιωσε μόνη καθώς ο διευθυντής Χωμενίδης είχε λάβει τη θέση του ανάμεσα στους προύχοντες χωρίς να την προσκαλέσει. Δεν ήξερε με ποιόν να περπατήσει, αλλά  είδε την η Αμαρυλλίδα να τρέχει προς το μέρος της. Πιαστηκαν αλαμπρατσέτα  και αναμείχθηκαν στο σεβάσμιο πλήθος.

Η λιτανεία έφτασε στο γεφυράκι, ένα ξύλινο γεφυράκι, όπου το ποτάμι ήταν στάσιμο δημιουργώντας μιά μικρή λίμνη. Εδώ τα νερά δεν ήταν ορμητικά κι έτσι  μπορούσαν να κολυμπήσουν οι βουτηχτάδες. Εκανε τσουχτερό κρύο, μα κανένας δεν φαινόταν να πτοείται.

Ο παπάς ξεχωρίζοντας απο το πλήθος πήρε το Σταυρό στα χέρια του, τον φίλησε τρείς φορές και στάθηκε ακριβώς στην άκρη του γεφυριού πάνω απο΄το νερό, ψάλλοντας με τη στεντορεία του φωνή :

 « Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου σου Κύριε,
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις.
Του γαρ Γεννήτορος, η φωνή προ σε μαρτύρει σοι,
αγαποητόν σε Υιόν ονομάζουσα.
Και το πνεύμα εν είδει περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές.
Ο επιφανής Χριστέ ο Θεός,
και τον κόσμο φωτίσας δόξα σοι.»

Ο κόσμος σιγόψελνε μαζί του ακολουθώντας το απολυτίκιο. Εκείνη την ώρα τρία λευκά περιστέρια πέταξαν στον ουρανό. Τα ελευθέρωσε ο καντηλανάφτης που ήταν επιφορτισμένος με αυτό το εθιμικό καθήκον. Ολοι έστρεψαν τα βλέμματά τους προς τον αιθέρα ακολουθώντας το πέταγμα των περιστεριών. « Μοναδικό θέαμα, στ΄αλήθεια! «, συλλογίστηκε η Αμαλία. Υστερα ο παπάς πέταξε το Σταυρό στο ποτάμι.

Οι γυναίκες στην όχθη έτρεξαν να βουτήξουν τα ματσάκια του δεντρολίβανου γιά ν΄αγιαστούν απο΄το Σταυρό ,προσδοκώντας πως θα τους έφερναν υγεία κι ευημερία στο σπιτικό τους ολάκερο το χρόνο.

Και τότε πήδησαν  τα παλλικάρια να πιάσουν το Σταυρό φορώντας μόνο τα σορτσάκια τους μέσα στην παγωνιά .  Η Αμαλία και η Αμαρυλλίς απομειναν άναυδες καθώς ανάμεσα  στους νεαρούς άντρες ξεχώρισαν τον Αριστοτέλη Αγριππίδη. Κοιτάχτηκαν απορημένες. Η Αμαλία έσφιξε το χέρι της φίλης της πιασμένη απο έναν αλλόκοτο φόβο.»